Έτυχε, πολύ πρόσφατα, να ξαναδώ το «Ζ» του Γαβρά. Θα μπορούσα να
σχολιάσω ένα σωρό πράγματα, αλλά τυχαίνει πάντα κάτι, που σε τραβάει
μακριά απ’ τις αρχικές σκέψεις. Δεν πέρασε λίγη ώρα απ’ το τέλος της
ταινίας και χαζεύοντας στο δίκτυο, έπεσα πάνω σε μια πρόσκληση για μια
εκδήλωση της ΠΟΑΣΥ (πανελλήνια ομοσπονδία αστυνομικών υπαλλήλων). Η
εκδήλωση γίνεται στη Βέροια και στο τέλος της θα απονεμηθούν τιμητικές
πλακέτες στους αστυνομικούς που συμμετείχαν στη μάχη για τη σύλληψη των
τρομοκρατών στη Βέροια. Έτσι ακριβώς γράφει η πρόσκληση, δεν έχει ας
πούμε το τρομοκρατών σε εισαγωγικά. Θα μπορούσε να με ενοχλήσει το
γεγονός ότι η ΠΟΑΣΥ δεν δυσκολεύεται ιδιαίτερα να καταργήσει το τεκμήριο
της αθωότητας. Επίσης θα μπορούσε να είναι εξοργιστικό ότι η ομοσπονδία
ξεπερνάει με άνεση τις καταγγελίες, ότι οι συλληφθέντες βασανίστηκαν.
Πριν προλάβω όμως να σκεφτώ όλα αυτά, την προσοχή μου τραβάει ο
τηλεοπτικής έμπνευσης και αισθητικής, τίτλος της εκδήλωσης. «Και οι
αστυνομικοί έχουν μάνες».
Μαζί με την οικονομική δυσπραγία, μας επιτίθεται ένα φάντασμα. Το φάντασμα της αισθητικής της δεξιάς του ‘50, το οποίο με κάποιο περίεργο τρόπο, κατάφερε να συγχωνευθεί με ότι απέμεινε απ’ το lifestyle του 2000.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η είδηση που διάβασα πριν από ένα περίπου μήνα: «Η δημοσιογράφος και πολιτευτής Τάνια Ιακωβίδου ορίστηκε από το υπουργείο Εργασίας νέα πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Θα την υποδεχτεί φαντάζομαι το περίφημο νέο ηγετικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην καλτ τηλεπερσόνα.
Μεσημεριανάδικα, κουτσομπολιά, Μύκονος, ηθικολογία, τηλεπωλήσεις, ριάλιτι, αγάπη για την δημόσια τάξη και μεγαλόστομες επικλήσεις στην «πατρίδα».
Όλα μαζί φτιάχνουν τον ίδιο χυλό που σιχαίνεται τους ξένους αν είναι φτωχοί, αλλά σπάει το μυαλό του να τους διευκολύνει νομοθετικά αν είναι επενδυτές. Διαβάζω ότι με το ν. 4146/13, αν κάποιος αγοράσει ακίνητο αξίας άνω των 250.000€ θα δίνεται άδεια παραμονής σ’ αυτόν και στην οικογένειά του. Συνηθισμένη τακτική στην Ευρώπη ή όχι, ο συμβολισμός της παραμένει ισχυρός. Αν έχεις 250.000€, χωράς και μένεις, αλλιώς, δε χωράς και πνίγεσαι, κλείνεσαι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, περιμένεις στις ουρές της Π. Ράλλη, μαχαιρώνεσαι ένα ωραίο απόγευμα. Η ζωή είναι για τους επενδυτές. Για τους υπόλοιπους υπάρχουν φουσκωτά και φραουλοχώραφα.
*
Κυκλοφορεί ένα ντοκιμαντέρ. Λέγεται «Μέσα στη φωτιά – τα κρυμμένα θύματα της κρίσης» (Into the fire) . Το ντοκιμαντέρ δείχνει τον τρόπο που το οργανωμένο ελληνικό κράτος, η ελληνική αστυνομία και οι ντόπιοι φασίστες συμπεριφέρονται στους μετανάστες. Η εικόνα είναι αποκαρδιωτική, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει και τόσο κοντινή με αυτά που περιγράφει η ταινία του Γαβρά. Από το «Ζ» στο «into the fire», η απόσταση είναι ελάχιστη και έχει ήδη διανυθεί. Στο «Ζ» παρακολουθούμε αστυνομικούς να κάνουν τα στραβά μάτια ή και να συνεργάζονται με το ακροδεξιό παρακράτος. Βλέπουμε ακόμη ότι η συγκάλυψη αγριοτήτων αποτελούσε πάγια πρακτική. Είναι προφανές ότι δε ζούμε χούντα. Είναι όμως εμφανείς κάποιες αναλογίες. Όχι με την επταετία, αλλά με την αμέσως προηγούμενή της περίοδο.
*
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, σ’ ένα τρελό ζάπινγκ, θυμήθηκα τον Ευγένιο Αρανίτση. Είχε γράψει κάποτε, μιλώντας για παλιούς αριστερούς, ότι «(..) απέτυχαν άλλωστε να συλλάβουν το γεγονός ότι η τηλεόραση δεν είναι όπλο των αντιπάλων αλλά ο ίδιος ο αντίπαλος αυτοπροσώπως».
Παλιοί και νέοι, αριστεροί και μη, αναρωτιέμαι αν μπορούν να φανταστούν τη Μάρλα Σίνγκερ, την φοβερή και τρομερή ηρωίδα του «Fight Club». Αν τη δουν μπροστά τους, ίσως μπορέσουν και να συλλάβουν την ιδέα του Υμηττού ή της Πάρνηθας γυμνών από κεραίες. Ίσως μπορέσουν ως άλλοι Τάιλερ Ντέρντεν να την πιάσουν απ’ το χέρι και να δουν, με κάποια δόση ικανοποίησης, τις οθόνες να γεμίζουν χιόνια, παρεμβολές ή πίξελς.
Μαζί με την οικονομική δυσπραγία, μας επιτίθεται ένα φάντασμα. Το φάντασμα της αισθητικής της δεξιάς του ‘50, το οποίο με κάποιο περίεργο τρόπο, κατάφερε να συγχωνευθεί με ότι απέμεινε απ’ το lifestyle του 2000.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η είδηση που διάβασα πριν από ένα περίπου μήνα: «Η δημοσιογράφος και πολιτευτής Τάνια Ιακωβίδου ορίστηκε από το υπουργείο Εργασίας νέα πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Θα την υποδεχτεί φαντάζομαι το περίφημο νέο ηγετικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην καλτ τηλεπερσόνα.
Μεσημεριανάδικα, κουτσομπολιά, Μύκονος, ηθικολογία, τηλεπωλήσεις, ριάλιτι, αγάπη για την δημόσια τάξη και μεγαλόστομες επικλήσεις στην «πατρίδα».
Όλα μαζί φτιάχνουν τον ίδιο χυλό που σιχαίνεται τους ξένους αν είναι φτωχοί, αλλά σπάει το μυαλό του να τους διευκολύνει νομοθετικά αν είναι επενδυτές. Διαβάζω ότι με το ν. 4146/13, αν κάποιος αγοράσει ακίνητο αξίας άνω των 250.000€ θα δίνεται άδεια παραμονής σ’ αυτόν και στην οικογένειά του. Συνηθισμένη τακτική στην Ευρώπη ή όχι, ο συμβολισμός της παραμένει ισχυρός. Αν έχεις 250.000€, χωράς και μένεις, αλλιώς, δε χωράς και πνίγεσαι, κλείνεσαι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, περιμένεις στις ουρές της Π. Ράλλη, μαχαιρώνεσαι ένα ωραίο απόγευμα. Η ζωή είναι για τους επενδυτές. Για τους υπόλοιπους υπάρχουν φουσκωτά και φραουλοχώραφα.
*
Κυκλοφορεί ένα ντοκιμαντέρ. Λέγεται «Μέσα στη φωτιά – τα κρυμμένα θύματα της κρίσης» (Into the fire) . Το ντοκιμαντέρ δείχνει τον τρόπο που το οργανωμένο ελληνικό κράτος, η ελληνική αστυνομία και οι ντόπιοι φασίστες συμπεριφέρονται στους μετανάστες. Η εικόνα είναι αποκαρδιωτική, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει και τόσο κοντινή με αυτά που περιγράφει η ταινία του Γαβρά. Από το «Ζ» στο «into the fire», η απόσταση είναι ελάχιστη και έχει ήδη διανυθεί. Στο «Ζ» παρακολουθούμε αστυνομικούς να κάνουν τα στραβά μάτια ή και να συνεργάζονται με το ακροδεξιό παρακράτος. Βλέπουμε ακόμη ότι η συγκάλυψη αγριοτήτων αποτελούσε πάγια πρακτική. Είναι προφανές ότι δε ζούμε χούντα. Είναι όμως εμφανείς κάποιες αναλογίες. Όχι με την επταετία, αλλά με την αμέσως προηγούμενή της περίοδο.
*
Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, σ’ ένα τρελό ζάπινγκ, θυμήθηκα τον Ευγένιο Αρανίτση. Είχε γράψει κάποτε, μιλώντας για παλιούς αριστερούς, ότι «(..) απέτυχαν άλλωστε να συλλάβουν το γεγονός ότι η τηλεόραση δεν είναι όπλο των αντιπάλων αλλά ο ίδιος ο αντίπαλος αυτοπροσώπως».
Παλιοί και νέοι, αριστεροί και μη, αναρωτιέμαι αν μπορούν να φανταστούν τη Μάρλα Σίνγκερ, την φοβερή και τρομερή ηρωίδα του «Fight Club». Αν τη δουν μπροστά τους, ίσως μπορέσουν και να συλλάβουν την ιδέα του Υμηττού ή της Πάρνηθας γυμνών από κεραίες. Ίσως μπορέσουν ως άλλοι Τάιλερ Ντέρντεν να την πιάσουν απ’ το χέρι και να δουν, με κάποια δόση ικανοποίησης, τις οθόνες να γεμίζουν χιόνια, παρεμβολές ή πίξελς.
υγ. ποστίδιο παρασκευασμένο για την Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία
πηγή: το βυτίο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου