Πριν λίγα χρόνια σε μια παλιά μου δουλειά, σε ένα μεσημεριανό
διάλειμμα, είχε ανάψει μια συζήτηση με τους συναδέλφους για διάφορες
φάσεις που είχαμε περάσει εκεί κάπου στα 20 χρόνια μας. Για συναυλίες,
ταινίες, για τα πάρτυ με τους πρώτους έρωτες, για διάφορες πλάκες κλπ. Ο
διευθύνων την επιχείρηση ένας τυπικός μάνατζερ, μιας τυπικής
πολυεθνικής, καθόταν πιο εκεί και μας άκουγε. Αργότερα με φώναξε στο
γραφείο και πολύ σκεπτικός μου έκανε μια ερώτηση, με υφος αρκετά
στεναχωρημένο.
"Ξέρεις, πριν που σας άκουγα, αναρωτήθηκα για κάτι... Πού ήμουν εγώ όταν όλοι εσείς κάνατε όλα αυτά?..."
Αυτή η απλή φράση ήταν ότι πιο ανθρώπινο, ειλικρινές, έχω ακούσει ποτέ μέσα στον εργασιακό χώρο. Ηταν μια φράση κλειδί, αυθόρμητη, ένα ερωτηματικό που δεν χρειαζόταν απάντηση, γιατί αυτός που έκανε την ερώτηση, ήξερε ήδη πόση απουσία ζωής είχε η ζωή του.
Η γενιά μου, αυτή η περίφημη γενιά της μεταπολίτευσης δεν έζησε πόλεμο, είναι αλήθεια, αλλά έζησε κάτι φοβερό που μόλις τώρα αρχίζω να το συνειδητοποιώ. Εζησε.. Μια μοναδική απελευθέρωση. Μας πρόσφεραν στο πιάτο τα πάντα για να τα χειριστούμε όπως γουστάραμε. Κι αποτύχαμε. Η πλειοψηφία απέτυχε. Αυτοί όλοι οι χαρτογιακάδες, σε ρομποτοειδές στυλ που δεν ξέρουν πλέον ούτε για πιο λόγο ζουν, ούτε τι να ονειρευτούν τα βράδια εκτός από παλιόχαρτα, στατιστικές κι έναν απόλυτο εθισμό στο χρήμα, την εξουσία, και τη προσκόλληση στις καρέκλες τους, κάποτε ήταν νέοι.
Νέοι σε ένα κόσμο που αμφισβήτησε τα πάντα. Που ρόκαρισε άγρια. Που ξενύχτησε μεθώντας μέχρι αηδίας, που ήρθε σε σύγκρουση με το κατεστημένο. Φόρεσε χακί τζάκετ, ή γκοθάδικα ρούχα. Αφησε το μαλί να πέφτει ελεύθερο ή το κούρεψε σαν πανκιό. Διάβασε αιρετικά κείμενα κι είδε αιρετικές ταινίες. Φώναζε ελεύθερα τα πολιτικά της πιστεύω, αμφισβήτησε θεούς και δαίμονες. Χωρίς κινητά και υπολογιστές με το τηλέφωνο να βαράει μες τη νύχτα, το ξυπνητήρι με το άγαρμπο ξύπνημα χωρίς επιλεγμένη μελωδία, με τα πάρτυ που περίμενες να κάτσει σωστά η μπούκαλα ή τι θα κάνει ο κύριος στη κυρία, ένα κράμα παρανοικό από ελαφοκυνηγούς, κοράκια, εξορκιστές, να συναγωνίζεται τη τέχνη με το σπλάτερ, τα καρεκλάδια, τις ροκιές και τα σκυλάδικα. Την επανάσταση για τη κ@υλα της , απέναντι στο αραχνιασμένο κατεστημένο να παρασέρνει τα μυαλά με τρόπο κινηματογραφικό.
Μια ζωή που καψουρευόταν συνεχώς νέες ερωμένες, και μια πεποίθηση πως τίποτα δεν μπορεί να σ΄εμποδίσει να κάνεις αυτό που σου έχει καφωθεί στο μυαλό. Είναι τρελό όταν συνειδητοποιεί κάποιος πως όλο αυτό το τσούρμο με τα μεγάλα λόγια, τις μεγάλες ιδέες, το νεύρο, τη δύναμη να φέρουν το κόσμο ανάποδα, ΚΑΤΑΝΤΗΣΕ να είναι αυτό που είναι σήμερα. Ενα μάτσο από φοβισμένους νοικοκυραίους, εθισμενους σε κάθε λογής ηλιθιότητα, τρομοκρατημένους από λογαριασμούς και στατιστικές. Θύματα απόλυτα ενός διευθυντηρίου που αλήθεια...
Που βρισκόταν όταν όλοι εμείς ζούσαμε? Πόσο κωμικοτραγικό είναι να σκεφτει κανείς πως αυτοί οι άνθρωποι που ιδρώνουν μέσα από τα καλοραμένα κουστούμια καθώς προσπαθούν να κρατηθούν με οποιοδήποτε κόστος σε μια καρέκλα, τραγικά κατοχικά ανδρείκελα, κάποτε ήταν στην ουρά για ένα εισητήριο συναυλίας... αγωνιούσαν να τους κάτσει η μπουκάλα για να φιλήσουν τη Καιτούλα, ξενύχταγαν κολλώντας αφίσες, είχαν βαρέσει ένα τατουάζ στο μπράτσο, έριξαν ξύλο σ΄ενα καυγά στο Πανεπιστήμιο, ξημέρωσαν σε μια παραλία, διάβασαν ένα βιβλίο, ένα ποίημα, κρέμασαν στο τοίχο του δωματίου τους το αγαπημένο συγκρότημα, χτύπησαν τη πόρτα πίσω τους μ΄ενα σακίδιο στον ώμο για να την "πουν" στο πατέρα που δεν καταλάβαινε, ερωτεύτηκαν τρελά, πόνεσαν, ονειρεύτηκαν, έκαναν σκασιαρχείο από τη τάξη..
Κι όλοι οι άλλοι, το μέγα πλήθος... τι στο διάολο έγιναν... Τόσο σπουδαία ήταν η ζωή γιατί απέκτησες ένα κ@λοάμαξο. Τόσο σημαντικό ήταν να κολλήσεις σ΄ενα γραφείο να κολλάς χαρτόσημα μια ζωή... Τόσο γοητευτικό ήταν να περιορίσεις τη ζωή σου σε ένα κιλό κοψίδια, δυο βόλτες σ΄ενα σκυλάδικο και ένα προπατζίδικο τα σαβατοκύριακα.. Πόσα κιλά ψέκασμα με αποβλακωτικό χρειάζεται για να περάσεις από την επανάσταση στα πρωινάδικα... πόσα κιλά ψέκασμα χρειάζεται για να περάσεις από το ξενύχτι στη παραλία στο ξενύχτι να μετράς λογαριασμούς, δάνεια και ομόλογα? Πόσα κιλά ψέκασμα χρειάζεται για περάσεις από το σκασιαρχείο και την αποβολή από το σχολείο, στην απόλυτη μιζέρια του φόβου και της υποταγής?
Να παραδώσεις στα παιδιά σου ότι σιχάθηκες, ότι πολέμησες, ότι αμφισβήτησες πολλαπλασιασμένο επί εκατό? Να στήνεσαι στα συσσίτια σαν το ζητιάνο, να πέφτεις από τα μπαλκόνια, ανήμπορος, καταθλιπτικός, σε απόλυτη σύγχιση αδυνατώντας να βρεις τρόπο να αγγίξεις έστω και μια τριχούλα από το σύστημα που τόσο πολύ λοιδώρησες στα νιάτα σου. Ο μεταλλάς της πλάκας. Που στρίμωξε τα τατουάζ του στο καλοσιδερωμένο κουστούμι. Το πανκιό της πυρκαγιάς που γυαλίζει τις ζάντες του λες κι είναι εικόνισμα. Η απελευθερωμένη επαναστάτισα που μιλάει για κουρτίνες, πλακάκια του μπάνιου και αγωνιά αν θα μπει ο Γιαννάκης σε μια καλή θεσούλα. Ο αφισοκολλητής που κολλάει χαρτόσημα. Ο γκοθάς που στήνεται στην ουρά για να παρακαλέσει διακανονισμό για το ρεύμα.... Κι όλα αυτά αφού πριν πέρασαν τόσα χρόνια...
που έκανες ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να φτάσεις σ΄αυτή τη καντάντια...
Σε νίκησαν, αυτοί που δεν ζούσαν όταν εσύ παρίστανες πως το κάνεις. Σε σπρώξαν στην άκρη εκείνοι που έλλειπαν από τα πάρτυ σου. Γιατί εκείνοι δούλευαν σταθερά, με επιμονή, με σχέδιο για να σε ξεφτυλίσουν. Ηξεραν πως πίσω από τα παχιά λόγια και τις πομπώδεις εμφανίσεις της ζωής σου, κρυβόταν ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου. Ηξεραν πως όλο αυτό το πλήθος με τα νεαρά παιδιά που ήθελαν τα πάντα, μπορούσαν να το χειριστούν σαν βούτυρο δίνοντας τους τα πάντα που εκείνοι επέλεξαν και πείθοντάς τα πως αυτά ήταν που ζητούσαν. Σου πούλησαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες και τσίμπησες..
Τι ψάχνεις τώρα να βρεις? Τα βινύλια? Τις παλιές φωτογραφίες με το χακί τζάκετ? Τις προκηρύξεις τις σκονισμένες? Το πρώτο σου προφυλακτικό? Το απόκομμα από το εισιτήριο της συναυλίας? Το πρώτο σου τσιγάρο? Το βιβλίο με τις υπογραμμίσεις με κόκκινο μολύβι? Τις βιντεοκασέτες? Το σπασμένo πικ απ? Τις σκισμένες σημαίες? Τα ξεφτισμένα λάβαρα? Το παλιό δυαράκι που γέννησες το πρώτο σου παιδί? Τον κολλητό σου που ξενυχτάγατε σχεδιάζοντας την επανάσταση του αύριο? Τη κιθάρα που στοίβαξες στο πατάρι? Τα χαρτάκια με τα ποίηματα που έγραφες? Μήπως ψάχνεις εκείνη τη μαγεία από τα δεκάλεπτα μπλουζ που δεν ήθελες να τελειώσουν? Μήπως ψάχνεις την αγωνία και τα όνειρα που έκανες όταν κοιτούσες τις αφίσες στο τοίχο του δωματίου? Τα ινδάλματά σου? Τα πρότυπα?
Τα πούλησες όλα. Για ένα σπίτι με μπόλικα γκατζετάκια, ένα μάτσο παλιοσίδερα, ενα κινητό κι ένα λαπτοπ. Για ένα βιβλιαράκι τραπέζης και δέκα πλαστικές κάρτες. Για ένα τζόγο στο χρηματηστήριο κι ένα διορισμό στο δημόσιο. Αντάλλαξες τη κουβέρτα στη παραλία μ΄ένα δίκλινο bed and breakfast. Αντάλλαξες τη μαγεία της ελευθερίας σου με τη καθως πρέπει ζωή σου.
Φάε τώρα ένα καθως πρέπει και δώσε και λίγο και στα παιδιά σου που πεινάνε να χορτάσουν. Μάθε τα πως να ζουν χωρίς όνειρα, ενημέρωσέ τα πως ότι είχαν θα τους τα πάρουν πίσω, περίμενε και για μια συνταξούλα που θα στη ρίξουν σαν ελεημοσύνη, ψάξε με αγωνία να δεις που θα βρεις τα χαπάκια σου για να γιατρέψεις τις αρρώστιες σου, μάζεψε και τα σάπια από τη λαϊκή στο σχόλασμα, παρακάλα και το κάθε αφεντικό να σε πάρει στη δουλίτσα, να φας λίγο ψωμάκι. Νοιώσε και την απειλή της εφορίας, της τράπεζας, της ΔΕΗ, του τοκογλύφου της γειτονιάς, του αφεντικού σου, στο πετσί σου για τα καλά, να διαπερνάει το μεταλάδικο τατουάζ και να το μετατρέπει σε αίμα, που θα δώσεις απλόχερα για να θραφούν εκείνοι ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΝ.
"Ξέρεις, πριν που σας άκουγα, αναρωτήθηκα για κάτι... Πού ήμουν εγώ όταν όλοι εσείς κάνατε όλα αυτά?..."
Αυτή η απλή φράση ήταν ότι πιο ανθρώπινο, ειλικρινές, έχω ακούσει ποτέ μέσα στον εργασιακό χώρο. Ηταν μια φράση κλειδί, αυθόρμητη, ένα ερωτηματικό που δεν χρειαζόταν απάντηση, γιατί αυτός που έκανε την ερώτηση, ήξερε ήδη πόση απουσία ζωής είχε η ζωή του.
Η γενιά μου, αυτή η περίφημη γενιά της μεταπολίτευσης δεν έζησε πόλεμο, είναι αλήθεια, αλλά έζησε κάτι φοβερό που μόλις τώρα αρχίζω να το συνειδητοποιώ. Εζησε.. Μια μοναδική απελευθέρωση. Μας πρόσφεραν στο πιάτο τα πάντα για να τα χειριστούμε όπως γουστάραμε. Κι αποτύχαμε. Η πλειοψηφία απέτυχε. Αυτοί όλοι οι χαρτογιακάδες, σε ρομποτοειδές στυλ που δεν ξέρουν πλέον ούτε για πιο λόγο ζουν, ούτε τι να ονειρευτούν τα βράδια εκτός από παλιόχαρτα, στατιστικές κι έναν απόλυτο εθισμό στο χρήμα, την εξουσία, και τη προσκόλληση στις καρέκλες τους, κάποτε ήταν νέοι.
Νέοι σε ένα κόσμο που αμφισβήτησε τα πάντα. Που ρόκαρισε άγρια. Που ξενύχτησε μεθώντας μέχρι αηδίας, που ήρθε σε σύγκρουση με το κατεστημένο. Φόρεσε χακί τζάκετ, ή γκοθάδικα ρούχα. Αφησε το μαλί να πέφτει ελεύθερο ή το κούρεψε σαν πανκιό. Διάβασε αιρετικά κείμενα κι είδε αιρετικές ταινίες. Φώναζε ελεύθερα τα πολιτικά της πιστεύω, αμφισβήτησε θεούς και δαίμονες. Χωρίς κινητά και υπολογιστές με το τηλέφωνο να βαράει μες τη νύχτα, το ξυπνητήρι με το άγαρμπο ξύπνημα χωρίς επιλεγμένη μελωδία, με τα πάρτυ που περίμενες να κάτσει σωστά η μπούκαλα ή τι θα κάνει ο κύριος στη κυρία, ένα κράμα παρανοικό από ελαφοκυνηγούς, κοράκια, εξορκιστές, να συναγωνίζεται τη τέχνη με το σπλάτερ, τα καρεκλάδια, τις ροκιές και τα σκυλάδικα. Την επανάσταση για τη κ@υλα της , απέναντι στο αραχνιασμένο κατεστημένο να παρασέρνει τα μυαλά με τρόπο κινηματογραφικό.
Μια ζωή που καψουρευόταν συνεχώς νέες ερωμένες, και μια πεποίθηση πως τίποτα δεν μπορεί να σ΄εμποδίσει να κάνεις αυτό που σου έχει καφωθεί στο μυαλό. Είναι τρελό όταν συνειδητοποιεί κάποιος πως όλο αυτό το τσούρμο με τα μεγάλα λόγια, τις μεγάλες ιδέες, το νεύρο, τη δύναμη να φέρουν το κόσμο ανάποδα, ΚΑΤΑΝΤΗΣΕ να είναι αυτό που είναι σήμερα. Ενα μάτσο από φοβισμένους νοικοκυραίους, εθισμενους σε κάθε λογής ηλιθιότητα, τρομοκρατημένους από λογαριασμούς και στατιστικές. Θύματα απόλυτα ενός διευθυντηρίου που αλήθεια...
Που βρισκόταν όταν όλοι εμείς ζούσαμε? Πόσο κωμικοτραγικό είναι να σκεφτει κανείς πως αυτοί οι άνθρωποι που ιδρώνουν μέσα από τα καλοραμένα κουστούμια καθώς προσπαθούν να κρατηθούν με οποιοδήποτε κόστος σε μια καρέκλα, τραγικά κατοχικά ανδρείκελα, κάποτε ήταν στην ουρά για ένα εισητήριο συναυλίας... αγωνιούσαν να τους κάτσει η μπουκάλα για να φιλήσουν τη Καιτούλα, ξενύχταγαν κολλώντας αφίσες, είχαν βαρέσει ένα τατουάζ στο μπράτσο, έριξαν ξύλο σ΄ενα καυγά στο Πανεπιστήμιο, ξημέρωσαν σε μια παραλία, διάβασαν ένα βιβλίο, ένα ποίημα, κρέμασαν στο τοίχο του δωματίου τους το αγαπημένο συγκρότημα, χτύπησαν τη πόρτα πίσω τους μ΄ενα σακίδιο στον ώμο για να την "πουν" στο πατέρα που δεν καταλάβαινε, ερωτεύτηκαν τρελά, πόνεσαν, ονειρεύτηκαν, έκαναν σκασιαρχείο από τη τάξη..
Κι όλοι οι άλλοι, το μέγα πλήθος... τι στο διάολο έγιναν... Τόσο σπουδαία ήταν η ζωή γιατί απέκτησες ένα κ@λοάμαξο. Τόσο σημαντικό ήταν να κολλήσεις σ΄ενα γραφείο να κολλάς χαρτόσημα μια ζωή... Τόσο γοητευτικό ήταν να περιορίσεις τη ζωή σου σε ένα κιλό κοψίδια, δυο βόλτες σ΄ενα σκυλάδικο και ένα προπατζίδικο τα σαβατοκύριακα.. Πόσα κιλά ψέκασμα με αποβλακωτικό χρειάζεται για να περάσεις από την επανάσταση στα πρωινάδικα... πόσα κιλά ψέκασμα χρειάζεται για να περάσεις από το ξενύχτι στη παραλία στο ξενύχτι να μετράς λογαριασμούς, δάνεια και ομόλογα? Πόσα κιλά ψέκασμα χρειάζεται για περάσεις από το σκασιαρχείο και την αποβολή από το σχολείο, στην απόλυτη μιζέρια του φόβου και της υποταγής?
Να παραδώσεις στα παιδιά σου ότι σιχάθηκες, ότι πολέμησες, ότι αμφισβήτησες πολλαπλασιασμένο επί εκατό? Να στήνεσαι στα συσσίτια σαν το ζητιάνο, να πέφτεις από τα μπαλκόνια, ανήμπορος, καταθλιπτικός, σε απόλυτη σύγχιση αδυνατώντας να βρεις τρόπο να αγγίξεις έστω και μια τριχούλα από το σύστημα που τόσο πολύ λοιδώρησες στα νιάτα σου. Ο μεταλλάς της πλάκας. Που στρίμωξε τα τατουάζ του στο καλοσιδερωμένο κουστούμι. Το πανκιό της πυρκαγιάς που γυαλίζει τις ζάντες του λες κι είναι εικόνισμα. Η απελευθερωμένη επαναστάτισα που μιλάει για κουρτίνες, πλακάκια του μπάνιου και αγωνιά αν θα μπει ο Γιαννάκης σε μια καλή θεσούλα. Ο αφισοκολλητής που κολλάει χαρτόσημα. Ο γκοθάς που στήνεται στην ουρά για να παρακαλέσει διακανονισμό για το ρεύμα.... Κι όλα αυτά αφού πριν πέρασαν τόσα χρόνια...
που έκανες ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να φτάσεις σ΄αυτή τη καντάντια...
Σε νίκησαν, αυτοί που δεν ζούσαν όταν εσύ παρίστανες πως το κάνεις. Σε σπρώξαν στην άκρη εκείνοι που έλλειπαν από τα πάρτυ σου. Γιατί εκείνοι δούλευαν σταθερά, με επιμονή, με σχέδιο για να σε ξεφτυλίσουν. Ηξεραν πως πίσω από τα παχιά λόγια και τις πομπώδεις εμφανίσεις της ζωής σου, κρυβόταν ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου. Ηξεραν πως όλο αυτό το πλήθος με τα νεαρά παιδιά που ήθελαν τα πάντα, μπορούσαν να το χειριστούν σαν βούτυρο δίνοντας τους τα πάντα που εκείνοι επέλεξαν και πείθοντάς τα πως αυτά ήταν που ζητούσαν. Σου πούλησαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες και τσίμπησες..
Τι ψάχνεις τώρα να βρεις? Τα βινύλια? Τις παλιές φωτογραφίες με το χακί τζάκετ? Τις προκηρύξεις τις σκονισμένες? Το πρώτο σου προφυλακτικό? Το απόκομμα από το εισιτήριο της συναυλίας? Το πρώτο σου τσιγάρο? Το βιβλίο με τις υπογραμμίσεις με κόκκινο μολύβι? Τις βιντεοκασέτες? Το σπασμένo πικ απ? Τις σκισμένες σημαίες? Τα ξεφτισμένα λάβαρα? Το παλιό δυαράκι που γέννησες το πρώτο σου παιδί? Τον κολλητό σου που ξενυχτάγατε σχεδιάζοντας την επανάσταση του αύριο? Τη κιθάρα που στοίβαξες στο πατάρι? Τα χαρτάκια με τα ποίηματα που έγραφες? Μήπως ψάχνεις εκείνη τη μαγεία από τα δεκάλεπτα μπλουζ που δεν ήθελες να τελειώσουν? Μήπως ψάχνεις την αγωνία και τα όνειρα που έκανες όταν κοιτούσες τις αφίσες στο τοίχο του δωματίου? Τα ινδάλματά σου? Τα πρότυπα?
Τα πούλησες όλα. Για ένα σπίτι με μπόλικα γκατζετάκια, ένα μάτσο παλιοσίδερα, ενα κινητό κι ένα λαπτοπ. Για ένα βιβλιαράκι τραπέζης και δέκα πλαστικές κάρτες. Για ένα τζόγο στο χρηματηστήριο κι ένα διορισμό στο δημόσιο. Αντάλλαξες τη κουβέρτα στη παραλία μ΄ένα δίκλινο bed and breakfast. Αντάλλαξες τη μαγεία της ελευθερίας σου με τη καθως πρέπει ζωή σου.
Φάε τώρα ένα καθως πρέπει και δώσε και λίγο και στα παιδιά σου που πεινάνε να χορτάσουν. Μάθε τα πως να ζουν χωρίς όνειρα, ενημέρωσέ τα πως ότι είχαν θα τους τα πάρουν πίσω, περίμενε και για μια συνταξούλα που θα στη ρίξουν σαν ελεημοσύνη, ψάξε με αγωνία να δεις που θα βρεις τα χαπάκια σου για να γιατρέψεις τις αρρώστιες σου, μάζεψε και τα σάπια από τη λαϊκή στο σχόλασμα, παρακάλα και το κάθε αφεντικό να σε πάρει στη δουλίτσα, να φας λίγο ψωμάκι. Νοιώσε και την απειλή της εφορίας, της τράπεζας, της ΔΕΗ, του τοκογλύφου της γειτονιάς, του αφεντικού σου, στο πετσί σου για τα καλά, να διαπερνάει το μεταλάδικο τατουάζ και να το μετατρέπει σε αίμα, που θα δώσεις απλόχερα για να θραφούν εκείνοι ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΝ.
πηγή: Συνήθης Ύποπτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου