Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Η Μαριάνθη των ανέμων*

anakatalipsi villas 

Μόνο χαμογελάω σήμερα. Ξύπνησα χαράματα και είμαι σίγουρη πως κοιμόμουν για ώρες χαμογελαστή. Μετά από τόσες κουβέντες τις προηγούμενες μέρες, κάθε μέρα σχεδόν, ώρες ολόκληρες γύρω από τραπέζια, τόσα τηλέφωνα, ερωτήσεις, απορίες, αγωνίες, σήμερα δεν χρειάζεται να πω ούτε μια λέξη. Θα συναντηθούμε εκεί που συμφωνήσαμε, θα περπατήσουμε για λίγο μαζί στους κρύους βρώμικους κι άδειους δρόμους, θα ανοίξουμε με το κλειδί μας την πόρτα και αφού την κλείσουμε πίσω μας θα φτιάξουμε ένα ζεστό και θα περιμένουμε.
Έχουμε συμφωνήσει να μην έρθεις. Δεν σε έπεισα εύκολα αλλά το είχα αποφασίσει. Ένας απ’ τους δυο μας θα πρέπει να είναι έξω για να βοηθήσει σε ότι χρειαστεί να γίνει μετά και δεν θα είμαι εγώ αυτή. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα καταφέρω αυτή τη φορά να μη σε ξυπνήσω το πρωί, πως θα είμαι ήσυχη, πως δεν θα καταλάβεις όταν θα γλιστρήσω από το κρεβάτι και πως θα γυρίσεις αμέριμνος την πλάτη όσο εγώ ντύνομαι στα σκοτεινά. Δεν θέλω όμως πάλι όλο να είναι μαύρα. Θα βρω κι άλλο χρώμα.
 Στα δευτερόλεπτα πριν αποφασίσω να ανοίξω τα μάτια πάντα ξέρω γιατί φοβούνται οι άνθρωποι. Γιατί η μέρα που θα ξεκινήσει τους θυμίζει μόνο τον χρόνο που περνάει. Γιατί είναι μόνοι περικυκλωμένοι από τοίχους. Γιατί κάνει κρύο και τα λεφτά του μήνα δεν έφτασαν για πετρέλαιο, για νοίκι, για δόση δανείου. Γιατί κάπως πρέπει να καταφέρουν να κάνουν τα παιδιά να ξεχάσουν το παιχνίδι που βλέπουν κάθε μέρα να γυαλίζει περνώντας απ’ το περίπτερο. Γιατί θα λήξει η άδεια παραμονής και πρέπει να βρουν στενό να γυρίζουν απ’ τη δουλειά αποφεύγοντας τους μπάτσους που έχουν βαλθεί να περιπολούν την πλατεία. Γιατί καθυστερεί κι αυτό το μήνα να μπει ο μισθός και η διπλανή είναι για τέταρτο μήνα απλήρωτη. Γιατί πρέπει να μετρούν ξανά και ξανά τα λεπτά που μίλησαν στο τηλέφωνο. Γιατί βλέπουν κάθε βράδυ τηλεόραση. Γιατί το ένα μετά το άλλο τα παιδιά μεταναστεύουν. Γιατί αν πάθει κάτι ο άντρας της από κάτω γειτόνισσας δεν θα υπάρχει κανείς να φέρνει μισθό στο σπίτι. Γιατί αν πάθει κάτι με τι λεφτά θα πληρώσουν τους γιατρούς;
Γιατί αν πάθεις κάτι με ποιον θα πίνω καφέ το πρωί;
Μετά συνειδητοποιώ το χαμόγελο που δεν λέει να φύγει και ξέρω και γιατί δεν φοβούνται κάποιοι άνθρωποι. Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει. Γιατί μπορούν ακόμα να κοιτάξουν τον ουρανό πίσω απ΄τον καπνό της κρύας μεγαλούπολης. Γιατί δεν είναι μόνοι, είναι πολλοί και συναντιούνται εκεί έξω. Γιατί αψήφησαν την εγκαταλελειμμένη εικόνα της πρόσοψης και μπήκαν στα καράβια για τη Γάζα. Γιατί τόσα χρόνια, πριν από εμάς, μετά από εμάς, μαζί μ’ εμάς χτίσανε τοίχο τοίχο τα γκρεμισμένα δωμάτια και στήσανε τη βιβλιοθήκη και έβαψαν την αίθουσα προβολών. Γιατί ακούν ακόμα τη μηχανή να τυπώνει. Γιατί έζησαν με τις χιλιάδες ώρες μουσικής που χορεύουν ακόμα στ΄αυτιά μου. Γιατί μεγαλώνουν παιδιά που αψηφούν το γυαλιστερό παιχνίδι του περιπτέρου. Γιατί μπορούν να αγκαλιάζονται για να ζεσταθούν. Γιατί οι άνεργοι έφτιαξαν κουζίνα για να μαγειρεύουν. Γιατί σε μια γειτονιά, στο πετρόκτιστο κτίριο που παρέμενε χρόνια έρημο, οι γιατροί έφτιαξαν ιατρείο για όλους. Γιατί βρήκαν μαζί τον τόπο και τον χρόνο όπου το χρήμα είναι μια ανάμνηση κι οι άνθρωποι γυμνοί από θέσεις, ιδιοκτησίες και αξιώματα αναζητούν την ειλικρίνια των αναγκών τους και τα όρια της ελευθερίας τους. Γιατί έχουν χρόνια να δουν τηλεόραση. Γιατί έφτιαξαν σχολεία με τα βιβλία που κάποιοι θέλαν να πετάξουν. Γιατί η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Γιατί δεν ξέρουν να προσκυνούν. Γιατί τα άδεια κουφάρια που θα μπουν να μας πιάσουν θα τρέμουν στη βουή των συνθημάτων. Γιατί εγώ θα τους κοιτάζω στα μάτια. Γιατί δεν τους φυλάω περιφρόνηση και σιχασιά παρά μόνο οίκτο. Τόσο οίκτο…
Γιατί αύριο το πρωί μπορεί να είμαι στην ασφάλεια κι εσύ απ’ έξω να με περιμένεις πίνοντας καφέ.
Γιατί ότι είναι να πούμε θα το γράψω στο τζάμι και θα χαμογελάσω κάτω απ’ το λευκό κασκόλ που μου είπες εκείνο το βράδυ πως είναι το αγαπημένο σου.

*Στην Τ. , στον Η., στον Γ. και στους υπόλοιπους 90.



πηγή: //ΠαραλληλοΓράφος// 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου