Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Τα νέα πρόσωπα του φασισμού

Ο Ιταλός ιστορικός Εντσο Τραβέρσο είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα Il Manifesto.

Οι νέες ριζοσπαστικές Δεξιές αντιπροσωπεύονται σήμερα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κατέχουν κυβερνητικές θέσεις σε οκτώ από αυτές. Η ισπανική και η γερμανική εξαίρεση έπαψαν να υπάρχουν.Μετά την εκλογή του Τραμπ και του Μπολσονάρο, το φαινόμενο πήρε παγκόσμιες διαστάσεις. Ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει τίποτα παρόμοιο μετά τη δεκαετία του 1930 και αυτό ξαναζωντανεύει τη μνήμη του φασισμού. Αναδύεται επομένως αυθόρμητα ένα ερώτημα: τι μας διδάσκει το παρελθόν για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας; Δεν μας διδάσκει τα πάντα, αλλά ίσως κάτι μας διδάσκει.

Η σύγκριση χρησιμεύει για να αντιληφθούμε αναλογίες και διαφορές μάλλον, παρά αντιστοιχίες και επαναλήψεις. Μερικές φορές αποκαλύπτει ομοιότητες και συνέχειες, αλλά συχνά υποδεικνύει ότι οι παλαιές έννοιες είναι ξεπερασμένες και πρέπει να αντικατασταθούν ή τουλάχιστον να ανανεωθούν. Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να παρατηρήσουμε ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι νέες Δεξιές δεν αυτοπροσδιορίζονται ως φασιστικές, μολονότι σε πολλές περιπτώσεις αυτή είναι η μήτρα τους.
Ισως θα ήταν καλύτερο να τις αποκαλούμε μεταφασιστικές, για να τις διακρίνουμε από τους προγόνους τους. Από τη μια μεριά, αυτές ανήκουν σε ένα διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, αλλά από την άλλη είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τον χαρακτήρα τους αν δεν τις συσχετίσουμε με τον φασισμό, ο οποίος παραμένει μια ιδρυτική εμπειρία της πολιτικής μας νεωτερικότητας.
Με άλλα λόγια, η έννοια του φασισμού είναι ταυτόχρονα ακατάλληλη και αναγκαία για να αποκρυπτογραφήσει αυτή τη νέα πραγματικότητα. Οι νέες Δεξιές δεν είναι πλέον φασιστικές, αλλά δεν είναι ούτε και κάτι εντελώς νέο και διαφορετικό από τον φασισμό. Εχουν έναν μεταβατικό και ασταθή χαρακτήρα, που ενδέχεται να αλλάξει προς διάφορες κατευθύνσεις. Η αναλογία με τα χρόνια του Μεσοπολέμου είναι αρκετά προφανής: η άνοδος των νέων Δεξιών εγγράφεται σε ένα πλαίσιο παγκόσμιας αταξίας και οικονομικής κρίσης, που τροφοδοτεί ξενοφοβικές και εθνικιστικές αντιδράσεις.
Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η κρίση είναι και πολιτική και ηθική, όπως έδειξαν το Brexit και το προσφυγικό ζήτημα. Οι διαφορές είναι ωστόσο εξίσου, αν όχι περισσότερο, έντονες. Ορισμένες είναι πρόδηλες, όπως η περιορισμένη χρήση της βίας και ο περιθωριακός ρόλος του αντικομμουνισμού στη ρητορική των νέων Δεξιών. Δεν προξενεί έκπληξη το ότι, μετά από εβδομήντα χρόνια ειρήνης στον δυτικό κόσμο, η βία δεν είναι πλέον το κυρίαρχο γνώρισμα του εθνικισμού.
Την επαύριον του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η πολιτική γινόταν με τα όπλα και έθετε τον στόχο να εξουδετερώσει τον εχθρό. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον ένοπλες πολιτοφυλακές, αλλά ο Σαλβίνι που κηρύσσει τη νομιμότητα της ατομικής βίας: «Η άμυνα είναι πάντοτε νόμιμη».
Τριάντα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο αντικομμουνισμός έχει χάσει μεγάλο μέρος από το νόημά του, αλλά αυτή η παρακμή -παράλληλη με την έκλειψη του κομμουνισμού- έγινε σε πολλές περιπτώσεις ένα πλεονέκτημα για τις νέες Δεξιές, που μπορούν να απευθύνονται στις εργαζόμενες τάξεις χωρίς να τις διαλύουν σε έναν αόριστο «λαό», φυλή ή έθνος και χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδούν ένα εμπόδιο κουλτούρας, αξιών και γλωσσικών κωδίκων. Δύο είναι ίσως οι λιγότερο προφανείς και πιο σημαντικές διαφορές.
Η πρώτη αφορά τον ριζικά αντιουτοπικό χαρακτήρα του μεταφασισμού, ο οποίος ανήκει σε μια μεταϊδεολογική εποχή που έχει απολέσει κάθε ορίζοντα προσδοκίας. Στη δεκαετία του 1930, ο φασισμός παρουσιαζόταν σαν μια «εθνική επανάσταση», ήθελε να οικοδομήσει έναν νέο πολιτισμό και να διαπλάσει έναν «νέο άνθρωπο» εναντίον της αδυναμίας και της παρακμής των δημοκρατιών.
Ο μεταφασισμός δεν καλλιεργεί πλέον ουτοπικές προσδοκίες. Η καινοτομία του έγκειται στην εξοικείωση των ηγετών του με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ενώ το πρόγραμμά του δεν είναι ούτε μοντέρνο ούτε επαναστατικό. Οι εχθροί του είναι η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση, το Ισλάμ και η τρομοκρατία, εναντίον των οποίων προτείνει μια επιστροφή στο παρελθόν: εθνική κυριαρχία, επαναφορά των συνόρων, προστατευτισμό, υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας», διατήρηση των χριστιανικών ριζών της Ευρώπης, ελευθεροκτόνους νόμους, αυταρχισμό κ.ο.κ. Η λογική του θυμίζει περισσότερο τους θρήνους του «πολιτισμικού πεσιμισμού» του τέλους του 19ου αιώνα παρά την οργή της «συντηρητικής επανάστασης» του Μεσοπολέμου.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά έγκειται στη μετάβαση από τον αντισημιτισμό στην ισλαμοφοβία. Οπως οι φασίστες πρόδρομοί της, η νέα Δεξιά είναι ρατσιστική και βασίζει την πολιτική της στην αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου τράγου, αλλά ο στόχος της έχει αλλάξει: οι υπεύθυνοι για τα δεινά που πλήττουν τις κοινωνίες μας, από την ανεργία ώς την παρακμή των παραδοσιακών αξιών, από τον πολιτισμικό ξεριζωμό ώς την τρομοκρατική απειλή, δεν είναι πλέον οι Εβραίοι αλλά οι μετανάστες. […]
Μια τελευταία διαφορά εγκαλεί τις λεγόμενες ευρωπαϊκές «ελίτ». Στη δεκαετία του 1930, ο φόβος του μπολσεβικισμού τις είχε ωθήσει να αποδεχθούν τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ και τον Φράνκο. Αναρίθμητα ήταν τα «λάθη υπολογισμού» από μέρους κρατικών ηγετών, τραπεζιτών και βιομηχάνων, αλλά η επιλογή τους ήταν σαφής. Σήμερα τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ δεν εκπροσωπούνται από τις νέες Δεξιές, αλλά από την τρόικα και από τους ηγετικούς οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο μεταφασισμός θα μπορούσε να γίνει ο προνομιακός συνομιλητής τους σε περίπτωση μιας κρίσης του ευρώ και μιας αποδιάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θα βύθιζαν την Ευρώπη σε μια χαοτική και ταραχώδη κατάσταση. Δυστυχώς αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι διόλου εξωπραγματικό και η ταχύτητα με την οποία η Wall Street προσαρμόστηκε στον Τραμπ δείχνει ότι μια παρόμοια μεταστροφή δεν θα ήταν καθόλου δύσκολη. Οι οικονομικές ελίτ, που προσδιορίζουν τους προσανατολισμούς των ευρωπαϊκών θεσμών, και η πολιτική τάξη, που τους κάνει πράξη, είναι κάθε άλλο παρά ένας φραγμός εναντίον των νέων Δεξιών· είναι αντίθετα ο τροφοδότης τους.
Η άνοδος του μεταφασισμού είναι σε μεγάλο βαθμό το προϊόν δέκα ετών λιτότητας, που εφαρμόζεται από δεξιές και αριστερές κυβερνήσεις στο όνομα της αρχής σύμφωνα με την οποία η ευθύνη για την κρίση δεν ανήκει στο κεφάλαιο αλλά στα κράτη, τα οποία, με τις κοινωνικές πολιτικές τους, ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους και συσσωρεύουν ένα πελώριο δημόσιο χρέος.
Η άσκηση κριτικής σε αυτές τις πολιτικές σημαίνει ότι παραμένουμε αγκυροβολημένοι στις αρχαϊκές ιδεολογίες του εικοστού αιώνα. Η εμμονική καμπάνια των μέσων μαζικής επικοινωνίας εναντίον των αριστερών και δεξιών λαϊκισμών τείνει να αποκρύπτει αυτή την πραγματικότητα: οι ελίτ ισχυρίζονται ότι δρουν σαν πυροσβέστες που καλούνται να σβήσουν τη φωτιά, αλλά στην πραγματικότητα αυτές είναι εκείνες που την άναψαν. Αυτές δεν είναι η απάντηση στους νέους φασισμούς, για τον απλό λόγο ότι είναι η αιτία τους. Θυμίζουν τρομερά τους προδρόμους τους, τους «υπνοβάτες», που το 1914 είχαν ρίξει μια ήπειρο στο βάραθρο χωρίς να το έχουν αντιληφθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου