Όταν αερίζουν το θάλαμο, βγαίνουν όλοι οι ασθενείς έξω. Γεμίζει τότε ο
διάδρομος του 8ου ορόφου. Τους περισσότερους τους τοποθετούν με τα
τροχοφόρα κρεβάτια τους κολλητά στον τοίχο. Οι υπόλοιποι κουβαλούν ό,τι
έχει ο καθένας. Άλλος το στατό με τους ορούς, άλλος μια καρέκλα και
κάποιοι «τυχεροί» - στο διάλειμμα της θεραπείας τους - μόνο τις
πεταλούδες στο μπράτσο και τις μαυρισμένες φλέβες τους.
Η αλήθεια είναι πως οι θάλαμοι των ογκολογικών έχουν μια ιδιοτροπία: όσα παράθυρα κι αν ανοίξεις, όσο ρεύμα κι αν δημιουργήσεις, η μυρωδιά της αρρώστιας στρέφεται με μια παλιρροϊκή κίνηση προς τα μέσα. Το κτίριο ρουφά με απληστία οσμές από ούρα, κόπρανα, φάρμακα. Κολλάνε πάνω στους τοίχους, χώνονται στις αλουμινένιες απολήξεις των κρεβατιών, καλύπτουν ως σκόνη τα αναδιπλούμενα τραπέζια, μπαίνουν στους πόρους των σεντονιών, γονιμοποιούν τα συνθετικά βαμβάκια μέσα στις μαξιλαροθήκες, γίνονται ανεπαίσθητες μεμβράνες πάνω στα διαφημιστικά τηλεοράσεων και ασθενοφόρων και στις γυαλιστερές εικονίτσες αγίων που κρέμονται από παντού.
Έτσι, όσοι περνάμε από τέτοια δωμάτια, με τον καιρό αποκτάμε μιαν επιπλέον αίσθηση• μια παραπληρωματική όσφρηση και γεύση που βγαίνει στα στεγνά φιλιά μας άλλες ώρες. Προσπαθούμε να την αποξύσουμε με σφουγγάρια, βούρτσες, στλεγγίδες, με τα ίδια μας τα νύχια κάτω από τις ντουζιέρες. Μάταια. Προσπαθούμε να την επικαλύψουμε με αρώματα κι «ηδονικά μυρωδικά». Μάταια. Μαθαίνουμε τελικά να ζούμε μαζί της. Είναι ο «ντορός» μας. Με αυτόν αναγνωρίζουμε τους ομοίους μας.
Την είδα στο διάδρομο-μια τέτοια μέρα. Μπορεί και να τη μύρισα. Καθόταν σε ένα πεζούλι ανάμεσα σε κάτι γλάστρες με βασιλικό. Φορούσε ένα κατακίτρινο φουστάνι με μικρά μπλε λουλουδάκια. Τα χέρια της ανάστροφα ακουμπισμένα στα πόδια της. Γελούσε και παλλόταν το στήθος. Τα δάχτυλά της ανασήκωναν ελαφρά το φουστάνι. Μια υπόσχεση ηδονής. Σε κάποιον. Ανά διαστήματα, έφτιαχνε λίγο την κατάμαυρη φράντζα που έπεφτε στο μάγουλό της. Κάπνιζε αργά, βαθειά. Αφήνοντας ένα λεπτό κόκκινο σημάδι στο φίλτρο. Από τα χείλη της. Κάποιες στιγμές την έπιανα να κοκκινίζει. Σα να ‘ξερε πόσο ποθητή ήταν και να ντρεπόταν.
Ψέματα.
Καθόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη φορμάικα, ανάμεσα σε δυο ράντζα κι ακουμπούσε στον πράσινο τοίχο του νοσοκομείου. Φορούσε μια γκρίζα, παλιοκαιρισμένη ρόμπα με ξεβαμμένα αστράκια. Έστριβε μια χαρτοπετσέτα στα χέρια της. Ύστερα τα άφηνε να πέσουν πάνω στα αδύνατα γόνατά της. Άηχα. Τα δάχτυλά της κιτρινισμένες οστέινες γραφίδες. Ένα γράμμα που δε γράφτηκε ποτέ. Μια υπόσχεση απουσίας. Κάποιου. Ανά διαστήματα, έφτιαχνε τη φτηνιάρικη συνθετική περούκα και σηκωνόταν, πλησιάζοντας συνωμοτικά κάποια νοσηλεύτρια ή έναν περαστικό: «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Το πρόσωπό της ήταν ένα νησί. Εγκαταλελειμμένο. Μια τεράστια μαβιά θάλασσα κάλυπτε όλην την αριστερή παρειά. Οργισμένη, ελεύθερη σαν την πλάτη ενός πανέμορφου κήτους που ξεπηδά από την χαραυγή της ιστορίας του πόνου. Αχαρτογράφητα νερά. Βαθιά, αχανή, γεμάτα θησαυρούς και μυστικά. Για λίγους. Στο περίγραμμα, το μπεταντίν είχε φτιάξει μια χρυσή ακρογιαλιά. Να ξεκουράζεται η απόγνωση, όταν ξυπνά απότομα. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Ή ίσως πάλι να ήταν απλώς μια μελανογραφία. Ανολοκλήρωτη. Να την άφησε ημιτελή ο καλλιτέχνης, κάποιο μεσημέρι που η καθημερινότητα τον «τράβαγε από το μανίκι». Άπλωσαν τα χρώματα στον ήλιο και χάθηκε το ωραίο σχέδιό του πάνω στο πανί. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Αλλά πάλι, όχι. Το πρόσωπό της ήταν ένα εξαίσιο πατητήρι. Πέτρινο. Πολλά χαρούμενα πέλματα χόρεψαν πάνω του στον τρύγο. Πατούσες αντρίκιες, φτέρνες κοριτσιών και δάχτυλα παιδικά έλιωσαν πάνω του τα σταφύλια. Γιορτάζοντας. Και τώρα απέμεινε μόνο ο πάτος. Ακαθάριστος. Γεμάτος όμως με την ανάμνηση και τα αποτυπώματα της γιορτής. Χωρίς υποψία μούστου ή κρασιού. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Δεν είχα αποφασίσει τι ήταν. Ίσως συννεφιασμένη νύχτα. Ίσως πορφυρό ρούχο μιας βυζαντινής δολοφονίας. Μπορεί απλώς μια μεγάλη, καλοσχηματισμένη, πανέμορφη μελιτζάνα. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Την απόδιωχναν. Οι περισσότεροι κρύβοντας μιαν αποστροφή με το γνωστό αδιόρατο βλέμμα που εστιάζει στο πουθενά. Άλλοι πιο ευγενικά, με ένα νοιάξιμο προφύλαξης. Οι νοσηλεύτριες μάλιστα με μιαν κάποια αυστηρότητα. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Είχα. Δε με πλησίασε. Μάλλον κατάλαβε από τον ντορό μου πως κουβαλώ κι εγώ – μέσα μου όμως – μια μεγάλη, όμορφη μελιτζάνα. Φεύγοντας άφησα στη φορμάικα δυο τσιγάρα κι ένα διαφημιστικό κουτί σπίρτα που μου είχε παραπέσει. Βλέπεις, έμαθα πια γιατί πάνε «πάντα δίδυμα τα φορτηγά». Ή, για να το πω με δικά μου λόγια, μην ξεζευγαριάζετε τις μελιτζάνες. Μαραζώνουν. Και πείτε μου, γίνεται να μην αγαπάς μια μελιτζάνα;
Υ.Γ. Όπως έχει γράψει και το αγαπημένο μου @toportatif το κείμενο ΔΕΝ αφιερώνεται στον Άλκη Αλκαίου. Αλλά σε όλους τους υπόλοιπους. Ξέρουν αυτοί.
πηγή: radiobubbleΗ αλήθεια είναι πως οι θάλαμοι των ογκολογικών έχουν μια ιδιοτροπία: όσα παράθυρα κι αν ανοίξεις, όσο ρεύμα κι αν δημιουργήσεις, η μυρωδιά της αρρώστιας στρέφεται με μια παλιρροϊκή κίνηση προς τα μέσα. Το κτίριο ρουφά με απληστία οσμές από ούρα, κόπρανα, φάρμακα. Κολλάνε πάνω στους τοίχους, χώνονται στις αλουμινένιες απολήξεις των κρεβατιών, καλύπτουν ως σκόνη τα αναδιπλούμενα τραπέζια, μπαίνουν στους πόρους των σεντονιών, γονιμοποιούν τα συνθετικά βαμβάκια μέσα στις μαξιλαροθήκες, γίνονται ανεπαίσθητες μεμβράνες πάνω στα διαφημιστικά τηλεοράσεων και ασθενοφόρων και στις γυαλιστερές εικονίτσες αγίων που κρέμονται από παντού.
Έτσι, όσοι περνάμε από τέτοια δωμάτια, με τον καιρό αποκτάμε μιαν επιπλέον αίσθηση• μια παραπληρωματική όσφρηση και γεύση που βγαίνει στα στεγνά φιλιά μας άλλες ώρες. Προσπαθούμε να την αποξύσουμε με σφουγγάρια, βούρτσες, στλεγγίδες, με τα ίδια μας τα νύχια κάτω από τις ντουζιέρες. Μάταια. Προσπαθούμε να την επικαλύψουμε με αρώματα κι «ηδονικά μυρωδικά». Μάταια. Μαθαίνουμε τελικά να ζούμε μαζί της. Είναι ο «ντορός» μας. Με αυτόν αναγνωρίζουμε τους ομοίους μας.
Την είδα στο διάδρομο-μια τέτοια μέρα. Μπορεί και να τη μύρισα. Καθόταν σε ένα πεζούλι ανάμεσα σε κάτι γλάστρες με βασιλικό. Φορούσε ένα κατακίτρινο φουστάνι με μικρά μπλε λουλουδάκια. Τα χέρια της ανάστροφα ακουμπισμένα στα πόδια της. Γελούσε και παλλόταν το στήθος. Τα δάχτυλά της ανασήκωναν ελαφρά το φουστάνι. Μια υπόσχεση ηδονής. Σε κάποιον. Ανά διαστήματα, έφτιαχνε λίγο την κατάμαυρη φράντζα που έπεφτε στο μάγουλό της. Κάπνιζε αργά, βαθειά. Αφήνοντας ένα λεπτό κόκκινο σημάδι στο φίλτρο. Από τα χείλη της. Κάποιες στιγμές την έπιανα να κοκκινίζει. Σα να ‘ξερε πόσο ποθητή ήταν και να ντρεπόταν.
Ψέματα.
Καθόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη φορμάικα, ανάμεσα σε δυο ράντζα κι ακουμπούσε στον πράσινο τοίχο του νοσοκομείου. Φορούσε μια γκρίζα, παλιοκαιρισμένη ρόμπα με ξεβαμμένα αστράκια. Έστριβε μια χαρτοπετσέτα στα χέρια της. Ύστερα τα άφηνε να πέσουν πάνω στα αδύνατα γόνατά της. Άηχα. Τα δάχτυλά της κιτρινισμένες οστέινες γραφίδες. Ένα γράμμα που δε γράφτηκε ποτέ. Μια υπόσχεση απουσίας. Κάποιου. Ανά διαστήματα, έφτιαχνε τη φτηνιάρικη συνθετική περούκα και σηκωνόταν, πλησιάζοντας συνωμοτικά κάποια νοσηλεύτρια ή έναν περαστικό: «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Το πρόσωπό της ήταν ένα νησί. Εγκαταλελειμμένο. Μια τεράστια μαβιά θάλασσα κάλυπτε όλην την αριστερή παρειά. Οργισμένη, ελεύθερη σαν την πλάτη ενός πανέμορφου κήτους που ξεπηδά από την χαραυγή της ιστορίας του πόνου. Αχαρτογράφητα νερά. Βαθιά, αχανή, γεμάτα θησαυρούς και μυστικά. Για λίγους. Στο περίγραμμα, το μπεταντίν είχε φτιάξει μια χρυσή ακρογιαλιά. Να ξεκουράζεται η απόγνωση, όταν ξυπνά απότομα. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Ή ίσως πάλι να ήταν απλώς μια μελανογραφία. Ανολοκλήρωτη. Να την άφησε ημιτελή ο καλλιτέχνης, κάποιο μεσημέρι που η καθημερινότητα τον «τράβαγε από το μανίκι». Άπλωσαν τα χρώματα στον ήλιο και χάθηκε το ωραίο σχέδιό του πάνω στο πανί. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Αλλά πάλι, όχι. Το πρόσωπό της ήταν ένα εξαίσιο πατητήρι. Πέτρινο. Πολλά χαρούμενα πέλματα χόρεψαν πάνω του στον τρύγο. Πατούσες αντρίκιες, φτέρνες κοριτσιών και δάχτυλα παιδικά έλιωσαν πάνω του τα σταφύλια. Γιορτάζοντας. Και τώρα απέμεινε μόνο ο πάτος. Ακαθάριστος. Γεμάτος όμως με την ανάμνηση και τα αποτυπώματα της γιορτής. Χωρίς υποψία μούστου ή κρασιού. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Δεν είχα αποφασίσει τι ήταν. Ίσως συννεφιασμένη νύχτα. Ίσως πορφυρό ρούχο μιας βυζαντινής δολοφονίας. Μπορεί απλώς μια μεγάλη, καλοσχηματισμένη, πανέμορφη μελιτζάνα. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Την απόδιωχναν. Οι περισσότεροι κρύβοντας μιαν αποστροφή με το γνωστό αδιόρατο βλέμμα που εστιάζει στο πουθενά. Άλλοι πιο ευγενικά, με ένα νοιάξιμο προφύλαξης. Οι νοσηλεύτριες μάλιστα με μιαν κάποια αυστηρότητα. «Μήπως έχεις ένα τσιγαράκι;»
Είχα. Δε με πλησίασε. Μάλλον κατάλαβε από τον ντορό μου πως κουβαλώ κι εγώ – μέσα μου όμως – μια μεγάλη, όμορφη μελιτζάνα. Φεύγοντας άφησα στη φορμάικα δυο τσιγάρα κι ένα διαφημιστικό κουτί σπίρτα που μου είχε παραπέσει. Βλέπεις, έμαθα πια γιατί πάνε «πάντα δίδυμα τα φορτηγά». Ή, για να το πω με δικά μου λόγια, μην ξεζευγαριάζετε τις μελιτζάνες. Μαραζώνουν. Και πείτε μου, γίνεται να μην αγαπάς μια μελιτζάνα;
Υ.Γ. Όπως έχει γράψει και το αγαπημένο μου @toportatif το κείμενο ΔΕΝ αφιερώνεται στον Άλκη Αλκαίου. Αλλά σε όλους τους υπόλοιπους. Ξέρουν αυτοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου