Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Όσοι δεν θέλουν να θυμούνται πότε και πού αντιστάθηκαν



(κείμενο που ήρθε μέσω e-mail)

Όπως και στον ελληνικό Δεκέμβρη έτσι και στην εξέγερση στην Τουρκία η ανάλυση που επιχειρείται έχει να κάνει με το τι είναι αυτά τα φαινόμενα και τι δεν είναι. Μια τέτοια ανάλυση δεν είναι εξ’ αρχής ένα είδος προβληματικής. Αποκτάει τέτοιο χαρακτήρα μόνο όταν στοχεύει ή οδηγεί στο ιδεολογικό καπέλωμα των εξεγέρσεων ή όταν γίνεται για τον εμπλουτισμό του βιογραφικού του συντάκτη της. Στις περιπτώσεις που κυριαρχούν -ως προς τους δέκτες- σε επίπεδο προπαγάνδας, το καπέλωμα παίρνει τη μορφή της υποτίμησης των κινημάτων τα οποία επιπλέον μόνο για ευφημισμό καλούνται πολύμορφα αφού στην ουσία η ανάλυση που τους γίνεται έχει στόχο τη μοντελοποίησή τους. Η μοντελοποίηση με τη σειρά της δεν είναι αντικειμενική μιας και οι υποθέσεις που τίθενται και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται υπηρετούν την εξαγωγή του επιθυμητού συμπεράσματος.


Εμπειρίες από μια πλατεία που συγκλόνισε τον κόσμο


Είναι κι αυτό μια συνέπεια των ηθών που έχουν επικρατήσει στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με αυτά, ένα κίνημα για να αναγνωριστεί ως πολιτικό πρέπει να έχει αιτήματα και προκαθορισμένες διεργασίες. Των πρώτων παραποιείται ακόμα και η ακριβής έννοια μιας και λογίζονται ως τέτοια μόνο όσα αναφέρονται σε ζητήματα που (πρέπει να) θέτουν οι κινητοποιημένοι προς τους υπάρχοντες ή τους επιθυμητούς διαχειριστές του πολιτεύματος. Κατά μία ανάγνωση, οι κινητοποιήσεις γίνονται για να μπορέσουν οι εξουσιαζόμενοι να ζητήσουν από τους εξουσιαστές καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Πρόκειται στην καλύτερη για ρεφορμιστική ανάγνωση κινημάτων κάτι που εκ των προτέρων αποκλείει τη θέασή τους ως επαναστατικά με την πλήρη έννοια του όρου, αυτή δηλαδή που αναφέρεται και στα οράματά τους και στις διεργασίες που συμβαίνουν εντός τους.

Στο παράδειγμα της Τουρκίας, ενώ κάποιοι εξακολουθούν να αναπαράγουν την ερμηνεία ότι το αίτημα είναι αμετάβλητο και αφορά τη διατήρηση της πλατείας και την ακύρωση των σχεδίων του Ερντογάν, πολλοί έχουν σημειώσει ότι το αρχικό κίνημα με το συγκεκριμένο αίτημα έχει πλέον μετατραπεί σε κίνημα με ευρύτερα αιτήματα. Αλλά ακόμα κι έτσι, τα ‘ευρύτερα’ αιτήματα είναι ευρεία μέχρι εκεί που αφορούν τη βελτίωση του υπάρχοντος πολιτεύματος.[1] Ενδιάμεσα, κάποιες αναλύσεις συγκλίνουν στην ερμηνεία ‘αντικυβερνητικές διαδηλώσεις υποστηριγμένες από το κόμμα της αντιπολίτευσης’ αδιαφορώντας, μεταξύ άλλων, και για την αντίφαση που προκύπτει αν αναλογιστεί κανείς πως η αντιπολίτευση έχει επικυρώσει τα σχέδια του Ερντογάν για την πλατεία.

Άλλοι πάλι υποτιμούν τα γεγονότα με άλλο τρόπο και, όπως τον Δεκέμβρη του 08, αδυνατώντας να παρατηρήσουν αιτήματα που ταιριάζουν στα αναλυτικά τους εργαλεία απορρίπτουν τα κινήματα αυτά ως μη προσανατολισμένα και μη πολιτικά (αφού για να αποδεχτούν ένα κίνημα πρέπει να βρίσκεται εντός πλαισίων της αστικής δημοκρατίας). Το μη πολιτικά, βέβαια, σκοντάφτει στο πρόβλημα της μαζικής συμμετοχής και έτσι κι αυτή με τη σειρά της επιχειρείται να υποτιμηθεί και ποσοτικά και ποιοτικά. Παραδείγματα φορέων μιας τέτοιας προσπάθειας είναι τόσο ο κυβερνητικός λόγος όσο και οι αναλύσεις ακαδημαϊκών και λοιπών αρθρογράφων. Σύμφωνα με την ποιοτική υποτίμηση, οι εξεγερμένοι δεν δικαιούνται να θεωρούνται πολιτικοί εξεγερμένοι αλλά είτε ομάδες ανθρώπων από τους κλασικά αφορισμένους χώρους (π.χ. αναρχικοί) είτε πλιατσικολόγοι. Ποσοτικά, τα κινήματα αυτά δεν φαίνονται ποτέ να εκφράζουν την πλειοψηφία. Για την ακρίβεια το ισχυρότερο επιχείρημα σε τέτοιες καταστάσεις είναι ότι πρόκειται για μια θορυβώδης μειοψηφία σε αντιδιαστολή με τη σιωπηρή πλειοψηφία. Το είπε άλλωστε κι ο Ερντογάν ο οποίος υποτίμησε και την ποιοτική (χρησιμοποιώντας τον όρο ‘πλιατσικολόγοι’) και την ποσοτική σημασία του κινήματος, την τελευταία με δύο ακόμα τρόπους. Πρώτον, αξίωσε ότι οι συμμετέχοντες δεν ξεπερνούνε τους 100,000 και δεύτερον, ότι αυτός ο αριθμός (που ο ίδιος έδωσε) είναι πολύ μικρός μπροστά σε αυτόν που θα μπορούσε να συγκεντρώσει εκείνος αν καλούσε στους δρόμους αυτούς που στηρίζουν/αποδέχονται την συνολική πολιτική του.
Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα αυτών των επιχειρημάτων γενικά αλλά και την επίκληση της πλειοψηφίας ειδικά, τέτοιες αναλύσεις τείνουν να αποσιωπούν ζητήματα τα οποία είτε δεν αναλύονται από τα υπάρχοντα αστικοδημοκρατικά εργαλεία είτε δυσχεραίνουν το ιδεολογικό καπέλωμα που επιχειρείται. Εδώ, μια σημαντική παράμετρος είναι ότι οι αναλυτές εφαρμόζουν ένα είδος απομακρυσμένης προσέγγισης. Συνήθως δεν συμμετέχουν φυσικά στα κινήματα αλλά κι όταν δηλώνουν παρών στις διεργασίες τους, το κάνουν σε ρόλο παρατηρητή. Με αυτόν τον τρόπο αδυνατούν να συλλάβουν την ατμόσφαιρα των κινημάτων. Ταυτόχρονα, αγνοούν και άρα δεν αναλύουν την έννοια του αυθορμητισμού (όρος ενάντιος στην οργάνωση που επιβάλλει το κυρίαρχο πολίτευμα) και τις συνειδησιακές καταστάσεις που γεννιούνται με τη συμμετοχή.

Ένα λοιπόν ζήτημα είναι τα αιτήματα αυτά που αν και διατυπώνονται προς την κοινωνία και όχι προς την ηγεσία εντούτοις δεν αναγνωρίζονται ως αιτήματα. Το αίτημα για δημοκρατία ή για την έκλειψη οποιασδήποτε καταπίεσης (για να μην ειπωθεί ότι υπάρχει ζήτημα για πλήρη κατάλυση της εξουσίας -τουλάχιστον της πολιτικής) ασφαλώς και δεν αναπαράγονται από τους ευκαιριακούς αναλυτές των κινητοποιήσεων οι οποίοι στον καθωσπρεπισμό τους υποβιβάζουν ακόμα και περιβαλλοντικά αιτήματα μπροστά στο δόγμα της ανάπτυξης. Όλα αυτά τα απορρίπτουν είτε ως πολύ γενικά ‘αιτήματα’ στην αναλυτική τους ανάγκη για συγκεκριμενοποίηση αιτημάτων, είτε ως ανεδαφικά στην προσπάθεια τους για κατηγοριοποίησή σε πλαίσια υπάρχοντος πολιτεύματος.

Όμως, μια πιο σχολαστική παρατήρηση της σειράς των γεγονότων στην Τουρκία αποκαλύπτει κι άλλα ζητήματα πέρα από αυτά των αιτημάτων που άλλοτε ανακαλύπτουν άλλοτε επινοούν και πάντα γενικεύουν οι κυρίαρχοι αναλυτές. Από τη στιγμή της αρχικής άγριας καταστολής της διαδήλωσης στην πλατεία, ο κόσμος συγκεντρώθηκε κατά χιλιάδες στην Κωνσταντινούπολη κυρίως, αλλά και σε άλλες πόλεις (και συνεχίζει να κινητοποιείται καθημερινά σε νέες πόλεις εντός και εκτός Τουρκίας).

Η άμεση κινητοποίηση όλων αυτών των διαδηλωτών άρχισε πολύ γρήγορα να καπελώνεται για παράδειγμα κάτω από τον όρο αντικυβερνητική διαδήλωση/εξέγερση. Αν δεν αγνοήθηκε η αξία της κινητοποίησης γενικά, τέθηκε το αξίωμα ότι όσοι και όσες βγήκαν στους δρόμους ενήργησαν έτσι για να ζητήσουν την αλλαγή ή τη βελτίωση της ηγεσίας. Το γεμάτο συμβολισμούς, για τη φύση του ανθρώπου και της κοινωνίας, ενδεχόμενο να βγήκαν στους δρόμους για να δηλώσουν την ενεργή αλληλεγγύη τους στους χτυπημένους από την αστυνομία διαδηλωτές, ανεξαρτήτως αξιώσεων προς την ηγεσία και ανεξάρτητα από το αν συμμερίζονταν το αρχικό αίτημα των πρώτων διαδηλωτών, δεν έχει αναφερθεί πουθενά. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι καταπιεσμένες-υπάρχουσες και νέες κοινωνικές και πολιτικές συνειδήσεις ωθήθηκαν από την θέαση ανοιχτού πολιτικού χώρου και ίσως αναπτύχθηκαν σε κοινωνικά και πολιτικά εφαρμόσιμα οράματα έχει εκλείψει από τις μέχρι τώρα αναλύσεις. Τέλος, διεργασίες που γίνονται μέσα στα κινήματα και που έρχονται σε αντίθεση με θεσμούς και ήθη της αστικής δημοκρατίας επίσης αποσιωπούνται ή χλευάζονται. Κι όμως στην πλατεία Ταξίμ, όπως και στην πλατεία Συντάγματος, οι προσπάθειες για αυτό-οργάνωση του αγώνα και για οργάνωση από τα κάτω άλλων τομέων της πολιτικής ζωής ήταν και είναι παρούσες.
Το πρόβλημα ίσως να έγκειται στο γεγονός ότι οι ίδιες οι εξεγέρσεις των τελευταίων χρόνων έμειναν ημιτελείς. Άφησαν οι ίδιοι οι εξεγερμένοι τον χώρο που δημιούργησαν είτε να ανακαταληφθεί από το προϋπάρχον καθεστώς είτε από ένα νέο στο οποίο εναπόθεσαν αφελώς τα οράματά τους και για το οποίο εγκατέλειψαν τις διεργασίες τους.

“Ντώσε ρε”

[1] Στο σημείο αυτό, ας μην αναλύσουμε την χαιρεκακία με την οποία πολλοί εύχονται ακόμα και την αποτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος (που οι ίδιοι αποδίδουν στο κίνημα) και την τελική χειροτέρευση του πολιτεύματος με την ανάληψη της εξουσίας από στρατιωτικά κόμματα -κάτι αντίστοιχο με την κρυφή τους επιθυμία για ανάληψη της εξουσίας από θρησκευτικά κόμματα στην Αίγυπτο.

πηγή: //ΠαραλληλοΓράφος//

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου