Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο

Όταν έπεφτε το βράδυ, ότι ώρα έπερνε να σκοτεινιάσει, εκεί που χειμώνιαζε ή λίγο πριν την άνοιξη, κάποιος πάντα πήγαινε στην κάβα καθώς επιστρέφαμε. Ανάξιο λόγου πως μετράγαμε τα κέρματα στο πορτοφόλι. Άξιο λόγου μόνο το ένα μπουκάλι κονιάκ και το ένα μπουκάλι κοκακόλα. Τα πιο φτηνά. Έφταναν. Ήμασταν πάντα εμείς οι τέσσερις στο διόροφο σπίτι. Στο ισόγειο. Στο ίδιο δωμάτιο. Συχνά πυκνά ερχόταν κι άλλοι φίλοι. Στο πάτωμα , στους καναπέδες. Οι τέσσερις ήμασταν σχεδόν κάθε απόγευμα εκεί. Αφού το ραντεβού ήταν άλλωστε απο το πρωί στον μακρόστενο κοκκινωπό κεντρικό διάδρομο της σχολής. Μέχρι το βράδυ που ανοίγαμε το κονιάκ και βάζαμε παγάκια και κοκακόλα και μουσική και ξεκινούσαμε να συζητάμε και το κουβεντολόι τελείωνε όταν πια έκλειναν τα μάτια και τέλειωνε και το μπουκάλι, ή σχεδόν. Και κάπου εκεί έπρεπε να γυρίσουμε σπίτια μας. Και γυρνούσαμε. Και μπορεί κιόλας να καβαλάγαμε τη μηχανή και να γυρνούσαμε.
Τώρα που το σκέφτομαι, είμαι σίγουρη πως κανείς μας δεν είχε μάθει για το μαγκάλι. Δηλαδή ψέματα, εγώ μπορεί να το είχα ακούσε σε κανένα τραγούδι, από τα παλιά που παίζαμε τα πρωινά στην κουζίνα. Ή μπορεί να μου το είχε δείξει ο παππούς όταν μικρή και δήθεν άφοβη ήθελα να εξερευνήσω το κατώι του σπιτιού στο χωριό. Ή μπορεί και να το είχα διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, να δεις που θα ήταν της Μαρίας Ιορδανίδου. Και τις ιστορίες για τους κινδύνους τις είχα ακούσει κι αυτές. Για τους άλλους δεν ξέρω. Αφού όταν είσαι 20 χρονών δεν κινδυνεύεις από τίποτα. Από τίποτα σου λέω. Το ξέρεις. Κι ο κίνδυνος είσαι εσύ. Όλα τα άλλα είναι παιχνίδια.

Ούτε το φτηνό κονιάκ με την κοκακόλα σε μεθάνε ποτέ, ούτε τα ξενύχτια και οι συνεχείς νεσκαφέδες για να βγει η ώρα των εργαστηρίων σε κάνουν να τρέμεις, ούτε το κρύο υπάρχει, ούτε η πιωμένη ανατολή σε ζαλίζει, ούτε η φωτιά που βάζεις γελώντας για να ψήσεις σε μια Κυριακή τις τέσσερις μπριζόλες και τα τέσσερα μπιφτέκια  που μόλις έφτασαν με δέμα για να βγάλεις τον μήνα σε καίει, ούτε η άλλη φωτιά στο βαρέλι της κατάληψης που θα σε ζεστάνει καπνίζει τα ρούχα σου, ούτε τα τραγούδια και τα γέλια πάνω στη μοτοσυκλέτα το καλοκαίρι στο νησί χωρίς κράνος σε κάνουν να χάνεις τις στροφές, ούτε τα γκλομπ των μπάτσων στα χωράφια της Σούδας και στις παραλίες της Χαλκιδικής σου αφήνουν μελανιές. Ούτε τα δακρυγόνα σου κόβουν την ανάσα. Είσαι άτρωτος. Είσαι είκοσι. Δοκιμάζεις ότι βρεθεί στον δρόμο σου. Ο φόβος δεν υπάρχει κι ο δρόμος είναι μόνο ένα σημείο. Και θα κόψεις τον παλιό θερμοσίφονα  με τα δόντια αν χρειαστεί.
Κι επειδή είσαι αθάνατος ενώ γύρω σου σκοτώνουν τη φάρα σου, γι΄αυτό όλη αυτή την τσογλαναρία που περιφέρει την εξώφθαλμη αμάθειά της και την  ξετσίπωτη της ασφάλεια, την ξεσκισμένη της υπεροψία, την επιδερμική της ανάλυση, τις λόγιες καργιόλες λέξεις της, με τα α και τα ο, τις τελείες και τα κόμματα,  τις υπερμεγέθεις  απόψεις της, τον χωρίς όριο ναρκισισμό της, την αναίσχυντη προπαγάνδα της, τις πόρνες ευκολίες της, το υπερήφανο ξεπούλημά της, το κίτς ρουφιανιλίκι της, τη χοντρόπετση λαιμαργία της, το ξέχειλο θράσος της, τα ρυπαρό μέσα της και τα πλαστικά της έξω, τον οχετό της εξουσίας της, το βολεμένο βούρκο της και την προσκυνημένη της λαλιά, το υψωμένο της δάχτυλο, αυτή την τσογλαναρία που υστερικά επαναλαμβάνει πως τα ξέρει όλα, αυτή, που θα επαναφέρει τη χώρα στον δρόμο της ανάπτυξης, αυτή, την περιμένεις στη γωνία. Χωρίς δισταγμούς.
Και θα έρθει μόνη της να σε βρει. Για να τη βάλεις να γλύψει τα σκατά που με τόση ευκολία ξεστομίζει και να την αφήσεις να σκουπίζει τις μύξες και τα δάκρυα της ταπείνωσης με τα μανίκια των σακακιών της. Για να τη βουτήξεις στο τελευταίο πολύτιμο πετρέλαιο που έμεινε στο μπιτόνι και να την ξαμολήσεις να περιφέρεται στα ερείπια της πόλης, ανάμεσα στα κουφάρια των πολυκατοικιών με τις σκουριασμένες από την αχρηστία σωλήνες των καλοριφέρ και τους λεβητες που χάσκουν άδειοι και μαυρισμένοι και να την στοχεύετε από τα σπασμένα παράθυρα, μαζί με όλη τη συμμορία των εικοσάχρονων ακροβολισμένη, με κάτι μικρά δαδιά, τόσα δα, που όταν τα πετάς σβήνουν στον αέρα. Αλλά αυτό δεν θα της το έχεις πει.
Μόνο θα τους αποτυπώσεις όλους αυτούς στη μνήμη, καθώς θα τρέχουν ουρλιάζοντας, αλαφιασμένοι, πανικόβλητοι και χωρίς ταυτότητα στο ταμπελάκι του πέτου, και θα ψάχνουν να βρουν τους μπράβους τους, τους μπάτσους τους και την τελειωμένη τους μαφία για να πέσουν στην αγκαλιά της.
Σ’ αυτή τη γαμημένη δυστοπία τους, εσύ μόνο είσαι ο αθάνατος. Και δεν ξεχνάς τίποτα.

(στον σ, τον σ και τον μ της Αθήνας)

πηγή: Jaquou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου