Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και ότι είναι Χριστούγεννα δεν είναι γιορτή. Τουλάχιστον για όλους. Πίσω από τη βιτρίνα των ημερών, υπάρχει μια πραγματικότητα που τρομάζει - όποιον έχει το κουράγιο να την αντιμετωπίσει. Η κοινωνία της κρίσης είναι εδώ, μπροστά μας. Όλο τον χρόνο μπορεί να κρύβεται, αλλά αυτή την εποχή αποκαλύπτεται, όσο και αν κλείνουμε τα μάτια. Αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα βγουν όλοι στα μαγαζιά. Δεν θα ψωνίσουν όλοι. Δεν θα έχουν τη χαρά της γιορτής όλοι. Πολλοί άνθρωποι δεν θα «κάνουν Χριστούγεννα». Πολλά παιδιά δεν περιμένουν κανέναν Αϊ Βασίλη, να τους φέρει τίποτε.
Κανείς δεν θα χτυπήσει την πόρτα πολλών ηλικιωμένων, για να ρωτήσει πώς θα περάσουν αυτές τις μέρες. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα καθίσουν σε χριστουγεννιάτικο τραπέζι με γαλοπούλα και μελομακάρονα. Δεν έχουν. Κάποιοι άλλοι έχουν, αλλά δεν έχουν κανένα για συντροφιά. Δεν έχουν συγγενείς ή φίλους, ή δεν τους θυμάται κανείς. Η μοναξιά αυτές τις μέρες είναι αβάσταχτη.
Άλλοι θα προσπαθήσουν να ψευτοπεράσουν τη γιορτή. Την ώρα που θα ανοίγουν οι σαμπάνιες στα σαλόνια σε κάποια σπίτια η οικογένεια θα κάνει «ρεβεγιόν» με ένα κοτόπουλο. Θα ξεγελάσει την επιθυμία των παιδιών της με ένα παιχνίδι από τη λαϊκή αγορά. Μέχρι να καρφωθεί στην τηλεόραση και να βουλιάξει στο κιτς και την υποκουλτούρα.
Εκτός από την Ερμού, την Εγνατία, το Κολωνάκι και την Κηφισιά, πέρα από τους στολισμένους δρόμους στις μεγάλες πόλεις, υπάρχουν και οι άλλες αγορές. Για τους άλλους. Εκεί χιλιάδες άνθρωποι θα ψάξουν κάτι που θα τους επιτρέψει να πάρουν μέρος στην ψευδαίσθηση των ημερών. Παπούτσια με πέντε ευρώ, επικίνδυνα κατεψυγμένα τρόφιμα, ρούχα που θα ξεβάψουν στο πρώτο πλύσιμο, δώρα ιμιτασιόν και αξεσουάρ «μαϊμούδες». Άλλοι δεν έχουν τρόπο να ψωνίσουν ούτε από εκεί.
Στα ορεινά χωριά της Άρτας, στα νησιά της άγονης γραμμής, στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, στα προάστια των πόλεων, διαμορφώνονται νησίδες απόλυτης ανέχειας. Δεν υπάρχει 14ος μισθός γιατί δεν υπήρχαν ούτε οι προηγούμενοι. Δεν υπάρχουν δάνεια, πιστωτικές κάρτες, έστω δανεικά από το γείτονα. Στα γκέτο οι πληθυσμοί των μεταναστών, σέρνονται απελπισμένοι και προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι πίσω από τα θλιμμένα μάτια των παιδιών τους υπάρχουν ανθρώπινα πλάσματα.
Χριστουγεννιάτικο μελό; Καθόλου. Υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας μπορεί να έχει την ανάγκη μας αυτές τις μέρες. Να μην τον ξεχάσουμε. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μακριά μας. Ένα μικρό παιχνίδι, για τα παιδιά τους. Μια διακριτική οικονομική ενίσχυση για να μπορέσουν να μπουν σε σούπερ μάρκετ. Μια ελπίδα ότι κάτι μπορεί να είναι καλύτερο αυτές τις μέρες. Ίσως αρκεί απλώς μια ευχή για τον καινούργιο χρόνο, ένα χτύπημα στην πόρτα. Ένα χαμόγελο στους δυστυχείς των φαναριών. Ένα απλό βλέμμα στον μετανάστη που κυκλοφορεί σαν δαρμένο σκυλί, χωρίς ελπίδα. Ίσως αρκεί να μπει κανείς για λίγο στη μοναξιά του γείτονα. Δεν κοστίζει να προσφερθεί κάποιος να κάνει τα ψώνια στην ηλικιωμένη κυρία του διπλανού διαμερίσματος. Να βρει μια θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι για τον υπερήλικα του ισογείου. Να επισκεφθεί έναν ξεχασμένο συγγενή στο γηροκομείο. Να προσφέρει φιλοξενία και στοργή στις οικογένειες των φίλων που δεν ζουν πλέον.
Δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε έλεος. Είναι η στοιχειώδης ένδειξη ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει ελπίδα.
του Γιώργου Λακόπουλου για το protagon.gr
Κανείς δεν θα χτυπήσει την πόρτα πολλών ηλικιωμένων, για να ρωτήσει πώς θα περάσουν αυτές τις μέρες. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα καθίσουν σε χριστουγεννιάτικο τραπέζι με γαλοπούλα και μελομακάρονα. Δεν έχουν. Κάποιοι άλλοι έχουν, αλλά δεν έχουν κανένα για συντροφιά. Δεν έχουν συγγενείς ή φίλους, ή δεν τους θυμάται κανείς. Η μοναξιά αυτές τις μέρες είναι αβάσταχτη.
Άλλοι θα προσπαθήσουν να ψευτοπεράσουν τη γιορτή. Την ώρα που θα ανοίγουν οι σαμπάνιες στα σαλόνια σε κάποια σπίτια η οικογένεια θα κάνει «ρεβεγιόν» με ένα κοτόπουλο. Θα ξεγελάσει την επιθυμία των παιδιών της με ένα παιχνίδι από τη λαϊκή αγορά. Μέχρι να καρφωθεί στην τηλεόραση και να βουλιάξει στο κιτς και την υποκουλτούρα.
Εκτός από την Ερμού, την Εγνατία, το Κολωνάκι και την Κηφισιά, πέρα από τους στολισμένους δρόμους στις μεγάλες πόλεις, υπάρχουν και οι άλλες αγορές. Για τους άλλους. Εκεί χιλιάδες άνθρωποι θα ψάξουν κάτι που θα τους επιτρέψει να πάρουν μέρος στην ψευδαίσθηση των ημερών. Παπούτσια με πέντε ευρώ, επικίνδυνα κατεψυγμένα τρόφιμα, ρούχα που θα ξεβάψουν στο πρώτο πλύσιμο, δώρα ιμιτασιόν και αξεσουάρ «μαϊμούδες». Άλλοι δεν έχουν τρόπο να ψωνίσουν ούτε από εκεί.
Στα ορεινά χωριά της Άρτας, στα νησιά της άγονης γραμμής, στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, στα προάστια των πόλεων, διαμορφώνονται νησίδες απόλυτης ανέχειας. Δεν υπάρχει 14ος μισθός γιατί δεν υπήρχαν ούτε οι προηγούμενοι. Δεν υπάρχουν δάνεια, πιστωτικές κάρτες, έστω δανεικά από το γείτονα. Στα γκέτο οι πληθυσμοί των μεταναστών, σέρνονται απελπισμένοι και προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι πίσω από τα θλιμμένα μάτια των παιδιών τους υπάρχουν ανθρώπινα πλάσματα.
Χριστουγεννιάτικο μελό; Καθόλου. Υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας μπορεί να έχει την ανάγκη μας αυτές τις μέρες. Να μην τον ξεχάσουμε. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μακριά μας. Ένα μικρό παιχνίδι, για τα παιδιά τους. Μια διακριτική οικονομική ενίσχυση για να μπορέσουν να μπουν σε σούπερ μάρκετ. Μια ελπίδα ότι κάτι μπορεί να είναι καλύτερο αυτές τις μέρες. Ίσως αρκεί απλώς μια ευχή για τον καινούργιο χρόνο, ένα χτύπημα στην πόρτα. Ένα χαμόγελο στους δυστυχείς των φαναριών. Ένα απλό βλέμμα στον μετανάστη που κυκλοφορεί σαν δαρμένο σκυλί, χωρίς ελπίδα. Ίσως αρκεί να μπει κανείς για λίγο στη μοναξιά του γείτονα. Δεν κοστίζει να προσφερθεί κάποιος να κάνει τα ψώνια στην ηλικιωμένη κυρία του διπλανού διαμερίσματος. Να βρει μια θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι για τον υπερήλικα του ισογείου. Να επισκεφθεί έναν ξεχασμένο συγγενή στο γηροκομείο. Να προσφέρει φιλοξενία και στοργή στις οικογένειες των φίλων που δεν ζουν πλέον.
Δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε έλεος. Είναι η στοιχειώδης ένδειξη ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει ελπίδα.
του Γιώργου Λακόπουλου για το protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου