Άμεση Δημοκρατία, πλατεία Συντάγματος, «Ξυπνήσαμε!», λουκάνικα, μούντζες, νέοι, σημαίες, μπύρες, σαγιονάρες, «ούστ!», Άμεση Δημοκρατία, λαϊκές συνελεύσεις, μικρόφωνα, «κλέφτες», Λουκάνικος, πλατεία Λευκού Πύργου, νέες, σκαλάκια, καρότσια, μωρά, Ταχρίρ, ξηροί καρποί, μετανάστες, 300 του Λεωνίδα, Άμεση Δημοκρατία, Θεοδωράκης, αγχόνες,
μικροφωνικές, σκηνές, πάγκοι, Άγνωστος Στρατιώτης, φωτοβολίδες,
Μνημόνιο, άνεργοι, εργαζόμενοι, Άμεση Δημοκρατία, CNN live, κάμερες,
λέιζερ, συνθήματα, ομάδα καθαριότητας, αστυνομία μπλε, Άμεση Δημοκρατία,
αστυνομία χακί, Μεγάλη Βρετανία, τσολιάδες, Ερμού, παππούδες, μουσικοί
του δρόμου, Άμεση Δημοκρατία, τύμπανα, κρότου λάμψης, κατσαρόλες,
χρώματα, χειρόγραφα πλακάτ, πηγαδάκια, δικαιοσύνη, Άμεση Δημοκρατία,
καβγάδες, οκλαδόν, μοιράσματα, wi-fi, παρεξηγήσεις, συναυλίες,
τοποθετήσεις, σουβλάκια, τουρίστες, υπογραφές, Άμεση Δημοκρατία,
γραφικοί, αναρχικοί, άραγμα, αλυσίδες, φιλιά, κάγκελα, δελτάδες,
προτάσεις, Άμεση Δημοκρατία, αριστεροί, συντριβάνι, δεξιοί, σταθμός
μετρό, δακρυγόνα, παπάδες, μαμάδες, Γλέζος, Άμεση Δημοκρατία, facebook,
δημοσιογράφοι, φραπέδες, χλεχλέδες, απολιτίκ, σακούλες ανακύκλωσης,
Βουλή, youtube, Άμεση Δημοκρατία, Βουκουρεστίου, πανό, μααλόξ,
πυροσβεστήρες,κάθαρση, πολίτες, πελάτες, να καεί, όλοι, όλες,
αγανάκτηση, Δημοκρατία.
Έγινε παρεξήγηση
«Σσσσς, οι Έλληνες κοιμούνται», ένα πανό χαμένο στη μετάφραση από την Πουέρτα ντελ Σολ της Μαδρίτης έδωσε το έναυσμα να πάρει φωτιά μια ευθιξία που περίμενε μουδιασμένη στον καναπέ της. Μεταφράστηκε λάθος στα ελληνικά αλλά σωστά στις συνειδήσεις των ελλήνων.
Δύο χρόνια Μνημόνιο είχαν αφυδατώσει τον κόσμο, είχαν ξεράνει το τοπίο και η φλόγα εξαπλώθηκε εύκολα. Η δυσαρέσκεια έγινε αγανάκτηση και η αγανάκτηση έγινε οργή, όταν χιλιάδες κόσμου πέρυσι τον Μάιο, από ένα κάλεσμα που ξεκίνησε όχι από την ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ αλλά από το facebook, ξεχύθηκαν, όχι στο δρόμο αλλά στις πλατείες των μεγάλων πόλεων, με έναν τρόπο άγνωστο μέχρι τότε. Ακρότητες και συμπεριφορές ξένες για την Αριστερά που έχει υπογράψει τους δρόμους του κέντρου, εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν με τρόπο, δυναμική και οργάνωση που εντυπωσίασε τους κινηματικούς, τράβηξε το βλέμμα εγχώριων και ξένων μέσων και προσέλκυσε ακόμη περισσότερο κόσμο. Ακόμη και αν επρόκειτο για απλή περιέργεια, όχι τόσο για το τι παίζει -το ζούσαν άλλωστε-, αλλά για να ζήσουν τον παλμό.
Αν χαρακτήριζε κάτι τις πλατείες, αυτό δεν ήταν η ταξική συνειδητοποίηση, αλλά η αγανάκτηση ως κοινή αφετηρία, το «δεν πάει άλλο», που μεταφράστηκε με μούντζες στο ένα άκρο, με συνελεύσεις στο άλλο, ή απλά με πηγαδάκια. Έτσι συμβαίνει καμιά φορά με τα κινήματα, δεν έχουν συγκροτημένο στόχο αλλά αφήνουν μια γεύση... μια κατεύθυνση, χαράζουν ίσως και μια διαδρομή... όπως κι έγινε!
Το 2011 ήταν η αρχή...
Όταν το περιοδικό Time, που αντισυστημικό δεν το λες, αναδεικνύει ως άνθρωπο της χρονιάς τον διαδηλωτή -από την Ταχρίρ, το Σύνταγμα, την Πουέρτα Ντελ Σολ μέχρι το κίνημα «Οccupy», είναι σαν η συγκυρία να έρχεται έξω από την πόρτα σου και να την βροντάει...
Όλοι εκείνοι που βγήκαν από τα σπίτια τους είχαν μια κοινή διεκδίκηση, ίδια κι απαράλλαχτη εδώ και αιώνες:
το αίτημα για μια καλύτερη ζωή, απλό και πανανθρώπινο.
Οι πλατείες της Ελλάδας γέμισαν από αγανακτισμένους που μέχρι πρότινος κάθονταν στους καναπέδες τους, όχι γιατί κατάλαβαν πως η λύση των προβλημάτων τους βρίσκεται στις κινηματικές διαδικασίες ή στα μαρξιστικά κείμενα, αλλά γιατί τα προβλήματα στην καθημερινότητα τους είχαν μεγαλώσει τόσο που κάθονταν μαζί τους στον καναπέ και τους έσπρωχναν μάλιστα να πάνε πιο πέρα για να πιάσουν και την θέση τους. Πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν στο Σύνταγμα ενδέχεται να πίστευαν μάλιστα πως «οι αριστεροί θα τους πάρουνε τα σπίτια», ακόμη και αν τα έχουν ήδη υποθηκεύσει σε κάποια τράπεζα που έχει περί τις 1.000.000 περισσότερες πιθανότητες να το κάνει.
Όταν λέμε όλοι, εννοούμε ΟΛΟΙ
Ήξεραν γιατί μαζεύτηκαν στο Σύνταγμα. Ακόμη κι αν δεν ήξεραν τι ήθελαν, ήταν απολύτως σαφείς στο τι δεν ήθελαν. Σπάνια μια κατάσταση καταφέρνει να φέρει απέναντι της τόσο ετερόκλητους ανθρώπους με τόσο απερίφραστο τρόπο. Ένα «ουστ», μονοσύλλαβο, για πολλούς – μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ που καταδίκασε τις πλατείες– δεν συνιστά πολιτικό λόγο. Πράγματι. Αυτό το ούστ όμως, μαζί με τις μούντζες, συνιστά πολιτική πράξη και κατάφερε να ενώσει αυτούς που βρέθηκαν όχι μόνο στο Σύνταγμα και στην Πλατεία του Λευκού Πύργου αλλά σε όλες τις μεγάλες πλατείες της χώρας.
Οι πλατείες είχαν τέτοια διάρκεια και μαζικότητα που καταγράφηκαν στις συνειδήσεις ως κάτι διακριτό, δημιούργησαν προηγούμενο. Το ότι αυτό το προηγούμενο δεν κατάφεραν να το δημιουργήσουν γενιές αριστερών και Αριστεράς πρέπει να προβληματίσει αυτούς που καταστατικά είναι προσανατολισμένοι στις διαδικασίες του δρόμου. Όταν όμως οι αριστεροί βρέθηκαν στις πλατείες απενοχοποιήθηκαν ξεπέρασαν την «αγοραφοβία» των κομματικών γραφείων και των συνεδριάσεων και βρέθηκαν στον φυσικό τους χώρο: στο δρόμο με τον κόσμο.
Eίναι γεγονός πως παρά το «άγουρο» του πράγματος, οι πλατείες κράτησαν γερά με σκαμπανεβάσματα για μήνες, είχαν στιγμές κορύφωσης και συντήρησης. Θα κρατούσαν κι άλλους - κυρίως το Σύνταγμα - αν ο δήμαρχος Αθηναίων, Γ. Καμίνης δεν ξέστηνε την πλατεία χαρακτηρίζοντας την «σκουπίδια».
Χωρίς διοργανωτή ή πυρήνα που να κηδεμονεύει την κινητοποίηση, οι πλατείες επανεφευρίσκονταν καθημερινά. Η κάτω πλατεία στο Σύνταγμα που με τις λαϊκές συνελεύσεις γέννησε ιδέες, επανατοποθετήθηκε σε ζητήματα που μέχρι πρότινος ή ήταν αφημένα στην άκρη ή ήταν μονόδρομοι και έδωσε την ευκαιρία σε κόσμο να συμμετέχει χωρίς διακρίσεις και ανεξάρτητα από το τι είχε να πει ήταν ό,τι πιο κοντινό στην άμεση δημοκρατία έχει να επιδείξει η πρόσφατη ιστορία μας.
Και μετά...;
Μερικοί πήγαν στο Σύνταγμα γιατί είχαν πάψει πια να φοβούνται, άλλοι ακριβώς επειδή φοβόντουσαν. Mερικοί επειδή τους στέρησαν το όνειρο και άλλοι ακριβώς επειδή ονειρεύονταν. Κάποιοι πήγαν για το τζέρτζελο και τις μπύρες... και κάποιοι πήγαν γιατί πήγαν οι άλλοι... Όλοι αυτοί μαζί όμως ήταν ανέλπιστα πολλοί και μετά από το Σύνταγμα κανείς δεν είναι μόνος. Το πολιτικό συμπέρασμα ήταν σαφές, αβίαστο και δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση:
o λαός απέρριπτε το Μνημόνιο και τους εκφραστές του. Αυτό ακριβώς κατέγραψε και η κάλπη της 6ης Μαΐου.
Το ανεπεξέργαστο και μηδενιστικο σύνθημα-κλισέ «Να καεί (δις) το μπουρδέλο Βουλή» παρά τις προσπάθειες του συστήματος να ερμηνευθεί ως γενικευμένη απόρριψη της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού ανανοηματοδοτήθηκε τελικά σε μια απολύτως πολιτική παρέμβαση που σήμανε την αρχή του τέλους του δικομματισμού και του συστήματος εξουσίας. Ήταν μια έμπρακτη κάθαρση και μια ανάληψη ευθύνης από την πλευρά των πολιτών-ψηφοφόρων για λογαριασμό του πολιτικού συστήματος το οποίο δεν είχε το φιλότιμο ούτε να την αναλάβει ούτε να την φέρει εις πέρας.
Μετά το Σύνταγμα, το «δεν τα βγάζω πέρα» έπαψε να θεωρείται ταμπού, έπαψε να φταίει ο άνεργος που είναι άνεργος, και ο απολυμένος που απολύθηκε. Ενδεχομένως η Χρυσή Αυγή να καπηλεύτηκε τα όποια πατριωτικά αντανακλαστικά των αγανακτισμένων αλλά σε καμία στιγμή και σε καμία περίπτωση δεν είχε την ηγεμονία ούτε της πάνω ούτε της κάτω πλατείας. Αναμφισβήτητα, η αντίληψη του ΚΚΕ αναφορικά με το κίνημα των πλατειών ηττήθηκε, και μια ήττα σαν αυτή φαίνεται πως θα το κυνηγάει μακροπρόθεσμα, αν κρίνουμε και από τα εκλογικά του αποτελέσματα.
Όλα τα «MEGA» ηττήθηκαν διπλά:
οι πελάτες τους όχι μόνο σηκώθηκαν από τον καναπέ αλλά στράφηκαν και κατά των αφεντικών τους. Το τρικ της ενσωμάτωσης/εκτροπής του μηνύματος των πλατειών απέτυχε παταγωδώς. Το στίγμα της ανυποληψίας, το κουβαλούσαν και το κουβαλούν ακόμη, φάνηκε στις εκλογές όταν ολόκληρο το μιντιακό σύστημα έπαιζε τα ρέστα του για να στηρίξει το σχήμα του φόβου και του μονόδρομου και έχασε.
Στην τελική, το κίνημα των πλατειών δεν ήταν μόνο η ληξιαρχική πράξη θανάτου του δικομματισμού και του Μνημονίου αλλά και το πιστοποιητικό γέννησης της νέας συλλογικότητας και της νέας Αριστεράς.
Το τί θα ακολουθήσει δεν το γνωρίζουμε. Μάθαμε όμως, και το βλέπουμε γύρω μας και το αισθανόμαστε, ότι μέσα απο τις πλατείες ανακτήσαμε την αυτοεκτίμηση μας και την αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να νικήσουμε και ξέρουμε πώς.
Αναστασίας Γιάμαλη
Έγινε παρεξήγηση
«Σσσσς, οι Έλληνες κοιμούνται», ένα πανό χαμένο στη μετάφραση από την Πουέρτα ντελ Σολ της Μαδρίτης έδωσε το έναυσμα να πάρει φωτιά μια ευθιξία που περίμενε μουδιασμένη στον καναπέ της. Μεταφράστηκε λάθος στα ελληνικά αλλά σωστά στις συνειδήσεις των ελλήνων.
Δύο χρόνια Μνημόνιο είχαν αφυδατώσει τον κόσμο, είχαν ξεράνει το τοπίο και η φλόγα εξαπλώθηκε εύκολα. Η δυσαρέσκεια έγινε αγανάκτηση και η αγανάκτηση έγινε οργή, όταν χιλιάδες κόσμου πέρυσι τον Μάιο, από ένα κάλεσμα που ξεκίνησε όχι από την ΓΣΕΕ ή την ΑΔΕΔΥ αλλά από το facebook, ξεχύθηκαν, όχι στο δρόμο αλλά στις πλατείες των μεγάλων πόλεων, με έναν τρόπο άγνωστο μέχρι τότε. Ακρότητες και συμπεριφορές ξένες για την Αριστερά που έχει υπογράψει τους δρόμους του κέντρου, εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν με τρόπο, δυναμική και οργάνωση που εντυπωσίασε τους κινηματικούς, τράβηξε το βλέμμα εγχώριων και ξένων μέσων και προσέλκυσε ακόμη περισσότερο κόσμο. Ακόμη και αν επρόκειτο για απλή περιέργεια, όχι τόσο για το τι παίζει -το ζούσαν άλλωστε-, αλλά για να ζήσουν τον παλμό.
Αν χαρακτήριζε κάτι τις πλατείες, αυτό δεν ήταν η ταξική συνειδητοποίηση, αλλά η αγανάκτηση ως κοινή αφετηρία, το «δεν πάει άλλο», που μεταφράστηκε με μούντζες στο ένα άκρο, με συνελεύσεις στο άλλο, ή απλά με πηγαδάκια. Έτσι συμβαίνει καμιά φορά με τα κινήματα, δεν έχουν συγκροτημένο στόχο αλλά αφήνουν μια γεύση... μια κατεύθυνση, χαράζουν ίσως και μια διαδρομή... όπως κι έγινε!
Το 2011 ήταν η αρχή...
Όταν το περιοδικό Time, που αντισυστημικό δεν το λες, αναδεικνύει ως άνθρωπο της χρονιάς τον διαδηλωτή -από την Ταχρίρ, το Σύνταγμα, την Πουέρτα Ντελ Σολ μέχρι το κίνημα «Οccupy», είναι σαν η συγκυρία να έρχεται έξω από την πόρτα σου και να την βροντάει...
Όλοι εκείνοι που βγήκαν από τα σπίτια τους είχαν μια κοινή διεκδίκηση, ίδια κι απαράλλαχτη εδώ και αιώνες:
το αίτημα για μια καλύτερη ζωή, απλό και πανανθρώπινο.
Οι πλατείες της Ελλάδας γέμισαν από αγανακτισμένους που μέχρι πρότινος κάθονταν στους καναπέδες τους, όχι γιατί κατάλαβαν πως η λύση των προβλημάτων τους βρίσκεται στις κινηματικές διαδικασίες ή στα μαρξιστικά κείμενα, αλλά γιατί τα προβλήματα στην καθημερινότητα τους είχαν μεγαλώσει τόσο που κάθονταν μαζί τους στον καναπέ και τους έσπρωχναν μάλιστα να πάνε πιο πέρα για να πιάσουν και την θέση τους. Πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν στο Σύνταγμα ενδέχεται να πίστευαν μάλιστα πως «οι αριστεροί θα τους πάρουνε τα σπίτια», ακόμη και αν τα έχουν ήδη υποθηκεύσει σε κάποια τράπεζα που έχει περί τις 1.000.000 περισσότερες πιθανότητες να το κάνει.
Όταν λέμε όλοι, εννοούμε ΟΛΟΙ
Ήξεραν γιατί μαζεύτηκαν στο Σύνταγμα. Ακόμη κι αν δεν ήξεραν τι ήθελαν, ήταν απολύτως σαφείς στο τι δεν ήθελαν. Σπάνια μια κατάσταση καταφέρνει να φέρει απέναντι της τόσο ετερόκλητους ανθρώπους με τόσο απερίφραστο τρόπο. Ένα «ουστ», μονοσύλλαβο, για πολλούς – μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ που καταδίκασε τις πλατείες– δεν συνιστά πολιτικό λόγο. Πράγματι. Αυτό το ούστ όμως, μαζί με τις μούντζες, συνιστά πολιτική πράξη και κατάφερε να ενώσει αυτούς που βρέθηκαν όχι μόνο στο Σύνταγμα και στην Πλατεία του Λευκού Πύργου αλλά σε όλες τις μεγάλες πλατείες της χώρας.
Οι πλατείες είχαν τέτοια διάρκεια και μαζικότητα που καταγράφηκαν στις συνειδήσεις ως κάτι διακριτό, δημιούργησαν προηγούμενο. Το ότι αυτό το προηγούμενο δεν κατάφεραν να το δημιουργήσουν γενιές αριστερών και Αριστεράς πρέπει να προβληματίσει αυτούς που καταστατικά είναι προσανατολισμένοι στις διαδικασίες του δρόμου. Όταν όμως οι αριστεροί βρέθηκαν στις πλατείες απενοχοποιήθηκαν ξεπέρασαν την «αγοραφοβία» των κομματικών γραφείων και των συνεδριάσεων και βρέθηκαν στον φυσικό τους χώρο: στο δρόμο με τον κόσμο.
Eίναι γεγονός πως παρά το «άγουρο» του πράγματος, οι πλατείες κράτησαν γερά με σκαμπανεβάσματα για μήνες, είχαν στιγμές κορύφωσης και συντήρησης. Θα κρατούσαν κι άλλους - κυρίως το Σύνταγμα - αν ο δήμαρχος Αθηναίων, Γ. Καμίνης δεν ξέστηνε την πλατεία χαρακτηρίζοντας την «σκουπίδια».
Χωρίς διοργανωτή ή πυρήνα που να κηδεμονεύει την κινητοποίηση, οι πλατείες επανεφευρίσκονταν καθημερινά. Η κάτω πλατεία στο Σύνταγμα που με τις λαϊκές συνελεύσεις γέννησε ιδέες, επανατοποθετήθηκε σε ζητήματα που μέχρι πρότινος ή ήταν αφημένα στην άκρη ή ήταν μονόδρομοι και έδωσε την ευκαιρία σε κόσμο να συμμετέχει χωρίς διακρίσεις και ανεξάρτητα από το τι είχε να πει ήταν ό,τι πιο κοντινό στην άμεση δημοκρατία έχει να επιδείξει η πρόσφατη ιστορία μας.
Και μετά...;
Μερικοί πήγαν στο Σύνταγμα γιατί είχαν πάψει πια να φοβούνται, άλλοι ακριβώς επειδή φοβόντουσαν. Mερικοί επειδή τους στέρησαν το όνειρο και άλλοι ακριβώς επειδή ονειρεύονταν. Κάποιοι πήγαν για το τζέρτζελο και τις μπύρες... και κάποιοι πήγαν γιατί πήγαν οι άλλοι... Όλοι αυτοί μαζί όμως ήταν ανέλπιστα πολλοί και μετά από το Σύνταγμα κανείς δεν είναι μόνος. Το πολιτικό συμπέρασμα ήταν σαφές, αβίαστο και δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση:
o λαός απέρριπτε το Μνημόνιο και τους εκφραστές του. Αυτό ακριβώς κατέγραψε και η κάλπη της 6ης Μαΐου.
Το ανεπεξέργαστο και μηδενιστικο σύνθημα-κλισέ «Να καεί (δις) το μπουρδέλο Βουλή» παρά τις προσπάθειες του συστήματος να ερμηνευθεί ως γενικευμένη απόρριψη της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού ανανοηματοδοτήθηκε τελικά σε μια απολύτως πολιτική παρέμβαση που σήμανε την αρχή του τέλους του δικομματισμού και του συστήματος εξουσίας. Ήταν μια έμπρακτη κάθαρση και μια ανάληψη ευθύνης από την πλευρά των πολιτών-ψηφοφόρων για λογαριασμό του πολιτικού συστήματος το οποίο δεν είχε το φιλότιμο ούτε να την αναλάβει ούτε να την φέρει εις πέρας.
Μετά το Σύνταγμα, το «δεν τα βγάζω πέρα» έπαψε να θεωρείται ταμπού, έπαψε να φταίει ο άνεργος που είναι άνεργος, και ο απολυμένος που απολύθηκε. Ενδεχομένως η Χρυσή Αυγή να καπηλεύτηκε τα όποια πατριωτικά αντανακλαστικά των αγανακτισμένων αλλά σε καμία στιγμή και σε καμία περίπτωση δεν είχε την ηγεμονία ούτε της πάνω ούτε της κάτω πλατείας. Αναμφισβήτητα, η αντίληψη του ΚΚΕ αναφορικά με το κίνημα των πλατειών ηττήθηκε, και μια ήττα σαν αυτή φαίνεται πως θα το κυνηγάει μακροπρόθεσμα, αν κρίνουμε και από τα εκλογικά του αποτελέσματα.
Όλα τα «MEGA» ηττήθηκαν διπλά:
οι πελάτες τους όχι μόνο σηκώθηκαν από τον καναπέ αλλά στράφηκαν και κατά των αφεντικών τους. Το τρικ της ενσωμάτωσης/εκτροπής του μηνύματος των πλατειών απέτυχε παταγωδώς. Το στίγμα της ανυποληψίας, το κουβαλούσαν και το κουβαλούν ακόμη, φάνηκε στις εκλογές όταν ολόκληρο το μιντιακό σύστημα έπαιζε τα ρέστα του για να στηρίξει το σχήμα του φόβου και του μονόδρομου και έχασε.
Στην τελική, το κίνημα των πλατειών δεν ήταν μόνο η ληξιαρχική πράξη θανάτου του δικομματισμού και του Μνημονίου αλλά και το πιστοποιητικό γέννησης της νέας συλλογικότητας και της νέας Αριστεράς.
Το τί θα ακολουθήσει δεν το γνωρίζουμε. Μάθαμε όμως, και το βλέπουμε γύρω μας και το αισθανόμαστε, ότι μέσα απο τις πλατείες ανακτήσαμε την αυτοεκτίμηση μας και την αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να νικήσουμε και ξέρουμε πώς.
Αναστασίας Γιάμαλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου