προσαρμοστικότητα (η) ουσ.
(Κ προσαρμοστικότης, -τητος) η ιδιότητα του προσαρμοστικού, η ικανότητα
για προσαρμογή
προσαρμογή (η) ουσ. η
πράξη και το αποτέλεσμα του προσαρμόζω, η ακριβής τοποθέτηση αντικειμένου πάνω
σε άλλο, η εφαρμογή | (μτφ.) συμμόρφωση | (βιολ.) η τροποποιητική επίδραση
εξωτερικών παραγόντων στη συμπεριφορά ή τη δομή έμβιων όντων (ζώων ή φυτών)
προσαρμόζω ρ. (προσάρμ-οσα, -όστηκα, -οσμένος) εφαρμόζω,
συνταιριάζω | (μτφ.) συμμορφώνω | (μέσ.) προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι, συνηθίζω
σε κάτι, εξοικειώνομαι
(Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα:1999)
Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα είχα τόσο μεγάλο πρόβλημα με τις
παραπάνω λέξεις.
Θυμός πηγάζει, πλέον, απέναντι στην αδράνεια που φέρουν.
Είμαστε, λέει, προσαρμοστικοί και έτσι επιβιώνουμε.
Μπορούμε να προσαρμοστούμε όπου και αν είμαστε, ό,τι και αν κάνουμε και κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες.
Πως είναι δυνατόν; Γιατί;
Θυμός πηγάζει, πλέον, απέναντι στην αδράνεια που φέρουν.
Είμαστε, λέει, προσαρμοστικοί και έτσι επιβιώνουμε.
Μπορούμε να προσαρμοστούμε όπου και αν είμαστε, ό,τι και αν κάνουμε και κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες.
Πως είναι δυνατόν; Γιατί;
Συχνά εύχομαι να μην ήμασταν τόσο προσαρμοστικοί. Αρχίζω να μισώ αυτή την, κατά τ’ άλλα τόσο ζωτικής σημασίας, ικανότητά μας.
Προσαρμόζομαι σημαίνει συνηθίζω.
Συνηθίζουμε να ζούμε με λίγα και να λέμε και ευχαριστώ.
Συνηθίζουμε να μας κοροϊδεύουν, να μας κλέβουν, να μας υποτιμούν και να σκύβουμε το κεφάλι μας.
Συνηθίζουμε ο καθένας στη μοναξιά του.
Συνηθίζουμε να τους ακούμε από το κονσερβοκούτι. Συνηθίσαμε να τους πιστεύουμε. Συνηθίσαμε να φοβόμαστε.
Συνηθίσαμε να περιμένουμε μια ανάπτυξη που θα πέσει ουρανοκατέβατη.
Από τους άλλους. Ξεχάσαμε πως δε θα ‘ναι για μας, μα για τους άλλους.
Εξοικειωνόμαστε με πράγματα που δε χωρούν εξοικείωσης.
Με εικόνες βάρβαρες.
Άνθρωποι πνίγονται στις θάλασσές μας, ξανά και ξανά.
Ψάχνουν έναν καλύτερο τόπο και οι ζωές τους γίνονται τα ναύλα.
Και ’μεις το συνηθίσαμε.
Συνηθίσαμε να βλέπουμε να τσουβαλιάζουν, να σέρνουν, να βρίζουν, να χτυπάνε ανθρώπους. Ξεσκίζουν τον ουρανό μας.
Συνηθίσαμε να τα ζούμε όλα αυτά.
Ψάχνουν έναν καλύτερο τόπο και οι ζωές τους γίνονται τα ναύλα.
Και ’μεις το συνηθίσαμε.
Συνηθίσαμε να βλέπουμε να τσουβαλιάζουν, να σέρνουν, να βρίζουν, να χτυπάνε ανθρώπους. Ξεσκίζουν τον ουρανό μας.
Συνηθίσαμε να τα ζούμε όλα αυτά.
Στους πόσους ανέργους σταματάει η προσαρμογή;
Στους πόσους ανασφάλιστους;
Στους πόσους αστέγους;
Στους πόσους πεινασμένους;
Στις πόσες αυτοκτονίες παύει να μας φαίνεται κάτι το συνηθισμένο;
Είναι αριθμητικό, λοιπόν, το θέμα;
Στους πόσους ανασφάλιστους;
Στους πόσους αστέγους;
Στους πόσους πεινασμένους;
Στις πόσες αυτοκτονίες παύει να μας φαίνεται κάτι το συνηθισμένο;
Είναι αριθμητικό, λοιπόν, το θέμα;
Συνηθίσαμε τόσο το γκρίζο χρώμα- παράταιρα και περιττά
φαντάζουν τα υπόλοιπα.
Εξοικειωνόμαστε με την καταστροφή.
Και ας μη μείνει καθαρός αέρας να αναπνέουμε στο τέλος.
Αν και πάντα θα το ’χω απορία.
Πως συνεχίζουμε και αναπνέουμε, έτσι μηχανικά, με όλα αυτά που γίνονται.
Πως δε μας κόβεται η ανάσα όταν λείπει τόσο η ανθρωπιά.
Εξοικειωνόμαστε με τα δικαστήρια, με τις δίκες, τις καταδίκες και τις φυλακές.
Απολογούμαστε για τα αυτονόητα.
Γιατί δε θέλουμε να τα συνηθίσουμε όλα αυτά. Γιατί δε μας πρέπουν.
Συνηθίζουμε να μένουμε άνεργοι, άπραγοι και μοιρολάτρες.
Συνηθίσαμε μαχαιρώματα ρατσιστικά, φασιστικά, κοινωνικά.
Εξοικειωνόμαστε με την καταστροφή.
Και ας μη μείνει καθαρός αέρας να αναπνέουμε στο τέλος.
Αν και πάντα θα το ’χω απορία.
Πως συνεχίζουμε και αναπνέουμε, έτσι μηχανικά, με όλα αυτά που γίνονται.
Πως δε μας κόβεται η ανάσα όταν λείπει τόσο η ανθρωπιά.
Εξοικειωνόμαστε με τα δικαστήρια, με τις δίκες, τις καταδίκες και τις φυλακές.
Απολογούμαστε για τα αυτονόητα.
Γιατί δε θέλουμε να τα συνηθίσουμε όλα αυτά. Γιατί δε μας πρέπουν.
Συνηθίζουμε να μένουμε άνεργοι, άπραγοι και μοιρολάτρες.
Συνηθίσαμε μαχαιρώματα ρατσιστικά, φασιστικά, κοινωνικά.
Πόση προσμονή; Άλλες και τόσες ματαιώσεις.
Συνηθίσαμε να νοσταλγούμε, θνησιγενή τα αύριο μας.
Συνηθίζουμε να φεύγουν οι αγαπημένοι μας και ’μεις να δειλιάζουμε να τους κλείσουμε την έξοδο στο αδιέξοδο.
Συνηθίσαμε να νιώθουμε υποτελείς.
Εκεί που θα έπρεπε να λέμε όχι, φτάνει, εκεί που θα έπρεπε να τους διαολοστείλουμε, εκεί προσαρμοζόμαστε.
Προσαρμόζομαι σημαίνει συμμορφώνομαι. Συμμορφώνομαι με όσα επιβάλλουν, με τους κανόνες, τους νόμους, τους τρόπους τους. Συμμορφώνομαι σημαίνει προσαρμόζομαι στο άδικο.
Συνηθίσαμε να νοσταλγούμε, θνησιγενή τα αύριο μας.
Συνηθίζουμε να φεύγουν οι αγαπημένοι μας και ’μεις να δειλιάζουμε να τους κλείσουμε την έξοδο στο αδιέξοδο.
Συνηθίσαμε να νιώθουμε υποτελείς.
Εκεί που θα έπρεπε να λέμε όχι, φτάνει, εκεί που θα έπρεπε να τους διαολοστείλουμε, εκεί προσαρμοζόμαστε.
Προσαρμόζομαι σημαίνει συμμορφώνομαι. Συμμορφώνομαι με όσα επιβάλλουν, με τους κανόνες, τους νόμους, τους τρόπους τους. Συμμορφώνομαι σημαίνει προσαρμόζομαι στο άδικο.
-Και πώς να αλλάξω συνήθειες; Η συνήθεια είναι έξη, η
συνήθεια έχει κοινές ρίζες με τον εθισμό. Εθιστική είναι η προσαρμογή.
-Κάνε κάτι το ασυνήθιστο.
Όχι, κλείσε την τηλεόραση. Δε θα ακούσεις τίποτα αληθινό.
Πήγαινε στη στάση που συνήθως περιμένεις.
Ναι, εκεί που τώρα είναι το σπιτικό κάποιου.
Ζήτα του να σου πει τη δική του αλήθεια.
Ζήτα και από το τσιγγανόπουλο που σου πουλάει χαρτομάντιλα στο φανάρι να σου πει τη δική του.
Δε φαντάζεσαι πόσες διαδρομές και πόσα χρώματα έχει να σου διηγηθεί.
Ρώτα τη γειτόνισσα που δεν μπορεί πλέον να πληρώσει τα φάρμακά της, μάθε και τη δική της ιστορία.
Άκουσέ τους με προσοχή.
Και μετά πες τους και συ τη δική σου αλήθεια.
Μη διστάζεις. Θα δεις, δεν είσαι μόνος σου.
Όχι, κλείσε την τηλεόραση. Δε θα ακούσεις τίποτα αληθινό.
Πήγαινε στη στάση που συνήθως περιμένεις.
Ναι, εκεί που τώρα είναι το σπιτικό κάποιου.
Ζήτα του να σου πει τη δική του αλήθεια.
Ζήτα και από το τσιγγανόπουλο που σου πουλάει χαρτομάντιλα στο φανάρι να σου πει τη δική του.
Δε φαντάζεσαι πόσες διαδρομές και πόσα χρώματα έχει να σου διηγηθεί.
Ρώτα τη γειτόνισσα που δεν μπορεί πλέον να πληρώσει τα φάρμακά της, μάθε και τη δική της ιστορία.
Άκουσέ τους με προσοχή.
Και μετά πες τους και συ τη δική σου αλήθεια.
Μη διστάζεις. Θα δεις, δεν είσαι μόνος σου.
Και να αδερφέ μου που έχουμε ακόμα δρόμο για να μάθουμε να
κουβεντιάζουμε.
ΥΓ. Ευτυχώς πολλοί μένουν απροσάρμοστοι
[…] και στο ταξίδι αυτό του πόνου, της ήττας
και της συντριβής.
με τη θυσία σου προπλήρωσες το ναύλο του,
ας πάρουμε βαθειά ανάσα
πίκρας
και της συντριβής.
με τη θυσία σου προπλήρωσες το ναύλο του,
ας πάρουμε βαθειά ανάσα
πίκρας
ότι η ελπίδα στο μάτι
των κολασμένων
είναι μια σπίθα σε στάχτες
ενός γκρίζου εγκλωβισμένου ορίζοντα
που εγκυμονεί το αύριο
είναι μια σπίθα σε στάχτες
ενός γκρίζου εγκλωβισμένου ορίζοντα
που εγκυμονεί το αύριο
εκεί που ο άκυρος λόγος μας
ελπίζει ν’ ανακτήσει
τη χαμένη του εγκυρότητα.
ελπίζει ν’ ανακτήσει
τη χαμένη του εγκυρότητα.
Γιαννόπουλος Γ. (2010), «Ο δάσκαλος» (απόσπασμα), στο: Το θέρος των βροτών, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ,
Θεσσαλονίκη
posted by Αγράμπελη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου