Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και τα πολιτικά ζητήματα που μας θέτει


Πηγή : protagma.wordpress.com

Η εξέγερση των ελίτ κι οι νέες κοινωνικές πολώσεις
Αν κάτι χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες των τελευταίων δεκαετιών είναι ολοένα και πιο έντονη πόλωση μεταξύ δύο κοινωνικών κατηγοριών: από τη μια της ολιγαρχίας και των ανώτερων μεσοστρωμάτων των μεγάλων αστικών κέντρων που υιοθετούν ιδεολογικά και καρπώνονται υλικά την κοινωνική κινητικότητα που τους προσφέρει η παγκοσμιοποίηση· από την άλλη φτωχές ή μικρομεσαίες τάξεις, αποκλεισμένες στην «περιφέρεια» των global «μητροπόλεων», που αισθάνονται παραπεταμένες στο περιθώριο αυτού του κατακερματισμένο κόσμου. Πρόκειται για ένα σχήμα με το οποίο έχουμε προσπαθήσει αλλού να εξηγήσουμε τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, από την άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς μέχρι το Μπρέξιτ και την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ.



Χάριν συντομίας, θα λέγαμε πως η βαθιά μετάλλαξη της σύγχρονης οικονομίας και η σύστοιχή της παρακμή του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα παραγωγής απολήγουν σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο πολιτισμικό χάσμα. Από τη μια πλευρά όσοι ασκούν επαγγέλματα «αιχμής» καταφέρνουν να ακολουθήσουν τον ρυθμό εξέλιξης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Από την άλλη, οι εργάτες, οι αγρότες και όσοι ασκούν επαγγέλματα που η εξέλιξη των δυτικών οικονομιών αχρηστεύει (από τον υδραυλικό, τον μηχανικό αυτοκινήτων, τον ξυλουργό και τον επαγγελματία οδηγό, μέχρι τον κατώτερο δημόσιο υπάλληλο και τον μικρέμπορο) δεν βιώνουν μόνο μια δραστική πτώση του επιπέδου ζωής αλλά την πραγματικότητα της εξαφάνισης ενός ολόκληρου κοινωνικού μοντέλου που οδηγεί αναπόφευκτα και στην δική τους εξαφάνιση. Οι κοινωνικές αυτές κατηγορίες έχουν μέχρι τώρα επιδείξει πιο «συντηρητικά» αντανακλαστικά, με την έννοια όχι της αξιακής οπισθοδρόμησης αλλά της προσκόλλησης σε ένα φθίνον κοινωνικό μοντέλο που όμως έδινε νόημα στην ύπαρξή τους. Φαινόμενα όπως η εκλογή Τραμπ ή το Μπρέξιτ εκφράζουν –έστω, στρεβλά- ακριβώς αυτή την ανάγκη πολιτισμικής αλλά και υλικής προστασίας. Αντιθέτως, η πρώτη κατηγορία συσπειρώνεται γύρω από νεοφιλελεύθερες αξίες και πολιτικές, είτε με την αριστερή είτε με την δεξιά τους παραλλαγή, με σκοπό να ενισχύσει την κοινωνική εκείνη τάση που την κρατά ψηλά στην κοινωνική ιεραρχία και πραγματώνει τις αξίες της.
Εξέχων εκφραστής της τελευταίας κοινωνικής κατηγορίας, ο Μακρόν, φετιχιστής της start-up επιχειρηματικότητας και υμνωδός της παγκοσμιοποίησης, εξελέγη από τα «κοσμοπολίτικα» στρώματα των μεγάλων πόλεων, με βασική, μάλιστα υπόσχεση να ανανεώσει και να σώσει την Ευρώπη, η οποία απειλείται θανάσιμα από την εκλογή του Τράμπ και το Μπρέξιτ, αλλά και να «μεταρρυθμίσει» τη Γαλλία προς νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Στην αντίπερα όχθη, έκφραση της πρώτης κοινωνικής κατηγορίας, είναι τα Κίτρινα Γιλέκα. Γι’ αυτό κι η σύνθεση του κινήματος, βάσει των μέχρι τώρα πληροφοριών, έχει άξονα τα μεσαία στρώματα και δη τα κατώτερα εξ αυτών. Βάσει των ρεπορτάζ και των «μαρτυριών» από συμμετέχοντες που έχουμε δει, πλείστα επαγγέλματα διανθίζουν τη λίστα: αυτοαπασχολούμενοι, δημόσιοι υπάλληλοι, φορτηγατζήδες και υδραυλικοί, φοιτητές, μικροστελέχη κ.ο.κ. Τον τόνο έδωσαν, αρχικά, σε συμβολικό επίπεδο, ελεύθεροι επαγγελματίες της «περιφέρειας» που χάνουν ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους λόγω του κόστους των καυσίμων που καταναλώνουν για επαγγελματικούς λόγους. Σύμφωνα με μια πρώτη έρευνα που διεξήχθη, πρόκειται για ηλικίες μεταξύ 35 και 64 χρονών (και στη συνέχεια 24-35), κατά κύριο λόγο υπάλληλους και επαγγελματικά «ανενεργούς» κι εν συνεχεία εργάτες και μικροβιοτέχνες-αυτοαπασχολούμενους, όπως κι ένα μικρό αριθμό μεσαίων στελεχών, με μέσο όρο μισθού τα 1700 ευρώ (που για τα γαλλικά δεδομένα ισοδυναμεί περίπου με ενάμιση κατώτατο μισθό).
Παρ’ όλο που το Κίνημα, για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια, είναι ως τώρα αρκετά ασαφές ως προς τις βλέψεις και τον χαρακτήρα του, μπορούμε να το εντάξουμε στην κατηγορία των κινημάτων-βέτο: πρόκειται, δηλαδή, για κίνημα δίχως θετικό περιεχόμενο, που έχει ως βασική του κατεύθυνση τη διαμαρτυρία ενάντια στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Εν προκειμένω –απ’ ό,τι προκύπτει από τα συνθήματα που έχουμε δει ν’ αναγράφονται στους τοίχους των γαλλικών πόλεων αλλά και στα πανό των διαδηλωτών, όπως επίσης και από τις διάφορες λίστες «αιτημάτων» που έχουν εμφανιστεί– πρόκειται για μια «σοσιαλδημοκρατικής» κατεύθυνσης κριτική στις πολιτικές σταδιακής αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, αν και αυτό που προέχει –σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα– είναι η «αύξηση της αγοραστικής δύναμης» κι η «μείωση των φόρων». Χωρίς να είναι κανείς εναντίον τέτοιων διεκδικήσεων, αυτό που φρονούμε ότι προέχει δεν είναι να πάρουμε ξεκάθαρα θέση υπέρ ή κατά αλλά να προσπαθήσουμε να διαυγάσουμε την πραγματικότητα. Η επιλογή στρατοπέδου και η μάχη χαρακωμάτων έχει νόημα μόνο για τα κόμματα, τις σέχτες και τους πολιτικούς χώρους και γίνονται κυρίως για εσωτερική κατανάλωση. Άλλωστε, οι χώροι αυτοί βρίσκονται σε παρακμή και αδυνατούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις.




Ενάντια στην πολιτική των ταυτοτήτων
Το σίγουρο είναι πως χρειαζόμαστε ένα πιο δίκαιο σύστημα. Συμμετέχουν και ακροδεξιοί στο κίνημα; Ε και; Στη Γαλλία υπάρχουν κι ακροδεξιοί κι εδώ είναι ολόκληρος ο λαός που διαδηλώνει.
(Λεγόμενα ενός συμμετέχοντα στις διαδηλώσεις στο Παρίσι)
Βέβαια, εδώ στην Ελλάδα η ανάλυση των γεγονότων αντικαθίσταται από την προσπάθεια μικροπολιτικής εκμετάλλευσης της επικαιρότητας με σκοπό τη δικαίωση της εκάστοτε ιδεολογικής και πολιτικής μας ταυτότητας. Αντί να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει, αρκούμαστε απλώς να εφαρμόζουμε προκαθορισμένα σχήματα επί της πραγματικότητας. Έτσι, από τη μια μεριά έχουμε ορισμένες εκδοχές του εγχώριου νεολαιίστικου αναρχοαριστερισμού που έσπευσαν να κατεβάσουν τη γνωστή γραμμή περί «φασιστών» και «εθνικού κορμού» -τα Κίτρινα Γιλέκα δεν είναι απλά «φασίστες» (όπως έχουν βγάλει το φιρμάνι από την αρχή των κινητοποιήσεων οι Γάλλοι αναρχικοί και «Αντιφά») αλλά βασιλόφρονες· από την άλλη πλευρά, έχουμε τη συμμετρικώς αντίθετη θέση η οποία προφανώς αντιλαμβάνεται το κίνημα ως μια μορφή «πατριωτικής» κριτικής στην παγκοσμιοποίηση και τις «εθνομηδενιστικές ελίτ». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η πολιτική «ανάλυση» συνίσταται απλώς στη διατράνωση μιας απόρριψης ή υποστήριξης, εξίσου άκριτης σε αμφότερες τις περιπτώσεις, λες κι επρόκειτο να διαλέξουμε ποδοσφαιρική ομάδα, ενώ βασίζεται και σε έλλειψη πληροφόρησης [1].
Βλέπουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό δείγμα του εξαιρετικά δυσυπέρβατου πολιτικού αδιεξόδου της εποχής μας: τη συνήθεια να αντιλαμβανόμαστε και ν’ αποτιμούμε την εκάστοτε πολιτική επικαιρότητα με κριτήρια που προκύπτουν όχι από έναν κατά το δυνατόν ορθολογικό στοχασμό, αλλά από προσωπικές προτιμήσεις πολιτιστικού κι αισθητικού τύπου. Πιο συγκεκριμένα: οι αντιμικροαστικών συμπαθειών αναρχικοί και λοιποί φαρμακόγλωσσοι αντιεθνικιστές, με τις αναλύσεις τους περί «εθνικού κορμού», «σκουληκιών μικροαστών» και «λαϊκού καθωσπρεπισμού» (!!), νιώθουν αλλεργία απέναντι σε οποιοδήποτε κίνημα απαρτίζεται από «πρωτοκοσμικούς», «λευκούς» και «μεσοστρώματα», μιας και τους αντιλαμβάνονται ως μια σύγχρονη εκδοχή των «γυναικοκτόνων» μικροαστών που στήριξαν τα φασιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’30 από την αντίπερα όχθη, οι εκπρόσωποι του «δημοκρατικού πατριωτισμού», λόγω της απέχθειάς τους για τις «κοσμοπολίτικες» κι «εθνομηδενιστικές» ελίτ, συντάσσονται με οποιονδήποτε τούς αντιτίθεται -ή καμώνεται ότι τους αντιτίθεται (από τον αντιμακεδονικό εθνικισμό μέχρι τα Κίτρινα Γιλέκα)-, ασχέτως του πολιτικού περιεχομένου των αιτημάτων και των διεκδικήσεών τους.
Οι λεγόμενες «πολιτικές ταυτότητας (identity politics)» μπορεί να εκφράζουν, ρητά και συνειδητά, τη μεταμοντέρνα, νεολαιίστικη Αριστερά που προέρχεται από τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, ωστόσο, στην πραγματικότητα, αποτελούν μία μόνο εκδοχή ενός ευρύτερου φαινομένου που συνίσταται στη συνήθεια να κρίνουμε και ν’ αποτιμούμε τα πολιτικά ζητήματα βάζει κριτηρίων ουσιαστικά πολιτιστικής φύσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον εδώ και κάποιον καιρό η Ακροδεξιά αντιγράφει την Αριστερά, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της πολιτιστικής πολιτικής: «αντιλευκός ρατσισμός», «περιθωριοποίηση» του ιθαγενούς πληθυσμού κ.λπ. Οποιοσδήποτε έχει μελετήσει την ιστορία των φασιστικών κινημάτων (δηλαδή της ριζοσπαστικής Δεξιάς της δεκαετίας του 1920 και 1930), γνωρίζει ότι η αισθητικοποίηση της πολιτικής υπήρξε χαρακτηριστικό δείγμα του πολιτικού αδιεξόδου που γέννησε αυτή την ιδεολογία. Αντιστοίχως σήμερα, παρ’ όλο που προφανώς δεν τίθεται θέμα «φασιστικοποίησης» της κοινωνίας, όπως πιστεύει η Αντιφά ιδεολογία, το ιδιάζον στην εποχή μας πολιτικό αδιέξοδο εκφράζεται διά μιας αντίστοιχης αδυναμίας πολιτικού στοχασμού, η οποία μετατρέπει την πολιτική από πεδίο μάχης για την κοινωνική δικαιοσύνη σε πεδίο διαμόρφωσης πολιτιστικών ταυτοτήτων.
Προφανώς –και πέραν του γεγονότος ότι πάντοτε οι πολιτικοί και κοινωνικοί ανταγωνισμοί συνοδεύονται και από πολιτιστικού τύπου πολώσεις– η πραγματικότητα σήμερα ευνοεί μια τέτοια ανάγνωση της πραγματικότητας –δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στην Αμερική γίνεται λόγος εδώ και δεκαετίες περί «πολιτιστικού πολέμου (culturewar)». Μπορεί η πόλωση των σημερινών δυτικών κοινωνιών να μην είναι απλώς πολιτική ή/και οικονομική αλλά πραγματικά ανθρωπολογική, ωστόσο δεν θα πρέπει να παρασυρόμαστε σε εύκολες λύσεις (όπως κάνουν, ορισμένες φορές, ακόμη και τα καλύτερα πνεύματα της εποχής).
Η συγκάλυψη των πολιτικών διακυβευμάτων
Πολύ εύγλωττο είναι το παράδειγμα του Ζαν-Κλωντ Μισεά, ο οποίος έχει συνεισφέρει με τις αναλύσεις του σε ουσιαστικό βαθμό στην κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στην ανάλυση της συγκεκριμένης πολιτικής επικαιρότητας, όσο κι αν ο Γάλλος δημοκρατικός στοχαστής φωτίζει κρίσιμες πολιτιστικές κι ανθρωπολογικές πλευρές του ζητήματος, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο παραμένει γενικόλογος και ασαφής, με αποτέλεσμα να συγκαλύπτει τα πολιτικά διακυβεύματα που θέτει, αντικειμενικά, το Κίνημα.
Όπως σημειώναμε προσφάτως, το χαρακτηριστικό των σημερινών αντί-ελίτ κινημάτων έγκειται στο γεγονός πως, ενώ έχουν σωστά αντιληφθεί τον ρόλο των σημερινών ολιγαρχιών, αδυνατούν να εκφέρουν μια πραγματικά ριζική κριτική στο σημερινό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Περιορίζονται έτσι στην καταγγελία επιμέρους πτυχών του, τις οποίες συχνά εκλαμβάνουν ως το θεμέλιο του «Συστήματος». Και ταυτόχρονα, σε πρακτικό επίπεδο, δείχνουν μια χαρακτηριστική αδυναμία δημοκρατικής οργάνωσης. Το αποτέλεσμα είναι πως η καλώς εννοούμενη λαϊκή δυσφορία μετατρέπεται συχνά σε πραγματικό λαϊκισμό, τον οποίο περιμένουν στη γωνία για να καρπωθούν η λαϊκή Δεξιά κι η Ακροδεξιά.
Από αυτήν την άποψη, βέβαια, τα Κίτρινα Γιλέκα συνιστούν ένα κίνημα πολύ πιο ελπιδοφόρο από την ψήφο υπέρ του Μπρέξιτ και του Τραμπ, η οποία υπήρξε τυφλή πράξη απελπισίας, μιας και είναι η πρώτη φορά μετά τους «Αγανακτισμένους» που έχουμε μια πραγματική κινητοποίηση ενός κομματιού του πληθυσμού αντί για την παθητική συμπόρευση με ορισμένες άνωθεν ενδεδειγμένες επιλογές (υπέρ ή κατά του Μπρέξιτ, με τον Τραμπ ή με την Χίλαρι κ.ο.κ.). Ωστόσο δεν έχουμε δει μέχρι σήμερα καμία σαφή απόπειρα αμεσοδημοκρατικής οργάνωσης, έστω σ’ επίπεδο απλά οργανωτικό. Το γεγονός ότι το κίνημα έχει κρατηθεί μακριά από τις διάφορες κομματικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αλλά και τ’ αριστερίστικα και ακροδεξιά γκρουπούσκουλα συνιστά πασιφανώς ένα καθ’ όλα θετικό κι ελπιδοφόρο χαρακτηριστικό, όπως επίσης και το γεγονός ότι έχει ως τώρα αντισταθεί στις προσπάθειες ορισμένων να χριστούν εκπρόσωποί του.
Εντούτοις, τα πάντα οργανώνονται με αδιαφανή τρόπο, μέσα από τα επάρατα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς να υπάρχει πραγματική εγγύηση ενεργητικής συμμετοχής του μεγαλύτερου μέρους των συμμετεχόντων στη λήψη των αποφάσεων ούτε, όμως, και δυνατότητα πραγματικού ελέγχου, με αποτέλεσμα τη «γραμμή» συχνά να δίνουν μέσω διαδικτύου ορισμένες αμφιβόλου σοβαρότητας προσωπικότητες. Προφανώς η κατάσταση αυτή είναι κατανοητή, αν αναλογιστούμε τα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων (δεν πρόκειται για τα σπουδαγμένα μεσοστρώματα που πρωταγωνίστησαν στο κίνημα των Αγανακτισμένων και τα οποία, ως τέτοια, είχαν μεγαλύτερη -έστω κι επιδερμική- εξοικείωση με συνελευσιακές και κινηματικές διαδικασίες, αλλά για απολίτικα μικρομεσαία στρώματα, τα οποία ποτέ τους δεν είχαν ασχοληθεί με την πολιτική, μιας και η ζωή τους περιστρέφεται γύρω από τον βιοπορισμό και την οικογένεια) όπως επίσης και την επαγγελματική και γεωγραφική τους κατάσταση (δεν πρόκειται για φοιτητές ή αποκλειστικά για μισθωτούς αλλά για αυτοαπασχολούμενους των μικρομεσαίων πόλεων και της επαρχίας, οι οποίοι, ως τέτοιοι, δε διαθέτουν κάποιον αντικειμενικό χώρο συνεύρεσης και διαβούλευσης) [2].
Διόλου τυχαία βέβαια δεν είναι κι η ως τώρα αδυναμία του Κινήματος να εκφράσει μια σειρά μεσοπρόθεσμων, έστω, αιτημάτων [3]. Μέχρι τώρα πολιτική του ταυτότητα είναι η αντιφορολογική εξέγερση και η αόριστη κριτική στην ολιγαρχία που κρύβεται πίσω από το σύνθημα «Μακρόν, παραιτήσου!» και τη γενική και διαρκή αναφορά στον θυμό και το «δεν πάει άλλο!». Αποτέλεσμα τούτης της πολιτικής αοριστίας είναι η προσκόλληση σε μια «θεαματικού» τύπου πολιτική (χαρακτηριστικότερο δείγμα της οποίας είναι η ιδέα της «απόβασης» στο Παρίσι) αλλά και η παγίδευση σε καθαρά αδιέξοδες και αυτοκαταστροφικές επιλογές (όπως τα γενικευμένα «μπάχαλα» γύρω απ’ την αψίδα του Θριάμβου). Μπορεί εδώ να μην πρόκειται για τον επιλεγμένο, συνειδητό και αντικοινωνικό μηδενισμό του Μπλακ Μπλοκ, ωστόσο, όταν ένα κίνημα δε μπορεί, αφενός να προστατευτεί απέναντι στην πιθανή παρείσφρηση λούμπεν στοιχείων στις γραμμές του και, αφετέρου, ανάγει τον θυμό σε ύψιστη κατευθυντήρια γραμμή, το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχα λειψό.
Η πολιτική οπισθοδρόμηση
Κατά συνέπεια, όσο κι αν μας προκαλούν ευχαρίστηση τέτοιες εισβολές στην καρδιά του βαθέως γαλλικού πλούτου κι όσο κι αν νιώθουμε μια αυθόρμητη συμπάθεια για κινήματα που απαρτίζονται όχι από επαγγελματίες της πολιτικής και κινηματίες νεολαίους αλλά από απλούς ανθρώπους, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι το σημερινό κίνημα μακράν του να συνιστά πρότυπο για το τι θα μπορούσε να είναι σήμερα μια δημοκρατική, αντιολιγαρχική κινητοποίηση συνιστά, αντιθέτως, χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτικής αδυναμίας των κοινωνιών. Ακόμα κι όταν υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θέλουν ν’ αγωνιστούν ενάντια στην κοινωνική αδικία, 30 και πλέον χρόνια καταναλωτικού ευδαιμονισμού και πολιτικής απάθειας ή ακόμη και κυνισμού μάς έχουν κάνει να ξεχάσουμε τα βασικά. Η έλλειψη κάθε πολιτικής παράδοσης και η απουσία κάθε λαϊκού κινήματος μετά τον σταδιακό θάνατο του εργατικού κινήματος, κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, καθιστούν κάθε προσπάθεια δημοκρατικής δραστηριοποίησης σήμερα εξαιρετικά δύσκολη [4].
Φυσικά τα κοινωνικά κινήματα εκφράζουν πάντοτε την ανάδυση του απρόβλεπτου μέσα στην ιστορία, υπό την έννοια πως ποτέ δεν τα περιμένει κανείς. Ωστόσο δεν αναδύονται ποτέ μέσα από το κενό, μιας και συνιστούν, κάθε φορά, έκφραση μιας παράδοσης, στην οποία και βασίζονται, έστω και ασυνείδητα, προκειμένου να αρθρωθούν, τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο όσο και –κυρίως!– σ’ επίπεδο θεσμικό και πρακτικό: μορφές οργάνωσης και κινητοποίησης κ.ο.κ. [5]. Πρόκειται ακριβώς για το στοιχείο που λείπει κατά τις τελευταίες δεκαετίες εντός της Δύσης: δεν είναι μόνον η έκλειψη της παράδοσης του εργατικού κινήματος, αλλά και τα αποτελέσματα της διαρκούς διαδικασίας αποκοινωνικοποίησης και ατομικοποίησης που μάς έχουν κάνει να ξεχάσουμε όχι απλώς «πώς ν’ αγωνιζόμαστε» (που ’λεγε κι ο Καστοριάδης) αλλά να συντονιζόμαστε στοιχειωδώς και να συζητάμε προκειμένου να οργανωθούμε και να δράσουμε από κοινού, δίχως την ανάγκη ειδικών κι επαγγελματιών της πολιτικής [6].
Να ξεχάσουμε την αποανάπτυξη;
Στο Editorial μας που αναφέραμε παραπάνω, σημειώναμε ότι το σύγχρονο πολιτικό αδιέξοδο μπορεί να συνοψιστεί στην εξής διαπίστωση: «το αίτημα για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη έχει υφαρπαχθεί απ’ τον δεξιό λαϊκισμό, ενώ το αίτημα για ατομική ελευθερία έχει γίνει έρμαιο των παραληρημάτων του κάθε αστοιχείωτου τριαντάρη πανεπιστημιακού και των ανεκδιήγητων σημερινών φεμινιστριών». Στο πλαίσιο τούτης της διάκρισης, το αίτημα οικολογικού μετασχηματισμού των σημερινών ρυπογόνων κοινωνιών της κατανάλωσης λογίζεται πλέον ως χούι της λευκής, εκλεπτυσμένης και χίπστερ ολιγαρχίας (η οποία ζει στις μεγάλες πόλεις, μετακινείται με το μετρό και με το ποδήλατο, προωθεί την πεζοδρόμηση του κέντρου τους, επιβάλλει περιορισμούς -φόρους, διόδια κ.λπ.- στη χρήση αυτοκινήτου, τρέφεται με «οικολογικά» και «βιολογικά» προϊόντα κ.ο.κ.), ενώ, αντίθετα, η προσκόλληση στη ρυπογόνο οικονομία του αυτοκινήτου συνιστά πολιτιστικό χαρακτηριστικό των λαϊκών στρωμάτων. Βάσει αυτής της συνθήκης λογικό είναι, για τα τελευταία, κάθε κουβέντα περί οικολογίας να θεωρείται ως πρόφαση για την εφαρμογή πολιτικών που ευνοούν την ολιγαρχία κι έχουν οικονομικό κόστος για τα ίδια. Στην καλύτερη περίπτωση επικρατεί η ιδέα ότι «κι οι πλούσιοι μολύνουν και μάλιστα πολύ περισσότερο από εμάς», λες και η φύση καταλογίζει ευθύνες με βάση ταξικά κριτήρια!
Προφανώς οι ολιγαρχίες έχουν αντιληφθεί ότι το οικολογικό πρόβλημα συνιστά πλέον κάτι που χρήζει αντιμετώπισης, έστω κι υπό την καθαρά ωφελιμιστική σκοπιά της διαχείρισης του οικονομικού κόστους των συνεπειών της μόλυνσης για τον πληθυσμό και γι’ αυτό προσπαθούν να πάρουν μέτρα, τα οποία, προφανώς, στρέφονται προς τους πιο αδύναμους. Γι’ αυτό και τούτη η κοντόθωρη, διαχειριστική λογική όχι μόνον ελάχιστα αλλάζει την κατάσταση της οποίας το Κίνημα υπήρξε ένα τόσο χαρακτηριστικό σύμπτωμα, αλλά την οξύνει ακόμα περισσότερο (κοινωνική υποβάθμιση ολόκληρων περιοχών της γαλλικής επικράτειας, εντός των οποίων οι υψηλοί φόροι έχουν πολύ λιγότερα ανταποδοτικά οφέλη από ό,τι στα μεγάλα αστικά κέντρα, χαρακτηριστική αδυναμία της οικονομίας να λειτουργήσει με στοιχειώδη συνοχή και να προσφέρει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, δυναμικές εσωτερικής αποσταθεροποίησης της κοινωνίας με πολλαπλές συνέπειες κ.ο.κ.).
Χαρακτηριστική εκδήλωση του πνεύματος αυτού είναι και η οπορτουνιστική εκμετάλλευση του τυφλού αντι-φορολογισμού του Κινήματος, ο οποίος βολεύει όσο τίποτε άλλο την γαλλική ολιγαρχία –και παράλληλα έρχεται σε αντίφαση με τις όποιες προσπάθειες, εντός του κινήματος, έχουν γίνει προς την κατεύθυνση επεξεργασίας μιας πιο συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας, οι οποίες, όπως είδαμε, κινούνται προς μια αόριστα σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Στην άρνηση της –επιβεβλημένης από την ίδια!– φοροαφαίμαξης βρίσκει την ιδεολογική δικαιολόγηση που θα της επέτρεπε να περάσει πια στην ανοιχτή αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, το οποίο θεωρείται, ακόμα και σήμερα, ως κάτι ιερό για τους Γάλλους (μιας και το γαλλικό Σύνταγμα ορίζει το καθεστώς της χώρας ως «Δημοκρατική, κοσμική και κοινωνική Πολιτεία»). Όπως έσπευσε να δηλώσει, λόγου χάριν, ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, «Λιγότερες δημόσιες δαπάνες, λιγότεροι φόροι το ταχύτερο δυνατό θα είναι το καλύτερο, επειδή βλέπουμε από αυτήν την κοινωνική, δημοκρατική κρίση την ανυπομονησία εκατομμυρίων Γάλλων».
Αντίστοιχα ο Μακρόν, στο διάγγελμα της 10ης Δεκεμβρίου εμμέσως πλην σαφώς ερμήνευσε τα σημερινά προβλήματα της χώρας ως προϊόν των πολιτικών που ο ίδιος εξελέγη για ν’ ανατρέψει –δηλαδή του «κρατισμού»! Η ευκολία με την οποία παραχωρήθηκαν τα μέτρα ανακούφισης είναι εντυπωσιακή, επειδή ακριβώς λειτουργούν μακροπρόθεσμα υπέρ ενός κεντρικού, στρατηγικού στόχου της ολιγαρχίας: την εγκατάλειψη της κοινωνίας, η οποία καθίσταται ένα περιττό βάρος στον βαθμό που η προαναφερθείσα κατεύθυνση της παγκόσμιας οικονομίας και το ανερχόμενο κοινωνικό μοντέλο δεν την ενσωματώνουν οργανικά, μιας και την έχουν ολοένα και λιγότερο ανάγκη [7]. Έτσι, η παρούσα πολιτική κρίση μετατρέπεται σε μια θαυμάσια ευκαιρία να ξεπεραστούν και τυπικά οι απαρχαιωμένες αξίες της κοινωνικής προστασίας και της στοιχειώδους αναδιανομής του πλούτου [8]. Ταυτόχρονα, τα κυβερνητικά μέτρα που προσανατολίζονται στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης μέσα από την μείωση των κοινωνικών δαπανών καταδεικνύουν το αδιέξοδο μέσα στο οποίο έχει παγιδευτεί το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και η κοινωνία γενικότερα. Η ψυχαναγκαστική προσκόλληση σε ένα βιοτικό επίπεδο που είναι πλέον αντικειμενικά αδύνατο να διατηρηθεί μας οδηγεί τελικά στην ενδυνάμωση των πιο ακραίων συνεπειών της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας: Χυδαίος ατομικισμός, λογικές κοινωνικού δαρβινισμού, τεράστιες οικονομικές ανισότητες, περιθωριοποίηση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας.
Αν όμως θελήσουμε να απαλλαγούμε από την ανευθυνότητα και τον κυνισμό των σημερινών ολιγαρχιών, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι βιώσιμες λύσεις σε τέτοια κεντρικά προβλήματα όπως το οικολογικό και η αναπόφευκτη πτώση του βιοτικού επιπέδου δίνονται όταν αντιμετωπιστούν ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή συνιστώσες και αποτελέσματα της βαθύτερης ιστορικής τάσης του τέλους της αφθονίας, της επανόδου στο ιστορικό προσκήνιο της σπάνης των υλικών αγαθών κι όχι απλώς ως προϊόν των μακιαβελικών επιλογών μιας «κακιάς» ολιγαρχίας [9]. Για την ολιγαρχία το παιχνίδι παίζεται στην επιβολή της λιτότητας στα κατώτερα στρώματα και στην ταυτόχρονη εξαπάτησή τους με την υπόσχεση της μελλοντικής υπέρβασης (μέσα από την επανεκκίνηση ενός σχιζοφρενούς οικονομικού συστήματος, την ατομική επιτυχία σε συνθήκες ανεργίας και πτώσης των αμοιβών, την ψευδαίσθηση γρήγορου πλουτισμού που προσφέρουν ο αθλητισμός ή οι μαφίες: κάπου εκεί εξαντλούνται οι επιλογές). Για τον λαό, αντίθετα, το ζητούμενο είναι ακριβώς στο να μην αρκεστεί σε βραχυχρόνιες παραχωρήσεις και την επιστροφή στην αμέριμνη και κουτσουρεμένη κατανάλωση που θα ενδυναμώσει τα πραγματικά αδιέξοδα –και προς την οποία κατεύθυνση καμώνονται πως κινούνται τα μέτρα που εξήγγειλε ο Μακρόν.
Πρόκειται με άλλα λόγια για την ανάγκη ενός είδους κοπερνίκειας στροφής στις ιδέες, τις επιθυμίες και την πολιτική πράξη ολόκληρης της κοινωνίας. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αίτημα που υποτείνει την κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων και που άρχισε τις τελευταίες μέρες να εκδηλώνεται με ρητό τρόπο: Την αύξηση των αμοιβών ως μέσο για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Καθόλα δικαιολογημένο και θεμιτό αίτημα, αλλά υπό το πρίσμα της ανθρωπολογικής καταστροφής που επιφέρει η κοινωνία της κατανάλωσης, της ισοπέδωσης του περιβάλλοντος και των κινδύνων που ενέχει η σπατάλη των όλο και πιο σπάνιων φυσικών πόρων, το φαινομενικά παράδοξο είναι ίσως λογικότερο: Αυτό που μας χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι μια εξίσωση των περισσότερων αμοιβών ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ (και μάλιστα σε σχετικά χαμηλά επίπεδα) και σε καμία περίπτωση ένα κλείσιμο της ψαλίδας προς τα πάνω [10].
Κι όσο κι αν μπορεί να μας χαροποιεί το γεγονός ότι στις 8 Δεκεμβρίου τα Κίτρινα Γιλέκα διαδήλωσαν μαζί με τους οικολόγους –που την ίδια μέρα είχαν προγραμματίσει πορείες για την κλιματική αλλαγή– σε πολλές μεγάλες πόλεις, το ζήτημα δεν λύνεται με εύκολα και συχνά λαϊκιστικά συνθήματα («Η κλιματική αλλαγή συνιστά πόλεμο ενάντια στους φτωχούς», «Οι πολυεθνικές πλουτίζουν απ’ την περιβαλλοντική υποβάθμιση») κι ευχολόγια περί «σύμπλευσης των αγώνων» (στα οποία επιδόθηκαν τόσο οι Γάλλοι Πράσινοι όσο κι ο Μελανσόν), λες κι υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στο αίτημα οικολογικού μετασχηματισμού των κοινωνιών μας, από τη μια μεριά, και στην προσπάθεια να διαφυλάξουμε την αγοραστική μας δύναμη με κάθε κόστος, από την άλλη. Διότι το ζήτημα που εδώ τίθεται, δεν είναι απλώς αυτό του οικολογικού αποτυπώματος της πραγματικής κατανάλωσης των λιγότερο εύπορων στρωμάτων των δυτικών κοινωνιών, αλλά των συνεπειών του τρόπου ζωής τον οποίον ένα μεγάλο μέρος από τα στρώματα αυτά ονειρεύεται κι επιδιώκει, έστω και μάταια. Εξάλλου η εξάρτηση από το αυτοκίνητο δεν είναι μόνο μια επαχθής αναγκαιότητα –όπως λανθασμένα την παρουσιάζει ο Μισεά στην επιστολή του–, αλλά πολύ συχνά συνιστά πραγματικό φετίχ, συνδεδεμένο με τον κυρίαρχο ατομικισμό αλλά και με τις υποσχέσεις κοινωνικής ανόδου με τις οποίες μάς αποβλακώνει η κοινωνία της κατανάλωσης. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, χρειάζεται να ξαναπιάσουμε από την αρχή, και με μεγάλη περίσκεψη και σοβαρότητα, το ζήτημα του καθορισμού του περιεχομένου ενός σύγχρονου δημοκρατικού προτάγματος, θέτοντας το εξής καίριο ερώτημα: πώς επανερμηνεύεται σήμερα, υπό συνθήκες οικολογικής κρίσης, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη;
Μια τέτοια διαμόρφωση ενός συνολικού προτάγματος απαιτούν τα ζητήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα κινήματα όπως αυτό των Κίτρινων Γιλέκων. Η ανάγκη αυτή κρίνεται ακόμα πιο επιτακτική, αν αναλογιστούμε αφενός τις υπάρχουσες εναλλακτικές και τις δυναμικές τους, αφετέρου τις φθίνουσες αντοχές του υπάρχοντος κοινωνικού μοντέλου. Ενώ η ψήφος υπέρ του Τραμπ και του Μπρέξιτ αποδεικνύεται σχετικά ανώδυνη επιλογή, και παρόλο που η ολιγαρχία επιμένει στην άνοδο της ακροδεξιάς με σκοπό να εκβιάσει πολιτικά το λαό, ο πραγματικός κίνδυνος είναι εκείνος μιας εγκαθίδρυσης σκληρά κατασταλτικών και ανελεύθερων καθεστώτων από τις ίδιες τις κυρίαρχες ελίτ μπροστά στον κίνδυνο γενικευμένης κατάρρευσης. Από την άλλη πλευρά, η συσσώρευση και ο συνδυασμός των κρίσεων (οικολογική, ενεργειακή, μεταναστευτική, διατροφική, γεωπολιτικής σύγκρουσης, ανάδυσης παράλληλων δομών κοινωνικής οργάνωσης ελεγχόμενων από το οργανωμένο έγκλημα –όπως συμβαίνει σε πολλές φτωχές συνοικίες ευρωπαϊκών μητροπόλεων) μπορεί να οδηγήσουν σε συνθήκες διαρκούς αστάθειας και ημιελεγχόμενου χάους.
Απέναντι σε τέτοιες πιθανές εξελίξεις, κινήματα όπως αυτά των Κίτρινων Γιλέκων είναι προφανώς ευάλωτα στην πολιτική δημαγωγία, στην εκμετάλλευση από λαϊκίστικά πολιτικά κόμματα (χαρακτηριστικά είναι εκείνα των Ποδέμος στην Ισπανία και των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία), στην ύπουλη χειραγώγηση από παρεμβατικές ανελεύθερες ξένες δυνάμεις (το καθεστώς Πούτιν στηρίζει τις διεκδικήσεις του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, ενώ χρηματοδοτεί τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα στις ευρωπαϊκές χώρες τα οποία προσπαθούν να ωφεληθούν από την εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια), στις παραχωρήσεις και την παραπλανητικά ευμενή αντιμετώπισή τους από την ολιγαρχία. Άλλωστε, η πρόσφατη ιστορική εμπειρία κινημάτων όπως των Αγανακτισμένων στην νότια Ευρώπη και των Πλατειών στην Ελλάδα δείχνει πως είναι πολύ δύσκολο για τέτοια κινήματα-βέτο να αντέξουν στον χρόνο και να αποκτήσουν μια εσωτερική δυναμική. Οι μεταπτώσεις των κοινωνιών που έχουν δοκιμαστεί από τη λιτότητα και αμφιταλαντεύονται μεταξύ αγρίων εκρήξεων θυμού και γενικευμένης παραίτησης, δεν προσφέρουν και πολλούς λόγους για να αισιοδοξούμε.
Ωστόσο, η ιστορική δυναμική που γέννησε ένα τέτοιο κίνημα ενδεχομένως να φέρει την κοινωνία αντιμέτωπη με την ανάγκη διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής πορείας, πέρα από τον φαταλισμό και την παραίτηση από την μια πλευρά, τις αυταπάτες και την αφελή πίστη στην βελτίωση των συνθηκών ζωής μέσα από μια μαγική διαχειριστική φόρμουλα, από την άλλη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, το οποίο υπερβαίνει από κάθε άποψη επιμέρους διεκδικητικά κινήματα και εγγράφεται στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα των μεγάλων ιστορικών εκείνων κινημάτων, όπως το δημοκρατικό κίνημα την εποχή της φεουδαρχίας στην Ευρώπη, το εργατικό και φεμινιστικό κίνημα μετέπειτα, που στην ώριμη μορφή τους δεν μετουσιώνονται μόνο σε μια μορφή πολιτικής οργάνωσης ή σ’ ένα οικονομικό σύστημα, αλλά σ’ έναν ολόκληρο, νέο κάθε φορά, πολιτισμό.
______________
[1] Στην πραγματικότητα, αν στην πρώτη φάση του κινήματος υπήρξε σαφής ακροδεξιά παρουσία, στη συνέχεια συμμετείχαν σε αυτό ρητά και σε συλλογικό επίπεδο όχι μόνο οργανώσεις όπως το Collectif Justice pour Adama (που συστήθηκε μετά τον θάνατο του αφρικανικής καταγωγής Ανταμά Τραορέ κατά την κράτησή του από αστυνομικούς της χωροφυλακής, τον Ιούλιο του 2016, στα παρισινά προάστια και αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από έγχρωμους και αραβικής καταγωγής Γάλλους) αλλά ακόμα και παρισινές Αντιφά ή και φεμινιστικές-κουήρ οργανώσεις. Γι’ αυτό και το απόγευμα του Σαββάτου 8 Δεκεμβρίου προσήχθη μέχρι κι ο γνωστός Julien Coupat, που συμμετείχε κι αυτός στις κινητοποιήσεις! Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η συμμετοχή «προαστιακών» λυκείων των μεγάλων γαλλικών πόλεων στις μαθητικές κινητοποιήσεις της εβδομάδας μεταξύ 3 και 7 Δεκεμβρίου, οι οποίες προέκυψαν στα πλαίσια της αναταραχής που προκάλεσαν τα Κίτρινα Γιλέκα και με σαφή αναφορά σε αυτά. Εξάλλου στα «μπάχαλα» τόσο της 1ης όσο και της 8ης Δεκεμβρίου στο Παρίσι, τη Μασσαλία αλλά και στη Λυών ή στο Μπορντό συμμετείχε «προαστιακή», δηλαδή μεταναστευτικής καταγωγής νεολαία.
[2]Σύμφωνα με την έρευνα στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, μόνο ένα 20% των συμμετεχόντων διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα και μόνο ένα 5% εξ αυτών έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές. Σχεδόν οι μισοί εξ αυτών (47%) συμμετέχουν για πρώτη φορά σε διαδηλώσεις και γενικότερα πολιτικές κινητοποιήσεις, μιας και μόνο ένα 44% εξ αυτών είχε μέχρι τώρα απεργήσει έστω και μία φορά, ενώ οι πολιτικές τους προτιμήσεις και διαδρομές είναι «ανορθόδοξες», υπό την έννοια πως δεν συνιστούν σταθερούς υποστηρικτές κάποιου κόμματος ή πολιτικής ιδεολογίας.
[3]Δεδομένης της οργανωτικής αδιαφάνειας που επικρατεί και, κατά συνέπεια της απουσίας κάποιου οργάνου επίσημης εκφοράς λόγου, ο καθένας τείνει να προβάλλει στο Κίνημα τα δικά του αιτήματα κι έτσι δεν μπορούμε να στηριζόμαστε ανεξέταστα στις διάφορες σχετικές λίστες που έχουν κυκλοφορήσει.
[4]Βλ. σχετικά με το ζήτημα αυτό ένα άρθρο που είχε γράψει ο Αμερικανός ιστορικός Στιβ Φρέιζερ με αφορμή το κίνημα «Occupy»: «Ευχαριστούμε Tea Party», περ. Πρόταγμα, τ. 2, Ιούνιος 2011.
[5] Βλ. σχετικά το κείμενο του Καστοριάδη, «Για το ζήτημα της ιστορίας του εργατικού κινηματος», (1973), Η πείρα του εργατικού κινήματος, τ. Α΄, Πώς ν’ αγωνιστούμε, μτφρ. Σ. Χαλικιάς, Β. Ψιμούλη, Αθήνα, Ύψιλον, 1984.
[6]Βλ. σχετικά και την ανάλυσή μας σχετικά με το πολύ κρίσιμο αυτό  ζήτημα: «Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει», Πρόταγμα, τ. 4, Ιούνιος 2012, ειδικά σ. 131 κ. ε.
[7] Έχουμε προσπαθήσει να αναλύσουμε τον θεμελιώδη ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας σε τούτη τη διαδικασία «αχρήστευσης» μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, στο «Editorial» του 10ου τεύχους του Προτάγματος (Ιούνιος 2017), στην ενότητα «Η νεοτεχνολογία και το νεοαριστοκρατικό καθεστώς που γεννά».
[8] Την ίδια μέρα με τις ανακοινώσεις του Μακρόν επικυρώθηκε από την γαλλική Γερουσία μια μεταρρύθμιση με σκοπό την ελάφρυνση του φόρου μεταφοράς της έδρας φυσικών και νομικών προσώπων στο εξωτερικό, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο την μεταφορά γαλλικών κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους.
[9] Θα πρέπει να τονιστεί, από αυτήν την άποψη, ότι η αύξηση της τιμής των καυσίμων, που υπήρξε αφορμή για την εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων, δεν οφείλεται μόνο –και τόσο– στην επιπρόσθετη φορολογία όσο στην αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου, η οποία με τη σειρά της συνιστά συνέπεια της μείωσης της παραγωγής.
[10] Για τα τεράστια ζητήματα που ανοίγονται στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσπάθειας, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, βλ. και το κείμενό μας, «Το αγροτικό ζήτημα και οι ανθρωπολογικές διαστάσεις του στη σημερινή ιστορική συγκυρία», Πρόταγμα, τ. 9, Ιούλιος 2016, σ. 63 κ. ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου