Τα κόμματα του κέντρου, που τώρα ζητούν απαγόρευση λειτουργίας της Χρυσής Αυγής, έδωσαν το πολιτικό και ιδεολογικό στήριγμα στο νεοναζισμό.
«Η Ελλάδα», εξηγούσε σε μια ραδιοφωνική του εκπομπή
ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πάντα μέσα της «την ομορφιά και την ασχήμια τον
βασανιστή και το βασανιζόμενο, τον χίτη και τον ηθικό εαμίτη». Οι
τελευταίες εκλογές φαίνεται πώς πρόσθεσαν ένα ακόμη στοιχείο στην
σκοτεινή πλευρά της εξίσωσης: τον εκλεγμένο χρυσαυγίτη. Αν και προφανώς
δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το βροντερό Όχι των Ελλήνων ψηφοφόρων
απέναντι στη μνημινιακή γενοκτονία μιας ολόκληρης χώρας, ή είσοδος μιας
νεοναζιστικής συμμορίας στο κοινοβούλιο μας καλεί να σκεφτούμε από την
αρχή τα δίπολα της ελληνικής κοινωνίας. Όχι γιατί η συγκεκριμένη
εγκληματική οργάνωση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη κοινοβουλευτική
ζωή του τόπου αλλά γιατί αντανακλά ένα υπαρκτό και βαθιά σάπιο κομμάτι
της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα ο χρυσαυγίτης ήταν ανάμεσά μας εδώ και αρκετές δεκαετίες αλλά τον αγνοούσαμε σαν τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Δεν χρειαζόταν να χαιρετά ναζιστικά ή να είναι μέλος της οργάνωσης για να τον καταλάβεις. Το πνεύμα του ήταν πανταχού παρών. Το έβλεπες στα μάτια του φουσκωτού πορτιέρη στην είσοδο των νυχτερινών κέντρων να αποφασίζει ποια μέλη της ΔΑΠ ή της ΠΑΣΠ ήταν κατάλληλα ντυμένα και κουρεμένα για να ζήσουν το μικροαστικό όνειρο των γονιών τους.
Ένοιωθες την παρουσία του πίσω από τους κρανοφόρους των ειδικών δυνάμεων καταστολής που περίμεναν να σε τσακίσουν σε κάποια γωνία – και πόσο λίγο μας εξέπληξε η πληροφορία ότι στα εκλογικά τμήματα που ψηφίζουν οι άνδρες των ΜΑΤ η Χρυσή Αυγή ξεπερνούσε εδώ και χρόνια το 20% . Έβλεπες τα μακρινά του ξαδέρφια να παρελαύνουν στα «τάλεντ σόου» των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών – ακροδεξιοί πλασιέδες φτηνών βιβλίων που φυτεύονταν σαν μπουμπούκια στον πολιτισμό της «λαικής» δεξιάς μας. Καθηγητές και δάσκαλοι έβλεπαν τα πρώτα κρούσματα νεοναζιστικής συμπεριφοράς στα σχολεία των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τους αγνοούσαμε, αφού κανένα εμπορικό τμήμα δεν θα ενέκρινε ένα τέτοιο θέμα στα μεγάλα περιοδικά, τις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις που δουλεύαμε.
Στην πραγματικότητα ο χρυσαυγίτης ήταν ανάμεσά μας εδώ και αρκετές δεκαετίες αλλά τον αγνοούσαμε σαν τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Δεν χρειαζόταν να χαιρετά ναζιστικά ή να είναι μέλος της οργάνωσης για να τον καταλάβεις. Το πνεύμα του ήταν πανταχού παρών. Το έβλεπες στα μάτια του φουσκωτού πορτιέρη στην είσοδο των νυχτερινών κέντρων να αποφασίζει ποια μέλη της ΔΑΠ ή της ΠΑΣΠ ήταν κατάλληλα ντυμένα και κουρεμένα για να ζήσουν το μικροαστικό όνειρο των γονιών τους.
Ένοιωθες την παρουσία του πίσω από τους κρανοφόρους των ειδικών δυνάμεων καταστολής που περίμεναν να σε τσακίσουν σε κάποια γωνία – και πόσο λίγο μας εξέπληξε η πληροφορία ότι στα εκλογικά τμήματα που ψηφίζουν οι άνδρες των ΜΑΤ η Χρυσή Αυγή ξεπερνούσε εδώ και χρόνια το 20% . Έβλεπες τα μακρινά του ξαδέρφια να παρελαύνουν στα «τάλεντ σόου» των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών – ακροδεξιοί πλασιέδες φτηνών βιβλίων που φυτεύονταν σαν μπουμπούκια στον πολιτισμό της «λαικής» δεξιάς μας. Καθηγητές και δάσκαλοι έβλεπαν τα πρώτα κρούσματα νεοναζιστικής συμπεριφοράς στα σχολεία των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τους αγνοούσαμε, αφού κανένα εμπορικό τμήμα δεν θα ενέκρινε ένα τέτοιο θέμα στα μεγάλα περιοδικά, τις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις που δουλεύαμε.
Ακόμη και έτσι όμως ο πολιτισμός του χρυσαυγίτη βρισκόταν εν υπνώσει
μέσα στην ελληνική κοινωνία – όπως ίσως και σε κάθε κοινωνία. Μέχρι τη
στιγμή που κάποιοι αποφάσισαν να ξυπνήσουν τον βασανιστή, τον χίτη και
τον χρυσαυγίτη.
Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θυμήθηκαν την καραμέλα του «εξτρεμισμού των άκρων» και προσπάθησαν για άλλη μια φορά να συνδέσουν την φασίζουσα δεξιά με την αντικαπιταλιστική (ή ακόμη και τη μετριοπαθή) Αριστερά. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούσε σε πρόσφατη ομιλία του στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο ο καθηγητής Άρης Καζάκος ήταν ο «εξτρεμισμός του κέντρου» που άλλαξε την πολιτική γεωγραφία στην Ελλάδα.
Ποιος ναζιστής θα είχε σκεφτεί να διαπομπεύει οροθετικές ιερόδουλες σε ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών στο κέντρο της Αθήνας, με την ευκολία που το έκανε ο Λοβέρδος; Ποιος δικτάτορας θα τολμούσε να παραβιάσει το Σύνταγμα και τους κανονισμούς της Βουλής για να περάσει το δεύτερο μνημόνιο με μόνη δικαιολογία ότι η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί… πριν ανοίξουν οι αγορές στην Ασία. Ποιος Γκέμπελς της ενημέρωσης θα αναλάμβανε με τέτοιο σθένος να διαψεύδει καθηγητές που υποστήριζαν ότι μαθητές τους λιποθυμούν από την πείνα στις σχολικές αίθουσες; Πόσο πιο κοντά στο Μεσαίωνα μπορείς να φέρεις τον δικαιικό πολιτισμό μιας χώρας όσο το έκανε ο Χρυσοχοϊδης με τις προληπτικές προσαγωγές και την ανοχή στις δολοφονικές επιθέσεις των ΜΑΤ εναντίον δημοσιογράφων; Πόση φρίκη θα προκαλούσε στη δεκαετία του ‘70 ή του ‘80 το ακροδεξιό, ρατσιστικό ξέσπασμα του Αντώνη Σαμαρά στην τελευταία ευάριθμη προεκλογική του συγκέντρωση στο Ζάππειο;
Οι αυτοαπροσδιοριζόμενοι ευαγγελιστές του ορθού λόγου, οι αυτόκλητοι ευρωπαϊστές και οι μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού οικοδόμησαν μέσα σε δυο χρόνια την κουλτούρα της φρίκης. Έναν πολιτισμό που μπορεί να ανεχτεί ακόμη και τις πιο εξόφθαλμες δημοκρατικές εκτροπές στην προσπάθειά του να συνθλίψει κάθε έννοια εργασιακών δικαιωμάτων.
Το πρόβλημα όμως ήταν ακόμη πιο βαθύ και θεσμικό από τους μικρούς ή μεγαλύτερους «φασισμούς» του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού πρώτα έθεσε ξεκάθαρα το δίλημμα, το μνημόνιο ή τα τανκς, ικανοποιήθηκε μόνο όταν σχηματίστηκε μια «σταθερή κυβέρνηση συνασπσιμού» Μια κυβέρνηση με μηδαμινή δημοκρατική νομιμοποίηση η οποία προσέφερε υπουργεία σε έναν πρώην θιασώτη του δικτάτορα Παπαδόπουλου (Βορίδης) και αρκετούς πρώην συνομιλητές της Χρυσής Αυγής από το ΛάΟΣ. Αυτός ήταν ο δούρειος ίππος για την μετέπειτα είσοδο των νεοναζιστών στο κοινοβούλιο. Η ενεργοποίηση της Χρυσής Αυγής ήταν μια συνειδητή επιλογή του πολιτικού κέντρου που έβλεπε τις δομές της μεταπολίτευσης να καταρρέουν κάτω από τα πόδια του.
Σε αυτή τη διαδικασία η κουλτούρα της Χρυσής Αυγής δεν περιοριζόταν στο να αναμασά εθνικιστικά και ρατσιστικά συνθήματα. Ήταν ένα ακόμη από τα πολλά εργαλεία για την επιβολή του εργασιακού μεσαίωνα.
Πολύ πριν μπουν οι νεοναζιστές στη Βουλή το χρυσαυγίτικο πνεύμα είχε αναλάβει να εκτελέσει το νέο εργασιακό καθεστώς που επέβαλαν η τρόικα και η ελληνική οικονομική ελίτ. Οι «φουσκωτοί» των νυχτερινών κέντρων ήρθαν μέσα στις επιχειρήσεις για να παρακολουθούν τις συνελεύσεις των εργαζομένων και να τους απειλούν με την παρουσία τους. Οι άνθρωποι που κάποτε άνοιγαν τις πόρτες στους βαρόνους του βλαχο - lifestyle τώρα αναλάμβαναν να πετάνε έξω από εκδοτικούς ομίλους τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων.
Η αλλαγή αυτή δεν πρέπει να ξαφνιάζει. Στην Αμερική του μεσοπολέμου η Κου Κλουξ Κλαν αν και παρουσιαζόταν σαν εθνικιστική και ρατσιστική οργάνωση σπαταλούσε πολύ περισσότερο χρόνο στο να διαλύει τις κινητοποιήσεις των εργατικών συνδικάτων – πάντα με τη συνεργασία της μαφίας και της αστυνομίας. Αντίστοιχα η Χρυσή Αυγή ξεκίνησε εκφράζοντας τη συμπαράστασή της στην εργοδοσία της Χαλυβουργίας, πριν παρουσιαστεί σαν φιλεύσπλαχνος υποστηρικτής των εργαζομένων.
Η οργάνωση του Μιχαλολιάκου πίσω από το φιλολαϊκό της προφίλ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας παρακρατικός εκτελεστής των εντολών της τρόικας και της ελληνικής αστικής τάξης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλοτε σαν ομάδα κρούσης και άλλοτε σαν την εικόνα του διαβόλου που κάνει όλα τα υπόλοιπα κόμματα του μνημονίου να φαντάζουν ηθικά και δημοκρατικά.
Προφανώς αυτή η διαδικασία δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την ουσιαστική παρέμβαση των μέσων ενημέρωσης. Διευθυντές και στελέχη καναλιών αποφάσιζαν να καταδικάσουν με ύφος σαράντα καρδιναλίων και το τελευταίο γιαούρτωμα πολιτικού από πολίτες αλλά ποιούσαν τη νήσσα όταν οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής τραμπούκιζαν στις γειτονιές των μεταναστών.
Η περίφημη καταδίκη της βίας «από όπου και αν προέρχεται» σήμαινε απλώς ότι οι πιο μαχητικές κινητοποιήσεις φοιτητών και εργαζομένων παρουσιάζονταν σαν εν δυνάμει τρομοκρατικές ενέργειες ενώ η σταδιακή δημιουργία ενός παρακρατικού στρατού πραιτοριανών περνούσε απαρατήρητη.
Για άλλη μια φορά σημασία δεν είχε η στάση των μέσων ενημέρωσης απέναντι στη συγκεκριμένη οργάνωση αλλά η δημιουργία των συνθηκών για τον εκφασισμό ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, όποτε το απαιτούσαν οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, τα κανάλια ξεκοκάλιζαν τα δελτία της αστυνομίας δημιουργώντας μια τεχνητή αίσθηση ανομίας.
Τα κανάλια άνοιγαν εδώ και μια δεκαετία το δρόμο στο Μιχαλολιάκο και αυτός τους ανταπέδωσε τη χάρη καταδικάζοντάς τα με βαρείς χαρακτηρισμούς μετά τις εκλογές. Τους προσέφερε τον εξαγνισμό που χρειάζονταν για να συνεχίσουν το προπαγανδιστικό τους έργο με ορισμένα τουλάχιστον ψήγματα νομιμοποίησης.
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε με γενικότητες ή μεγαλοστομίες για το συστημικό ρόλο των media τη λειτουργία τους σαν όργανο προπαγάνδας των οικονομικών ελίτ κτλ. Υπάρχουν συγκεκριμένοι ρεπόρτερ που υστερίαζαν εναντίον των μεταναστών καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εκκολάπτοντας το αβγό του φιδιού για λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όλοι μας έχουμε κάνει στην καριέρα μας υποχωρήσεις (και «μικροπρέπειες και αδιαφορίες» που έλεγε και ο Καβάφης) για να διατηρήσουμε τη θέση μας ή να αναβάλουμε μια προδιαγεγραμμένη απόλυση. Όταν παίζεις όμως με τη δημοκρατία και την ελευθερία των συμπολιτών σου οι ευθύνες σου γιγαντώνονται.
Και εν τέλει αν η δίκη της Νυρεμβέργης θεσμοθέτησε την ευθύνη των Γερμανών στρατιωτών για τα εγκλήματα που τους διέταξαν να διαπράξουν οι στρατηγοί τους ένα (συμβολικό) δικαστήριο των media δεν θα έπρεπε να αποδώσει ευθύνες και στους τελευταίους «λειτουργούς» της ενημέρωσης για την ενίσχυση του φασισμού; Διαφορετικά ας δώσουμε ένα συγχωροχάρτι και στο Νίκο Μαστοράκη για την τηλεοπτική του παρουσία στα χρόνια της χούντας να ξεμπερδεύουμε και με τις ιστορικές μνήμες.
Τελικά τι σηματοδοτεί η επιτυχία της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο; Είναι απλώς ένα δημιούργημα του λεγόμενου «εξτρεμισμού του κέντρου» και μια παράπλευρη συνέπεια της φιλομνημονιακής πολιτικής; Πρόκειται για ένα στραβοπάτημα της κάλπης που θα διορθωθεί στις επόμενες εκλογές ή μήπως σηματοδοτεί την αρχή της περιόδου των ρινόκερων όπως την περιέγραφε ο Ιονέσκο – μια κοινωνία στην οποία όλοι μετατρέπονται σε παχύδερμα τέρατα; Είναι ίσως όλα αυτά αλλά και κάτι ακόμη.
Ο Βάλτερ Μπένζαμιν είπε κάποτε ότι πίσω από κάθε φασισμό υπάρχει μια χαμένη επανάσταση. Και αυτή η χώρα έχασε πολλές μικρές και μεγάλες επαναστάσεις τα δυο τελευταία χρόνια. Οι δυνάμεις τη Αριστεράς που είχαν προβλέψει την κρίση ήταν πρακτικά απούσες τη στιγμή που ο κόσμος ζητούσε ένα όραμα για να βγει από την κρίση. Ακόμη και όταν παρήγαγε εναλλακτικές προτάσεις, όπως η στάση πληρωμών, η εθνικοποίηση των τραπεζών ή ακόμη και η έξοδος από το ευρώ το έκανε άλλοτε αμήχανα και άλλοτε άγαρμπα. Κυρίως όμως δεν κατάφερε να επικοινωνήσει τα μηνύματά της στις πλατείες και τις γειτονιές.
Άρης Χατζηστεφάνου
πηγή: INFOWAR
Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θυμήθηκαν την καραμέλα του «εξτρεμισμού των άκρων» και προσπάθησαν για άλλη μια φορά να συνδέσουν την φασίζουσα δεξιά με την αντικαπιταλιστική (ή ακόμη και τη μετριοπαθή) Αριστερά. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούσε σε πρόσφατη ομιλία του στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο ο καθηγητής Άρης Καζάκος ήταν ο «εξτρεμισμός του κέντρου» που άλλαξε την πολιτική γεωγραφία στην Ελλάδα.
Ποιος ναζιστής θα είχε σκεφτεί να διαπομπεύει οροθετικές ιερόδουλες σε ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών στο κέντρο της Αθήνας, με την ευκολία που το έκανε ο Λοβέρδος; Ποιος δικτάτορας θα τολμούσε να παραβιάσει το Σύνταγμα και τους κανονισμούς της Βουλής για να περάσει το δεύτερο μνημόνιο με μόνη δικαιολογία ότι η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί… πριν ανοίξουν οι αγορές στην Ασία. Ποιος Γκέμπελς της ενημέρωσης θα αναλάμβανε με τέτοιο σθένος να διαψεύδει καθηγητές που υποστήριζαν ότι μαθητές τους λιποθυμούν από την πείνα στις σχολικές αίθουσες; Πόσο πιο κοντά στο Μεσαίωνα μπορείς να φέρεις τον δικαιικό πολιτισμό μιας χώρας όσο το έκανε ο Χρυσοχοϊδης με τις προληπτικές προσαγωγές και την ανοχή στις δολοφονικές επιθέσεις των ΜΑΤ εναντίον δημοσιογράφων; Πόση φρίκη θα προκαλούσε στη δεκαετία του ‘70 ή του ‘80 το ακροδεξιό, ρατσιστικό ξέσπασμα του Αντώνη Σαμαρά στην τελευταία ευάριθμη προεκλογική του συγκέντρωση στο Ζάππειο;
Οι αυτοαπροσδιοριζόμενοι ευαγγελιστές του ορθού λόγου, οι αυτόκλητοι ευρωπαϊστές και οι μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού οικοδόμησαν μέσα σε δυο χρόνια την κουλτούρα της φρίκης. Έναν πολιτισμό που μπορεί να ανεχτεί ακόμη και τις πιο εξόφθαλμες δημοκρατικές εκτροπές στην προσπάθειά του να συνθλίψει κάθε έννοια εργασιακών δικαιωμάτων.
Το πρόβλημα όμως ήταν ακόμη πιο βαθύ και θεσμικό από τους μικρούς ή μεγαλύτερους «φασισμούς» του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού πρώτα έθεσε ξεκάθαρα το δίλημμα, το μνημόνιο ή τα τανκς, ικανοποιήθηκε μόνο όταν σχηματίστηκε μια «σταθερή κυβέρνηση συνασπσιμού» Μια κυβέρνηση με μηδαμινή δημοκρατική νομιμοποίηση η οποία προσέφερε υπουργεία σε έναν πρώην θιασώτη του δικτάτορα Παπαδόπουλου (Βορίδης) και αρκετούς πρώην συνομιλητές της Χρυσής Αυγής από το ΛάΟΣ. Αυτός ήταν ο δούρειος ίππος για την μετέπειτα είσοδο των νεοναζιστών στο κοινοβούλιο. Η ενεργοποίηση της Χρυσής Αυγής ήταν μια συνειδητή επιλογή του πολιτικού κέντρου που έβλεπε τις δομές της μεταπολίτευσης να καταρρέουν κάτω από τα πόδια του.
Σε αυτή τη διαδικασία η κουλτούρα της Χρυσής Αυγής δεν περιοριζόταν στο να αναμασά εθνικιστικά και ρατσιστικά συνθήματα. Ήταν ένα ακόμη από τα πολλά εργαλεία για την επιβολή του εργασιακού μεσαίωνα.
Πολύ πριν μπουν οι νεοναζιστές στη Βουλή το χρυσαυγίτικο πνεύμα είχε αναλάβει να εκτελέσει το νέο εργασιακό καθεστώς που επέβαλαν η τρόικα και η ελληνική οικονομική ελίτ. Οι «φουσκωτοί» των νυχτερινών κέντρων ήρθαν μέσα στις επιχειρήσεις για να παρακολουθούν τις συνελεύσεις των εργαζομένων και να τους απειλούν με την παρουσία τους. Οι άνθρωποι που κάποτε άνοιγαν τις πόρτες στους βαρόνους του βλαχο - lifestyle τώρα αναλάμβαναν να πετάνε έξω από εκδοτικούς ομίλους τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων.
Η αλλαγή αυτή δεν πρέπει να ξαφνιάζει. Στην Αμερική του μεσοπολέμου η Κου Κλουξ Κλαν αν και παρουσιαζόταν σαν εθνικιστική και ρατσιστική οργάνωση σπαταλούσε πολύ περισσότερο χρόνο στο να διαλύει τις κινητοποιήσεις των εργατικών συνδικάτων – πάντα με τη συνεργασία της μαφίας και της αστυνομίας. Αντίστοιχα η Χρυσή Αυγή ξεκίνησε εκφράζοντας τη συμπαράστασή της στην εργοδοσία της Χαλυβουργίας, πριν παρουσιαστεί σαν φιλεύσπλαχνος υποστηρικτής των εργαζομένων.
Η οργάνωση του Μιχαλολιάκου πίσω από το φιλολαϊκό της προφίλ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας παρακρατικός εκτελεστής των εντολών της τρόικας και της ελληνικής αστικής τάξης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλοτε σαν ομάδα κρούσης και άλλοτε σαν την εικόνα του διαβόλου που κάνει όλα τα υπόλοιπα κόμματα του μνημονίου να φαντάζουν ηθικά και δημοκρατικά.
Προφανώς αυτή η διαδικασία δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την ουσιαστική παρέμβαση των μέσων ενημέρωσης. Διευθυντές και στελέχη καναλιών αποφάσιζαν να καταδικάσουν με ύφος σαράντα καρδιναλίων και το τελευταίο γιαούρτωμα πολιτικού από πολίτες αλλά ποιούσαν τη νήσσα όταν οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής τραμπούκιζαν στις γειτονιές των μεταναστών.
Η περίφημη καταδίκη της βίας «από όπου και αν προέρχεται» σήμαινε απλώς ότι οι πιο μαχητικές κινητοποιήσεις φοιτητών και εργαζομένων παρουσιάζονταν σαν εν δυνάμει τρομοκρατικές ενέργειες ενώ η σταδιακή δημιουργία ενός παρακρατικού στρατού πραιτοριανών περνούσε απαρατήρητη.
Για άλλη μια φορά σημασία δεν είχε η στάση των μέσων ενημέρωσης απέναντι στη συγκεκριμένη οργάνωση αλλά η δημιουργία των συνθηκών για τον εκφασισμό ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, όποτε το απαιτούσαν οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, τα κανάλια ξεκοκάλιζαν τα δελτία της αστυνομίας δημιουργώντας μια τεχνητή αίσθηση ανομίας.
Τα κανάλια άνοιγαν εδώ και μια δεκαετία το δρόμο στο Μιχαλολιάκο και αυτός τους ανταπέδωσε τη χάρη καταδικάζοντάς τα με βαρείς χαρακτηρισμούς μετά τις εκλογές. Τους προσέφερε τον εξαγνισμό που χρειάζονταν για να συνεχίσουν το προπαγανδιστικό τους έργο με ορισμένα τουλάχιστον ψήγματα νομιμοποίησης.
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε με γενικότητες ή μεγαλοστομίες για το συστημικό ρόλο των media τη λειτουργία τους σαν όργανο προπαγάνδας των οικονομικών ελίτ κτλ. Υπάρχουν συγκεκριμένοι ρεπόρτερ που υστερίαζαν εναντίον των μεταναστών καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εκκολάπτοντας το αβγό του φιδιού για λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όλοι μας έχουμε κάνει στην καριέρα μας υποχωρήσεις (και «μικροπρέπειες και αδιαφορίες» που έλεγε και ο Καβάφης) για να διατηρήσουμε τη θέση μας ή να αναβάλουμε μια προδιαγεγραμμένη απόλυση. Όταν παίζεις όμως με τη δημοκρατία και την ελευθερία των συμπολιτών σου οι ευθύνες σου γιγαντώνονται.
Και εν τέλει αν η δίκη της Νυρεμβέργης θεσμοθέτησε την ευθύνη των Γερμανών στρατιωτών για τα εγκλήματα που τους διέταξαν να διαπράξουν οι στρατηγοί τους ένα (συμβολικό) δικαστήριο των media δεν θα έπρεπε να αποδώσει ευθύνες και στους τελευταίους «λειτουργούς» της ενημέρωσης για την ενίσχυση του φασισμού; Διαφορετικά ας δώσουμε ένα συγχωροχάρτι και στο Νίκο Μαστοράκη για την τηλεοπτική του παρουσία στα χρόνια της χούντας να ξεμπερδεύουμε και με τις ιστορικές μνήμες.
Τελικά τι σηματοδοτεί η επιτυχία της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο; Είναι απλώς ένα δημιούργημα του λεγόμενου «εξτρεμισμού του κέντρου» και μια παράπλευρη συνέπεια της φιλομνημονιακής πολιτικής; Πρόκειται για ένα στραβοπάτημα της κάλπης που θα διορθωθεί στις επόμενες εκλογές ή μήπως σηματοδοτεί την αρχή της περιόδου των ρινόκερων όπως την περιέγραφε ο Ιονέσκο – μια κοινωνία στην οποία όλοι μετατρέπονται σε παχύδερμα τέρατα; Είναι ίσως όλα αυτά αλλά και κάτι ακόμη.
Ο Βάλτερ Μπένζαμιν είπε κάποτε ότι πίσω από κάθε φασισμό υπάρχει μια χαμένη επανάσταση. Και αυτή η χώρα έχασε πολλές μικρές και μεγάλες επαναστάσεις τα δυο τελευταία χρόνια. Οι δυνάμεις τη Αριστεράς που είχαν προβλέψει την κρίση ήταν πρακτικά απούσες τη στιγμή που ο κόσμος ζητούσε ένα όραμα για να βγει από την κρίση. Ακόμη και όταν παρήγαγε εναλλακτικές προτάσεις, όπως η στάση πληρωμών, η εθνικοποίηση των τραπεζών ή ακόμη και η έξοδος από το ευρώ το έκανε άλλοτε αμήχανα και άλλοτε άγαρμπα. Κυρίως όμως δεν κατάφερε να επικοινωνήσει τα μηνύματά της στις πλατείες και τις γειτονιές.
Άρης Χατζηστεφάνου
πηγή: INFOWAR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου