Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες…

πηγή : Cogito ergo sum

(προσθήκη από antinewskilkis: με κλικ στον τίτλο κάθε άρθρου μεταφέρεστε στην πηγή του)

Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (1)
Σήμερα, σας καλώ να πάμε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, κάπου στα τέλη τής άνοιξης του 1922. Τότε, που στα λιμάνια τής Ελλάδας καταφθάνουν, το ένα μετά το άλλο, καράβια φορτωμένα με ξερριζωμένους κατοίκους του Πόντου, οι οποίοι αφήνουν την περιουσία τους και φεύγουν όπως-όπως από τον τόπο τους, προκειμένου να σώσουν τις ζωές τους από το κυνήγι των τούρκων. Στο πλευρό των τούρκων, μάλιστα, βρίσκονται και οι κούρδοι, οι οποίοι κάνουν φρούδα όνειρα πως θα οικειοποιηθούν την γη που αφήνουν πίσω τους οι έλληνες. Το κυνήγι είναι τόσο έντονο και η καταστροφή τού ποντιακού ελληνισμού είναι τόσο εκτεταμένη ώστε πολλοί στις μέρες μας κάνουν λόγο για γενοκτονία. Μάλιστα δε, κατόπιν εισήγησης του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, το 1994 η βουλή αναγνώρισε την γενοκτονία και ανακήρυξε την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο».
Επ’ ευκαιρία, ας δούμε κατά πόσο είναι δόκιμο να μιλάμε για «γενοκτονία των ποντίων» ή κατά πόσο είναι σωστότερη η έκφραση «καταστροφή τού ποντιακού ελληνισμού». Άλλωστε, προκειμένου για τον ελληνισμό ολόκληρης της Μικράς Ασίας, έχουμε υιοθετήσει την «μικρασιατική καταστροφή» και κανένας δεν έχει αντίρρηση. Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ψύχραιμη ματιά στην περίφημη «Μαύρη Βίβλο Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού», την οποία εξέδωσε το 1919 το Οικουμενικό Πατριαρχείο (*). Η εν λόγω «Βίβλος» περιλαμβάνει μια συστηματική καταγραφή των πάσης φύσεως διώξεων, που εξαπέλυσε το τουρκικό κράτος κατά τη χρονική περίοδο 1914-1918 εις βάρος του ελληνικού στοιχείου, που ήταν εγκατεστημένο στην επικράτειά του. Σύμφωνα με αυτή την καταγραφή τού Πατριαρχείου, το 1914 ο ελληνισμός αριθμεί στον Πόντο περί τις 400.000 ανθρώπους. Μια δεκαετία αργότερα, τα τρία τέταρτα απ’ αυτούς θα έχουν επιβιώσει είτε μετακινούμενοι σε άλλες περιοχές της Τουρκίας είτε μεταναστεύοντας προς την Ρωσσία είτε, οι περισσότεροι, ερχόμενοι στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι, κάπου 100.000 ψυχές, θα χάσουν την ζωή τους από τις -αναμφισβήτητες- τουρκικές διώξεις, από τις κακουχίες που πέρασαν κατά την μετανάστευσή τους, από την επιδημία τής ισπανικής γρίππης του 1918 αλλά και από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετώπισαν όταν έφτασαν στην Ελλάδα. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι τούρκοι (οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται από τα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και να φτιάξουν κράτος) δεν φαίνεται να φόνευσαν -είτε άμεσα είτε έμμεσα- πάνω από 12-15% των ποντίων ελλήνων, οπότε το ιδεολόγημα περί «γενοκτονίας των ποντίων» είναι μάλλον αστήριχτο.

Το Λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς στο Καραμπουρνού εν έτει 1922
Αλλά ας αφήσουμε τα παιχνίδια με τις λέξεις κι ας συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Όπως είπαμε πρωτύτερα, ανάμεσα στους πόντιους που χάθηκαν, βρίσκονται και μερικές δεκάδες χιλιάδων που καταφέρνουν να φτάσουν στην Ελλάδα αλλά δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν από τις συνθήκες που συναντούν εδώ και από την συμπεριφορά που δείχνει απέναντί τους τόσο ο γηγενής πληθυσμός όσο και το επίσημο ελληνικό κράτος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πτυχή τής ποντιακής τραγωδίας η οποία αποσιωπάται συστηματικά από το επίσημο κράτος και από τους λογής-λογής εθνικόφρονες, ελληνόφρονες και ελλαδέμπορους των τελευταίων εκατό χρόνων.

Πράγματι, οι πρόσφυγες που καταφέρνουν να πατήσουν σε ελληνικό έδαφος, αντιμετωπίζονται είτε με αδιαφορία (στην καλύτερη περίπτωση) είτε με ανοιχτά εκδηλούμενη εχθρότητα από τις τοπικές κοινωνίες και τις αρχές τους. Στην χώρα διασπείρεται η ολότελα ψευδής φήμη ότι οι «ξενομερίτες» πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, όπως ο εξανθηματικός τύφος και η χολέρα. Στην πραγματικότητα, όσοι πρόσφυγες είναι πραγματικά άρρωστοι, πάσχουν κυρίως από δυσεντερία, αφού στο πολυήμερο ταξίδι τους δεν είχαν την πολυτέλεια της καθαριότητας κι αναγκάστηκαν να φάνε μολυσμένες τροφές και να πιουν βρόμικο νερό.

Όμως, η φήμη εξαπλώνεται και οι αρχές, προσπαθώντας να ηρεμήσουν την κοινωνία, στοιβάζουν όλους τους πρόσφυγες (άρρωστους και μη) σε λοιμοκαθαρτήρια. Ουσιαστικά, τους φυλακίζουν, αφού ουδείς επιτρέπεται να βγει απ’ αυτά. Μόνο που τα λοιμοκαθαρτήρια της χώρας δεν είναι φτιαγμένα για να δέχονται χιλιάδες αρρώστων, οπότε η περίθαλψη που προσφέρεται σ’ αυτά είναι ανεπαρκέστατη. Έτσι, αντί να θεραπεύονται οι άρρωστοι, αρρωσταίνουν και οι υγιείς. Από την ανεκτίμητης αξίας πεντάτομη έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών «Η Έξοδος», σταχυολογούμε ενδεικτικά μερικές μαρτυρίες επιζησάντων:
– Ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού. Έναν μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της. (Μαρτυρία Ευγενίας Γαλανού, από την Τραπεζούντα) 
– Πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας απέθανον περί τις είκοσι χιλιάδες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό. (Μαρτυρία Χαράλαμπου Τσαχουρίδη, από την Τραπεζούντα) 
– Το πλοίο »Θέμις» που έφερε τέσσερις χιλιάδες ποντίους απ’ τον Καύκασο, όλοι πέθαναν. Από αρρώστιες πέθαναν. Και εξόν που πέθαναν, ο Άγιος Γεώργιος είχε γεμίσει και δε μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο. Όσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζαν. Τους έκαιγαν στο φούρνο για κάρβουνο. Όσοι απόμειναν τους κατέβασαν. Τρεις μήνες στάθηκε το »Θέμις» και δεν τους κατέβασαν. (Μαρτυρία Ιωάννου Παναγιωτίδη, από την Αργυρούπολη)
Αν τα παραπάνω ακούγονται ως υπερβολικά, ελάτε να διαβάσουμε μαζί ένα απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας «Εμπρός» από εκείνη την εποχή. Το άρθρο έχει τίτλο «Η τραγωδία των ελλήνων της Ρωσσίας» και οι υπογραμμίσεις γίνονται από την εφημερίδα:
Εν τελεία απογνώσει διατελούντες (σ.σ.: οι πρόσφυγες) και προ της απαισίας μορφής του χάρου, εις τον οποίον η πείνα καθημερινώς προσφέρει αναρίθμητα θύματα, ερρίφθησαν εις τα ναυλωθέντα υπό ιδιωτών ατμόπλοια πληρώσαντες ναύλον με τα ολίγα χρήματα, τα οποία εισέπραξαν από το τελευταίο ξεπούλημα των λειψάνων της κινητής περιουσίας των. Τοιουτοτρόπως ήρχισε το μεταναστευτικόν ρεύμα εκ Ρωσσίας υπό τα χειροτέρας και φρικτάς συνθήκας δια τους μεταναστεύοντας, αλλά και υπό τας δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις της Πατρίδος, εις τους κόλπους της οποίας καταφεύγουσιν ούτοι ωσάν εις παράδεισον φεύγοντας από την κόλασιν της Ρωσσίας. 
Πού να φαντασθούν οι κακόμοιροι, ότι κατόπιν τόσων βασάνων και μαρτυρίων και εδώ δεν τους περιμένει καλλιτέρα τύχη; 
Οι μέχρι σήμερον μεταναστεύσαντες πρόσφυγες εκ Ρωσσίας ανέρχονται εις 14 χιλιάδας περίπου. Εκ τούτων οι επί του τελευταίου ατμοπλοίου «Κίος» αφιχθέντες 5.400 απεστάλησαν εις Μακρόνησον, ένθα εγένοντο αι απαιτούμεναι εγκαταστάσεις. Οι δε εκ των πρώτων αφίξεων 8.600 κρατούνται εν τω λοιμοκαθαρτηρίω του Αγ. Γεωργίου και επί ατμοπλοίων. Επειδή δεν ελήφθησαν εγκαίρως τα απαιτούμενα υγειονομικά μέτρα της αραιώσεως, της απομονώσεως, της επιβαλλομένης καθαριότητος και διαίτης, επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνη περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών. Μεταναστεύσεις άνευ κρατικής προνοίας, άνευ λήψεως προηγουμένως πάντων των απαιτουμένων μέτρων τοιαύτα μόνον θλιβερά αποτελέσματα παρουσιάζουσι.
[Εφημερίδα «Εμπρός», 21/7/1922, σελ. 2]

Εφημερίδα «Εμπρός», 21/7/1922, μονόστηλο από την δεύτερη σελίδα (κλικ για μεγέθυνση)
[Απεικόνιση ως τρίστηλου για καλύτερη προσαρμογή στο παρόν κείμενο: Cogito ergo sum]  
Ανοίγουμε αγκύλη. Προσέξτε τον τρόπο με τον οποίο η εθνικόφρων εφημερίδα μιλάει για «πρόσφυγες εκ Ρωσσίας», αποφεύγοντας την λέξη «Πόντος» όπως ο διάβολος το λιβάνι και παραβλέποντας εκουσίως ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους πρόσφυγες κατέληξαν στην Ρωσσία επειδή αναγκάστηκαν να φύγουν από τα πατρώα χώματα του Πόντου όπως-όπως. Μη ξεχνάμε ότι εκείνες τις ημέρες ήταν αδήριτη πολιτικά η ανάγκη να συνδεθεί η προσφυγιά με τις διώξεις «υπό των ανταρτικών κατά των Σοβιέτ συμμοριών και υπ’ αυτής της Σοβιετικής αρχής» (και από τους μεν και από τους δε!), όπως αναφέρεται στο ίδιο άρθρο. Όπου δεν παραλείπεται να σημειωθεί και ότι «οι έλληνες της Ρωσσίας το πέμπτον ήδη έτος του μπολσεβικισμού ζουν με βάσανα και μαρτύρια φρικιαστικά και ανεκδιήγητα». Κλείνουμε την αγκύλη και πάμε σιγά-σιγά να κλείσουμε και το σημερινό κείμενο.

Αν η αναφορά σε φήμες περί προσφυγικών ασθενειών και εγκλεισμού των προσφύγων εκείνης της εποχής ανάγκασε το μυαλό σας να κάνει συνειρμούς με το σήμερα, αυτό σημαίνει ότι η κριτική σας ικανότητα δεν είναι στομωμένη. Κι αν σας παραξένεψε αυτό που διαβάσατε πριν λίγο περί Μακρονήσου, κάνετε λίγη υπομονή. Το ταξίδι μας μόλις άρχισε και θα μας πάρει λίγες μέρες για να το ολοκληρώσουμε, πολύ περισσότερο δε αφού δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα ταξιδεύουμε σε καθημερινή βάση.

Εννοείται ότι ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κάνει όσους παραλληλισμούς τού τότε με το τώρα νομίζει. Το ιστολόγιο δεν θα παρέμβει, εφ’ όσον αρέσκεται να υπερηφανεύεται για το επίπεδο σκέψης των αναγνωστών του.

———————————
(*) Η πιο πρόσφατη έκδοση της «Μαύρης Βίβλου Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού» έγινε από τις εξαιρετικές «Εκδόσεις Αρσενίδη» το 1996 σε έναν τόμο 418 σελίδων, τα τελευταία αντίτυπα του οποίου βρίσκονται ακόμη στην κυκλοφορία.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (2)
Στο προηγούμενο σημείωμά μας κάναμε αναφορά στην κατάσταση που συνάντησαν οι -ελληνικής καταγωγής, μη το ξεχνάμε!- πρόσφυγες μόλις έφτασαν στην Ελλάδα. Όλα αυτά δεν ήσαν παρά ένας ακόμη κρίκος στα βάσανα και την ταλαιπωρία που υπέστησαν από την στιγμή που εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Και λέμε «ένας ακόμη», μιας και δεν ήσαν λίγα όσα τράβηξαν κατά το πολυήμερο ταξίδι τους στον δρόμο της προσφυγιάς. Οι μαρτυρίες από την «Έξοδο», του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, είναι αποκαλυπτικές:
– Το ταξίδι από την Σαμψούντα μέχρι την Πόλη, διήρκεσε πέντε μέρες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μας θέριζε η δίψα. Τραβούσαμε νερό από την θάλασσα και το βράζαμε για να πιούμε. Συνέχεια πέθαιναν στο βαπόρι, τους ρίχνανε στη θάλασσα τους πεθαμένους. (Μαρτυρία Σοφίας Χατζίδου, από το Χατζίκιοϊ) 
– Χριστούγεννα του 1922 και Φώτα του 1923 ήμαστε στο Τιρέμπουλους της Συρίας, παραλιακή πόλη. Μας θέριζε η αρρώστια. Είχε πέσει τύφος και χολέρα. Μας βάλανε όλους σ’ ένα πλοίο και μας κρατήσανε στη θάλασσα, σαράντα μέρες καραντίνα. Από κει, μας πήγανε στο Μπαϋρούτ. Μάιος του 1923 ήτανε, μπήκαμε σ’ ελληνικό πλοίο και ήρθαμε Ελλάδα. (Μαρτυρία Αναστάσιου Βαρυτιμίδη, από την Νεοκαισάρεια)

Πόντιοι πρόσφυγες σε αντίσκηνα στο Κερατσίνι (1922)
Οπωσδήποτε, το δράμα όσων κινήθηκαν νότια, προς την Συρία, είναι ανείπωτο αλλ’ αυτό δεν σημαίνει πως πέρασαν καλύτερα εκείνοι που ταξίδεψαν μέσω της Πόλης. Μπορεί τότε να μην υπήρχαν Μόριες και Αμυγδαλέζες αλλά υπήρχε το διαβόητο στρατόπεδο στο Σελιμιέ:
– Για καραντίνα το είχανε, ένας μεγάλος κισλάς (σ.σ.: στρατώνας) ήτανε. Τι είδανε τα μάτια μας εκεί μέσα και πώς βγήκαμε ζωντανοί! Το συσσίτιο ήτανε ένα μαύρο ζουμί με μαϊμούδια μέσα και καμμιά φορά έβλεπες και κανένα φασόλι. Η αρρώστια κι ο θάνατος δεν λέγονταν. Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι, χάμω στις πλάκες, με ανθρώπους που πεθαίνανε. Τους πεθαμένους, κάθε μέρα πενηνταριές και κατοσταριές, τους βγάζανε με καροτσάκι και τους ρίχνανε σ’ ένα μεγάλο λάκκο σε μια ερημιά. Ο Θεός έβαλε το χέρι του και βγήκαμε ζωντανοί, όσοι γλιτώσαμε. (Μαρτυρία Ιπποκράτη Πετρίδη, από την Νεοκαισάρεια)
Σίγουρα, ο αναγνώστης θυμάται την αηδία που ένοιωσε πριν λίγα χρόνια από τον τρόπο με τον οποίο οι «ξύπνιοι» έλληνες επιχειρηματίες έπεσαν πάνω στους πρώτους σύρους πρόσφυγες που έφτασαν στον τόπο μας, για να τους γδάρουν. Όντως, είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς την «ειδική χρέωση για ξένους» του wi-fi, τα πέντε ευρώ για ενα μπουκαλάκι νερό ή τα δέκα ευρώ για φόρτιση του κινητού. Και όμως, παρόμοια ληστρική επίθεση από τους ντόπιους υπέστησαν οι -ελληνικής καταγωγής, το ξαναλέμε!- πρόσφυγες πριν έναν αιώνα:
– Στον Άγιο Γεώργιο (σ.σ.: λοιμοκαθαρτήριο στο Κερατσίνι), όπου υπηρέτησα ως υπάλληλος, πολλοί έρχονταν από τον Πειραιά με καΐκια στην καραντίνα και έκλεβαν ρουχισμό και άλλα πράγματα. Άνοιγαν στα απολυμαντήρια τα δέματα κι έκλεβαν μηχανές, χαλιά και άλλα. Ερχόταν ένα βαπόρι φορτωμένο με πρόσφυγες και πράγματα. Κατέβαζαν τους ανθρώπους και τους οδηγούσαν αμέσως στα απολυμαντήρια: κόψιμο τα μαλλιά αντρών και γυναικών και ίσια για τα λουτρά. Τα πράγματα έμεναν. Τα κατέβαζαν και τα στοίβαζαν κάτω από μια στέγη του απολυμαντηρίου και τα απολύμαιναν. (Μαρτυρία Ιωάννη Παναγιωτίδη, από την Αργυρούπολη)
Το ότι η απαράδεκτα σκληρή στάση τού ντόπιου πληθυσμού απέναντι στους πρόσφυγες οφειλόταν στον φόβο των επιδημιών, είναι μεν αλήθεια, πλην όμως είναι μισή. Πέρα από τον φόβο των επιδημιών, ήταν κι ένας απροσδιόριστος φόβος ότι οι πρόσφυγες θα καρπώνονταν τα προνόμια τών γηγενών και, ίσως-ίσως, ακόμη και τις περιουσίες τους. Για την φούντωση αυτού του φόβου φρόντισαν εκείνοι που ήθελαν να τον εκμεταλλευτούν προς δικό τους -πολιτικό ή οικονομικό- όφελος. Έτσι, οι «τουρκόσποροι» έγιναν εύκολα στόχος:
– Σ’ όλα τα μέρη δυσκολία βρίσκαμε. Άσκημα και ξένα μας φαίνονταν. Μιλούσαμε τούρκικα, δεν μας καταλαβαίνανε και μας βρίζανε κιόλας οι ντόπιοι. (Μαρτυρία Αναστάσιου Καραγκιαούρογλου, από την Λαοδίκεια) 
– Η πρώτη σκάλα που πιάσαμε στην Ελλάδα ήταν η Λευκάδα.Δε μας χώνευαν καθόλου εκεί. Μας λέγανε: «Δεν βούλιαζε καλύτερα το πλοίο σας, να πνιγείτε κι εσείς μαζί! Τρώτε το ψωμί μας». Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε λιγοστό ψωμί. Το μοιράζανε με δελτίο. Μπορεί να είχαν δίκιο. Είχαμε όμως κι εμείς δίκιο. Στον τόπο μας δεν μας έλειπε τίποτε. Γιατί να υποφέρουμε τώρα; (Μαρτυρία Σοφίας Χατζίδου, από το Χατζίκιοϊ)
Όσο κι αν ο κανόνας περιγράφεται με όσα είπαμε ως τώρα, αξίζει να σημειώσουμε ότι υπήρξαν και ανοιχτές τοπικές κοινωνίες, οι οποίες έδειξαν ανθρώπινο πρόσωπο. Όπως η πατρίδα τού μεγάλου Νίκου Καββαδία, το Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς:
– Την 1η Ιανουαρίου του 1923 βρισκόμαστε στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Από το Χαλέπι ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 1922. Στο Φισκάρδο παραμείναμε μέχρι το Μάιο του 1924. Εκεί ήμασταν περίπου τρεις χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου. Επίσης και στο Αργοστόλι υπήρχαν και στη Σάμη της Κεφαλονιάς. Το μεν Φισκάρδο, ως κέντρον φιλελευθέρων πολιτών, μας υποδέχτηκε, μαζί με τα χωριά, και μας εφιλοξένησαν στα σπίτια τους μέχρι της φυγής μας από εκεί για την Μακεδονία. Τουναντίον δε η Σάμη και δη στην Αγία Ευφημία (σ.σ.: Πύλαρος) ήσαν μισοπρόσφυγες (σ.σ.: αυτοί που μισούν τους πρόσφυγες, κατά το »μισέλληνες»). Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και, όταν αποβιβαστήκαμε στην Σάμη, άλλους ύβρισαν και άλλους εχλεύασαν. Τον δε εφοπλιστή Βερωτή που μας έφερε, τον ύβρισαν και αυτόν που μας έφερε. (Μαρτυρία Σταύρου Λαζαρίδη, από το Βεζύρ Κιοπρού)

Πόντιοι πρόσφυγες στο λιμάνι της Κέρκυρας (1922)
Μιας και μιλάμε για την Κεφαλλονιά, να πούμε ότι χρειάστηκε να περάσουν εφτά χρόνια για να δοθεί λύση στο πρόβλημα στέγασης των προσφύγων. Το 1929 απαλλοτριώθηκε μια έκταση στα νότια του Αργοστολιού (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το 3ο δημοτικό σχολείο), όπου οικοδομήθηκε ο αλήστου μνήμης «Προσφυγικός Συνοικισμός». Ουσιαστικά, επρόκειτο για ένα μονοκόμματο κτηριακό συγκρότημα, τελείως προχειροφτιαγμένο, με ελάχιστες και άθλιες υποδομές, το οποίο άνετα θα το χαρακτήριζε κανείς ως γκέττο. Εκεί στοιβάχτηκαν οι πρόσφυγες επί 24 χρόνια. «Ευτυχώς», ήρθε ο σεισμός του 1953 και ισοπέδωσε αυτό το γκέττο, συμβάλλοντας έτσι (έστω και de facto) στην ολοκληρωτική ένταξη των προσφύγων στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Κάπου εδώ θα κάνουμε μια στάση. Πάρτε μιαν ανάσα και επιστρατεύστε όλες τις αντοχές σας διότι το ταξίδι συνεχίζεται.

Υστερόγραφο: Είχα ήδη κλείσει το σημερινό κείμενο, όταν έφτασε στην ηλεκτρονική μου θυρίδα ένα γράμμα με αναφορά  στους «πρόσφυγες εκ Ρωσσίας», περί των οποίων κάναμε λόγο χτες. Επειδή αξίζει τον κόπο να σταθούμε λίγο περισσότερο εδώ για να ρίξουμε μια καλύτερη ματιά και σε τούτο το «αξιοθέατο», υπομονή μέχρι το επόμενο σημείωμα.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (3)
Ενώ το ταξίδι μας στο 1922 συνεχίζεται, σήμερα θα κάνουμε μια κοντινή εκδρομή λίγα χρόνια πιο πίσω, κάπου στα μέσα τού Νοεμβρίου του 1918. Στις 11 του μηνός, σε ένα βαγόνι στην γαλλική Κομπιέν, η Γερμανία υπογράφει την άνευ όρων συνθηκολόγησή της και έτσι τερματίζεται τυπικά ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι τελικές διευθετήσεις (ο θεός να τις κάνει διευθετήσεις… τέλος πάντων) θα γίνονταν με τις πέντε συνθήκες των Παρισίων (Βερσαλλιών, Αγίου Στεφάνου, Νεϊγύ, Τριανόν και Σεβρών), οι οποίες θα υπογράφονταν διαδοχικά από τον Ιούνιο του 1919 έως τον Ιούλιο του 1923.

Κι ενώ οι νικητές ετοιμάζονται να κατασπαράξουν το αιμάσσον κουφάρι τής Γερμανίας και των συμμάχων της, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τρώει με μανία τα νύχια του και ξύνει το κεφάλι του, προσπαθώντας να βρει κάποιον τρόπο για να τσιμπήσει κι αυτός το κατιτίς του. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα διότι η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο μόλις το καλοκαίρι του 1917, οπότε δεν μπορούσε να προσδοκά σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα. Άμα, όμως, υπάρχει καλή καρδιά, όλα γίνονται! Πάμε να δούμε πώς;

Πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι, με το οποίο έβαλαν τις υπογραφές τους ο στρατάρχης Φος και ο Ματίας Έρτζμπεργκερ σ’ εκείνο το βαγόνι στην Κομπιέν, οι γάλλοι αποφασίζουν να τα βάλουν με έναν ακόμη μεγάλο εχθρό τους, μεγαλύτερο κι από την Γερμανία. Ήταν η Ρωσσία, όπου έχει ήδη επικρατήσει η επανάσταση των μπολσεβίκων. Καθώς το φάντασμα του κομμουνισμού πλανιέται όλο και πιο έντονα πάνω από την Ευρώπη, η Γαλλία δείχνει αποφασισμένη να τσακίσει την ρωσσική αρκούδα πριν το κομμουνιστικό δηλητήριο αρχίσει να μεταδίδεται προς δυσμάς.

Ο δαιμόνιος γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ αντιλαμβάνεται τι έχει ο Βενιζέλος στο μυαλό του και ρίχνει το δόλωμα: η Δύση θα εκτιμήσει ανάλογα κάθε σύμπραξη και βοήθεια στις επερχόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των «ερυθρών» στην Κριμαία. Ο Βενιζέλος τσιμπάει αμέσως το δόλωμα και δεσμεύεται να θέσει τρεις μεραρχίες στην διάθεση οποιασδήποτε στρατιωτικής επιχείρησης με συμμαχικό χαρακτήρα. Και κάπως έτσι, η μικρά πλην τιμία Ελλάς έστειλε τα παιδιά της να χύσουν το αίμα τους, άνευ λόγου και αιτίας, στην χερσόνησο της Κριμαίας. Οι δε έλληνες της περιοχής είδαν τον εθνικό στρατό ως «απελευθερωτή» από τους «κακούς κομμουνιστές» (βοηθούσης και της απαραιτήτου προπαγάνδας, φυσικά!) και του πρόσφεραν αμέριστη βοήθεια.

25 Μαρτίου 1919: Ο κόκκινος στρατός μπαίνει στην Οδησσό, απελευθερώνοντάς την από τους έλληνες.
Δυστυχώς για τον Βενιζέλο αλλά και για τον Κλεμανσώ, η προσπάθεια για «εξαγωγή δημοκρατίας» στην Ρωσσία δεν βάσταξε παρά λίγους μήνες και έληξε άδοξα. Στις 31 Μαρτίου 1919, η γαλλική διοίκηση ειδοποιεί την ελληνική κυβέρνηση ότι η εκστρατεία τερματίζεται και δίνει προθεσμία μόλις τεσσάρων ημερών στους ελληνικής καταγωγής μονίμους κατοίκους της περιοχής να προετοιμαστούν για την επόμενη μέρα. Τέσσερις μόνον ημέρες για να συμμαζέψουν… τι; Τα ασυμμάζευτα; Το μόνο που τους μένει ώστε να γλιτώσουν την τιμωρία για την αντεπαναστατική τους στάση, είναι όχι να συμμαζέψουν αλλά να μαζέψουν και να φύγουν κακήν-κακώς. Επικρατεί πανικός. Οι έλληνες ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια από τα προξενεία αλλά εισπράττουν μια κυνική απάντηση υπό την μορφή ερωτήματος: «προτιμάτε την περιουσία σας ή την ζωή σας;».

Πίσω, στην Ελλάδα, ο κόσμος δεν έχει πάρει χαμπάρι. Ο Βενιζέλος βλέπει από νωρίς ότι τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου και επιβάλλει λογοκρισία, κόβοντας και διαστρεβλώνοντας τις κακές ειδήσεις από το μέτωπο. Ακόμη και οι τραυματίες δεν επαναπατρίζονται αλλά στέλνονται στην Πόλη, για να μη δημιουργηθούν «κακαί εντυπώσεις».

Στην Κριμαία, δεν αργεί να αρχίσει η εκκένωση. Ο Ευθύμιος Κανελλόπουλος, πρεσβευτής και ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, συμφωνεί με τους γάλλους να παραμείνουν οι πρόσφυγες προσωρινά στην Πόλη αλλά σύντομα αποφασίζεται η αποστολή τους στην Θεσσαλονίκη. Οι πρώτες αφίξεις καταλαμβάνουν τον ντόπιο πληθυσμό εξαπίνης. Ο Κανελλόπουλος μιλάει για 26.000 πρόσφυγες αλλά η Οδησσός κάνει λόγο για 50.000 έως 60.000. Οι λαϊκές αντιδράσεις αρχίζουν. Η κυβέρνηση πανικοβάλλεται. Ο Βενιζέλος προτείνει στους γάλλους τέσσερις εναλλακτικούς τόπους εγκατάστασης των προσφύγων: δυτική Κριμαία, Τραπεζούντα, Κωστάντζα, Κωνσταντινούπολη. Η Γαλλία απορρίπτει και τις τέσσερις προτάσεις.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει την εισροή των προσφύγων. Με απλά λόγια: για την κυβέρνηση, οι έλληνες πρόσφυγες της Κριμαίας είναι ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα. Αυτά που ακούγονται από επίσημα χείλη, είναι αποκαλυπτικά:
– Η παρουσία των προσφύγων ενταύθα θα εδημιούργει ηθικόν και υλικόν κλονισμόν. (Αλέξανδρος Διομήδης, αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών)
– Η εδώ άφιξις τοιούτων προσφύγων φοβούμαι ότι θα γεννήση δυσαρέστους εντυπώσεις εις την κοινήν γνώμην, μάλιστα δε τερατολογίας και ψευδολογίας πολλάς από τα εργαστήρια των αντιδραστικών. (Εμμανουήλ Ρέπουλης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εσωτερικών)
– Σημαντικόν μέρος των εν Ρωσσία Ελλήνων προσέκειτο εις το καταλυθέν τσαρικόν καθεστώς και, ως αντελήφθην, τα πνεύματα των εκείθεν ερχομένων, υπό το κράτος της πληξάσης αυτούς δυστυχίας, είναι ήκιστα ευνοϊκώς διατεθειμένα υπέρ ημών. Φοβούμαι δε, ως εκ τούτου, μη ούτοι αποτελέσωσι εν Ελλάδι στοιχείον εκμεταλλεύσιμον επί εσωτερικής ανωμαλίας. (Ευθύμιος Κανελλόπουλος, πρεσβευτής και ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη)
Λίγο αργότερα, ο Ρέπουλης τηλεγραφεί στον Βενιζέλο:
-Έφθασεν ήδη Κωνσταντινούπολιν ατμόπλοιον κομίζον τους πρώτους πεντακοσίους, προοριζομένους δια Θεσσαλονίκην… Τοιαύτη τώρα εδώ αθρόα μεταφορά χιλιάδων προσφύγων θα έκαμνε δυσάρεστον εντύπωσιν, λαμβανομένων μάλιστα υπ’ όψιν και των αφηγήσεων αυτών, τας οποίας δεν γνωρίζομεν τι θα είνε, και την εκμετάλλευσιν υπό αντιδραστικών… Οπωσδήποτε δέον να παρέλθη τουλάχιστον χρόνος τις, ώστε να τους φέρωμεν κατά δόσεις και όχι αθρόως. Τοιουτοτρόπως θα δυνηθώμεν να δώσωμεν ημείς εις αυτούς και τας αναγκαίας οδηγίας, ώστε παρουσία των να χρησιμοποιηθή κατά αντιπολιτευομένων και κατά Μπολσεβικισμού.
Και ο Βενιζέλος συμφωνεί:
– Εάν γίνη δεκτή η πρότασις περί τμηματικής μεταφοράς, μειούται η τυχόν κακή εντύπωσις και παρέχεται χρόνος προς λήψιν καταλλήλων μέτρων και ανακούφισιν κοινής γνώμης.
Μέχρι τα τέλη Απριλίου 1919, θα φτάσουν στην Θεσσαλονίκη κάπου είκοσι καράβια με είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Για την προσωρινή στέγασή τους, ο γάλλος στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης κατά τον Α’ Π.Π. Λουί Φρανσέ ντ’ Εσπερέ (κατά τους λογίους, Δεσπεραί) παραχωρεί τα γαλλικά στρατιωτικά νοσοκομεία στην Μίκρα, συνολικής χωρητικότητας 5.000 κλινών. Οι υπόλοιποι βολεύονται όπως-όπως σε πρόχειρα παραπήγματα στην «συνοικία των Πύργων» (ή «συνοικία των Εξοχών» ή, απλώς, Χαμηδιέ), νοτιοανατολικά τής πόλης. Σύντομα, η κυβέρνηση κάνει δεκτό το αίτημα των προσφύγων να τους επιτραπεί να μεταναστεύσουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αφού πολλοί κατάγονταν από τον Πόντο, την Πόλη, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κλπ. Έτσι, οι περισσότεροι φεύγουν.

Απρίλιος 1919: Πρόσφυγες από την Κριμαία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης
Φαίνεται ότι, έστω και κουτσά-στραβά, το πρόβλημα με τους πρόσφυγες οδεύει προς την λύση του και ο Βενιζέλος έχει κάθε λόγο να ανασαίνει με ανακούφιση. Πολύ περισσότερο δε, αφού περιμένει και την ανταμοιβή του από τους γάλλους για την συμμετοχή τής χώρας στην εκστρατεία της Κριμαίας: την Σμύρνη! Τότε, ο «μεγάλος εθνάρχης» δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ενάμισυ χρόνο αργότερα θα έχανε τις εκλογές και στις 5 Νοεμβρίου 1920 θα έπαιρνε τον Ρέπουλη και θα έφευγαν στο Παρίσι ως αυτοεξόριστοι…

Επίλογος. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι «πρόσφυγες εκ Ρωσσίας» υπήρξαν αλλά όχι το 1922, όπως έγραψε η εφημερίδα «Εμπρός». Το εκ Ρωσσίας πρόβλημα δημιουργήθηκε και τακτοποιήθηκε (όπως τακτοποιήθηκε, εν πάση περιπτώσει) τρία χρόνια νωρίτερα.

Να προσφέρω και ένα κερασάκι, ως υστερόγραφο; Ένα από τα προβλήματα των προσφύγων, που έπρεπε να επιλύσει ο Βενιζέλος, ήταν τα χρήματα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες. Ο «εθνάρχης» έτρεμε στην ιδέα ότι τα ρωσσικά ρούβλια θα διοχετεύονταν στην αγορά, ανατρέποντας τις ισορροπίες. Όπως ξεκαθάρισε ο ίδιος, «είναι απολύτως αδύνατον να αναλάβη το κράτος την ευθύνην ανταλλαγής των ρουβλίων προς δραχμάς». Τελικά, πολύ καιρό μετά, η ισοτιμία ορίστηκε στο εξευτελιστικό «τέσσερα ρούβλια η δραχμή», αντί του φυσιολογικού «δυόμισυ δραχμές το ρούβλι». Ήταν το τελευταίο χαστούκι που δέχτηκαν οι «πρόσφυγες εκ Ρωσσίας». Βέβαια, μέσα στην επόμενη τριετία θα έχανε και η δραχμή το 85% της αξίας της αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (4)
Ας επιστρέψουμε, όμως, στις αρχές καλοκαιριού του 1922 και στους πρόσφυγες που καταφθάνουν από τον Πόντο. Όπως είπαμε ήδη, η κοινή γνώμη κάθε άλλο παρά βλέπει με μάτι συμπαθείας τούς «γιαουρτοβαφτισμένους», χειραγωγούμενη από μια σπέκουλα κατά των προσφύγων, η οποία καλά κρατεί. Και το πιο απλό επιχείρημα αυτής της σπέκουλας δεν είναι άλλο από την «υγειονομική απειλή» που τάχα συνιστούν οι πρόσφυγες. Μάλιστα δε, το ζήτημα φτάνει μέχρι την βουλή! Τα πρακτικά από την συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 1922 είναι αποκαλυπτικά. Ας τα δούμε όπως καταγράφονται στην εφημερίδα «Εμπρός» της επόμενης μέρας:
    Ο κ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ (σ.σ.: βουλευτής της αντιπολίτευσης) ερωτά την Κυβέρνησιν τίνα μέτρα έλαβε διά το ζήτημα των εν Λοιμοκαθαρτηρίω Αγίου Γεωργίου της Σαλαμίνος προσφύγων εκ Ρωσσίας, εφ’ όσον πρόκειται περί της υγείας των κατοίκων της πόλεως της Σαλαμίνος και απάσης της Ελλάδος, γνωστού όντως ότι υπάρχουσι πολλοί πάσχοντες και θνήσκοντες εκ χολέρας και εξανθηματικού τύφου. Επομένως απόλυτος και επίγουσα ανάγκη επιβάλλει την λήψιν άμεσων μέτρων και δήλωσιν της Κυβερνήσεως ίνα καθησυχάσει το δημόσιον φρόνημα.
    Ο κ. ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ (σ.σ.: βουλευτής της αντιπολίτευσης) λέγει ότι, ως πληροφορείται, ο κ. υπουργός των Εσωτερικών λαμβάνει η έλαβεν μέτρα σύντονα προς άρσιν του κινδύνου κατά της υγείας των Σαλαμινίων αλλά και κατά της υγείας των πόλεων Πειραιώς και Αθηνών. Η ανακοίνωσις των μέτρων του κ. Υπουργού ίσως θα μας απαλλάξη της περαιτέρω συζητήσεως.
    Ο κ. ΣΤΡΑΤΟΣ (σ.σ.: υπουργός εσωτερικών) λέγει ότι η Κυβέρνησις ευρέθη προ ημερών απέναντι ενός αληθούς αιφνιδιασμού όταν ήρχισαν να καταπλέουν εκ του Ευξείνου ατμόπλοια κομίζοντα πρόσφυγας Ελληνας εκ Ρωσσίας οι οποίοι ουδόλως ανεμένοντο. Οι πρόσφυγες αυτοί ανήλθον εις 8.600 περίπου. Η κατάστασίς των ήτο ελεεινή υπό πάσαν έποψιν. Το Κράτος ώφειλε να φροντίση αφ’ ενός διά την συντήρησιν αυτών και αφ’ ετέρου διά τον αιφνιδιασμόν. Τα μέσα ήσαν ανεπαρκή αλλά το λοιμοκαθαρτήριον ανέπτυξεν έκτακτον δραστηριότητα παρά τα ελλείψεις τα οποίας είχε τόσον εις απολυμαντικούς κλιβάνους όσον και εις μαγειρεία όπως ικανοποιήση τας ανάγκας της διατηρήσεως και καθάρσεως τοσούτου πληθυσμού.

Εφημερίδα «Εμπρός», 23/6/1922 – απόσπασμα άρθρου από την 3η σελίδα (κλικ για μεγέθυνση)
[Περικοπή αποσπάσματος και προσαρμογή του σε τρίστηλο για το παρόν κείμενο: Cogito ergo sum]
Στην συνέχεια του λόγου του, ο Νικόλαος Στράτος αποτυπώνει το κλίμα της εποχής:
    Είναι εύλογον ότι οι περίοικοι γνωρίζοντες ότι ο πληθυσμός αυτός αφίκετο εκεί να νομίζη ότι όλοι ήσαν χολεριώντες αλλά δεν είναι ακριβές. Οι χολεριώντες εν αριθμώ σοβαροτάτω αλλ’ όχι να παρέχωσι τον κίνδυνον της αμέσου μεταδόσεως εις την νήσον Σαλαμίνα και τον πειραιά και τα Αθήνας επομένως. Όλα τα μέτρα της απομονώσεως ελήφθησαν μετά πάσης αυστηρότητος. Ότι δε επέτυχον τα μέτρα ταύτα απόδειξις είνε ότι ουδέν συνέβη το δυσάρεστον εις όλην την περιοχήν.
Προσέξτε την ευκολία με την οποία ο υπουργός κάνει λόγο για «χολεριώντες εν αριθμώ σοβαροτάτω», παρ’ ότι ουδέποτε κατεγράφη επίσημα οποιοδήποτε κρούσμα χολέρας μεταξύ των προσφύγων. Ίσως, ο υπουργός παρασύρθηκε από το γεγονός ότι στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου περιθάλπονταν «χολεριώντες» από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο ίδιος, εν τη ρύμη του λόγου του, αποκαλύπτει ακουσίως την αλήθεια:
    Εκ των ελθόντων ζώντων εις το λοιμοκαθαρτήριον προσφύγων 466 ήσαν ασθενείς εξ ων 80 ύποπτοι χολέρας (σ.σ.: τελικά, ύποπτοι χολέρας ή χολεριώντες;) και 136 εκ δυσεντερίας τα άλλα ήσαν συνήθη νοσήματα.
Και αν παραξενευτήκατε που στα προηγούμενα αποσπάσματα δεν διαπιστώσατε ισχυρή κόντρα μεταξύ γουναρικών (κυβέρνηση) και βενιζελικών (αντιπολίτευση), ετοιμαστείτε να εκπλαγείτε ακόμη περισσότερο:
    ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ μετά τας ανακοινώσεις του κ. υπουργού, έχει την ευχάριστον υποχρέωσιν να επικροτήση εις τα αληθώς παντοία μέτρα άτινα έλαβε αλλά παρακαλεί θερμότατα να εντείνη την αυστηρότητα παντός μέτρου προς πλήρη αποκλεισμόν από πάσης δυνατής και επικινδύνου επικοινωνίας των πέριξ μετά των πλοίων των προσφύγων εξ ων τόσοι κίνδυνοι κρέμανται κατά της Δημοσίας υγείας.
    ΣΤΡΑΤΟΣ
. Σας πληροφορώ ότι καθ’ εκάστην εσπέραν και μεσημβρίαν λαμβάνω αναφοράν περί των μέτρων αυτών απηγορεύθη δε αυστηρότατα και η αλιεία εις τα πέριξ (σ.σ.: !) επεστήθη δε και η προσοχή του εισαγγελέως (σ.σ.: !!) και των λιμενικών ακόμη αρχών.
Με δυο λόγια, η κυβέρνηση έβαλε τους πρόσφυγες σε πλήρη απομόνωση και απαγόρευσε ως και την αλιεία «εις τα πέριξ» (και δη, «αυστηρότατα»), επειδή μερικές δεκάδες προσφύγων είχαν πάθει διάρροια (εντερικά, κατά το κοινώς λεγόμενο) από το μολυσμένο νερό και τις χαλασμένες τροφές που κατανάλωσαν στο πολυήμερο ταξίδι τους.

Το λοιμοκαθαρτήριο στην νησίδα Άγιος Γεώργιος Σαλαμίνας
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμμία διάθεση να συγκρουστεί με την αγόμενη και φερόμενη κοινή γνώμη. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Ιουνίου 1922, το υπουργικό συμβούλιο είχε πάρει την απόφαση να μεταφέρει όλους τους πρόσφυγες στην Μακρόνησο. Αλλά γι’ αυτό το ζήτημα θα πούμε περισσότερα στην συνέχεια.

Κάπου εδώ, θα κάνουμε μια στάση, να καρναβαλιστούμε απερίσπαστοι και θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας μετά την Καθαρή Δευτέρα. Στο μεταξύ, ας ενημερώσει κάποιος τον κ. Αθανάσιο Τζήμερο, τον κ. Κωνσταντίνο Μπογδάνο και τους λοιπούς ομοίους τους ότι δεν έχουν λόγο να θεωρούν εαυτούς ευφυείς και πρωτοποριακή την πρότασή τους να μαζέψουμε όλους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και να τους μαντρώσουμε στην Μακρόνησο και σε άλλα ξερονήσια. Ούτε ευφυείς είναι ούτε πρωτοπόροι. Ανιστόρητοι είναι.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (5)
Στο προηγούμενο σημείωμά μας αναφέραμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την περί των ποντίων προσφύγων συζήτηση, η οποία έγινε στην βουλή στις 22 Ιουνίου 1922. Πηγή μας ήταν ένα άρθρο από την εφημερίδα «Εμπρός» της επόμενης μέρας, το οποίο δημοσιεύσαμε ως φωτογραφία. Όσοι αναγνώστες έκαναν τον κόπο να μεγεθύνουν την φωτογραφία και να διαβάσουν ολόκληρο εκείνο το άρθρο, θα πρέπει να διαπίστωσαν ότι ο υπουργός εσωτερικών Νικόλαος Στράτος είπε στην ομιλία του και τα εξής ενδιαφέροντα:
Ήδη γίνεται εγκατάστασις εις Μακρόνησον όπου τοποθετούνται σκηναί και μαγειρεία, απολυμαντικοί κλίβανοι και όλα τα χρειώδη, πιστεύομεν δε ότι εντός δύο ημερών θα αρχίση η μεταφορά. Πρόκειται περί εγκαταστάσεως ολοκλήρου πληθυσμού μικράς πόλεως. Εχρησιμοποίησαν εν τούτοις παν ό,τι ήτο δυνατόν ούτως ώστε οι πρόφυγες να σωθούν κατόπιν της εγκαταστάσεώς των εις Μακρόνησον εξ όλων αυτων των δεινών. 
Ίσως, η αναφορά τής Μακρονήσου να ξενίζει πολλούς αναγνώστες, μιας και αυτό το «διαβολονήσι» είναι στους περισσότερους γνωστό μόνον ως τόπος εξορίας των κομμουνιστών. Ιστορικά, ας σημειώσουμε ότι, αν και βρίσκεται μια ανάσα από τις ακτές της Αττικής, η Μακρόνησος κατοικήθηκε ελάχιστα στο διάβα των αιώνων, αφού το έδαφός της είναι εξαιρετικά άγονο ενώ δεν έχει ούτε νερό. Οι ιστορικοί ερευνητές καταγράφουν τα τελευταία ίχνη ανθρώπινης ζωής στο νησί περί τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δεκατρείς αιώνες για να ξαναπατήση άνθρωπος στην Μακρόνησο. Αυτό έγινε κατά την διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1912-1913), οπότε και μεταφέρθηκαν εκεί, ως αιχμάλωτοι, τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την λήξη των πολέμων. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το νησί χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης όσων ρώσσων στρατιωτών θεωρούνταν «ύποπτοι επί μπολσεβικισμώ». Και στις δυο περιπτώσεις, οι κρατούμενοι αποδεκατίστηκαν από τις αρρώστιες και τον υποσιτισμό.

Εφημερίδα «Εμπρός», 10/6/1922
Από τότε, το νησί ξαναερήμωσε, ώσπου φτάνει το ξημέρωμα της 10ης Ιουνίου 1922. Αν και την προηγούμενη μέρα η θυελλώδης συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης τελειώνει γύρω στα μεσάνυχτα, ο πρωθυπουργός  Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης συγκαλεί αμέσως το υπουργικό συμβούλιο, για να συζητηθεί το πρόβλημα των ποντίων προσφύγων και να ληφθούν αποφάσεις. Οι αποφάσεις λαμβάνονται πριν βγει ο ήλιος της 10ης Ιουνίου. Ας δούμε τι έγινε εκείνη την νύχτα, έτσι όπως τα καταγράφει η εφημερίδα «Εμπρός», η οποία κυκλοφορεί το ίδιο απόγευμα:
Μετά την λήξιν της συνεδριάσεως (σ.σ.: ενν. της εθνοσυνελεύσεως) συνήλθε το Υπουργικόν Συμβούλιον εις σύσκεψιν καθ’ ην συνεζητήθη το ζήτημα της εγκαταστάσεως των προσφύγων. Απεφασίσθη δε όπως εγκατασταθούν όλοι εις την Μακρόνησον. Προς τούτο θα εγκατασταθούν σήμερον συνεργεία όπως συμπήξουν παραπήγματα και σκηνάς. Θ’ αρχίση δε και η τροφοδοσία των.
    Μετά την απολύμανσίν των και την εξυγίανσιν θα τοποθετηθούν εις διάφορα μέρη και άλλοι παρά ταις οικογενείαις των.

[Εφημερίδα «Εμπρός», 10/06/1922, σελίδα 4] Η επιλογή τού χώρου δεν είναι τυχαία. Παρ’ ότι το νησί βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το Λαύριο (2,5 ναυτικά μίλια, ήτοι 4,6 χιλιόμετρα) και διαθέτει ακτογραμμή μήκους 28 χιλιομέτρων, τα ισχυρά ρεύματα καθιστούν αδύνατη την δραπέτευση κάποιου απ’ αυτό, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Η μόνη επίσημα καταγεγραμμένη δραπέτευση είναι εκείνη του δεκανέα Γιάννη Λιβανίδη, ο οποίος κατάφερε να φτάσει κολυμπώντας απέναντι αλλά τον έπιασαν και τον έστειλαν πάλι πίσω.

Την εμπειρία τους από την «εξυγίανσή» τους στην Μακρόνησο, αφηγούνται οι ίδιοι οι πρόσφυγες και την μαρτυρία τους καταγράφει το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών στον τρίτο τόμο τής πεντάτομης «Εξόδου»:
– Στην Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. (…) Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Απ’ τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το «Κίος», μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε. (…) Την αρρώστια στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε από το Λαύριο νερό κι εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουλικιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και… καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν, μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. (…) Ξέχασα να σου πω ότι κάπου-κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ενα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι. (Μαρτυρία Ιγνάτιου Ορφανίδη, από τον Άη-Έννες)
– Μας κατέβασαν στη Μακρόνησο, Αύγουστο μήνα. Μείναμε σαράντα μέρες στην καραντίνα. Ήταν επιδημία. Το βράδυ δεν είχες τίποτα και το πρωί σηκωνόσουν άρρωστος. Πέθαινε κόσμος. Μερικοί που μπαίναν στο νοσοκομείο γίνονταν καλά και, όταν βγαίναν έξω, δεν είχαν να φάνε και πέθαιναν. (Μαρτυρία Σοφίας Παντελίδου, από την Αργυρούπολη)
– Μόλις πλησιάσαμε τη Σαλαμίνα, μαζί με πέντε-έξι πλοία φορτωμένα, απ’ τη Σαλαμίνα μάς φώναξαν: »Εϊ! Πού έρθετε! Εμείς εχάθαμε!». Μας εσήκωσαν απ’ τη Σαλαμίνα. Δεν μας ξεφόρτωσαν. Μας έφεραν στη Μακρόνησο. Μας έβαλαν σε κάτι θάμνους μέσα, με τα πράματά μας. Σκάψαμε κάτι έρημα μέρη, στήσαμε τέντες. Εστησαν κάτι σανίδια, μας έλουσαν, μας κούρεψαν. (…) Νερό δεν είχαμε. Ξερό είναι το νησί. Τα παιδιά φώναζαν. Ζητούσαν νερό. Βρήκαμε κάτι γλυφές πηγές. Μας τροφοδοτούσε ο Γιαννουλάτος. Ανέλαβε και έστησε σκηνές, μαγειρεία. Από εφτάμιση χιλιάδες άτομα πέθαναν οχτακόσιοι από πείνα και αρρώστειες. Χολέρα, τι ήταν, δεν ξέρω. Μας τάισαν κατσικίσιο κρέας και αρρωστήσαμε. Μια γυναίκα βγήκε απ’ τον τάφο, όπου τη θάψανε. Δεν είχε πεθάνει. (Μαρτυρία Αλκιβιάδη Αφεντουλίδη, από την Αργυρούπολη).

Μακρόνησος, 1922 (Φωτογραφία από το National Geographic). Για περισσότερες συγκλονιστικές
φωτογραφίες της Μακρονήσου από εκείνη την εποχή, δείτε την σελίδα του ιστολογίου στο Facebook.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πρόσφυγες που έφτασαν το 1922 στην Ελλάδα από τον Πόντο, ήσαν σχεδόν στο σύνολό τους είτε φτωχοί είτε πάμφτωχοι. Όπως γράφει ο Ιωάννης Αβραμίδης από την Αργυρούπολη σε χειρόγραφο που παραχώρησε στους συντάκτες τής «Εξόδου»:
Μεταβαίνοντες εις Ελλάδα, εγνωρίζομεν εκ των προτέρων ότι η Ελλάς είναι μικρόν κράτος και δεν θα αντεπεκρίνετο εις την συντήρησιν των πολλών προσφύγων, οι οποίοι συνέρρευσαν εκεί. Δεν είχομεν τα απαιτούμενα διά να μεταβαίνομεν εις άλλας πλουσίας χώρας, όπως έκαμαν πολλοί και μετέβησαν άλλοι εις Γαλλίαν και άλλοι εις Αμερικήν.
Στο βιβλίο που εξέδωσε το 1933 με τίτλο «Αυτοί που δέρνει ο άνεμος», ο πόντιος πρόσφυγας, κατοπινός βουλευτής της ΕΔΑ και δις «φιλοξενούμενος» της Μακρονήσου (μία ως πρόσφυγας και μία ως πολιτικός εξόριστος) Ευτύχιος Γιαρένης συγκλονίζει:
Μα ποιό μέρος είναι αυτό, πώς το λέγανε; Δεν είχε ούτε ένα σπίτι, δεν είχε ούτε λίγο νερό να πιουν, να πλυθούν, να ξεβρωμίσουν, ένα δένδρο, λίγη βλάστηση; (…) Χάθηκε τόσος τόπος, να βρεθεί μια άκρη, μια γωνιά σ’ ολόκληρη τη χώρα, που να έχει, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον νερό! Να ξεδιψάσουν αυτοί, να βρέξουν και τα φλογισμένα απ’ τον πυρετό χείλη των αρρώστων! Κράτα την αναπνοή σου για να ακούσεις. Στηρίξου κάπου να μην πέσεις! Μακρόνησος. Έτσι λεγόταν ο τόπος, που πρωτόρθαμε στη μάνα γη. Μακρόνησος είναι το όνομα, που θυμίζει φρίκη και ντροπή. Γιατί μας φέρανε σ’ αυτό τον τρισκατάρατο τόπο; Ποιά εγκληματικά μυαλά το απεφάσισαν; Πουθενά, πουθενά δεν αναφέρεται, ότι εκεί πήγαν και πολλούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, για εξόντωση. Αυτό ας είναι μια μαρτυρία για αυτούς, που θα γράψουν τη μελλοντική ιστορία. Ας μην κρύψει κανένας τη ντροπή εκείνη…
Μπορεί να είναι περιττό αλλά θα σημειώσω ακόμη μια φορά ότι οι πρόσφυγες στους οποίους αναφερόμαστε μέχρι τώρα σε τούτη την σειρά κειμένων, δεν είναι ούτε αφγανοί ούτε πακιστανοί ούτε σομαλοί ούτε άλλης εθνικότητας μουσουλμάνοι. Είναι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι του Πόντου, χριστιανοί ορθόδοξοι. Είναι οι πόντιοι, για την «γενοκτονία» των οποίων κατηγορούμε τους τούρκους.

Πριν κλείσουμε για σήμερα, επιτρέψτε μου μια παρατήρηση. Αυτά τα κείμενα επ’ ουδενί σημαίνουν ότι το ιστολόγιο έχει κατά νου είτε να καταγράψει την ιστορία τής προσφυγιάς είτε οποιοδήποτε άλλο μεγαλεπήβολο πλάνο. Αυτά ήδη τα έχουν κάνει άλλοι και πολύ καλύτερα. Εδώ, ο στόχος είναι να καταγράψουμε εν περιλήψει τις πάμπολλες ομοιότητες αλλά και τις όποιες διαφορές (αν υπάρχουν) του τότε με το τώρα, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να βγάλει ασφαλέστερα τα δικά του συμπεράσματα και να χαράξει ορθότερα την δική του πορεία.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (6)
Καθώς μιλάμε για πρόσφυγες, δεν μπορώ να μη θυμηθώ το σοκ που ένοιωσα στα εφηβικά μου χρόνια, όταν πρωτοδιάβασα για την συμπεριφορά των συμμάχων προς τους έλληνες της φλεγόμενης Σμύρνης το 1922, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιβιβαστούν σε κάποιο συμμαχικό πλοίο για να γλιτώσουν από τους τούρκους. Μέχρι και ότι έκοβαν τα χέρια όσων επιχειρούσαν να σκαρφαλώσουν σε κάποιο καράβι, διάβασα. Θυμάμαι ότι η γροθιά στο στομάχι ήταν τόσο ισχυρή ώστε αρνήθηκα να το πιστέψω. Χρειάστηκε να δω ότι τα ίδια λένε και ο Κορδάτος και ο Καρολίδης, ακόμη και η Διδώ Σωτηρίου στα «Ματωμένα Χώματα», για να πειστώ, έστω κι αν η πληροφορία ήταν αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό μου και επέμενα να βλέπω μια δόση υπερβολής σ’ αυτές τις περιγραφές…

Αλλά ας αφήσουμε τις δικές μου αναμνήσεις για το πώς φέρθηκαν οι ξένοι στους έλληνες πρόσφυγες κι ας επιστρέψουμε στο ταξίδι μας. Έχουμε φτάσει στον Ιούλιο του 1922. Κάτι η Μακρόνησος και κάτι η αναχώρηση πολλών προσφύγων για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, η κυβέρνηση φαίνεται πως, κουτσά-στραβά, έχει βάλει το θέμα των ποντίων προσφύγων σε μια σειρά. Όμως, στον ορίζοντα φαίνονται καινούργια σύννεφα, αυτή την φορά πολύ πιο πυκνά και πολύ πιο σκούρα, από το βιλαέτι της Σμύρνης. Ο Στεργιάδης με τον Χατζανέστη πάνε κι έρχονται από την Μικρασία στην Αθήνα, όπου συμμετέχουν σε απανωτές συσκέψεις. Όλοι στην κυβέρνηση είναι προβληματισμένοι. Το όνειρο της «Μεγάλης Ελλάδας» έχει ξεθωριάσει εδώ και καιρό, ο Κεμάλ δείχνει ισχυρότερος από ποτέ και φαίνεται πως όλοι περιμένουν το αναπόφευκτο.

ΦΕΚ 119/20-07-1922: Ν. 2870 «Περί παρανόμου
 μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων…»
Ανοίγουμε παρένθεση. Όσο κι αν η πλειοψηφία των ελλήνων που κατοικούν στα μικρασιατικά
παράλια του Αιγαίου, ζουν επί τρία σχεδόν χρόνια μια εθνική έξαρση στον παραμυθένιο κόσμο ενός ανύπαρκτου εθνικού μεγαλείου, υπάρχουν και πολλοί που μπορούν και βλέπουν λίγο πιο πέρα από την μύτη τους. Είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται έγκαιρα πως τούτο το παραμύθι δεν θα έχει ευτυχές τέλος. Αυτοί που είναι σίγουροι πως οι τούρκοι δεν θα περιορίσουν το κυνήγι τους κατά των ελλήνων στον Πόντο. Έτσι, μέσα σ’ αυτή την τριετία (1919-1922), αρκετές εκατοντάδες ελλήνων από την Σμύρνη αλλά και από το Αϊβαλί, το Αϊδίνι, την Έφεσο (Κουσάντασι), την Πέργαμο, την Αλικαρνασσό (Μποντρούμ) κλπ εκποιούν τις περιουσίες τους και μεταναστεύουν στην Ελλάδα. Κι όσο τα νέα από τους διωγμούς των ελλήνων στα ανατολικά χειροτερεύουν, τόσο αυτή η μετανάστευση διογκώνεται. Ανάμεσα σ’ εκείνους που φεύγουν έγκαιρα, είναι και η οικογένεια του καρροποιού Αριστείδη Αθανασιάδη, από την Έφεσο, η οποία φτάνει και εγκαθίσταται κάπου στην Αχαΐα, πριν καταλήξει στην Πάτρα… Αλλά είπαμε, ας αφήσουμε τα δικά μου κι ας συνεχίσουμε, κλείνοντας την παρένθεση.

Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα, η κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη περνάει από την βουλή έναν από τους πλέον επαίσχυντους νόμους που έχει ψηφίσει ποτέ ελληνικό κοινοβούλιο, αν όχι τον πιο επαίσχυντο όλων. Είναι ο πρόστυχος νόμος 2870, ο οποίος στρέφεται σαφώς κατά των ελλήνων προσφύγων που αναμένονται από την Μικρασία. Ο νόμος αυτός ψηφίζεται στις 16 Ιουλίου 1922, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ 119/20-07-1922 και έχει ως εξής:
Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής
Νόμος 2870ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
    Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Γ’ εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:
Άρθρον 1.
    Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων – ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών.
Άρθρον 2.
    1. Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβει, διευκολύνει ή δεχθή την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων εν άρθρω 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται δια φυλακίσεως έξ τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.
    2. Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος, η καταδικαστική απόφασις δύναται να απαγγείλη εις βάρος του ενόχου και την προσωρινήν ή οριστικήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος.
    3. Αι κατά το παρόν άρθρον υποθέσεις εισάγονται δι’ απ’ ευθείας κλήσεως ενώπιον του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου.

Άρθρον 3.
    Το ενεργήσαν παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον διά την πληρωμήν τής κατά το προηγούμενον άρθρον ποινής, υποχρεουμένης της λιμενικής αρχής να μη επιτρέπη τον απόπλουν αυτού μέχρι της οριστικής και τελεσιδίκου εκδικάσεως της υποθέσεως κατά των συμφώνως προς το άρθρον 3 υπαιτίων παρανόμου μεταφοράς και της καταβολής των χρηματικών ποινών.
Άρθρον 4.
    Η ισχύς του παρόντος νόμου, ούτινος αι λεπτομέρειαι δύνανται να ορίζονται διά Β. διαταγμάτων, άρχεται από της καταχωρίσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
    Ο παρών νόμος, ψηφισθείς υπό της Γ’ εν Αθήναις Εθνικής Συνελεύσεως και παρ’ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1922.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.Ο επί της Εθνικής Οικονομίας ΥπουργόςΛ. Κ. Ρούφος
    Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς
Εν Αθήναις τη 18 Ιουλίου 1922.Ο επί της Δικαιοσύνης ΥπουργόςΔ. Γούναρης

Συρμός των ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς-Αθηνών-Πατρών),
με κατάφορτα «προσφυγικά βαγόνια» φτάνει στην Πάτρα (1922).
Αν και η διατύπωση του νόμου είναι αόριστη, είναι σαφές ότι στοχεύει στο κλείσιμο των συνόρων για τους έλληνες της Μικρασίας. Και λέμε ότι είναι σαφές διότι καμμιά άλλη κατηγορία ανθρώπων στον πλανήτη δεν θα είχε την διάθεση να έλθει «ομαδόν εις Ελληνικούς λιμένας», δηλαδή σε μια φτωχή χώρα, η οποία μάλιστα βρισκόταν σε πόλεμο. Αν οι «σύμμαχοι» έκοβαν τα χέρια όσων προσπαθούσαν να μπουν στα καράβια για να φύγουν από την κόλαση, αυτός ο ελεεινός νόμος τους έκοβε και τα πόδια

Θα ήθελα να είχα την δυνατότητα να παραθέσω τα ονόματα όλων των βουλευτών, οι οποίοι υπερψήφισαν αυτό το σιχαμερό έκτρωμα, ώστε να τα παραδώσω στον ιστορικό εξευτελισμό τους. Όπως θα ήθελα να είχα και την δυνατότητα να παραθέσω, τιμής ένεκεν, τα ονόματα εκείνων που εναντιώθηκαν, προβλέποντας ότι σύντομα αυτός ο νόμος θα κατεστρατηγείτο από αδήριτη ιστορική ανάγκη.

Δυστυχώς για όλους, αυτό το «σύντομα» ήρθε πολύ σύντομα. Μέσα σε λιγώτερο από δυο μήνες…
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (7)
Κι ενώ το καζάνι βράζει σε ολόκληρη την Μικρασία, οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις τού Δημητρίου Γούναρη κάνουν ό,τι μπορούν για να καταστρέψουν ό,τι μπορεί να καταστραφεί. Δεν θα αναλύσουμε εδώ τα λάθη τής μικρασιατικής εκστρατείας, τα οποία επιτάχυναν την κατάρρευση. Εδώ θα εξετάσουμε μόνο την στάση τής εξουσίας απέναντι στους μικρασιάτες έλληνες.

Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση τα έχει κάνει ρόιδο. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι, με ξεκάθαρα κομματικά κριτήρια, ξήλωσε από τον στρατό όλους τους μπαρουτοκαπνισμένους αξιωματικούς και τους αντικατέστησε με άκαπνους -ως επί το πλείστον- χαρτογιακάδες (*) ούτε το ότι οι χειρισμοί της στο ζήτημα της Μικράς Ασίας αλλά και της ανατολικής Θράκης (με την ιδέα «να πάρουμε την Πόλη») την οδήγησαν σε διεθνή απομόνωση. Κυρίως, είναι το εγκληματικό της σφάλμα να μην ακούει τις φωνές όσων πράγματι νοιάζονται για τους έλληνες της περιοχής. Το μόνο που φαίνεται να την ενδιαφέρει είναι να μη φύγουν για κανέναν λόγο οι έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια.

Τρανό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η εντολή τού Γούναρη προς τον ύπατο αρμοστή τής Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη να αφοπλισθεί η πολιτοφυλακή, απόφαση που ο Στεργιάδης έσπευσε να υλοποιήσει. Ο Γούναρης ονειρευόταν την σύσταση αυτόνομου πολυφυλετικού κράτους στην περιοχή και, ως εκ τούτου, επιζητούσε την ειρηνική συνύπαρξη ελλήνων και τούρκων. Μόνο που οι τούρκοι μπορούσαν εύκολα και ανά πάσα στιγμή να προμηθευτούν όπλα από τους ομοεθνείς τους. Όταν ο μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος (ο κατοπινός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β’, τον οποίο απομάκρυνε η Χούντα) παρατήρησε ότι οι τούρκοι είναι οπλισμένοι μέχρι τα δόντια και θα σκοτωθούν χιλιάδες ελλήνων, ο Στεργιάδης απάντησε ότι οι τούρκοι δεν θα τολμούσαν να προχωρήσουν σε σφαγές τον 20ο αιώνα. Πολιτική τύφλωση ή κάτι άλλο;

Σμύρνη, Οκτώβριος 1920: Η βενιζελική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της περιοχής (**).
Πίσω, στην Αθήνα, η κυβέρνηση επιλέγει να τηρήσει σιγήν ιχθύος, λογοκρίνοντας μάλιστα όλες τις ειδήσεις από την Ανατολή. Και όχι απλώς δεν ενημερώνει ούτε την βουλή αλλά, η απάντησή της σε σχετικές ερωτήσεις τής βενιζελικής αντιπολίτευσης είναι ότι δεν πρέπει να δώσει απάντηση! Η συζήτηση κατά την συνεδρίαση της βουλής στις 29 Ιουνίου 1922, όπως την καταγράφει η εφημερίδα «Εμπρός» την επόμενη μέρα, είναι αποκαλυπτική (οι υπογραμμίσεις ανήκουν στην εφημερίδα):
  Ο κ. ΛΕΒΙΔΗΣ, λαμβάνων τον λόγον προ της Ημερησίας Διατάξεως, λέγει ότι 25 πληρεξούσιοι υπέβαλον κατά την συνεδρίασιν της 22 Ιουνίου ερώτησιν προς την Κυβέρνησιν, διά της οποίας παρεκάλουν αυτήν να δηλώση προς την Εθνοσυνέλευσιν πότε σκοπεί ίνα καταστήση αυτήν ενήμερον της θέσεως των εθνικών ζητημάτων κ.λπ. (…) Ήδη, εξακολουθεί ο κ. Λεβίδης, παρελθουσών 8 ημερών, νομίζομεν ότι δυνάμεθα και δικαιούμεθα να ερωτήσωμεν την Κυβέρνησιν: α’) Δύναται, άνευ ζημίας των εθνικών συμφερόντων, ν’ απαντήση εις την ερώτηση ημών; (…)
    Ο κ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ λέγει ότι δεν δυνάμεθα να παρέλθωμεν εν σιγή την σιγήν της Κυβερνήσεως (…) περί του πότε η Κυβέρνησις θα ευαρεστηθή να καταστήση ημίν γνωστάς τας αντιλήψεις της επί του Εθνικού ζητήματος. Από μακρών μηνών η εθνική αντιπροσωπεία παρακολουθεί το εθνικό ζήτημα από των εφημερίδων και μόνον, από τούτων αρυομένη τας πληροφορίας της (…)
Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ κ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
(…) Ομολογώ ότι η Κυβέρνησις θα ήτο ευτυχής αν ηδύνατο ταύτην την στιγμήν άνευ βλάβης των εθνικών συμφερόντων, ν’ ανακοινώση εις την Συνέλευσιν την θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται το εθνικόν μας ζήτημα. (…) δύναται η Κυβέρνησις να παράσχη σήμερον πληροφορίας τινάς εις την Συνέλευσιν; Εις τούτο απαντώ όχι, ταύτην τη στιγμήν η Κυβέρνησις νομίζει ότι οιαδήποτε ανακοίνωσις, η οποία θα εγίνετο εις την Συνέλευσιν επί του εθνικού ζητήματος, θα παρέβλαπτε τούτο. (…)
ΕΠΙΒΛΑΒΕΙΣ ΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΙ
    Ο κ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ λέγει ότι εκ των δηλώσεων του κ. Πρωθυπουργού εξάγει την εικασίαν, ότι καλών ειδήσεων θα εγίνετο άγγελος ο κ. Πρωθυπουργός εάν ηδύνατο να ομιλήση.
    ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Νομίζω ότι επί τοιούτων ζητημάτων δεν επιτρέπονται εικασίαι απολύτως. (…) Έναν μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου, η αντιπολίτευση θα επανέλθει με νέα ερώτηση, η οποία δεν επρόκειτο να απαντηθεί ποτέ. Την επόμενη μέρα, η βουλή διέκοψε τις εργασίες της λόγω… θέρους. Στο μεταξύ, ο Πρωτοπαπαδάκης πρόλαβε να καθησυχάσει από το βήμα τους πάντες:
Η Ελλάς δεν ευρίσκεται προ ουδενός αδιεξόδου και παρακαλώ υμάς να μας αφήσετε να προχωρήσωμεν εις το έργον μας.
Τελικά, όλοι βλέπουν το αδιέξοδο να πλησιάζει με βήμα γοργό, εκτός από την κυβέρνηση. Στις 8/21 Αυγούστου, ο σύμβουλος τού μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου και εκδότης των εφημερίδων «Αρμονία» και «Ιωνία» της Σμύρνης Μιλτιάδης Σεϊζάνης στέλνει στον Στεργιάδη ένα γράμμα γεμάτο απόγνωση, ζητώντας του να μεριμνήσει για τον επανεξοπλισμό των πολιτοφυλάκων:
Σας διαβεβαιώ ότι καλώς γνωρίζω ότι, εάν δεν εξοπλισθώσι οι πολιτοφύλακες (…) θα κατακαή αυτή (ενν.: η Σμύρνη) μίαν εσπέραν (…).  Πολλοί ήρξαντο απομακρυνθώσι τας οικογενείας των. (…) Ημείς ζητούμεν μόνον 1.000 όπλα και η Σεβαστή Ελληνική Κυβέρνησις θα έχη ευθύνην ενώπιον Θεού και ανθρώπων εάν δεν φροντίση εγκαίρως να εξοπλίση τους γενναίους πολιτοφύλακες, οίτινες ούτε τροφή ούτε ενδυμασία ουδέ τίποτα άλλο ζητούσι από την μητέρα πατρίδα παρά πώς να αποθάνωσι γενναίως.
[Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019] Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Και μόνο το γεγονός ότι ο Σεϊζάνης ήταν σύμβουλος και φίλος τού Χρυσόστομου, αρκούσε για να μη δώσει ο Στεργιάδης την παραμικρή σημασία στην έκκλησή του. Τα αισθήματα του Χρυσόστομου για τον Στεργιάδη φαίνονται πεντακάθαρα σε μια επιστολή που έστειλε στον βασιλιά Κωνσταντίνο στις 21/8/1922, στην οποία σημειώνει ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά…
(…) από έναν μαινόμενον, άξιον αγχόνης και ανασκολοπισμού Στεργιάδην, εις ον η Βουλή των Ελλήνων κατ’ αδιανόητον τρόπον έδωκε δικαιώματα υπερβασιλικά και υπεραυτοκρατορικά (…) Διότι οργή δαιμόνων οιστρηλατούσα τον απαίσιον τούτον δήμιον, τον νεκροθάπτην του Ελληνισμού της Μ. Ασίας και από κακής εις χειροτέραν γνώμην τον ατάσθαλον και φλύαρον και τουτ’ αυτό μωρόν άνθρωπον μετατρέπουσα τόσον τον απετύφλωσε (…) έν μόνον εγνώριζεν, να φλυαρή αδιάκοπα και απερροφημένος εν τω αυτοθαυμασμώ του να νομίζη τα φλυαρήματά του χρησμούς και νόμους τού σοφού Σόλωνος, και να χειροδική και να φυλακίζη και να εξορίζη και να δέρη και να απαγχονίζη. Ως μη είρκει ούτος ο παράφρων να καταποντίση το σκάφος ανοίγων μόνος του οπάς εις το κύτος τού σκάφους καθ’ εκάστην ώραν και στιγμήν διά των αφρόνων χειρών του και ενεργειών του (…)
[Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019] Στην συνέχεια, θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τους έλληνες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες μετά την καταστροφή τής Σμύρνης. Σήμερα, θα κλείσουμε με μια αποκάλυψη, που έκανε ο Στεργιάδης το 1930 στην εφημερίδα «Πατρίς» των Αθηνών, στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε ποτέ. Σ’ εκείνη την συνέντευξη, ο Στεργιάδης ισχυρίστηκε ότι στις 17/8/1922 τηλεγράφησε λακωνικά στον Γούναρη:
Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν στρατού μετά υλικού πολέμου και πληθυσμού. 
Η απάντηση του Γούναρη ήταν λακωνικώτερη:
Αποφύγετε δημιουργίαν προσφυγικού ζητήματος.

Ο Αριστείδης Στεργιάδης με έλληνες αξιωματικούς. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε
τον Ιούλιο του 1921 στο μηνιαίο περιοδικό «Εθνικός Κήρυξ» της Νέας Υόρκης
Το ερώτημα κατά πόσον αυτά που ισχυρίζεται ο Στεργιάδης είναι αληθή θα παραμείνει αναπάντητο, αφού το αρχείο τού πάλαι ποτέ ισχυρού άνδρα της Σμύρνης χάθηκε. Πάντως, για να είμαστε δίκαιοι, ακόμη και οι εχθροί του παραδέχονται ότι ο Στεργιάδης ήταν φαινόμενο εντιμότητας. Ένας έντιμος άνθρωπος δεν ρίχνει λάσπη σε πεθαμένους οχτώ χρόνια μετά τον θάνατό τους, μη έχοντας μάλιστα τίποτε να κερδίσει από αυτή την ατιμία.

Εν πάση περιπτώσει, το ταξίδι μας συνεχίζεται. Μας περιμένουν πολλές προστυχιές ακόμη. Υπομονή ως την Δευτέρα να έχετε… και γερό στομάχι.


————————————-
(*) Επ’ αυτού του θέματος, αξίζει να διαβάσει κανείς τα όσα γράφει ο φιλέλληνας πρόξενος των ΗΠΑ στην Ελλάδα (Αθήνα 1893-1906, Θεσσαλονίκη 1910-1911) και στην Σμύρνη (1911-1922) Τζωρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η μάστιγα της Ασίας», το οποίο επανεκδίδεται συνεχώς και κυκλοφορεί ακόμη. Ο Χόρτον συμπαραστάθηκε με κάθε τρόπο στους έλληνες της Σμύρνης (π.χ. έπεισε καραβοκύρηδες να σηκώσουν πολιτειακή σημαία, ώστε να παρακάμψουν τον νόμο που τους απαγόρευε να μαζέψουν και να μεταφέρουν πρόσφυγες στην Ελλάδα) και εγκατέλειψε την πόλη το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου 1922, αφού είχε ξεσπάσει η μεγάλη φωτιά που την κατέστρεψε.
(**) Αριστερά, με το κοστούμι, ο ύπατος αρμοστής τής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης. Δίπλα του, ο στρατιωτικός διοικητής Μικράς Ασίας αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος. Οι δυο άνδρες κοιτάζουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, δείχνοντας την απέχθεια που υπάρχει μεταξύ τους. Δεύτερος από δεξιά, ο γενικός επιτελάρχης υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος δεν κοιτάζει ούτε τον Στεργιάδη ούτε τον Παρασκευόπουλο διότι απεχθάνεται και τους δύο. Έναν μήνα αργότερα, τον Νοέμβριο του 1920, ο Βενιζέλος θα χάσει τις εκλογές και η φιλοβασιλική κυβέρνηση Γούναρη θα ανακαλέσει από την Σμύρνη και θα αποστρατεύσει και τον Παρασκευόπουλο και τον Πάγκαλο.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (8)
Παρά τα όσα είδαν τα μάτια μας ως εδώ σε τούτο το θλιβερό ταξίδι, είναι λογικό να υπάρχουν κάποιοι που ακόμη δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι το ελληνικό κράτος έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει μακριά του τους «όμαιμους και ομόθρησκους» (το ξαναλέω για πολλοστή φορά) κατοίκους τής Μικρασίας, η ζωή των οποίων διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο από την κεμαλική επανάσταση. Με την βοήθεια των αρχείων του υπουργείου εξωτερικών, τις μαρτυρίες των προσφύγων που καταγράφονται στην «Έξοδο» και τις καταγραφές που υπάρχουν σε πηγές προσβάσιμες στον καθένα, είμαι σίγουρος πως θα πειστεί και ο πλέον δύσπιστος.

Η αλήθεια είναι πως η ομογένεια τής Ανατολής ήταν χρήσιμη στην αστική εξουσία τής Ελλάδας μόνον όσο παρέμενε στην Ανατολή, ως εθνολογικό προγεφύρωμα. Καθώς, όμως, η συντριπτική πλειοψηφία της διαπνεόταν από φιλοβενιζελικά (άρα, αντιβασιλικά) αισθήματα, το παλάτι και οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις τού Γούναρη την έβλεπαν ως σοβαρό κίνδυνο. Ας τεκμηριώσουμε αυτόν τον ισχυρισμό.

Τον Ιούλιο του 1921, ο πρίγκηπας Ανδρέας (αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου) προάγεται σε αντιστράτηγο και πηγαίνει στην Μικρασία, για να ηγηθεί της 12ης μεραρχίας κατά την εκστρατεία προς τον Σαγγάριο, παρ’ ότι ο ίδιος διατυπώνει επιφυλάξεις ως προς την επιτυχία μιας ενδεχόμενης προέλασης προς τα ανατολικά. Στις 12 Δεκεμβρίου, στέλνει επιστολή στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος από τον Μάρτιο του 1921 είχε δηλώσει απερίφραστα ότι οποιαδήποτε επιχείρηση κατά της Τουρκίας είναι καταδικασμένη σε ήττα, αρνούμενος την θέση του αρχιστράτηγου που του πρόσφερε ο Γούναρης. Ο Ανδρέας είναι απογοητευμένος από την κατάσταση:
Πρέπει να γίνη κάτι το ταχύτερον διά ν’ απαλλαχθώμεν του εφιάλτου τής Μικράς Ασίας. (…) Διότι, επί τέλους, τι είναι καλύτερον; Να πέσωμεν εις την θάλασσαν ή να φύγωμεν προ του λουτρού (ενν.: αίματος)…

Αποσπάσματα από τις δυο πρώτες σελίδες της εφημερίδας «Εμπρός» της 2/9/1922 [συρραφή: Cogito].
Η καθυστέρηση στην ενημέρωση είναι σαφής (ο Χρυσόστομος «εκρεουργήθη» στις 28 Αυγούστου).
Όμως, σ’ εκείνη την επιστολή, ο Ανδρέας προσθέτει και μια παράγραφο, η οποία σίγουρα θα έστελνε  και αυτόν για εκτέλεση στου Γουδή, αν ο Μεταξάς είχε κοινοποιήσει την επιστολή.:
Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15ην Δεκεμβρίου (σ.σ.: γιορτή του αγίου Ελευθερίου) είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.
Τελικά, ο πρίγκηπας δικάστηκε για ολογωρίες και σφάλματα στρατιωτικής φύσεως αλλά την γλίτωσε με έκπτωση από τον βαθμό του και ισόβια υπερορία (έξωση από την χώρα). Η κοινή γνώμη είχε ικανοποιήσει την δίψα της για εκδίκηση με τους έξι…

Συνεχίζουμε το ταξίδι μας. Ο Αριστείδης Στεργιάδης είχε διοριστεί ως ύπατος αρμοστής στην Σμύρνη από τον Βενιζέλο αλλά ο Γούναρης τον διατήρησε στην θέση του μετά την νίκη τού Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές τού Νοεμβρίου 1920. Αντίθετα, έπαυσε από την θέση του τον -επίσης βενιζελικό- γενικό διευθυντή (με υπουργικές αρμοδιότητες) νήσων Αιγαίου, τον 32χρονο τότε Γεώργιο Παπανδρέου. Λόγω της θέσης του, ο Παπανδρέου είχε γνωριστεί με τον Στεργιάδη και είχαν καλή σχέση. Σε μια συνάντησή τους, συζήτησαν και την κατάσταση στην Μικρά Ασία. Στο μνημειώδες έργο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940», ο δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας Γρηγόριος Δαφνής διασώζει ένα απόσπασμα από εκείνη την συζήτηση, αν και δεν είναι σαφής η πηγή από την οποία την άντλησε (*). Αναφερόμενος στην «εκτέλεση των έξι», ο Δαφνής γράφει:
    Δύο κατηγορίαι Ελλήνων, η πλειονότης των αξιωματικών και οι πρόσφυγες, ικανοποιήθησαν από την εκτέλεσιν. (…) Οι πρόσφυγες επίστευαν αυτό χωρίς να γνωρίζουν ότι ο αρμοστής Στεργιάδης, με τον κυνισμόν που τον εχαρακτήριζεν, είχεν είπει εις πολιτικόν πρόσωπον, τον Γ. Παπανδρέου, που τον επεσκέφθη ολίγον προ της καταστροφής: «Βλέπω την κατάρρευσιν».
    «Και γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμον να φύγη;»
    «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί, αν πάνε στην Αθήνα, θα ανατρέψουν τα πάντα».


[Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940», Κάκτος, 1997, σελ. 31]

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» (του Δημ. Λαμπράκη) της 2/9/1922. 
Το απόβραδο της Τετάρτης 24ης Αυγούστου, ο Στεργιάδης καλεί τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο στο γραφείο του. Ο τρελαμένος από την αγωνία Χρυσόστομος βάζει στην άκρη την απέχθειά του και πάει στο διοικητήριο, όπου ο Στεργιάδης τον εκπλήσσει ακόμη περισσότερο, καθώς τον υποδέχεται ο ίδιος προσωπικά και τον καλωσορίζει με χειροφίλημα. Όμως, γρήγορα ο ύπατος αρμοστής αφήνει στην άκρη τις γαλιφιές και ξαναβρίσκει τον εαυτό του, μόλις ο Χρυσόστομος εκφράζει την έντονη ανησυχία του:
«Θέλω να πω, Εξοχώτατε…» τόλμησε ο Χρυσόστομος, αλλά ο άλλος τον διέκοψε.
    «Να μη θέλεις να πεις τίποτα, Δεσπότη, αλλά μόνο να ακούς. Και αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος χριστιανός πρέπει να φύγει από την Σμύρνη».
    «Για μένα δεν περίμενα να μου το υποδείξετε εσείς, Εξοχώτατε» τον διέκοψε ο Χρυσόστομος. «Την απόφαση για τον εαυτό μου την έχω πάρει από καιρό, αλλά τί θα γίνει ο άλλος χριστιανικός πληθυσμός;»
    «Λοιπόν, νομίζω ότι επιτέλους μπορούμε κάπως να συνεννοηθούμε» είπε κάπως ήρεμα ο Στεργιάδης. «Γι’ αυτό σας κάλεσα σήμερα εδώ, για να σας πω ότι πρέπει να ασκήσετε όλη την δύναμη και την επιρροή σας έτσι ώστε να εκλείψει ο πανικός που έχει καταλάβει τους πάντες. Ύστερα, σκέφτεστε πού θα πάει όλος αυτός ο κόσμος έτσι και αρχίσει να φεύγει από εδώ; Στα νησιά; Στην παλιά Ελλάδα; Στην Μακεδονία; Δεν υπάρχει τόπος για να δεχτεί όλους αυτούς που μαζεύτηκαν και συνεχίζουν να μαζεύονται στην Σμύρνη. Βλέπεις, είναι και η φτώχεια της πατρίδας… Καταλάβατε, Σεβασμιώτατε;»
    Ο Χρυσόστομος είχε καταλάβει, και πολύ καλά μάλιστα. Ο Στεργιάδης είχε εντολή να κρατήσει τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας στις εστίες του. Να μην αποχωριστεί από αυτές κι ας πλήρωνε την παραμονή του με ποταμούς από αίματα. Και σ’ αυτή την παραμονή τού πληθυσμού στις προγονικές του εστίες ο Χρυσόστομος συμφωνούσε και ας πικραινόταν ακόμη και ο Άδης από όσα ήθελαν ακολουθήσει.
    «Θα μείνουμε εδώ και οι δυό μας!» είπε ο Στεργιάδης δίνοντας τέλος στην συζήτηση. «Εσύ στην Μητρόπολή σου κι εγώ στην Αρμοστεία μου».


[Βασίλης Ι. Τζανακάρης, «Σμύρνη 1919-1922, Μεταίχμιο, 2018, σελ. 636-637]

Για το φιλοκυβερνητικό «Σκριπ», της 22/8/1922, μια βδομάδα πριν τελειώσουν όλα, υπάρχουν
«ευχάριστοι πληροφορίαι διά την κατάστασιν του μετώπου». Εγκαιροι και έγκυροι από τότε…
Ο Χρυσόστομος έμεινε όντως. Για πάντα. Κάπου 90 ώρες αργότερα, το πρωί τής Κυριακής, θα άφηνε την τελευταία του πνοή, λυντσαρισμένος από τους τούρκους στην προκυμαία τής Σμύρνης. Αντίθετα, ο Στεργιάδης δεν χρειάστηκε πάνω από 48 ώρες για να επιβιβαστεί στην αγγλική ατμάκατο «Σιδηρούς Δουξ» με προορισμό την Πόλη, απ’ όπου συνέχισε για Κωστάντζα. Πάντως, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Στεργιάδης ήταν ο τελευταίος αξιωματούχος που εγκατέλειπε την πόλη. Όλοι οι υπόλοιποι (ακόμη και ο Χατζανέστης) είχαν φύγει πολύ πριν από εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής 26 Αυγούστου 1922, όταν οι τούρκοι εμφανίστηκαν στα προάστια της Σμύρνης…

——————————————–
(*) Πάντως, την ουσία του πράγματος επιβεβαιώνει ο Ηλίας Βενέζης. Στο βιβλίο του «Μικρασία, χαίρε» (Εστία, 1995) παραθέτει επιστολή τού Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, ο οποίος συνόδευε τον Παπανδρέου σ’ εκείνο το ταξίδι σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη. Κατά τον Δεσποτόπουλο, ο Παπανδρέου βγήκε ανάστατος από την συνάντησή του με τον Στεργιάδη («έναν άνθρωπο τελείως απελπισμένο, με σπασμένα τα νεύρα σε παθολογικό βαθμό») και του εκμυστηρεύθηκε το περιεχόμενο της συζήτησής τους, το οποίο συμφωνεί με όσα αποδίδει λακωνικά ο Δαφνής.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (9)
Σε προηγούμενο σημείωμα αυτής της σειράς κειμένων, παρατηρήσαμε ότι η μετανάστευση των ελλήνων τής Μικρασίας προς την Ελλάδα άρχισε πολύ πριν το 1922, καθώς πολλοί διέβλεπαν την τραγική έκβαση των πραγμάτων. Για να αποτρέψει την μετανάστευση στρατευσίμων, ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας εξέδωσε στις 22/4/1921 μια εγκύκλιο η οποία απαγόρευε την έξοδο από την ζώνη κατοχής τής Σμύρνης σε «άρρενες Οθωμανούς υπηκόους Έλληνες το γένος» ηλικίας 18-37 ετών. Σύμφωνα με την εγκύκλιο,
Η Υπηρεσία Εκδόσεως διαβατηρίων της Υπάτης Αρμοστείας εκανόνισε την λειτουργίαν αυτής, ώστε να μη εκδίδη διαβατήριον άνευ σημειώματος της Αστυν. Αρχής και θεωρήσεως της Στρατιωτικής Υπηρεσίας ότι επιτρέπεται η αναχώρησις. Οι επιτετραμμένοι Αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, κατά την αναχώρησιν των πολιτών θα ζητώσι την θεώρησιν της Στρατ. Αρχής επί της αδείας αναχωρήσεως. Θεώρησις δεν απαιτείται εφ’ όσον προφανώς πρόκειται περί μη στρατευσίμων.

Εφημερίδα «Εμπρός», 19/8/1922, σελ.4: Ρεπορτάζ από το ταξίδι-αστραπή των Θεοτόκη-Στράτου.
Προσέξτε στο μεγεθυμένο απόσπασμα τις κατασκευασμένες «πληροφορίες» της εφημερίδας.  
Αν και η εγκύκλιος Παπούλα αποσκοπεί στην συγκράτηση μόνο των στρατεύσιμων, η άτυπη εντολή τής ελληνικής κυβέρνησης προς τις αρχές τής περιοχής είναι σαφείς: η μετανάστευση πρέπει να αποτραπεί. Έτσι, οι κατά τόπους άρχοντες κάνουν ό,τι μπορούν για να την εκτελέσουν, θεσπίζοντας μέχρι και «οικογενειακή άδεια αναχωρήσεως», την οποία εκδίδουν τα κατά τόπους φρουραρχεία. Στο τυποποιημένο αυτό έγγραφο επικολλάται φωτογραφία της οικογένειας της οποίας «επιτρέπεται η αναχώρησις» και ορίζεται ότι «ο κάτοχος του παρόντος οφείλει να παρουσιασθή εντός είκοσι τεσσάρων ωρών εις τας Στρατιωτικάς αρχάς του τόπου αφίξεώς του» (*). Το αποτέλεσμα;
    Την άλλη μέρα, 26 Αυγούστου 1922, ύστερα από θεώρηση της Αδείας από το Λιμεναρχείο και αφού το πλοίο παρέλαβε και μερικές άλλες συγγενικές οικογένειες, σήκωσε άγκυρα με κατεύθυνση πρώτα το εκεί κοντά ελληνικό χωριό Λιγουμούς (Ελιγμοί), όπου μας ανέμενε μια ακόμη οικογένεια για να επιβιβαστεί κι αυτή με ίδιο προορισμό, την Κωνσταντινούπολη.
    Όμως ποια έκπληξη μας περίμενε! Η οικογένεια εκείνη δεν εφρόντισε να βγάλει Άδεια Αναχωρήσεως. Δεν φανταζότανε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειαζότανε άδεια για να γλυτώσει από τη σφαγή. Ετσι, όταν πλησιάσαμε στην αποβάθρα όπου μας ανέμενε με τις αποσκευές της, για να την παραλάβουμε, τα Λιμενικά όργανα δεν επέτρεψαν την αναχώρηση χωρίς άδεια.
    Η άδεια έπρεπε να βγει από το Φρουραρχείο της Κίου διότι φρουραρχείο δεν υπήρχε στο χωριό. Και για να γίνει αυτό, δηλαδή να πάνε στην Κίο, χρειαζότανε μια μέρα.
    Αρχίσανε τα παρακάλια. Παρακαλούσαν τη Λιμενική φρουρά, που αποτελείτο από πεζοναύτες, να τους επιτρέψει να φύγουν. Αυτοί, όμως, ανένδοτοι. «Εμείς είμαστε απλά όργανα και εκτελούμε διαταγές», λέγανε. «Δεν επιτρέπεται η αναχώρηση χωρίς άδεια». Φυσικά, τα κατώτερα εκείνα όργανα εκτελούσαν διαταγές της προϊσταμένης τους Αρχής και προϊσταμένη Αρχή ήταν το Φρουραρχείο της Κίου, που εκτελούσε διαταγές της Κυβέρνησης. Έτσι, το πλοίο έφυγε αφήνοντας την οικογένεια εκείνη στην παραλία της Μικράς Ασίας, για να υποστεί τις θηριωδίες των Τούρκων.
Εκτός από τους νόμους, τις άδειες, τις θεωρήσεις κλπ, η εξουσία μηχανεύτηκε ένα σωρό άλλα τερτίπια για να εμποδίσει την απομάκρυνση των κατοίκων από την περιοχή. Ίσως το σπουδαιότερο απ’ αυτά τα τερτίπια ήταν η συνειδητή διαστρέβλωση των ειδήσεων από το μέτωπο, έως και η πλήρης αποσιώπησή τους. Η από 21/6/1922 επιστολή τού σμυρνιού πράκτορα εφημερίδων Βασίλη Αναστόπουλου προς το κεντρικό πρακτορείο εφημερίδων τής Αθήνας είναι αποκαλυπτική:
Χθες, εις τας 11.30′ ακριβώς εδώσαμεν τα φύλλα προς λογοκρισίαν και σκεφθήτε ότι μας έδωσαν την άδειαν της κυκλοφορίας μόλις σήμερον εις τας 3 το απόγευμα. Δηλαδή, αι εφημερίδες ελογοκρίνοντο επί 27,5 ώρας ακριβώς. Προς Θεού (…) εκαταντήσαμε να μη πωλώμεν ούτε 1500 φύλλα εξ όλων των εφημερίδων. Προς Θεού (…) φροντίσατε, διότι η κατάστασις είναι πλέον αφόρητος.

Ριζοσπάστης, 3/9/1922.
Η λογοκρισία έχει διαγράψει το 40% του
πρωτοσέλιδου μιας… δισέλιδης εφημερίδας!
Στις 18 Αυγούστου έφτασαν στην Σμύρνη οι υπουργοί εσωτερικών Νικόλαος Στράτος και στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, οι οποίοι συναντήθηκαν αμέσως με τον Χατζανέστη. Ο αρχιστράτηγος τους καθησύχασε μιλώντας τους για μια νέα γραμμή άμυνας και άλλες ανεδαφικές κουταμάρες. Ο Χατζανέστης δεν λέει ψέματα, απλώς έχει χάσει την μπάλλα και δεν ξέρει τι του γίνεται. Την επόμενη μέρα εξέδωσε διαταγή, η οποία όριζε ως έσχατο όριο αμύνης την γραμμή σύμπτυξης της συνθήκης των Σεβρών. Μόνο που οι τούρκοι είχαν περάσει ήδη αυτή την γραμμή.

Λίγο αργότερα, τους δυο υπουργούς έβγαλε από την πλάνη τους ο επιτελάρχης Μιχαήλ Πάσσαρης, ο
οποίος τους διέκοψε καθώς του μετέφεραν την συζήτηση που είχαν με τον Χατζανέστη: «Ποιά γραμμή αμύνης, κύριοι; Ασφαλώς θα αστειεύεστε. Δεν έχετε καταλάβει ότι εδώ χάνονται τα πάντα;». Επί αρκετή ώρα και με την βοήθεια χαρτών, ο Πάσσαρης παρουσίαζε στους δυο υπουργούς την σκληρή πραγματικότητα. Στο τέλος, πείσθηκαν κι οι δυο για το μαύρο χάλι και αποχώρησαν με σκυμμένα κεφάλια. Όμως, λίγο αργότερα, δεν δίστασαν να παραμυθιάσουν ακόμη μια φορά το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το διοικητήριο. Μη μπορώντας να σιωπήσουν στις κραυγές και στα παρακάλια των συγκεντρωμένων, οι δυο υπουργοί βγήκαν στον εξώστη μαζί με τον Στεργιάδη:
Κάνετε ησυχία και ακούστε μας. Ύστερα απ’ όσα είδαμε και εμάθαμε, νομίζομεν ότι ουδείς λόγος συντρέχει να φοβάστε δι’ ο,τιδήποτε. Η κυβέρνησις δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την Σμύρνην και την Μικράν Ασίαν εις τας χείρας των Τούρκων. Έχομε φροντίσει να πάρωμε όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε ο στρατός μας να συμπτυχθεί και να κρατηθεί επαρκώς εκεί όπου μας ορίζει η συνθήκη των Σεβρών. Επομένως, να παραμείνετε ήσυχοι και να μη φοβάστε.
Ο Θεοτόκης με τον Στράτο έλεγαν ψέματα και το ήξεραν. Όμως, απλώς «έκαναν την δουλειά τους», κατά το κοινώς λεγόμενο. Ο λόγος για τον οποίο έκαναν αυτό το ταξίδι-αστραπή στην Σμύρνη ήταν ένας: «να ληφθούν όλα τα μέτρα όπως παραμείνη ο πληθυσμός εις τας θέσεις του και μη δημιουργηθή εκ τούτου προσφυγικόν ζήτημα» (Πατρίς, 13/1/1930). Κι αυτό ήταν το μόνο που τους ένοιαζε: εκάς οι πρόσφυγες πάση θυσία!


———————————-
(*) Βασίλης Κουλιγκάς, «Κίος 1912-1922: Αναμνήσεις ενός μικρασιάτη», Δωδώνη, 1961. Στο βιβλίο παρατίθεται φωτοτυπία μιας τέτοιας άδειας. Το παρατιθέμενο απόσπασμα είναι από αυτό το βιβλίο.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (10)
Χτες, κλείσαμε το σημείωμά μας με την αποστροφή ότι στόχος τής κυβέρνησης ήταν «εκάς οι πρόσφυγες πάση θυσία». Για να πειστεί και ο πλέον δύσπιστος αναγνώστης ότι η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να αποτραπεί με κάθε τρόπο η μετανάστευση των μικρασιατών προς την Ελλάδα, ας κάνουμε σήμερα μια στάση στο ταξίδι μας για να επισκεφθούμε τα επίσημα αρχεία τού υπουργείου εξωτερικών. Από εκεί, ανασύρουμε δυο έγγραφα, αντίγραφα των οποίων παρουσιάζουμε παρακάτω. Το  πρώτο είναι ένα πολυσέλιδο τηλεγράφημα που έστειλε ο Στεργιάδης προς τον πρωθυπουργό Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και τον υπουργό εσωτερικών Νικόλαο Στράτο στις 22/8/1922. Το δεύτερο είναι η αυθημερόν απάντηση του Πρωτοπαπαδάκη.

Το τηλεγράφημα του Στεργιάδη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στο σύνολό του αλλά εδώ μας ενδιαφέρει η στάση του κράτους απέναντι στους πρόσφυγες, οπότε παρουσιάζουμε μόνο επιλεγμένα αποσπάσματα σχετικά με το θέμα μας. Γράφει, λοιπόν, ο Στεργιάδης (υπογραμμίσεις δικές μου):

[Επιλογή και συρραφή αποσπασμάτων: Cogito ergo sum]
ΛΙΑΝ ΕΠΕΙΓΟΝ –  ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΟΣΠΡΟΕΔΡΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣΥΠΟΥΡΓΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΝ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ.
(…)
Παρακαλώ υπέρ παν άλλο την Κυβέρνησιν να μου δώση επειγούσας οδηγίας εις ακόλουθα σημεία.
1ον) Εγκρίνετε απόφασίν μου αναχωρήσωσιν εντεύθεν πολιτικοί υπάλληλοι μετά Αρχείων και Χωροφυλακής.
2ον) Εγκρίνετε εμποδισθώσιν αναχωρήσωσι Έλληνες Μικρασιάτες δι’ Ελλάδα ακόμη και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια.
3ον) Εγκρίνετε αποσταλώσι Αθήνας περί τα 500 ορφανά μικράς ηλικίας και τα πλείστα κοράσια τα οποία συνετήρη Υπάτη Αρμοστεία μέχρι τούδε και άτινα αφιέμενα ενταύθα θα διατρέξωσιν έσχατον κίνδυνον.
(…)
Αντικείμενον ιδιαιτέρων υμών διαβημάτων θα ηδύνατο να γίνη η προφύλαξις της Σμύρνης διά συμμαχικής επεμβάσεως ή αποβιβάσεως. Νομίζω ότι εις τούτο κυρίως αποβλέπουσιν αι προς εμέ βολιδοσκοπήσεις των ξένων αντιπροσώπων. Αλλά τοιούτον ζήτημα ως εκ της φύσεώς του δεν δύναμαι να εισηγηθώ εδώ ουδέ και προτεινόμενον να το διαπραγματευθώ άνευ προηγουμένων σαφών και επαρκών οδηγιών της Κυβερνήσεως προς εμέ.
ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ Είναι σαφές ότι ο Στεργιάδης προσπαθεί να καλύψει διπλά τα νώτα του. Πρώτον, απαιτεί από τον πρωθυπουργό να ζητήσει εγγράφως ό,τι μέχρι τότε ζητούσε προφορικά, δηλαδή την παρεμπόδιση αναχώρησης από την Μικρασία ακόμη και όσων είχαν την οικονομική δυνατότητα να επωμισθούν οι ίδιοι το κόστος τής αναχώρησής τους. Και, δεύτερον, ζητάει πλήρη κάλυψη για κάθε περίπτωση διαπραγμάτευσης με τους συμμάχους.

Η απάντηση του Πρωτοπαπαδάκη ήρθε αμέσως (υπογραμμίσεις δικές μου):
ΑΚΡΩΣ ΕΠΕΙΓΟΝΠΡΟΣ ΤΟΝ ΥΠΑΤΟΝ ΑΡΜΟΣΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗΣ
    Εις απάντησιν υμετέρου υπ’ αριθ. 2873 συμφωνούμεν μεθ’ υμών εις τα σημεία 1ον 2ον 3ον ως προς το τέταρτον όσον αφορά την τάξιν εγκρίνομεν τας δηλώσεις σας αλλ’ ως προς τον επισιτισμόν αδυνατούμεν ν’ αναλάβωμεν οιανδήποτε υποχρέωσιν λόγω των μεγάλων επισιτιστικών δυσχερειών ας έχομεν ήδη.
    Τα προς τους συμμάχους διαβήματα ημών θ’ ανακοινώσωμεν υμίν δι’ ιδιαιτέρου τηλεγραφήματος.
Π. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Ο Στεργιάδης πέτυχε τον σκοπό του. Η κυβέρνηση ανέλαβε απολύτως την ευθύνη τής παρεμπόδισης των μικρασιατών να εγκαταλείψουν την περιοχή τους. Αυτό το τηλεγράφημα του Πρωτοπαπαδάκη ήταν και η τελευταία επίσημη εντολή τής κυβέρνησης προς την αρμοστεία τής Σμύρνης.

Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στην τύχη των ορφανών για τα οποία ο μεν Στεργιάδης ζητάει προστασία ο δε Πρωτοπαπαδάκης δηλώνει εντελώς ξεδιάντροπα ότι το κράτος αδυνατεί να αναλάβει την σίτισή τους.

Επίσημα, αυτά τα παιδιά έφτασαν στην Ελλάδα, τοποθετήθηκαν προσωρινά σε ένα πρόχειρο ορφανοτροφείο που στήθηκε στο Πολύγωνο και στην συνέχεια τακτοποιήθηκαν στο ορφανοτροφείο τής Βουλιαγμένης. Το πρόβλημα είναι ότι ο Στεργιάδης κάνει λόγο για 500 ορφανά αλλά η δομή τού Πολύγωνου δεν χωράει πάνω από 100 άτομα με τίποτε. Πού πήγαν, λοιπόν, τόσα παιδιά;

Οι έρευνες έδειξαν ότι, χάρη στις προσπάθειες κάποιων πραγματικά ευαίσθητων, κάποια απ’ αυτά τα ορφανά κατευθύνθηκαν σε άλλα ορφανοτροφεία σ’ ολόκληρη την χώρα. Όμως, πολλά κορίτσια διοχετεύτηκαν στο περίφημο πορνείο των Βούρλων. Η εκτίμηση των ερευνητών είναι ότι υπήρξε ένα καλοστημένο δίκτυο κρατικών υπαλλήλων, οργάνων της τάξεως και προαγωγών, οι οποίοι είδαν στα πρόσωπα αυτών των κοριτσιών μια εξαιρετική ευκαιρία για εύκολο πλουτισμό. (*)

Λένε πως η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Φαίνεται, όμως, πως τρώει και τα παιδιά των εκτός αυτής ελλήνων…

Ολοκληρώσαμε την στάση μας. Το ταξίδι συνεχίζεται.

————————————————-
(*) Διαβάστε το συγκλονιστικό μυθιστόρημα «Τα δάκρυα τής Σμυρνιάς» (εκδόσεις Εντός, 2014), της Διονυσίας Νέδα, το οποίο αναφέρεται και σ’ αυτά τα ορφανά κορίτσια, που κατέληξαν στο πορνείο των Βούρλων. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία, τα οποία ανέσυρε η έρευνα της Νέδα.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (11)
Ας επιστρέψουμε σ’ εκείνο το ταξίδι-αστραπή των Θεοτόκη και Στράτου στην Σμύρνη στις 18 Αυγούστου 1922. Όπως είπαμε, ο Χατζανέστης προσπάθησε να καθησυχάσει τους δυο υπουργούς, παρουσιάζοντάς τους ένα νέο σχέδιο άμυνας. Μόνο που ο αρχιστράτηγος έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και κάνει ακριβώς ότι θα έκανε το 1945 ο Χίτλερ, λίγο πριν την κατάρρευση: μετακινεί πάνω στον χάρτη ανύπαρκτες μονάδες και οχυρώνει γραμμές που ήδη ελέγχονται από τον εχθρό. Οι δυο υπουργοί, με την βοήθεια του επιτελάρχη, κατάλαβαν την πραγματικότητα και, αμέσως μόλις επέστρεψαν, ενημέρωσαν τον Πρωτοπαπαδάκη και τον Γούναρη ζητώντας την άμεση λήψη μέτρων. Όμως, η κυβέρνηση τα έχει χαμένα. Οι γκάφες της διαδέχονται η μια την άλλη, σε σημείο που δεν πρέπει πλέον να μιλάμε για λανθασμένες επιλογές αλλά για εγκληματική ανικανότητα. Έτσι, αντί να πάρει μέτρα, κάνει ακόμη μια γκάφα:

Στις 22 Αυγούστου, ο Πρωτοπαπαδάκης τηλεγραφεί στον Στεργιάδη την απόφαση της κυβέρνησης να ανακαλέσει από την Μικρασία τον Χατζανέστη και να τον αντικαταστήσει με τον υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη (εξάδελφο του Χαρίλαου Τρικούπη), ως τότε διοικητή τού Α’ Σώματος Στρατού (με τέσσερις μεραρχίες), το οποίο δρούσε στο Αφιόν Καραχισάρ. Μόνο που δυο μέρες νωρίτερα ο Τρικούπης είχε παραδοθεί στους τούρκους μαζί με τα υπολείμματα των μονάδων που διοικούσε, θα παρέμενε αιχμάλωτος επί έναν ολόκληρο χρόνο και θα επέστρεφε στην Ελλάδα στις 22 Αυγούστου 1923! Μάλιστα δε, ο ίδιος ο Κεμάλ τηλεγράφησε στην σύζυγο του Τρικούπη για να της πει ότι ο άντρας της είναι καλά και της στέλνει χαιρετίσματα! Το χάλι θα ήταν για πολλά γέλια αν δεν ήταν για πολλά κλάματα…

[Πηγή: Αρχεία υπουργείου εξωτερικών]
Στο μεταξύ, αμέσως μετά την αναχώρηση των δυο υπουργών από την Σμύρνη, ο Στεργιάδης βάζει μπρος την εκτέλεση των εντολών που του δόθηκαν. Ακριβώς την επομένη, στις 19 Αυγούστου, στέλνει την παρακάτω κρυπτογραφημένη εγκύκλιο:
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ
Αριθ, 2831. ΑΚΡΩΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ
Προς τους αντιπροσώπους Αρμοστείας [σ.σ.: η αρμοστεία είχε είκοσι αντιπροσώπους σε διάφορες πόλεις]
ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ – ΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΗ ΥΦ’ ΥΜΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ.
Άμα τη λήψει παρούσης διατάξατε να συσκευασθώσι τα αρχεία της υπηρεσίας σας, ειδοποιήσατε άπαντας τους προϊσταμένους υπηρεσιών τής έδρας σας ομοίως να συσκευάσωσι τα αρχεία των. Πάντες οι δημόσιοι υπάλληλοι της περιφερείας σας οφείλουσι να συγκεντρωθώσι εις τα έδρας των και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν εις την πρώτην διαταγήν. Περί χρόνου αναχωρήσεώς σας και τόπον κατευθύνσεώς σας θέλομεν δώσει ειδικήν διαταγήν. Τηλεγραφήσατε λήψιν παρούσης. (…)
ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ Δυστυχώς για τον Στεργιάδη και την κυβέρνηση, το χάος είχε ήδη εξαπλωθεί και οι αντιπρόσωποι είτε δεν μπορούσαν είτε δεν είχαν διάθεση να ανταποκριθούν στην διαταγή του. Χαρακτηριστική είναι η στάση που τήρησε ο αντιπρόσωπος των Μουδανιών Αλέξανδρος Παχνός, ο οποίος εκείνη την ημέρα έτυχε να βρίσκεται στην Κίο. Πρώτα-πρώτα, τηλεγράφησε στον Στεργιάδη στις 20 του μηνός:
Επί υπ’ αριθ. 2831 κρυπτογραφικής διαταγής αναφέρω ότι χριστιανικός πληθυσμός Κίου διατελεί πανικόβλητος. Κρίνω σκόπιμον να διατελώ εν γνώσει σκέψεων Ελληνικής Διοικήσεως όσον αφορά τύχην χριστιανικών πληθυσμών εν περιπτώσει απευκταίου.
Ο Στεργιάδης δεν θα έδινε ποτέ γραπτώς διαταγή «αφήστε τον κόσμο στην τύχη του». Έτσι, έβαλε το δεξί του χέρι και γενικό γραμματέα τής αρμοστείας Πέτρο Γουναράκη να απαντήσει στον Παχνό (τα κεφαλαία γράμματα είναι του Γουναράκη):
Σε συνέχεια του υπ’ αριθ. 2831 επεξηγούμεν ότι πρέπει να φροντίσητε να ενθαρρύνετε κατοίκους περιφερείας σας οίτινες επτοήθησαν ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΖΟΝΤΕΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΝ ΑΥΤΩΝ. Πάντως δεν μεταβάλλομεν ουδέν δοθείσαν διαταγήν και ΘΑ ΕΙΣΘΕ ΕΤΟΙΜΟΙ να εκτελέσητε άμα διαταχθήτε. Υμίν εναπόκειται όπως και εις λοιπούς υπαλλήλους μη ενσπείρητε πανικόν δι’ ενεργειών σας εις κατοίκους.
Στην συνέχεια, ο Παχνός έγραψε την εντολή στα παλιότερα των υποδημάτων του. Τηλεγράφησε στον οικονομικό του έφορο Παντελή Σκαπέτσο, ο οποίος τον αναπλήρωνε κατά την απουσία του, να χορηγήσει άδειες αναχωρήσεως σε όλους όσους ήθελαν να φύγουν. Ο Σκαπέτσος υπάκουσε και έτσι σώθηκαν χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Γουναράκης έστελνε διαταγές με τέτοιο περιεχόμενο («Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν αναχώρησίν των» κλπ). Στο σημαντικό βιβλίο του «Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν, 1918-1922» (επανεκδίδεται συνεχώς και κυκλοφορεί ακόμη), ο διευθυντής τού γραφείου τύπου και λογοκρίσίας της αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς καταγράφει παρόμοιες διαταγές προς τους διοικητές Αϊδινίου, Ναζλή, Οδεμησίου κλπ. από τις αρχές Αυγούστου. Είναι ενδεικτικό το τηλεγράφημα του υποδιοικητή Οδεμησίου με ημερομηνία 18 Αυγούστου: «Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη πανικού. Ζητεί αναχωρήση Σμύρνην. Συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν».

Το ταξίδι μας συνεχίζεται. Στο επόμενο -και, μάλλον, προτελευταίο- σημείωμα της σειράς θα δούμε μερικά ακόμη στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η μητέρα Ελλάς δεν ήθελε ούτε να βλέπει τα τέκνα της από την Μικρά Ασία, ώστε να απαντηθούν και οι τελευταίες ενστάσεις.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (12)
Από το αρχείο του πρωθυπουργού, το οποίο τηρείται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αλιεύουμε ένα τηλεγράφημα με ημερομηνία 6/9/1922 (24/8/1922 με το παλιό ημερολόγιο, τρεις μόλις ημέρες πριν οι τούρκοι μπουν στην Σμύρνη). Είναι κρυπτογραφημένο και το απευθύνει ο γενικός διοικητής Χίου Ιωάννης Σταυρίδης προς τον πρωθυπουργό Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και τον υπουργό εσωτερικών Νικόλαο Στράτο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η αποκρυπτογράφηση έγινε απ’ ευθείας πάνω στο πρωτότυπο, προφανώς λόγω βιασύνης:
Επείγον πρόεδρον Κυβερνήσεως Υπουργόν Εσωτερικών
Από Κυριακής (σ.σ.: 21/8-3/9/1922) ήρχισαν αφικνούμεναι πολλαί οικογένειαι εκ Σμύρνης ων εσπευσμένη εκείθεν αναχώρησις και απαισιόδοξοι αφηγήσεις διασπείρουσι τρόμον στοπ εισηγούμεθα γνώμην απαγορευθή προσωρινώς αναχώρησις εκ Σμύρνης απάντων κατοίκων ή τουλάχιστον ομογενών
Γενικός Διοικητής Χίου Σταυρίδης
Την ίδια ώρα, στο λιμάνι τής Χίου (όπως και της Λέσβου) υπάρχουν αγκυροβολημένα δεκάδες καράβια, τα οποία περιμένουν την άδεια ή την εντολή να σπεύσουν στα μικρασιατικά παράλια για να παραλάβουν τον κόσμο, ο οποίος αναζητεί αγωνιωδώς τρόπους να ξεφύγει από την κόλαση που πλησιάζει. Μια άδεια ή μια εντολή. Δεν δόθηκαν ποτέ. Ο διευθυντής τού γραφείου τύπου και λογοκρισίας της αρμοστείας είναι κατηγορηματικός:
Εάν υπήρχε και η ελαχίστη στοργή προς τον πληθυσμόν θα εσώζοντο πολλαί χιλιάδες, διότι εις τους λιμένας Μυτιλήνης και Χίου είχον συγκεντρωθή περί τα πεντήκοντα εμπορικά ατμόπλοια, τα οποία έμενον ακίνητα, καθ’ ην στιγμήν οι κάτοικοι εζήτουν έστω και μίαν λέμβον διά ν’ αναχωρήσουν. Αλλά τα ατμόπλοια έμενον εκεί ακίνητα και αχρησιμοποίητα κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως.
[Μιχαήλ Ροδάς, «Η Ελλάδα στην Μικράν Ασίαν, 1918-1922», Μυτιλήνη, 1950]

Τελικά, βρέθηκε κάποιος να αντιδράσει, έστω και την ύστατη στιγμή. Ήταν ο υπουργός εσωτερικών Νικόλαος Στράτος, ο οποίος συνεννοήθηκε με τον υπουργό ναυτικών Ιωάννη Λεωνίδα και από κοινού ειδοποίησαν τα «απανταχού ανά τον κόσμον ελληνικά πλοία να σπεύσουν εις τα παράλια της Μικράς Ασίας» για να μαζέψουν τον κόσμο. Προς τιμή των πλοικτητών, η ανταπόκριση ήταν άμεση και μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατέφθασαν πενήντα πλοία. Μαζί με τα πενήντα που βρίσκονταν σε Χίο και Μυτιλήνη, άρχισαν αμέσως το φόρτωμα. Ήταν μια τιτάνια επιχείρηση, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την κάλυψη ελληνικών πολεμικών πλοίων, τα οποία σημάδευαν με τα κανόνια τους τους τούρκους ώστε να τους αποτρέψουν από κάθε σκέψη επίθεσης κατά των «συνωστιζομένων» προσφύγων.

Η αλήθεια είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκαν δεκάδες χιλιάδες μικρασιάτες έλληνες μέσα σε μια μόλις ημέρα. Δυστυχώς, χάρη στις κυβερνητικές επιλογές των προηγουμένων μηνών, άλλοι τόσοι και παραπάνω είχαν ήδη χαθεί. Το ημερολόγιο έδειχνε ήδη 13 Σεπτεμβρίου 1922 (31 Αυγούστου με το παλιό) και η Σμύρνη ήταν σωριασμένη σε αποκαΐδια…


Καθώς οι πρόσφυγες έχουν πάρει πλέον τον τραχύ και δύσβατο δρόμο τους, εμείς ας κάνουμε μια στάση κι ας ανοίξουμε τον πρώτο τόμο τής «Εξόδου», για να δώσουμε τον λόγο σε κάποιους από εκείνους που σώθηκαν. Να σημειώσουμε ότι είναι λογικό αυτοί οι άνθρωποι να θεωρούν τον Στεργιάδη ως μοναδικό υπεύθυνο για τις συμφορές τους. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι δεν ήταν ο Στεργιάδης που είχε πάρει την απόφαση του αφανισμού τους…
– Χιλιάδες κόσμος περίμενε στο λιμάνι νά ‘ρθουν πλοία από την Ελλάδα. Ήρθε ένα πλοίο. Ως στρατιώτης μπήκα μέσα. Τους πολίτες δεν τους άφηναν να μπουν· ήταν μόνο για τον στρατό. Είχα χαρά που γλύτωσα και λύπη που άφησα πίσω τους δικούς μου. Ήταν οι τρεις αδερφάδες μου και ο μικρότερος απ’ όλους αδερφός μου. Η μια μου αδερφή είχε πέντε παιδιά. η άλλη δύο, η τρίτη ήταν λεύτερη. Στην Μυτιλήνη είχε πολλά καΐκια και καράβια. Θα μπορούσαν να πάνε στο Αϊβαλί να γλυτώσουν τον κόσμο, που μάταια τα περίμενε. Ο λιμενάρχης όμως της Μυτιλήνης δεν άφηνε να φύγουν τα πλοία. Βρήκα ένα καΐκι που έφευγε κρυφά για το Αϊβαλί. Είπα να το ναυλώσω να φέρω απ’ εκεί τους δικούς μου. Μου είπε κάποιος να μην πάω, γιατί μπήκαν Τσέτες στο Αϊβαλί. Καλά που δεν πήγα. Αργότερα αιχμαλώτισαν το καΐκι και δεν μπόρεσε να γυρίσει πίσω. [Μαρτυρία Γεωργίου Μωυσή, από το Τσουρούκι]

– Λοιπόν, στις 24 Αυγούστου κατέβηκα στο Άκτσαϊ. Γεμάτο κόσμο. Μάταια περιμένουν οι άνθρωποι να φύγουν. Πού νά ‘ρθουν όμως πλοία! Ο εγκληματίας ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή να μην πάνε πλοία να πάρουν τους πρόσφυγες του Αδραμυττηνού κόλπου. (…) Μερικοί δικοί μας δεν έφυγαν από το Αδραμύττι. Νόμιζαν ότι δεν θα γίνει τίποτα. (…) Πάει, χάθηκαν, δεν τους ξανάδε κανείς. (…) Φτάσαμε στην Μυτιλήνη. Δεν μας δέχτηκαν στην Χώρα· είχε πολλούς πρόσφυγες. Πήγαμε στο Πλωμάρι. Που λέτε, στην Μυτιλήνη ήταν τριάντα καράβια στο λιμάνι· ανάμεσα σ’ αυτά, το υπερωκεάνειο «Μεγάλη Ελλάς». Παρακαλούσαμε τις εκεί Αρχές να φύγουν τα βαπόρια, να πάνε στον Αδραμυττηνό κόλπο, να πάρουν τον κοσμάκη που περίμενε στο Άκτσαϊ και στην Σκάλα του Κεμεριού. Άκαρπες οι προσπάθειές μας. [Μαρτυρία Άννας Παρή, από το Αδραμύττι]
– Ο άντρας μου, σαν είδε πως χειροτερεύανε τα πράματα, μου λέει: «Να σας πάω στο Ντεμερτζιλί, να βρούμε καΐκι, να φύγουμε». Πάει, παίρνει την μαμά μου, τις αδελφές μου και κάτι πράματα μ’ ένα ζώο και πήγανε στην θάλασσα. Εμένα με το παιδί θα ‘ρχότανε μετά να μας πάρει. (…) Στο Ντεμερζιλί που πήγανε, καθίσανε τρία μερόνυχτα. Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε. Την παραμονή τ’ Αη-Γιαννιού του Νηστευτή γυρίσανε. (…) Βγήκαμε στην Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. (…) Τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μάς διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελαιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δεν φύγαμε. «Κερατά», του λέει ο άντρας μου, «εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;» (…) Έναν μήνα μείναμε στην Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή. [Μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη, από τα Βουρλά]
– Όταν πήγαμε στις Φώκιες, επειδή εγώ παρακινούσα τον κόσμο να φύγει, μ’ έπιασε ο υποδιοικητής, ο Ραπέσης, και μου είπε: «Τί είδατε και ξεσηκώνετε τον κόσμο;». Φώναξε και τον πατέρα μου και του είπε: «πέσε στον γιο σου να σταματήσει, γιατί θα τον βάλω φυλακή». (…) Από μακρυά φάνηκε ένα βαπόρι· ήταν του Πυρόκακου από την Σμύρνη. Είδε τον κόσμο στα νησάκια κι ήρθε να δει τι γίνεται. Εγώ εγνώριζα τον Πυρόκακο και τον παρακάλεσα να μας πάρει. Δυστυχώς, ο δήμαρχος ο Παπαγιάννης, εμπόδισε τον κόσμο να φύγει. [Μαρτυρία Αναστάση Χαρανή, από το Γκερένκιοϊ]
– Ήρθε όμως η είδηση. «Φτάνουν οι Τσέτες, σφάζουν οι Τσέτες» και ο κόσμος έπεσε ομαδικά στους δρόμους. Η χωροφυλακή έπιασε τις εξόδους. Δεν τους άφηνε να φύγουν και προσπαθούσε να τους καθησυχάσει. [Μαρτυρία Μαρίας Χάππα, από το Τζιμόβασι]
– Το καράβι μάς έβγαλε στην Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Δεν μας δεχτήκανε. Όσοι πήγαν πρώτοι έμειναν στις εκκλησιές. Εμείς μείναμε οκτώ μέρες κάτω από τα δέντρα. Μετά ήρθε άλλο καράβι και μας πήρε. Μας πήγε στον Πειραιά. Δεν μας δεχτήκανε. Φωνάζανε ότι η Αθήνα έχει πολύ κόσμο. Μας πήγε συνέχεια στην Πάτρα. (…) Ήρθε μια γρίτσα, η καημένη, μ’ ένα μπρίκι και μας έφερε καφεδάκι. (…) Μας περιποιηθήκανε πολύ οι Πατρινοί, μέχρι που σκοτώθηκε ο Γούναρης. Μετά θυμώσανε, λες και φταίγαμε εμείς. [Μαρτυρία Αγλαΐας Κόντου, από την Μαινεμένη]

Σμύρνη, 1922: Η προκυμαία μετά την φωτιά

– Μας πήγαν στον Βόλο. Κι από κει με τραίνο στα Φάρσαλα. Εγώ όμως εδώ υπόφερα πολύ. Στα βαπόρι έχασα τα πράματά μου. Έμεινα και γύρευα τα πράματά μου, και τα παιδιά μου τα είχαν βάλει στο βαγόνι. Έχασα και τα παιδιά μου. Μπήκα κι εγώ στο τραίνο, μα σ’ άλλο βαγόνι. Φώναζα κι έκλαιγα. Ζητούσα τα παιδιά μου, μα τίποτα. Κι όταν κατεβήκαμε απ’ το βαγόνι, βροχή, βροχή, σαν σκοινιά έπεφτε το νερό. Άνοιξαν οι ουρανοί, κατακλυσμός. Και μια ώρα έχει από το σταθμό για να πάμε στα Φάρσαλα. Έτσι, με βροχή, και τα παιδιά μου δεν τα ηύρα. Έκλαιγα, φώναζα σαν τρελή σ’ όλο το δρόμο. Τέλος φτάσαμε στα Φάρσαλα. Μας έδωσαν από μία σκηνή να την στήσωμε πού; Στα χωράφια, μέσα στη λάσπη, πάνω στο νερό. Εγώ όμως είχα μια χαρά που βρήκα τα παιδιά μου. Σαν ησύχασα απ’ αυτά κι είδα πού βρισκόμασταν, μαζί με τους άλλους αρχίσαμε τα κλάματα και τη βουή. Πού να πλαγιάσωμε; Πού να κάτσωμε; Πού να σταθούμε; Ξημέρωσε κι ήμαστε ακόμη στο πόδι. Πήγαμε τότε όλοι, κάμαμε παράπονα και μας άνοιξαν την εκκλησία. Από τις κακουχίες και τα βάσανα αρρώστησε το παιδί μου. Κάθισα πάνω του. «Παναγία μου, όλα τα έχασα και την κόρη μου θα τη χάσω;». Τρεις-τέσσερις μήνες καθίσαμε στην εκκλησία. Το παιδί μου στον ένα μήνα έγινε καλά. Μετά μας κάμανε παράγκες σε ένα μέρος όπου η ομίχλη δεν σηκώνεται. Οι ντόπιοι φωνάζανε. «Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ πέρα να μην μπαίνουν». Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσωμε, να μην αγγίζωμε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια. [Μαρτυρία Αννίκας Χαριτωνίδου, τουρκόφωνης(*) ελληνίδας χριστιανής από το Κέσι, 370 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τής Άγκυρας]
Δεν ξέρω για σας αλλά εγώ άρχισα να κουράζομαι. Κυρίως ψυχικά. Ευτυχώς, πλησιάζουμε στο τέρμα τού ταξιδιού μας. Λίγη υπομονή ακόμη…

———————————————-
(*) Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 20% των ελλήνων μικρασιατών προσφύγων ήσαν τουρκόφωνοι.
Κάποτε, κάποιοι πρόσφυγες… (13)
Καθώς πλησιάζουμε στο τέρμα του ταξιδιού μας, αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε ο τύπος τους πρόσφυγες μετά την καταστροφή τής Σμύρνης. Στο 13ο τεύχος της ετήσιας έκδοσης «Ethnologia Balcanica» (έκδοση Lit, 2009), με θέμα «Μigration In, From, and to Southeastern Europe – Part I: Historical and cultural aspects», περιλαμβάνεται μια έρευνα της Γεωργίας Εγγλέζου για τους πρόσφυγες του 1922, βασισμένη στα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Απ’ αυτή την έρευνα αντιγράφω και μεταφράζω μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα, ορμώμενα από δημοσιεύματα των πειραϊκών εφημερίδων «Σφαίρα» και «Σημαία»:
–    Ωστόσο, φαίνεται πως υπήρξαν ντόπιοι οι οποίοι, αντί να προσφέρουν βοήθεια, ενδιαφέρθηκαν να βγάλουν λεφτά από τους πρόσφυγες. Ο τύπος ανέφερε περιπτώσεις κατοίκων που ζητούσαν παράλογα ενοίκια για τα σπίτια τους: «οι τιμές για τα χαμόσπιτά τους είναι υψηλότερες από τις τιμές τού ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεττανία», έγραψε η Σφαίρα. Ο τύπος χαρακτήρισε αυτούς τους ανθρώπους ως «εκμεταλλευτές των άτυχων θυμάτων».
–    Φαίνεται, ωστόσο, ότι η πλειοψηφία τού ντόπιου πληθυσμού ενδιαφέρθηκε ελάχιστα αν όχι καθόλου να βοηθήσει τους πρόσφυγες. «Την ώρα που τα νυχτερινά μαγαζιά είναι γεμάτα και οι νεόπλουτοι ξοδεύουν τα λεφτά τους -καλύτερα, τα σκορπίζουν- δεν περισσεύει δραχμή για την ανακούφιση των αδελφών μας που υποφέρουν; Τι ντροπή!» (Σφαίρα, 9/9/1922)
–    Οι ντόπιοι σταδιακά αισθάνθηκαν ότι απειλούνται από τους πρόσφυγες και άρχισαν να εκφράζουν ανοιχτά την εχθρότητά τους. Ένοιωσαν ότι οι πρόσφυγες τους έπαιρναν τις δουλειές. Στις 19 Οκτωβρίου 1922, η Σημαία έγραψε: «οι εργάται του Τελωνείου, θορυβηθέντες εκ της ειδήσεως, ότι απεφασίσθη να τοποθετηθώσι και πρόσφυγες εις την κομιστικήν υπηρεσία, διατελούν εν εξεγέρσει και απεφάσισαν να αρνηθώσι διά παντός τρόπου και μέσου εις την πρόσληψιν τούτων, επικαλούμενοι την συνδρομήν και των άλλων Εργατικών Σωματείων»
(*). Σύμφωνα με τις εφημερίδες, φάνηκε ότι οι εργαζόμενοι είχαν την υποστήριξη και άλλων σωματείων, καθώς δεν ήθελαν να συμβεί το ίδιο πράγμα σε άλλα επαγγέλματα.
–    Σε μια θρησκευόμενη χώρα, όπως η Ελλάδα, θα περίμενε κανείς ότι η εκκλησία θα έπαιζε ενεργό ρόλο στην εκστρατεία για την ενσωμάτωση των προσφύγων στην κοινωνία. Όμως, αυτό δεν συνέβη. Μαζί με την αδιαφορία του κλήρου, ο τοπικός τύπος καταδίκαζε την κατάληψη των ναών από τους πρόσφυγες, σαν να έφταιγαν οι πρόσφυγες γι’ αυτό. Το αξιοσημείωτο για την εκκλησία είναι ότι δεν χρησιμοποίησε την δύναμη και την επιρροή της για να πείσει τους ντόπιους να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Ούτε δικά της χρήματα διέθεσε ούτε τους πιστούς κάλεσε να προσφέρουν οικονομική βοήθεια. Οι ναοί χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινοί χώροι διαμονής αλλά μόνο μετά από αποφάσεις των τοπικών αρχών. Ο τύπος, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να καταγγέλει ότι η παρουσία των προσφύγων στους ναούς απειλεί την υγεία των κατοίκων γύρω απ’ αυτούς. Ακόμη, οι εφημερίδες συμπέραναν ότι «η εντός των ναών μικτή παρουσία ανδρών και γυναικών συνιστά ιεροσυλία, κατά κάποιον τρόπο, λόγω των φυσικών και σαρκικών αναγκών και επιθυμιών αυτών των ανθρώπων» (**).
Αυτό που συμβαίνει με τον τύπο, είναι λίγο-πολύ συγκεκριμένο και απλό στην εξήγησή του, σαν απλή σειραϊκή αντίδραση: κάποιοι τα βάζουν με τους πρόσφυγες (για διάφορους λόγους, κυρίως προσωπικού συμφέροντος), ο τύπος σπεύδει να τους «εκφράσει» (ρίχνοντας έτσι νερό στον μύλο τους), η ανησυχία διαδίδεται (ψυχολογία του όχλου), ο τύπος καλείται να «εκφράσει» περισσότερους και εντονώτερα… και πάει λέγοντας.

Σημαία, 19/10/1922
Την απέχθεια για τους πρόσφυγες καλλιεργούν σχεδόν αποκλειστικά οι φιλομοναρχικές εφημερίδες, αφού οι επήλυδες είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία βενιζελικοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εθνικιστής, βασιλόφρων και θαυμαστής τού Χίτλερ εκδότης τού «Πρωινού Λόγου» Νίκος Κρανιωτάκης πρότεινε το 1933 με άρθρο του στην εφημερίδα του να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινο περιβραχιόνιο ώστε να μπορούν οι έλληνες να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν. Από την πλευρά της, η Βραδυνή, σε άρθρο με τίτλο «Αφγανιστανούπολις», διαπιστώνει ότι οι πρόσφυγες βρόμισαν την Αθήνα και τον Πειραιά διότι… έτσι ήξεραν, έτσι είχαν μάθει και έτσι έκαναν:
Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλλίτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικωτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους, ηρημώθησαν, τσόκαρα κροτούν εις τα κέντρα και κραυγαί χωρίων αντηχούν εις πλατείας. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της, επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της.
    Ευθύνην δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους διαπράττοντας τας ασχημίας ταύτας. Αυτοί όπως ήξευραν και όπως ηδυνήθησαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα της τάξεως, δεν ηδύναντο να την εκδηλώσουν, αγνοούντες δε την έννοιαν του καλού δεν ηδύναντο να την φανερώσουν. Την ευθύνην έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι δια την υγιεινήν, την τάξιν, την ευπρέπειαν. (…) Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό του ψιλλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια. Ταυτοχρόνως διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων. (…
)
    Αλλά όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και μέχρι τούδε η κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικωτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα σηκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των.
    Εφθάσαμεν ούτω να γίνωμεν πόλις του Αφγανιστάν (…)

[Βραδυνή, 3/12/1923] Αντιπροσφυγικό μένος έτρεφε και ο «πολύς» Γεώργιος Βλάχος, ιδρυτής και εκδότης της φιλοβασιλικής-αντιβενιζελικής Καθημερινής, ο οποίος συνήθιζε να κάνει λόγο για «προσφυγική αγέλη» και δεν μπορούσε να χωνέψει την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στους πρόσφυγες:
Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; (…) Αλλά είναι Έλληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος.
[Καθημερινή, 19/7/1928] Φυσικά, πλούσια πηγή αντιπροσφυγισμού απετέλεσαν οι περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι τούρκοι και έπρεπε να αποδοθούν στους πρόσφυγες που ήρθαν εδώ λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών. Βλέποντας τους τούρκους να φεύγουν, οι ντόπιοι ορέχτηκαν αυτές τις περιουσίες και, φυσικά, οι πρόσφυγες γίνονταν εμπόδιο στα σχέδιά τους να τις αρπάξουν. Έτσι, ξέσπασαν αιματηρές συμπλοκές σχεδόν παντού όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, με μεγαλύτερη (τι ειρωνεία!) εκείνη στο Κιούπκιοϊ Σερρών (την γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή) τον Νοέμβριο του 1924, η οποία προκάλεσε και σχετική συζήτηση στην Βουλή.

Βραδυνή, 3/12/1923
Κάπου εδώ, λέω να ολοκληρώσουμε το ταξίδι μας. Θα μπορούσαμε να το συνεχίσουμε για πολλές-πολλές μέρες ακόμη αλλά δεν νομίζω ότι θα συναντήσουμε πλέον κάτι καινούργιο, κάτι άγνωστο. Ο στόχος μας ήταν εξ αρχής να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε το τότε ώστε να ερμηνεύσουμε και να αντιληφθούμε ορθότερα το τώρα. Δεν ξέρω αν τα πήγα καλά στην θέση τού οδηγού αλλά, τουλάχιστον, προσπάθησα να είμαι ειλικρινής και να μη ξεφύγω από τον δρόμο που χάρασσαν τα στοιχεία και τα ντοκουμέντα που είχα στην διάθεσή μου. Όπως προσπάθησα να αποφύγω και κάθε προσωπική κρίση, αφήνοντας στον συνταξιδιώτη αναγνώστη την ικανοποίηση να σχηματίσει και να εκφέρει την δική του.

Ελπίζω να ξαναβρεθούμε σύντομα σε κάποιο άλλο ταξίδι. Από τούτο, κρατώ ως ενθύμιο δυο φράσεις από δυο μαρτυρίες προσφύγων: «Έναν μήνα μείναμε στην Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή» και «Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα, δεν μας δεχτήκανε». Αναρωτιέμαι ποια στάση κρατούν σήμερα οι απόγονοί τους με τα δικά τους κουφώματα…

———————————————-
(*) Το εντός εισαγωγικών κείμενο δεν είναι μετάφραση αλλά ακριβής καταχώριση του άρθρου της εφημερίδας (πρώτη φωτογραφία, κόκκινο πλαίσιο).

(**) Σύμφωνα με την ερευνήτρια, το σχετικό απόσπασμα προέρχεται από την Σημαία τής 21/11/1922. Πρόκειται για λάθος, αφού έρριξα μια ματιά στο συγκεκριμένο φύλλο της εφημερίδας και δεν βρήκα κάτι τέτοιο. Συνεπώς, κρατώ το κείμενο με επιφύλαξη, αφού δεν μπορώ να βεβαιώσω την πηγή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου