Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;



Λαχανιασμένος, έτρεχα ψάχνοντάς σε μες στο δάσος.
Να μου αναστήσεις το παλιό όνειρο του κυνηγημένου.
Τρύπωνα σε κουφάλες δέντρων, μα -του κάκου- ήταν άδειες.
Μόνο φιλότιμα μυρμήγκια τριγύριζαν εκεί, που αμίλητα κουβαλούσαν το βιος τους.
Σήκωσα τα πεσμένα κλαδιά, σ'εψαχνα, μα βρήκα μόνο βαριεστημένα σαλιγκάρια.
Το σάλιο τους μου λέρωσε τα χέρια.
Κι έψαξα κάτι πράσινο, κάτι ζωντανό, υγρό και καθαρό για να τα καθαρίσω.
Βρήκα ένα καταπράσινο φύλλο, το έκοψα και έτριψα με μανία τα χέρια μου.
Απεχθανόμουν το σάλιο των σαλιγκαριών.
Μα έπρεπε να το υποστώ κι αυτό ψάχνοντας να σε βρω.

Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;
Κοίταζα ψηλά, μπας και σε πετύχω κρυμμένο πάνω στα δέντρα.
Μα έπεσα στην λαγοπαγίδα που 'χαν στήσει κάτι κυνηγοί.
Κοιτάζοντας στον ουρανό, έχασα τη γη κάτω απ' τα πόδια μου.
Σηκώθηκα ασθμαίνοντας, τινάχτηκα για να φύγουν τα αγκάθια από πάνω μου και συνέχισα το δρόμο μου.
"Στο εξής θα ήμουν πιο προσεκτικός", μου υποσχέθηκα.
Προχωρούσα ψάχνοντας, κοιτώντας μια ψηλά και μια χαμηλά.
Μα το εναλλάξ των ματιών μου, σαν φλας αυτοκινήτου, μαρτυρούσε μόνο απόγνωση.

Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Σε ψάχνω εγώ που έμαθα να ζω με σένα.
Γιατί δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω
μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο.



Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;
Τώρα που βγήκα απ' το μαντρί κι έφτυσα το βοσκό, σε ψάχνω να με ορίσεις.
Πώς να περπατήσω μόνος στο δάσος, χωρίς να τρέχω έχοντας στο σβέρκο μου τα χνώτα σου;
Πώς να βοσκήσω μόνος σ' ένα δάσος αφιλόξενο;
Σ' ένα δάσος που δε δίνει πια οξυγόνο;
Σ' ένα δάσος που τα δέντρα του τα δώσαν αντιπαροχή για ζωοτροφή;

Και, ξέρεις, στην αρχη δε μ' άρεσε η ζωοτροφή.
Έλεγα η φύση μου είναι να βοσκώ το βρεγμένο χορτάρι.
Και μαζί με όλους τους άλλους, τρέχαμε στα λιβάδια.
Μα κάποια μέρα ο βοσκός είπε πως άκουσε την οσμή του λύκου
και πως έπρεπε να φύγουμε απ' τα μέρη μας.
Εμείς δεν καταλάβαμε, μα ακολουθήσαμε.

Και πήγαμε κάπου μαζί με πολλά άλλα πλάσματα σαν κι εμάς.
Μα είχαμε μαζευτεί πολλοί σ' αυτόν τον τόπο και σε λίγο το χορτάρι δε μας έφτανε.
Κι έτσι μια μέρα, πεινασμένα όπως ήμασταν, ο βοσκός μας έφερε τη ζωοτροφή.
"Για να μην έχουμε πια ανάγκη το χορτάρι", μας είπε.
"Για να μην κρεμόμαστε απ' τα κέφια του καιρού", μας είπε.
Και, ξέρεις, κάποια φορά είχαμε πεινάσει γιατί δεν έβρεχε και δεν είχαμε χορτάρι να βοσκήσουμε.
Κι έτσι είπαμε πως είχε δίκιο.
Και φάγαμε τις ζωοτροφές και του παραγγείλαμε να φέρει κι άλλες σαν ξανάρθει.
Και από 'να σημείο και μετά, του είπαμε να μη μας ξαναπάει στα λιβάδια.
Και στη στάνη μια χαρά ήταν, αφού είχαμε να φάμε και ήμασταν και ξεκούραστοι.
Σιγά-σιγά μας άρεσε τόσο πολύ η ζωοτροφή που απορούσαμε:
καλά, πώς ζούν ακόμα οι άλλοι στα λιβάδια;

Κάποια μέρα πήγε ο βοσκός κι απ' τα μέρη τους και έφερε κι άλλα πολλά πλάσματα σαν κι εμάς.
Είχαν μάθει για τις ζωοτροφές και, κουρασμένα όπως ήταν απ' τα καπρίτσια του καιρού, δέχτηκαν κι αυτά να τα φέρουν εδώ, στη στάνη.
Ώσπου κάποια μέρα μαζευτήκαμε τόσο πολλά που δεν μας έφταναν πια ούτε οι ζωοτροφές!
Ο βοσκός τότε μας είπε να μοιραστούμε ό,τι έχουμε.
Και να αφήσουμε το μισό σακί ανέγγιχτο, για να ξαναχρησιμοποιηθεί για τις αυριανές ζωοτροφές.
"Δε θα ξεφραγκιάζομαι εγώ για να κοπροσκυλιάζετε εσείς"! μας είπε.



Μας είχε πιάσει πανικός, φοβόμασταν πως θα πεινάμε για πάντα.
Καθώς μουρμουρίζαμε ένα βράδυ γιατι μας φέραν πάλι λογότερο φαϊ, τότε πετάχτηκα εγώ:
Κι αν ξαναβγαίναμε στα λιβάδια; έτσι τους είπα.
Μα με κοίταξαν και γέλασαν σχεδόν όλοι.
Ο κόσμος προχωρά καημένε! μου είπαν.
Εδώ όλοι μας παρατήσαμε τα λιβάδια εδώ και τόσα χρόνια!
Κι ακόμα κι αυτοί που για καιρό αρνούνταν να 'ρθουν, τα παράτησαν κι αυτοί και ήρθαν!
Λες να 'τανε καλύτερα στα λιβάδια και να 'μαστε όλοι τρελοί που παρατήσαμε τέτοιους παραδείσους για να 'ρθουμε εδώ να τρώμε ζωοτροφές και να 'χουμε την ησυχία μας;

Και τι να κάνουμε; τον ρώτησα.
Να περιμένουμε το βοσκό να πάρει απ' τον προμηθευτή τις τροφές να μας τις μοιράσει, μου είπε.
Μα δε βλέπεις, κακομοίρη, πως κάθε μέρα φέρνει όλο και λιγότερη;
Δε μας χρειάζεται πια. Μας αχρήστευσε. Κάναμε κοιλιές και προγούλια.
Βαριόμαστε κι όλη μέρα αράζουμε στο σανό. Αυτό δεν είναι υγεία. Η φύση μας είναι εκεί έξω, του είπα αυστηρά.
Εκεί έξω είναι ο λύκος! μου είπε αυστηρά και το βλέμμα του πετούσε αστραπές.
Τόσα χρόνια ακούω γι' αυτό το λύκο, του απάντησα ουρλιάζοντας, που εξαιτίας του τραβάμε όσα τραβάμε και ποτέ δεν τον είδα!
Η φωνή μου έσβηνε ανάμεσα σε λυγμούς και φόβο.
Μα ο άλλος δεν έλεγε ν' ακούσει.

Μου είπε να ρωτήσω και τους καινούριους που τον είχαν δει το λύκο.
Μα οι καινούριοι κι αυτοί βοσκούς βλέπανε, μα ποτέ το λύκο, του αποκρίθηκα.
Ο λύκος ήταν ο μπαμπούλας, ο μεσημεράς, που και μόνο η προφορά του ονόματός του σκορπούσε ρίγη.
Και τον ξαναρωτώ κι εγώ με ανακριτικό ύφος:
κι αν ακόμα υπάρχει λύκος, εμείς γιατί στο άκουσμά του, τρέχουμε μακριά τρομαγμένοι;
Γιατί φοβόμαστε κάποιον που δεν ξέρουμε;
Κι αν ο λύκος τελικά δεν είναι τόσο κακός, όσο νομίζουμε; τον ρώτησα.
Μα αφού είναι ο λύκος! Μου απάντησε με το χαμόγελο της σιγουριάς.
Γι' αυτό λέγεται λύκος, γιατί είναι αρπακτικό!
Και ποιος τον ονόμασε λύκο; τον ρωτώ κι εγώ.
Μα ο βοσκός! μου απαντά.
Και τότε σίγουρος για το σκοπό μου, έφυγα, μ' ένα κρυφό χαμόγελο ειρωνικό.
Ήξερα πλέον. Πήρα τη ζωή μου -λάθος!- κι έκανα ν' αλλάξω ζωή...

Κι από τότε άρχισα να σε ψάχνω, λύκε, παντού. Σ 'ολο το δάσος.
Παράτησα το μαντρί και το βοσκό μου κι απ' αυτά που 'μαθα να ξέρω, έλειπες εσύ.
Γιατί δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω
μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο.
Δεν ξαναβγήκα στη βοσκή. Δε θυμάμαι πια πώς είναι και καταπού πέφτουν τα λιβάδια.
Μα ψάχνω εσένα, λύκε, να μου δώσεις λύση.
Δεν μπορεί, κάπου εδώ γύρω θα 'σαι!
Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου