Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το Μαουτχάουζεν βρίσκεται στην Αυστρία
και υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής
Γερμανίας. Η ιστορία του ξεκινά από το 1938, όταν, μετά την προσάρτηση
της Αυστρίας στο Γ Ράιχ, ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Όσβαλντ Πόολ
επισκέφτηκαν τα λατομεία γρανίτη στις κωμοπόλεις Μαουτχάουζεν – Γκούζεν
της βορειοανατολικής Αυστρίας. Στις 8 Αυγούστου του 1938 τριακόσιοι
κρατούμενοι του Νταχάου μεταφέρθηκαν στην περιοχή του λατομείου «Wiener
Graben» κι άρχισαν να χτίζουν το στρατόπεδο. Οι ανάγκες των εργασιών
έφεραν κι άλλους κρατούμενους από το Νταχάου στις 5 και στις 18
Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης κι εργασίας,
με ξυλοδαρμούς κι απειλές από τους SS, έφεραν την πρώτη αυτοκτονία
κρατουμένου και στις 15 Νοεμβρίου έγινε και η πρώτη δολοφονία όταν SS
πυροβόλησαν κρατούμενο με την αιτιολογία ότι προσπαθούσε να δραπετεύσει.
Από το 1941 στο Μαουτχάουζεν υπήρχε και θάλαμος αερίων, που, κυρίως στα
τέλη του πολέμου – όταν άρχισε η άτακτη κατάρρευση των ναζί –
λειτουργούσε υπερεντατικοποιημένα στην προσπάθεια των SS να μην αφήσουν
ίχνη. Υπήρχε κέντρο ευθανασίας, για όσους κρίνονταν ανίκανοι για
εργασία, και στο ιατρείο του στρατοπέδου διεξάγονταν πειράματα πάνω σε
κρατούμενους. Κι ενώ μέχρι το 1942 το Μαουτχάουζεν λειτουργούσε
περισσότερο ως τόπος τιμωρίας κι εξόντωσης, από το 1943, μετά την
επίσκεψη του Σπέερ, που ήταν υπουργός εξοπλισμών, απέκτησε πολύ σοβαρές
επιχειρηματικές δραστηριότητες, αποφέροντας κέρδη καθόλου ευκαταφρόνητα.
Επιφανείς εταιρείες κλείνανε σπουδαίες δουλειές με το στρατόπεδο
μετατρέποντας τους SS από καθαρούς βασανιστές σε μεσίτες εργασίας. Οι
κρατούμενοι δούλευαν τσάμπα, οι εταιρείες έπαιρναν φτηνό προϊόν και οι
SS καρπώνονταν όλο το χρήμα. Υπολογίζεται ότι μόνο το 1944 το σύμπλεγμα
Μαουτχάουζεν κέρδισε περίπου 11 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Πέρα από τα
κέρδη, το Μαουτχάουζεν άφησε πίσω του περίπου 100.000 νεκρούς.
Σ’ αυτή
την κόλαση βρέθηκε ο Καμπανέλλης από το 1943 μέχρι την απελευθέρωση του
1945, όπου ένα αμερικάνικο άρμα ισοπέδωσε την κεντρική πύλη: «Στις 5
του Μάι, λίγο πριν από το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ,
καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του
Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Τριάντα χιλιάδες τρελοί ορμήσαμε
απάνω……..Ουρλιάζαμε, ξεσχίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα
δαιμονισμένοι…Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά
κι άλλοι χτυπούσανε πάνω τα κεφάλια τους και κλαίγανε…..Ταυτόχρονα στα
χαμηλά γίνονται άλλες δουλειές. Ένιωσα δυο χέρια να γαντζώνονται στο
πόδι μου. Έσκυψα να δω. Δυό Ισπανοί, τον έναν τον ήξερα, είχαν ρίξει
μπρούμυτα έναν επιστάτη και τον πετσοκόβανε με σουγιάδες. Είδα κι έπαθα
να λευτερώσω το πόδι μου από τα χέρια του. Άμα κατάφερα να τραβηχτώ,
πάτησα πάνω στην κοιλιά ενός άλλου επιστάτη που τον είχαν πνίξει μ’ ένα
λουρί….».
Το βιβλίο του Καμπενέλλη «Μαουτχάουζεν»
δεν είναι μόνο ανεκτίμητη μαρτυρία – παγκόσμιου βεληνεκούς – της
ναζιστικής κτηνωδίας, ούτε μπορεί να περιοριστεί στα τετριμμένα καλούπια
ενός ανθρωπιστικού προβληματισμού ή της ντοκουμενταρισμένης
βαρβαρότητας που μελετά την αποχαλίνωση του ανθρώπου – θηρίου. (Έτσι κι
αλλιώς η ναζιστική χυδαιότητα έχει κριθεί ανεπιστρεπτί από την ιστορία).
Ο Καμπανέλλης εστιάζει περισσότερο στην ακλόνητη δίψα για ζωή, στην
ακατανίκητη δύναμη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που είναι αδύνατο να
υπονομεύσει ακόμα και η πιο αρρωστημένη εξουσία. Βλέπουμε δηλαδή την
ίδια τη φύση της ζωής που είναι καταδικασμένη να κοιτάει μπροστά κι εδώ
δεν μιλάμε για την μοιρολατρία της προσαρμογής σε όλα τα δεδομένα, αλλά
για το μεγαλείο της ύπαρξης που σε κάθε περίπτωση θα θριαμβεύσει. Γιατί
το Μαουτχάουζεν του Καμπανέλλη ξεκινά με την απελευθέρωση, τοποθετώντας
τη φρικαλεότητα στην ανάμνηση, πράγμα σχεδόν ανακουφιστικό, αφού σε
πρώτο πλάνο εκτείνεται το μέλλον που οφείλει να είναι ελπιδοφόρο. Το
φρικαλέο παρελθόν δεν είναι παρά η συνείδηση της ευθύνης γι’ αυτό που
συλλογικά πρέπει να οικοδομηθεί από εδώ και πέρα: «Από μια άποψη είμαστε
τυχεροί…Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο ελεύθερος κι αποφασισμένος
να ξαναφτιάξει τον κόσμο όπως θέλει αυτός…». Οι κρατούμενοι
περιφέρονται μες στο στρατόπεδο, ελεύθεροι πια, περιμένοντας να
οργανωθεί η επιστροφή τους. Περνούν το χρόνο τους κάνοντας βόλτες κι
αυτοσχέδια πικ – νικ στα μέρη που μέχρι χθες αναμετρούνταν με το θάνατο.
Οι γυναίκες οργανώνουν πάρτι γνωριμίας και καλούν τους άντρες. Ο
κεντρικός ήρωας ερωτεύεται τη Γιαννίνα και τα βράδια συναντιούνται στο
πολυβολείο, στην ταράτσα του πύργου. Στη σκάλα που οδηγούσε στο
λατομείο, στη σκάλα των θρήνων με τα 225 σκαλιά, κάθονται ζευγάρια και
μοναχικοί άντρες και γυναίκες. Ένας Αμερικάνος λοχίας θέλει να
αρραβωνιαστεί την μικρή Στέλλα. Παντού συζητάν για το μέλλον.
Όμως, το ότι ο Καμπανέλλης μετατρέπει τη
θηριωδία σε ελπίδα δεν σημαίνει ούτε ότι ονειροβατεί, ούτε ότι ξεχνάει.
Ο ασφυκτικός ρεαλισμός της περιγραφής του εφιάλτη δεν είναι απλώς η
κατάδειξη μιας πληγής της ιστορίας, αλλά ένα χαστούκι σ’ ολόκληρη την
ανθρωπότητα. Οι SS δολοφονούν μωρά μέσα στην αγκαλιά της μάνας τους.
Εκτελούν κρατούμενους στο λατομείο δίχως την ελάχιστη αφορμή.
Κρατούμενος που οδηγείται σε εκτέλεση, έχοντας πλήρη συνείδηση, ζητά να
τον εκτελέσουν και στρατιώτης των SS του βγάζει τα μάτια. Οι κρεμάλες
διεκπεραιώνονται υπό τη συνοδεία ορχήστρας. Ομαδικές σφαγές στην
περιβόητη σκάλα του λατομείου με SS που χτυπάνε τους κρατούμενος με ξύλα
«παρμένα από καλούπια του μπετόν διαλεγμένα να έχουν καρφιά
πάνω……άφησαν τους νεκρούς στη σκάλα ως την ώρα που σταμάτησε η
δουλειά…..τα συνεργεία έβλεπαν τα καλουπόξυλα να κρέμονται πάνω στους
σκοτωμένους γαντζωμένα απ’ τα καρφιά που είχαν μπηχτεί στα κεφάλια, στ’
αυτιά, στους ώμους, στις κοιλιές». Και μέσα σ’ όλα αυτά η επίσκεψη του
Χίμλερ, η παράλογη εμμονή του προς την καθαριότητα, η παρατρεχάμενη
ναζιστική κουστωδία που τον συνοδεύει και το βιαστικό του πέρασμα –
σχεδόν τρέξιμο – από τους εξωτερικούς χώρους του στρατοπέδου σε μια
επιθεώρηση παρωδία. Οι σχέσεις των κρατουμένων – μετά την απελευθέρωση –
με τους κατοίκους του διπλανού χωριού δεν είναι παρά το μίσος του
θύματος προς το συνένοχο που σιωπά. Το μόνο που συγκρατεί το μακελειό
είναι η παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων. Ο πρωταγωνιστής του
Καμπανέλλη συμμετέχει στον εμπρησμό κεντρικού καφενείου τη στιγμή που
είναι γεμάτο κόσμο. Το γεγονός της προσωπικής εμπειρίας, που όμως
αποστασιοποιείται από όλες τις περιττές συναισθηματικές εξάρσεις, δεν
αφορά μόνο την καλλιτεχνική ποιότητα ενός σπουδαίου συγγραφέα, αλλά και
το ύψος ενός μεγάλου ανθρωπιστή και κοινωνικού οραματιστή.
Σήμερα, σχεδόν 70 χρόνια μετά το τέλος
του Μαουτχάουζεν ο σύγχρονος καπιταλισμός καταδικάζει τις ναζιστικές
κτηνωδίες και αντιπροτείνει τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ειρήνη και τη
δημοκρατία. Οι ιδέες της πολυπολιτιστικής κοινωνίας, της ανοχής στη
διαφορετικότητα, της ανεξιθρησκίας, της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης κλπ,
έχουν αποκτήσει μεγάλη απήχηση, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία,
εκπροσωπώντας έναν κόσμο, αν όχι αλληλεγγύης, τουλάχιστον ισότητας.
Ταυτόχρονα, μέσα σε πλήρη αντιφατικότητα, βλέπουμε να αναβιώνουν
ρατσιστικές κι ακραία εθνικιστικές τάσεις, βλέπουμε εγκληματικές
συμπεριφορές σε βάρος μεταναστών, βλέπουμε την άνοδο ακροδεξιών
κομμάτων, κι όλα αυτά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Όσο για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, οι πόλεμοι, οι δικτατορίες, η πείνα, η
ανέχεια, οι πολιτικές διώξεις, τα βασανιστήρια κτλ κτλ, μάλλον δεν
σταμάτησαν ποτέ. Υπό αυτούς τους όρους το όραμα του Καμπανέλλη: «να
ξαναφτιάξει ο άνθρωπος τον κόσμο όπως θέλει αυτός» προφανώς παραμένει
μετέωρο. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών αποδεικνύει
όχι μόνο την παγκόσμια ανισότητα, αλλά και το άθλιο βιοτικό επίπεδο,
που φτάνει στο αβίωτο, ορισμένων «υπανάπτυκτων» ή «τριτοκοσμικών» χωρών.
Η βιομηχανία της μετανάστευσης που έχει στηθεί είναι το σύγχρονο
δουλεμπόριο (με ασύλληπτα κέρδη). Παρακολουθούμε επίσης, στη χώρα μας,
την κρατική επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» που συγκεντρώνει τους μετανάστες σε
στρατόπεδα με προφανές σχέδιο την εργασιακή τους εκμετάλλευση. Πολλοί
χαρακτήρισαν τα στρατόπεδα αυτά «χώρους φιλοξενίας» και τα παρουσίασαν
ως λύση για το μεταναστευτικό. Άλλοι τα χαρακτήρισαν «στρατόπεδα
συγκέντρωσης» και μίλησαν για μεθοδεύσεις ναζιστικού τύπου. Φυσικά στα
στρατόπεδα αυτά ούτε θάλαμοι αερίων υπάρχουν, ούτε δολοφονίες γίνονται,
ούτε αυτοκτονίες, ούτε τίποτε από αυτά. Εξάλλου οι μετανάστες παραμένουν
εκεί οικιοθελώς, αφού όποτε θελήσουν μπορούν να γυρίσουν στα σπίτια
τους. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν επιδιώκει τη σωματική – βιολογική
εξόντωση των ανθρώπων των στρατοπέδων, ενδιαφέρεται όμως για εκείνα τα
έντεκα εκατομμύρια γερμανικά μάρκα που κέρδισε το Μαουτχάουζεν το 1944
και η δημιουργία ενός πάμφθηνου εργατικού στρατού είναι εξαιρετικά
δελεαστική. Υπό αυτούς τους όρους η εξόντωση των κερδοφόρων σκλάβων θα
ήταν καθαρή τρέλα. Εξάλλου η εφαρμογή του σχεδίου των στρατοπέδων είναι
συμφέρουσα για όλους. Και παράγεται χρήμα, και η κοινωνία απαλλάσσεται
από τη μεταναστευτική εγκληματικότητα, και ο μετανάστης αποκτά μια
ταυτότητα – υπόσταση και δεν είναι ο λαθραίος – ανύπαρκτος που ήταν πριν
(χώρια που ακόμα και τα ελάχιστα που θα του δίνουν μπορεί να έχουν
κάποια αξία για τους ανθρώπους που έχει αφήσει πίσω στην πατρίδα του)
και τα παράνομα κυκλώματα θα συνεχίσουν το έργο τους, αφού η τακτική των
στρατοπέδων προφανώς θα προχωρήσει και στην υπόλοιπη Ευρώπη και κάποιος
πρέπει να φέρει την πελατεία. Παρακολουθούμε τα σύγχρονα – ανθρωπιστικά
– καπιταλιστικά Μαουτχάουζεν, που δεν καταπιέζουν και δεν σκοτώνουν,
αλλά στηρίζονται στην ελεύθερη βούληση των κρατουμένων. Όμως η
οικιοθελής παραμονή στα στρατόπεδα, γιατί κάθε άλλη προοπτική ζωής θα
είναι χειρότερη, είναι ο θρίαμβος της πιο ασύδοτης εξουσίας. Γιατί όταν
τα στρατόπεδα γίνονται επιλογή, τότε καταλαβαίνουμε ότι όλος ο κόσμος
έχει μετατραπεί σε στρατόπεδο. Και κάπου εδώ φτάνουμε στα μικρά μυστικά
της καπιταλιστικής επέλασης.
πηγή: Ερανιστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου