Η ανεργία είναι σίγουρα ασθένεια. Ο άνεργος αρρωσταίνει και πρώτα απ’ όλα ψυχικά. Τον κυριεύει ο φόβος, το άγχος, η ανασφάλεια, και δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος τη νύχτα. Ακολουθεί η κατάθλιψη, από ήπια μέχρι βαριάς μορφής μελαγχολία που μπορεί να φτάσει το άτομο στην αυτοκτονία. Η ανεργία μπορεί επομένως να αποβεί θανάσιμη ασθένεια. Ο άνεργος ψάχνει απεγνωσμένα ένα φάρμακο για να λυτρωθεί. Ρωτάει παντού, στέλνει βιογραφικά, διαβάζει τις αγγελίες, ρωτάει γνωστούς και άγνωστους, φίλους και συγγενείς. Η ανεργία είναι τόσο ύπουλη που μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή να ρίξει το φταίξιμο στον εαυτό του (είτε διότι η ίδια η κοινωνία καλλιεργεί την ηθική της ενοχής και υιοθετεί αξίες βασισμένες σε αρνητικά δικαιώματα με αποτέλεσμα το φταίξιμο να ρίχνεται πάντα στο θύμα, είτε γιατί η εσωστρέφεια πολλές φορές, ειδικά σε περιπτώσεις που συνοδεύoνται από κατάθλιψη, οδηγεί σε σκέψεις αυτο-ενοχής και πράξεις αυτο-τραυματισμού). Έτσι, ο άνεργος ως συνήθως νιώθει αποτυχημένος, παρείσακτος και αντικείμενο χλευασμού από τον περίγυρό του. Νομίζει πως για την “αδυναμία” του να βρει δουλειά φταίει ο ίδιος. Στην πραγματικότητα όμως έχει κολλήσει την ασθένεια από το περιβάλλον, καθώς η ανεργία είναι άκρως μεταδοτική και ιδιαίτερα στους πιο ευάλωτους ανθρώπους.
Ποιό είναι το φάρμακο της ανεργίας; Η δουλειά, θα έλεγε κανείς αμέσως. Με τη δουλειά εξασφαλίζει κανείς τα απαραίτητα, είναι ενεργό και αναγνωρισμένο μέλος της κοινωνίας, μπορεί να κάνει σχέδια για το μέλλον κι έτσι δεν πέφτει σε κατάθλιψη. Βλέπουμε, όμως, εμπειρικά πως αυτό δεν ισχύει απαραίτητα. Συχνά τα χρήματα που κερδίζει δουλεύοντας δεν αρκούν για την κάλυψη ούτε των βασικών αναγκών. Ο εργαζόμενος είτε καταφεύγει στη στήριξη της οικογένειάς του, είτε περιορίζει τις ανάγκες του ρίχνοντας την ποιότητα της ζωής του. Το άγχος και η ανασφάλεια μειώνονται σημαντικά σε σχέση με αυτό που είχε όταν ήταν άνεργος. Υποκαθιστώνται όμως από άλλους μόνιμους και ισχυρούς φόβους. Ο εργαζόμενος ζει με το φόβο της απόλυσης, της επίπληξης από το αφεντικό, του λάθους, της κόπωσης. Έχει την αίσθηση πως η ζωή του περνάει χωρίς νόημα, και πως ζει μόνο όταν δεν είναι στη δουλειά, τα απογεύματα ή τα σαββατοκύριακα. Πολλές φορές μπορεί να νιώθει πως δε δουλεύει για να ζει, αλλά ζει για να δουλεύει. Τα συμπτώματα της δουλειάς (ή δουλείας) είναι επομένως αρκετά πιο ήπια από αυτά της ανεργίας, αλλά διαρκή και επίμονα. Η δουλειά, που θεωρείται αντίδοτο, είναι στην πραγματικότητα μια χρόνια ασθένεια με την οποία μαθαίνουμε να ζούμε.
Σίγουρα δεν πανηγυρίζουμε όταν βλέπουμε τα ποσοστά ανεργίας να αυξάνονται. Αντιθέτως, θλιβόμαστε και προβληματιζόμαστε. Ούτε υποστηρίζουμε την αδράνεια, την κοινωνική απομόνωση και αδιαφορία, όπου το άτομο θα βρίσκεται ολημερίς ξαπλωμένο στον καναπέ ή στο κρεβάτι κοιτώντας τηλεόραση, αδιαφορώντας για τις ανάγκες και τη λειτουργία της κοινωνίας. Είναι ανόητο όμως να φωνάζουμε το σύνθημα «χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…», γιατί το γρανάζι γυρνά και χωρίς ανθρώπινη δουλειά. Δε θα ήταν μακρυά τα πλήρως αυτοματοποιημένα εργοστάσια αν τα αφεντικά έβρισκαν έναν τρόπο να ξεφορτωθούν όλους αυτούς τους εργάτες. Από την άλλη οι εργάτες χρειάζονται και ως καταναλωτές προϊόντων, γιατί χωρίς ανθρώπους δε θα υπήρχαν αγορές. Έτσι τα αφεντικά αναγκάζονται να ανέχονται έναν αριθμό εργατών, και οι εργάτες συχνά υποπίπτουν στην αυταπάτη πως είναι σημαντικοί και αναντικατάστατοι στην καπιταλιστική μηχανή. Είναι όμως στ’ αλήθεια η επιθυμία κάθε ανθρώπου να γυρίζει ένα γρανάζι, στο εργοστάσιο ή στη γραφειοκρατία; Όποιος απαντάει ναι, ή ψεύδεται ή έχει αλλοτριωθεί από την ίδια την διαδικασία της παραγωγής, παιδαγωγημένoς σε αξίες ανταγωνιστικές και ατομικιστικές, καταλήγοντας ένα ασήμαντο ανθρώπινο γρανάζι. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που άνθρωποι λένε και δείχνουν με τις πράξεις τους πως νιώθουν πραγματικά περήφανοι που δουλεύουν ή πως η ανεργία είναι ντροπή (τι διαστροφή!).
Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή;
Παρόλο που κυριαρχεί η γενική ιδέα πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, στη συνείδηση των ανθρώπων οι δουλειές χωρίζονται χοντρικά σε αξιοπρεπείς (γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, καθηγητές, έμποροι κ.α.), όχι και τόσο αξιοπρεπείς (τηλεφωνητές, υπαίθριοι πωλητές, υπάλληλοι καταστημάτων, αεροσυνοδοί κ.α.), και αναξιοπρεπείς (υπηρέτες, καθαριστές, αγρότες, σερβιτόροι κ.α.). Επίσης οι συνθήκες εργασίας μπορεί να είναι αξιοπρεπείς ή αναξιοπρεπείς (ένα οχτάωρο-πενθήμερο με καλές απολαβές και ευχάριστο περιβάλλον εργασίας είναι σίγουρα απείρως πιο αξιοπρεπές από τα κάτεργα των κινέζικων εργοστασίων όπου οι εργάτες αναγκάζονται να δουλεύουν ασταμάτητα για δέκα ή περισσότερες ώρες και δεν δικαιούνται ρεπό). Όλες οι δουλειές όμως δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν απολύτως. Πόσο αξιοπρεπής είναι για παράδειγμα ένας εφοριακός που στέλνει ειδοποιητήρια για πληρωμή φόρων σε ανθρώπους με πενιχρά εισοδήματα, ή ένας δικηγόρος που στέλνει αγωγές έξωσης σε φτωχές οικογένειες; Ή πόσο αξιοπρεπές είναι για τον καθαριστή να μαζεύει τα σκουπίδια που αλόγιστα πετάμε στο δρόμο (δε θα ‘πρεπε να είμαστε υπεύθυνοι για την καθαριότητα των χώρων που χρησιμοποιούμε); Από την άλλη, είναι στ’ αλήθεια πιο αναξιοπρεπές να είναι κανείς σερβιτόρος από το να είναι δικηγόρος, και γιατί; Ο καθένας θα υπερασπιστεί τον “κλάδο του”, σε μια προσπάθεια να σώσει όση αξιοπρέπεια μπορεί στα μάτια της κοινωνίας. Θα πει ο καθαριστής, «γιατί τάχα είναι ντροπή αυτό που κάνω; To κάνω καλά και βγάζω τα προς το ζην. «Δε μου χρειάζονται ηθικιστικές υποδείξεις για την αξία του ατόμου μου στην κοινωνία.» Και η κοινωνία, επειδή ακριβώς τον χρειάζεται, θα συμφωνήσει: ο καθαριστής κάνει καλά και έντιμα τη δουλειά του. Κανείς όμως δεν επιδιώκει να γίνει καθαριστής, ενώ πολλοί επιδιώκουν να γίνουν επιστήμονες, δάσκαλοι, δικηγόροι.
Το κατά πόσο υπάρχει ή όχι αξιοπρέπεια σε ένα επάγγελμα έχει να κάνει επίσης και με μια άλλη προσέγγιση: οι συντηρητικοί, όπως οι Καλβινιστές, οι Βρετανοί Τόριδες, οι Πουριτανοί και άλλοι υποστηρικτές της εργασιακής ηθικής, θεωρούν πως κάθε εργασία είναι ωφέλιμη για τον άνθρωπο, είτε πρόκειται για καθαριστή, είτε για εργάτη σε εργοστάσιο, είτε για τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, είτε για διευθυντή τράπεζας. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που συνεισφέρει είτε στην παραγωγή, είτε διώχνει το άτομο από ενασχολήσεις που δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στην αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, θεωρείται τίμια και πρέπει να προωθείται. Λίγο πολύ αυτού του είδους η αντίληψη υπάρχει σε κάθε κοινωνία, καθώς η Προτεσταντική ηθική, (την οποία πολύ καλά είχε αναλύσει ο Max Weber) η οποία βλέπει την εργασία ως θεϊκό κάλεσμα (με βάση τις διδασκαλίες του Λούθηρου), έχει βασιστεί πάνω στην εξής αρχή: «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» (γνωστή φράση του Απόστολου Παύλου). Το γεγονός αυτό εκφράζει μια άλλη οπτική πάνω στην εργασία η οποία δεν διαφέρει και τόσο από την ελιτίστικη αντίληψη ότι αναγκαστικά και μόνο οι δικηγόροι και οι γιατροί εξασκούν αξιοπρεπή επαγγέλματα. Το να θεωρούμε την εργασία ως αξιοπρέπεια, ειδικά όταν μιλάμε για μια δραστηριότητα κατά την οποία υφίσταται στυγνή εκμετάλλευση και χλευασμός για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, τότε στην ουσία υπερασπιζόμαστε την δουλεία (εκφράζοντας έμμεσα έναν κατάφωρο μισανθρωπισμό), η οποία στις μέρες μας εκφράζεται πολύ χειρότερα από ότι στην αρχαία Αθήνα, καθώς σήμερα όποιος δεν παρακαλέσει, όποιος δεν γίνει γιάπης, όποιος δεν σκύψει να φιλήσει τις ποδιές των αφεντικών δεν θα επιβιώσει, σε αντίθεση με την Αθηναϊκή κοινωνία όπου οι δούλοι ήταν μεν υποταγμένοι στις ορέξεις των αφεντικών τους, αλλά, ωστόσο, είχαν εξασφαλισμένη επιβίωση. Έτσι, λοιπόν, τίθεται εδώ το εξής ερώτημα: εάν καμία δουλειά δεν είναι ντροπή (παρά μόνο του μπάτσου και του βουλευτή για κάποιους), η ίδια η εκμετάλλευση που εκφράζεται μέσα από τον σύγχρονο εργασιακό μεσαίωνα τί είναι;
Το αίσθημα της αξιοπρέπειας επομένως ούτε ταυτίζεται, ούτε συνδέεται άρρηκτα και αναγκαστικά με τη δουλειά. Αυτό με το οποίο ταυτίζεται (ή θα έπρεπε να ταυτίζεται) η αξιοπρέπεια πρέπει να αναζητηθεί στην ιδέα της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου, ξεκινώντας από την κάλυψη των βιολογικών αναγκών (τροφή, στέγη, ένδυση), και συνεχίζοντας αμέσως μετά με την ικανοποίηση των ψυχικών και ψυχολογικών αναγκών, από την μόρφωση μέχρι την επαφή με την τέχνη και την αυτογνωσία. Όταν δουλεύουμε είναι απολύτως σίγουρο ότι πολλές ψυχικές μας ανάγκες περιθωριοποιούνται, μένουν ανικανοποίητες ή και δαιμονοποιούνται μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο (με τη μόρφωση και την περίθαλψη να θεωρούνται πια πολυτέλεια ειδικά στη Βρετανία και τις Η.Π.Α.). Η ανάγκη για ελεύθερη έκφραση μπαίνει στο αυστηρό κοστούμι της εργαλειακότητας του παραγωγικού μηχανισμού (όπως θα έλεγε και ο Horkheimer) και της ηθικής της εργασίας (της θεσμισμένης αυτής εθελοδουλίας) και παράγει ένα ανθρώπινο ρομπότ, αδιάφορο προς την αληθινή γνώση και την ανθρώπινη επαφή.
Δικαίωμα στη φαντασία
Πολλά έχουν γραφτεί για το δικαίωμα στην τεμπελιά και τη κατάργηση της δουλειάς. Η έννοια τεμπελιά πολλές φορές χρησιμοποιείται από διάφορους αναρχικούς με σκοπό να εναντιωθούν στην απαισιότητα των συντηρητικών, των καπιταλιστών και όλων των προπαγανδιστών τους, καθώς ολόκληρος αυτός ο μισανθρωπικός συρφετός κάθε φορά που προσπαθεί να εναντιωθεί στα επιχειρήματα της αντίπαλης πλευράς χρησιμοποιεί λέξεις όπως «τεμπέληδες που δεν έχουν δουλέψει ποτέ και τα θέλουν όλα δωρεάν», «η σκληρή εργασία είναι αρετή», χρωματίζοντας, έτσι, και κωδικοποιώντας λέξεις και φράσεις που αυτόματα αποκτούν πολιτικό νόημα. Η λογική του get-a-job αποτελεί μια κιναισθητική απάντηση ενάντια σε κάθε άτομο που επιδιώκει να αμφισβητήσει την δουλική θέσμιση της σύγχρονης εργασίας και τον καταπιεστικό της ρόλο. Βέβαια, το να λέμε έτσι απλά «δικαίωμα στην τεμπελιά», όσο ρομαντικό και αν φαντάζει κάτι τέτοιο, όσο και αν οδηγεί τους (π)ηθικιστές γραβατωμένους και σκληρά πειθαρχημένους yes sir στο να βγάζουν αφρούς από το στόμα (όπως ακριβώς έκαναν και οι φανατικοί χριστιανοί στον μεσαίωνα ή οι διάφοροι φονταμενταλιστές), τόσο μας οδηγεί σε μια μεταμοντέρνα θεώρηση της σύγχρονης πραγματικότητας, μην προβάλλοντας κάποια σαφή κριτική στις ήδη υπάρχουσες θεσμισμένες αξίες, μήτε αντι-προτείνοντας κάποια νέα νοηματοδότηση. Αν σταματήσουμε να δουλεύουμε δε σημαίνει πως θα σταματήσουμε να κάνουμε πράγματα, λέει ο Μπομπ Μπλακ, κι εδώ βρίσκεται το φάρμακο για την ανεργία: η συλλογική διαχείριση, και μια νέα ηθική, όχι της εργασίας αλλά της δημιουργίας ή, διαφορετικά, μια νέα νοηματοδότηση πάνω στην ίδια την εργασία, ως πράξη που έχει να κάνει με την ανθρώπινη φαντασία, τον αυτο-προσδιορισμό του ανθρώπου, αντί να μας βυθίζει στον βούρκο της ασημαντότητας και στην δικτατορία των βιολογικών αναγκών. Γιατί δουλειά και αξιοπρέπεια είναι ασύμβατες έννοιες.
Συγγραφή: Abolition Du Travaile Aliene, Μιχάλης Θεοδοσιάδης
πηγή: Eagainst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου