Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Ας μιλήσουμε για τον αναρχισμό.


Του Σ.Μ
Πάνε πολλά χρόνια που η αυθόρμητη εξέγερση κατά της εξουσίας έβαλε το στίγμα της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά, ο άνθρωπος, όταν βρεθεί σε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα, κάνει την «έφοδο στον ουρανό» γνωρίζοντας, τις περισσότερες φορές, το μάταιο της ενέργειάς του. Μάταιο για τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, σπόρος για τις επόμενες γενιές. Η αλαζονεία της εξουσίας και η στυγνή καταπίεση αντί να αγελοποιήσουν τους ανθρώπους και να τους εντάξουν στο μαντρί, τους σπρώχνουν προς την τυφλή ή οργανωμένη απάντηση που εκφράζεται με διάφορους τρόπους και μέσα.

Η πορεία της ανθρώπινης σκέψης προς την αυτονόμηση και την απαλλαγή από τη χειραγώγηση της εξουσίας εκδηλώνεται, άμεσα, από τις αρχαίες κοινωνίες όπου η πολιτική – κρατική βία εκδηλώνεται ως προσπάθεια συντριβής και εξαφάνισης της ατομικής ελευθερίας και της σύμπηξης ελεύθερων και αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων που ερμηνεύουν και αντιμετωπίζουν διαφορετικά το πολιτικό φαινόμενο. Η εξουσία, η δυνατότητα, δηλαδή, «κατοχής της ουσίας» [έχω + ουσία] προσδιορίζεται, σε κάθε στάδιο της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών από τη δυνατότητα υπερίσχυσης έναντι του άλλου, ως δυνατότητα αυτονόμησης και εξουσίασης των άλλων.
Ο κάτοχος της εξουσίας, κατέχει τη μοναδική ιδιότητα να προσδιορίζει αυτός – και μόνο αυτός – τους όρους ύπαρξης των άλλων, οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτή τη δυνατότητα. Ο εξουσιαστής αναδεικνύεται ως φορέας αυτοπροσδιορισμού και πλήρους ελευθερίας αλλά μόνο για τον Εαυτό του, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να υπάρξουν ως ετεροπροσδιοριζόμενα, ανελεύθερα, υποτελή άτομα. Η συνείδηση της ανελεύθερης ύπαρξης και, ταυτόχρονα, της αδυναμίας απελευθέρωσης (μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα) θα περιγραφεί από τον Χέγκελ ως «δυστυχής συνείδηση» που έχει μακρύ δρόμο μπροστά της μέχρι την πλήρη αυτονόμηση και επίτευξη του στόχου που είναι η συνειδητή απελευθέρωση και ο αυτοπροσδιορισμός. Η τυφλή εξέγερση μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινά, θετικά, αποτελέσματα αλλά εγκλωβισμένη μέσα στο πλαίσιο υπέρτερων δυνάμεων θα οδηγηθεί στην εξόντωση και τον εξανδραποδισμό της ύπαρξης.
Η συζήτηση για την αντίθεση Φύσης – Νόμου είναι πολύ παλιά ήδη στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Το «πολιτικό» που εκφράζεται από την πολιτική του διάσταση (Νόμος) είναι αυθαίρετο, μερικό, σχετικό και μονοδιάστατο. Ορισμένοι σοφιστές (Αντιφών) θέτουν για πρώτη φορά το ζήτημα της ορθότητας της «πολιτικής» υπακοής σ’ ένα νόμο που είναι αυθαίρετο κατασκεύασμα του ανθρώπου. Ακόμη και ο Πλάτων θεωρεί ότι η σχετικότητα του Νόμου δεν μπορεί να επιβληθεί σε αυτό που θεωρεί κορυφαίο για τη διάπλαση πολιτών και όχι όχλου, δηλαδή την παιδεία ως φιλοσοφική γνώση της πραγματικότητας. Στον Ηρόδοτο συναντάμε μια ιδιαίτερα αξιοπερίεργη έκφραση της ατομικής αυτονόμησης και αυτοπροσδιορισμού στις απόψεις του Οτάνη. Όταν, στη συζήτηση για τη μορφή του πολιτεύματος που πρέπει να εγκαθιδρυθεί στην Περσία μετά την ανατροπή των μάγων, θα απορριφθεί η άποψή του για την υπεροχή της δημοκρατίας, ο Οτάνης θα σεβαστεί την απόφαση υπό τον όρο ότι ποτέ η εξουσία δεν θα παρέμβει στην προσωπική του ζωή! Η αποστασιοποίησή του από το «πολιτικό» πλαίσιο συμπεριλαμβάνει και τις επόμενες γενιές της οικογένειάς του. Η άποψή του, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, έγινε απόλυτα σεβαστή.
Η Αντιγόνη, σύμφωνα με τον Σοφοκλή, αποτελεί τον ορισμό της «άναρχης» προσωπικότητας επειδή είναι «αυτόγνωτος» και «αυτόνομος», έχει επιλέξει, δηλαδή, να προχωρήσει στην Πράξη της σύμφωνα με αυτά που η ίδια θεωρεί ότι την αυτοπροσδιορίζουν ως άτομο (γνώση Εαυτού= αυτόγνωτος) και, κυρίως, σύμφωνα με αυτά που η ίδια θεωρεί ότι αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωσή της απέναντι στους άλλους, δηλαδή, σύμφωνα με αυτά που η ίδια θεωρεί ότι αποτελούν Νόμο γι’ αυτήν (Εαυτός + Νόμος = αυτόνομος). Ο Διογένης ο Κυνικός προτρέπει τους ανθρώπους «να παραχαράξουν το νόμισμα», δηλαδή να απεγκλωβιστούν από τις δεσμεύσεις της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας απορρίπτοντας τη συμβατικότητα της Πόλης, της ιδιότητας του πολίτη, της οικογένειας, των δικαστηρίων, της συμβατικής ηθικής κ.α. Ο Επίκουρος καλεί τους ανθρώπους να προχωρήσουν στην κατάκτηση της «αταραξίας» μέσα από τις επικούρειες κοινότητες (αδιακρίτως φύλου, φυλής, ηλικίας κ.α.) απαρνούμενοι τη συμβατική πολιτική δράση που μόνο οδύνες προσφέρει στους ανθρώπους.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες παραδείγματα αυτόνομων ενεργειών και κινημάτων κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ανθρώπινου γένους (εξεγέρσεις σκλάβων, ουτοπικές κοινότητες κοινοκτημοσύνης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, πρώτοι χριστιανοί, αιρετικές κοινότητες και εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, προτεσταντικές κοινότητες, αναβαπτιστές, λουδίτες, σκαφτιάδες κ.α.) όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός του άρθρου μας.
Το θέμα μας είναι να προσεγγίσουμε ένα θέμα που ενώ φάνηκε να εξαφανίζεται από το μέτωπο της ιστορίας, επανέρχεται δριμύτερο, ελκυστικό και με ένα ιδιαίτερο συγκρουσιακό γόητρο. Οι παρατηρήσεις μας δεν αποσκοπούν να δικαιολογήσουν τη δράση καμιάς πλευράς αλλά, αντίθετα, να συμβάλλουν σε ένα γόνιμο διάλογο για τη δημιουργία ενός ανατρεπτικού, αντισυμβατικού, αντιεξουσιαστικού μετώπου κοινωνικής αλλαγής που θα προσπαθήσει να μετατοπίσει, καταρχάς, τη συζήτηση έξω από την παγίδα του εγκλωβισμού στην κοινοβουλευτική πραγματικότητα και, αφετέρου, στο σημαντικότερο που είναι η κοινή δράση και ο κοινός αγώνας για πράγματα που οι μαρξιστές λησμονήσαμε και δεν θέλουμε να τα παραδεχτούμε επειδή το μικρόβιο του «κατέχειν την εξουσία» αποδείχτηκε ότι λειτουργεί ως πανδημία που εξαπλώνεται πανεύκολα, γρήγορα και άνευ αντιστάσεων.
Η μαρξιστική θεωρία εμπεριέχει, μέσα στην (ορθά ή όχι εκτιμούμενη) τελεολογία της ένα «λογικό» πέρας (αριστοτελικό «τέλος»). Η σταδιακή μετάβαση από την κοινωνία της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης στην ελεύθερη κομμουνιστική κοινωνία θα γίνει για μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχουν τάξεις, δεν θα υπάρχει Κράτος και, συνεπώς, δεν θα υπάρχει εξουσία. Ο Μαρξ το περιγράφει συνοπτικά στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση και ο Μπουχάριν, πιο αναλυτικά, στο Αλφάβητο του Κομμουνισμού. Ειδικά η περιγραφή μιας συνηθισμένης ημέρας του απελευθερωμένου ανθρώπου (Κριτική..) και η περιγραφή της συνεταιριστικής οικονομίας στο κομμουνιστικό στάδιο (Αλφάβητο..) δεν διαφοροποιούνται σε τίποτα από τις αναρχικές αντιλήψεις για μία αυτόνομη, απελευθερωμένη, αντιεξουσιαστική (και αν θέλετε και ανταλλακτική) κοινωνία.
Τα θεωρητικά ζητήματα που έφεραν σε ρήξη τους μαρξιστές με τους αναρχικούς ήταν, κυρίως, η διαχείριση του Κράτους και ο ρόλος του Κόμματος. Επίσης, στα πρώτα στάδια, η αποδοχή ύπαρξης μιας προσωπικής ιδιοκτησίας στη γη ή/και στο προϊόν της εργασίας. Για το τελευταίο θα θέλαμε να γυρίσουμε πίσω στην εποχή της ΝΕΠ (νέα οικονομική πολιτική) που ο ίδιος ο Λένιν επέλεξε για τη συγκεκριμένη φάση της επανάστασης και να τονίσουμε την – ουσιαστική της – ταυτότητα με ορισμένες από τις αρχές του μικροϊδιοκτησιακού σοσιαλισμού. Θα πείτε ότι ήταν ιστορική αναγκαιότητα μέσα σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου, εξαφάνισης των προϊόντων από την πλευρά των αγροτών και προσπάθεια ξεπεράσματος του λοιμού εκείνων των χρόνων. Κανένας δεν απορρίπτει αυτές τις αιτιάσεις. Όμως, γιατί η συγκεκριμένη επιλογή απέδωσε (και ελάχιστοι την καυτηρίασαν θεωρητικά) ενώ ο βίαιος τρόπος που επέλεξε ο Στάλιν για να μετατρέψει σε κολχόζ και σοβχόζ την γεωργική παραγωγή οδήγησε στην αποξένωση του αγρότη από το παραγόμενο προϊόν, την αδιαφορία του για το σοσιαλιστικό περιεχόμενο της συμμετοχής του στην παραγωγική διαδικασία και, ορισμένες φορές, την ανεπάρκεια ορισμένων προϊόντων και την αναγκαιότητα αγοράς αντίστοιχων από καπιταλιστικές χώρες με αποτέλεσμα την άμεση εξάρτηση από αυτές; Αυτό όμως είναι η κορυφή του παγόβουνου, ο κορμός είναι το Κόμμα και το κράτος.
Το Κόμμα (και θα ακολουθήσει η σύνδεση με το κράτος) εμφανίζεται με μια πρώτη μορφή την εποχή της γαλλικής επανάστασης. Εκεί οι συσσωματώσεις που εμφανίζονται ως κόμματα δεν είναι παρά ομάδες που – εν μέρει – αγνοούν το υπόρρητο ταξικό τους συμφέρον (Τρίτη τάξη), εμπεριέχουν υποομάδες με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και δεν επιδιώκουν την οργανωμένη κατάληψη της εξουσίας με τρόπο συστηματικό και, θα λέγαμε, ιδεολογικά ξεκάθαρο.
Παρά τις επιμέρους προσπάθειες προσωπικοτήτων όπως ο Σαιν-Ζυστ, ο Φλωράνς, ο Μπαμπέφ, ο Μπλανκί κ.α., η προσπάθεια θα καταλήξει πάντοτε σε σφαγή, με κορύφωση τα γεγονότα της Παρισινής κομμούνας, το 1871. Οι επαναστάσεις του 1830 και του 1848, παρότι συγκλόνισαν την Ευρώπη αλλά και όλο τον κόσμο, στερούνταν σαφούς κοινωνικού, πολιτικού, επαναστατικού προγράμματος και οργανωμένης δράσης. Οι μυστικές οργανώσεις με τη μορφή ή όχι των τεκτονικών στοών, μπορεί να έθεταν συνέχεια την Ευρώπη σε αναταραχή αλλά ήταν ευάλωτες σε προσωπικά και άλλα κίνητρα που, κάποιες φορές, αποτέλεσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων (καρμπονάροι, φιλική εταιρία, γαλλικές μυστικές οργανώσεις, ρώσοι τρομοκράτες κ.α.) και διολίσθησαν προς τον εθνικισμό και την ατομική, τυφλή αντίδραση.
Η αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ενιαίου, μαζικού, οργανωμένου κόμματος που θα λειτουργούσε ως δόρυ (Λένιν) για την κατάκτηση της εξουσίας, εμφανίστηκε, κυρίως, μετά τα γεγονότα του 1871 στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μαρξ θα μιλήσει για τη δικτατορία του προλεταριάτου κάτω από την ηγετική και οργανωμένη καθοδήγηση ενός επαναστατικού κόμματος. Εδώ θα αρχίσουν οι πρώτες διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ομάδων του εργατικού κινήματος. Οι μαρξιστές, σε αντίθεση με το τι θα ακολουθήσει, αποτελούσαν τη μειοψηφία. Οι αναρχικοί είχαν πολύ μεγάλη επιρροή αλλά και τα δύο αυτά ρεύματα είχαν να αντιμετωπίσουν τη ρεφορμιστική, συμβιβαστική τακτική των ομάδων που προσπάθησαν να στηρίξουν ένα εναλλακτικό πρότυπο σοσιαλδημοκρατίας (με τη σημερινή έννοια) και ένα μέτωπο οικονομίστικων και μεταρρυθμιστικών αιτημάτων (Λασσάλ, Μπερνστάιν, Κάουτσκι κ.α.). Το επιχείρημα τους ήταν το ανέφικτο επαναστατικής μεταβολής της κοινωνίας και η σκοπιμότητα διασφάλισης των κεκτημένων σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.
Στην προσπάθεια χειραγώγησης του οπλοστασίου της Αης Διεθνούς θα επέλθει η ρήξη μαρξιστών – αναρχικών. Οι μαρξιστές θα κατηγορήσουν τους αναρχικούς για τυχοδιωκτισμό, μικροαστική και αντεπιστημονική αντίληψη για τον σοσιαλισμό και οι αναρχικοί τους μαρξιστές για ολοκληρωτικές τάσεις και εμμονή στην κυριαρχία του συλλογικού απέναντι στο ατομικό (Μπακούνιν). Θα διακινδυνεύσουμε να πούμε πως, από την πορεία των γεγονότων, και οι δύο είχαν κάνει λάθος στις προσεγγίσεις τους. Ο μαρξισμός, με οποιανδήποτε μορφή και αν οικοδόμησε μια «σοσιαλιστική» κοινωνία, ξεπεράστηκε από τα πράγματα. Ο αυστηρός συγκεντρωτισμός, κάτω από την αιγίδα του ενός και μοναδικού κόμματος (ή κοσμοθεωρίας), κατέρρευσε, μεταλλάχτηκε σε στυγνές δικτατορίες (π.χ. τριτοκοσμικά κράτη, Κίνα) ή δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τη φρενήρη πορεία του καταναλωτικού καπιταλισμού και προσαρμόστηκε σε ένα είδος οικονομίας ελεύθερης αγοράς. Από την άλλη, η τύχη των αναρχικών ομάδων, όπου λειτούργησαν αυτόνομα, ήταν τραγική με εξαίρεση την ιδιαιτερότητα της Ισπανίας όπου – κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες – συστρατευόμενοι με άλλες, ιδεολογικά συγγενείς, ομάδες σχημάτισαν ένα μέτωπο που κατάφερε να κυριαρχήσει, πρόσκαιρα, στην πολιτική ζωή. Η αναγκαιότητα μιας οργανωμένης, μαζικής και συντονισμένης πάλης για την εξουσία (που θα καταργήσει την εξουσία) αποτελεί το μέγιστο εμπόδιο για τις αναρχικές ομάδες που απορρίπτουν την οργανωμένη συλλογικότητα και πειθαρχία στην πράξη. Και εδώ, δυστυχώς, η ζωή τους διάψευσε.
Ήδη, όμως, εκείνη την εποχή στην Ευρώπη είχε αναπτυχθεί η φιλολογία για τον σιδηρού νόμο της ολιγαρχίας και τα γερμανικά συνδικάτα αποτελούσαν το παράδειγμα. Ο Ρ. Μίχελς (σοσιαλιστής στη Γερμανία και Ιταλία και μετέπειτα οπαδός του ναζισμού) στο βιβλίο του «Τα πολιτικά κόμματα» (1911), έχοντας ζήσει την γερμανική και ιταλική πραγματικότητα και επηρεασμένος από τις βεμπεριανές ιδέες περί γραφειοκρατίας, καθώς και από τις θεωρίες του Β. Παρέτο περί ελίτ, διατύπωσε την άποψη ότι όπου μιλάμε για οργάνωση μιλάμε για ολιγαρχία. Άσχετα από την πολιτική δράση του, αποδείχτηκε ότι πλησίασε πολύ την πραγματικότητα. Ο αυστηρός και ανεξέλεγκτος μονοκομματισμός αποτέλεσε τροχοπέδη στο παγκόσμιο κίνημα και, το χειρότερο, δηλητηρίασε τόσο τις συνειδήσεις που εξακολουθεί και αποτελεί βασικό θεωρητικό εργαλείο των περισσότερων αριστερών ομάδων.
Η ενσωμάτωση στην αστική κοινοβουλευτική απάτη και η μονοδιάστατη επιλογή τακτικών για την κατάληψη της εξουσίας, αποδυνάμωσε το κίνημα, ενστάλαξε στην μικροαστική δύση την προσδοκία για κοινωνικές αλλαγές μέσα από τον κοινοβουλευτισμό και οδήγησε σε ένα μονόδρομο την ανάλυση και θεώρηση της ταξικής πάλης. Η λογική του εφικτού εξαφάνισε τελείως τον ορίζοντα του ανέφικτου και ενσωμάτωσε στο σύστημα εκατομμύρια αγωνιστές. Η πάλη για την ελευθερία του ανθρώπου μετατράπηκε σε πάλη για την κατάληψη της εξουσίας και τη διατήρησή της με οποιοδήποτε κόστος.
Από την άλλη, η κρατική εξουσία, όπου καταχτήθηκε, αντί να αποτελέσει εφαλτήριο για την κοινωνία που οραματίστηκαν οι θεωρητικοί, χρησιμοποιήθηκε για την ανάδειξη νέων κυρίαρχων ελιτ (κυρίως μέσα από το κόμμα και μόνο για το κόμμα) που νομοτελειακά κι αυτή ανατράπηκε αφήνοντας ένα τεράστιο βάρος-κληροδότημα στον αγώνα των ανθρώπων για μια άλλη κοινωνία. Η υποστήριξη των διάφορων κομμουνιστικών μοντέλων, όπου κι αν εφαρμόστηκαν, δεν αποτελεί, πλέον, παρά μία ακατάσχετη νεκροφιλία και μία λατρεία του παλιού που όμως εξωραΐστηκε, απαγόρευσε την οποιαδήποτε κριτική του και κατέληξε να παρουσιάζεται ως η μοναδική μεσσιανική πρόταση για τη νικηφόρα έκβαση του κοινωνικού αγώνα. Η ιστορία, λέμε οι μαρξιστές, επαναλαμβάνεται σαν φάρσα και μέχρις ένα σημείο αυτό αληθεύει όταν προσπαθείς να μιμηθείς τη μορφή και τα ιστορικά δεδομένα άλλων εποχών και άλλων καταστάσεων. Όμως, υπάρχει και η άλλη άποψη, ο Χέγκελ (Φιλοσοφία της ιστορίας) λέει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται για να τελειώσει αυτό που άφησε ατελείωτο!
Ο άνθρωπος αποκτά την αυτογνωσία του και απελευθερώνεται μέσα από την Πράξη του. Οι θεωρητικές διαμάχες αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου που μπορεί να είναι χρήσιμες αλλά κανείς δεν σου εξασφαλίζει την τελική νίκη. Η σύγχρονη πραγματικότητα, μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που βιώνουμε πρέπει να μας οδηγήσει στην ανάδειξη του «πολιτικού» στοιχείου της ιδιαιτερότητας της εποχής μας. Ο ορισμός του εχθρού και του φίλου (για να χρησιμοποιήσουμε τη θέση του Κ. Σμιτ, προς τον οποίο αλληθώρισαν πολλές ομάδες της αριστεράς πριν από μερικά χρόνια) πρέπει να είναι ο άξονας τόσο της τακτικής όσο και της στρατηγικής μας επιλογής. Οι καιροί είναι αδίστακτοι και η ιστορία δεν περιμένει, κινείται με άλματα και δεν θα μπορέσουμε να την παρακολουθήσουμε. Στην ταξική πάλη είναι καλοδεχούμενοι οι αγωνιστές που στοχεύουν στην πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά. Οι αναρχικοί οφείλουν να «οργανωθούν» με τον δικό τους τρόπο και να παρουσιάσουν μία σταθερή, μαζική, επαναστατική ομάδα με τις δικές της αρχές προς τον κοινό στόχο.
Το πρότυπο μιας Ομοσπονδίας (Φεντερασιόν) θα τους απέδιδε διαφορετικό πολιτικό βάρος και αίγλη στην πάλη των εργαζόμενων σε όλους τους χώρους (το πώς θα αποφύγουν τον σιδηρού νόμο της ολιγαρχίας είναι δικό τους πρόβλημα και μπορούν να το λύσουν). Η πολυδιάσπαση, η ατομικότητα και η μονομερής τυφλή ή όχι δράση, μπορεί να είναι λυτρωτική για το άτομο αλλά δεν αποφέρει κανένα κοινωνικό όφελος. Το αντίθετο μάλιστα. Η κοινή δράση με ομάδες, κυρίως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που βρισκόμενες συνεχώς στην αριστερή αντιπολίτευση, ζυμώθηκαν στη λογική του σεβασμού και της αποδοχής των διαφορετικών προσεγγίσεων, ακόμη και μια πιθανή εκλογική συμπαράταξη (οι ισπανοί αναρχικοί δεν ήταν λιγότερο έξυπνοι από εμάς) πιστεύουμε ότι θα μετατόπιζε τόσο τη συζήτηση όσο και την πολιτική πραγματικότητα προς πιο αντισυμβατικές, ανατρεπτικές, επαναστατικές θέσεις.
Από την άλλη, ο στόχος των κομμουνιστικών κομμάτων οφείλει να είναι – χωρίς καμία διαπραγμάτευση, χωρίς κανένα συμβιβασμό – η οριστική κατάργηση της εξουσίας και του κράτους και η εγκαθίδρυση ενός μοντέλου συμμετοχικού, αυτόνομου, αυτοοργανομένου και αυτοπροσδιοριζόμενου κοινωνικού μορφώματος που θα έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζεται από μόνο του, δίχως μονομέρειες και θεωρητικές αγκυλώσεις, στην ιστορική εξέλιξη. Η ιστορική νομοτέλεια δεν ισχύει μονομερώς, εάν δεν το πετύχουμε θα καταλήξουμε και εμείς στα σκουπίδια της ιστορίας. Οι οικονομικές και κοινωνικές δυνατότητες της εποχής μας συνηγορούν στο να μπορούμε πλέον να μιλάμε για μία «εφικτή» ουτοπία. Για να το πετύχουμε θα πρέπει πρώτα να αφήσουμε τον εαυτό μας να ξεπλυθεί στα νερά της ιστορίας, να πετάξει από πάνω του τα βαρίδια που τον εμποδίζουν να προχωρήσει μπροστά και να ξεκαθαρίσει μέσα του αν αυτό που επιθυμεί είναι, τελικά, η κοινωνική αλλαγή ή όχι. Αν το μέλλον μας θα είναι σκοτεινό και αβέβαιο, εάν θα τρέμουμε συνέχεια με την ιδέα της αδιάκοπης και αιματηρής καταστολής ή αν θα οικοδομήσουμε ένα μέλλον όπου τα παιδιά μας θα μπορούν να ζουν ελεύθερα και να γνωρίσουν, επιτέλους, την πραγματική διάσταση της έννοιας «άνθρωπος».

πηγή: Βαθύ Κόκκινο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου