Μπαίνοντας σπίτι, τους ακούω να συνομιλούν στην είσοδο του
φροντιστηρίου δίπλα. Αυτή κρατώντας το σκυλί της, λέει: «ε δηλαδή τί;
Σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω; Ε όχι, θα παλέψω». Αυτός απαντάει: «Να
πολεμήσεις δηλαδή για τα δικαιώματα του υπάλληλου και του εργάτη; Πώς
δηλαδή; Αφού δεν υπάρχει τίποτα. Δεν έχει τίποτα. Τί να δώσει;Δεν
γίνεται.»
Η κυβέρνηση, τα μίντια, ο διπλανός στην πολυκατοικία και καμιά 60αριά διανοούμενοι πρώτης γραμμής σου λένε, πως άμα σου δώσουν 400 ευρώ για να ζήσεις θα πρέπει να λες ευχαριστώ. Θα πρέπει να δουλεύεις, να προσπαθείς, να είσαι συνεπής με τις υποχρεώσεις σου, να στύβεις την πέτρα, να είσαι αισιόδοξος, άμα χρειαστεί να είσαι καινοτόμος και ευέλικτος. Να μη ζεις πάνω απ’ τις δυνατότητές σου. Πόσες είναι οι δυνατότητές σου; 400 ευρώ. Ε θα ζεις ως τα 400 ευρώ. Αυτές οι δυνατότητες αυτή και η ζωή σου.
*
Το σκηνικό σε μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο. Βρήκε μια δουλειά, 350 ή
400 ευρώ, μαύρα. Στο ανακοινώνει. Είσαι αμήχανος, γιατί δεν ξέρεις πώς
να αντιδράσεις. Είχε ζόρια, χρειαζόταν τα χρήματα. Πες μπράβο, πες
ωραία, γιατί δεν λες; Δείξε τη χαρά σου ρε, γιατί δε τη δείχνεις; Τα
χρήματα είναι λίγα, οι ώρες αρκετές ή πολλές, μένει στο νοίκι, τα έξοδα
τρέχουν, να πάμε και για κανένα ποτό κάποια στιγμή. Τι να φτάσει; Πώς να
χαρείς;Η κυβέρνηση, τα μίντια, ο διπλανός στην πολυκατοικία και καμιά 60αριά διανοούμενοι πρώτης γραμμής σου λένε, πως άμα σου δώσουν 400 ευρώ για να ζήσεις θα πρέπει να λες ευχαριστώ. Θα πρέπει να δουλεύεις, να προσπαθείς, να είσαι συνεπής με τις υποχρεώσεις σου, να στύβεις την πέτρα, να είσαι αισιόδοξος, άμα χρειαστεί να είσαι καινοτόμος και ευέλικτος. Να μη ζεις πάνω απ’ τις δυνατότητές σου. Πόσες είναι οι δυνατότητές σου; 400 ευρώ. Ε θα ζεις ως τα 400 ευρώ. Αυτές οι δυνατότητες αυτή και η ζωή σου.