Βαγγέλης Χριστοδούλου
Η
σιωπή της κοινωνίας, είναι το χαρακτηριστική πρακτική της γενιάς που
συμπορεύεται με το μνημόνιο. Μία μερίδα ανθρώπων έχει επιλέξει ως μορφή
δράσης την ακινητοποίηση. Σχήμα οξύμωρο: δρω διά της ακινητοποίησης.
Καθοριστικό αποτέλεσμα της ακινητοποίησής τους εκτός από της σιωπή είναι
και η τυφλή υπακοή.
Τα δύο αυτά στοιχεία αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για όσους θέλουν
να δράσουν. Ο τρόπος με τον οποίο δρουν οι «ακίνητοι» άνθρωποι, δεν
είναι άλλος από αυτόν της χρησιμοποίησης των γραναζιών του φόβου και της
αβεβαιότητας, πίσω από τα οποία κρύβονται. Την εθελοδουλία τους,
σκεπάζει ο μανδύας της αβεβαιότητας ενώ η ανικανότητα να αποφασίσουν για
το μέλλον τους σκεπάζεται από το πέπλο του φόβου.
Οι «ακίνητοι» άνθρωποι αποδέχονται λανθασμένα το τέλος της πολιτικής που τους επέβαλαν υπόρρητα οι ειδικοί της πολιτικής και οι όποιοι χειραγωγοί τους. Η πολιτική για τον «ακίνητο» άνθρωπο δεν είναι η μάχη για την ελευθερία αλλά ο αγώνας για την επιστροφή στην «κοινωνία της αφθονίας» από την οποία προέρχεται, έχει κλειδώσει το φαντασιακό του και δεν μπορεί ποτέ να απαλλαγεί. Αφού λοιπόν δεν υπάρχουν πολιτικοί που να μπορούν να πετύχουν την επιστροφή, αποφασίζει να το πετύχει μόνος του ανακαλύπτοντας και ψηφίζοντας… πολιτικούς. Θέλει να παίξει ένα καινούργιο παιχνίδι που να είναι εξίσου διεγερτικό με αυτό της επανάστασης αλλά προς Θεού να μην είναι επανάσταση.
Θέλει και την αλλαγή. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν μπορεί μόνος του να δημιουργήσει αλλαγή επειδή ακριβώς πιστεύει ότι δεν μπορεί μόνος του να δημιουργήσει τίποτε.
Η αλλαγή που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι «ακίνητοι», έχει την ικανότητα να δημιουργείται από μόνη της. Είναι φτιαγμένη ώστε να αυτοδημιουργείται και να αυτοαναπαράγεται. Την διπλή αυτή δύναμή της, την αντλεί από την ανάγκη των «ακίνητων» ανθρώπων για απάλειψη της αβεβαιότητας. Η αλλαγή συνεπώς που συντελείται ως προϊόν της αβεβαιότητας, δεν είναι παρά ένα ομοίωμα μιας προηγούμενης αναγκαστικής αλλαγής. Στην πραγματικότητα, το είδος της αλλαγής που επιτυγχάνεται είναι αυτό της επιστροφής σε μία πρότερη και προσωρινή κατάσταση ευφορίας, μέχρι τη στιγμή που οι άνθρωποι πιέζονται τόσο, όσο να οδηγήσουν ξανά τα πράγματα σε μία… αλλαγή. Όλες οι αλλαγές οδηγούν πάντοτε σε μία άλλη, αναπόφευκτη «αλλαγή» και τελικά μαζί με τους εαυτούς τους, οδηγούν και εμάς στο αρχικό σημείο για μιαν επανεκκίνηση. Η συνεχής επανεκκίνηση από το ίδιο αρχικό σημείο είναι κάτι που δεν μπορούν να αποφύγουν οι «ακίνητοι» άνθρωποι αφού για τον σκοπό τους χρησιμοποιούν πάντα το ίδιο μέσο : την αποδοχή της πολιτικής των ειδικών που τους λένε ότι πρέπει να φτιάξουν «άλλη μία κοινωνία» και όχι «μία άλλη κοινωνία».
Πολλές φορές οι άνθρωποι εξαναγκάζονται(;) στην υπακοή. Ο εξαναγκασμός μέσω του φόβου, ακρωτηριάζει τη σκέψη από οποιαδήποτε μορφή αρνητικότητας, αλλά και από όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά. Ως «αρνητικά» ορίζονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που αντιβαίνουν στα «θέλω» της ηγεμονίας και των ιδιοκτητών της κοινωνίας. Δεν υπάρχει ζωή ή άλλη κοινωνία έξω από τα καλούπια που δημιουργεί η εξουσία. Προκειμένου κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιβληθεί. Πρέπει το άτομο να θέλει να το κάνει. Έτσι, χρησιμοποιείται ένα είδος «συνθετικής επέμβασης» στη σκέψη του. Η επέμβαση δεν είναι μονοδιάστατη όπως πιθανόν πολλοί να πιστεύουν. Δεν είναι μόνο τα ΜΜΕ που αναλαμβάνουν αυτόν το ρόλο. Πολλές φορές διαφωνούμε με αυτά και όμως κάνουμε ότι ακριβώς μας λένε.
Ο εξαναγκασμός οδηγεί τους ανθρώπους σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά της άρνησης των εντολών της εξουσίας. Αυτό από το οποίο υποστηρίζουν ότι εξαναγκάζονται οι άνθρωποι αυτοί, είναι ένα πλέγμα υποχρεώσεων το οποίο επικαλούνται προκειμένου να μην γίνουν αντιδραστικοί απέναντι στην εξουσία. Εργασία, οικογένεια, κοινωνικές υποχρεώσεις, δάνεια, κλπ. Όλα αυτά παράγουν φόβο, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν σε αφήνουν ποτέ να ξεφύγεις από την κατάσταση του φοβισμένου. Η κατάσταση του φοβισμένου οδηγεί στην κατάσταση του «ακίνητου», του σιωπηλού και πάντα υποταγμένου υποκειμένου. «Αν χάσω τώρα τη δουλειά μου δεν θα βρω ποτέ άλλη». «Έχω να πληρώσω το νοίκι και τα φροντιστήρια των παιδιών μου». «Χρωστάω λεφτά στην τράπεζα, δεν είμαι εγώ για διαδηλώσεις καταλήψεις και απεργίες». Οποιαδήποτε άρνηση να ακολουθήσουν τις εντολές της εξουσίας εξοβελίζεται στο όνομα της προσφοράς της εξουσίας «κάλιο λίγο και στο χέρι». Το «λίγο» όμως γίνεται συνεχώς «λιγότερο». Λιγότερα χρήματα, λιγότερη ελευθερία, λιγότερος χρόνος, λιγότερες επιλογές, όλα λειτουργούν μέσα από την αποδοχή του «λιγότερου». Η συνεχής και αδιάλειπτη αποδοχή του «λιγότερου» δημιουργεί ένα πολύ σοβαρό προηγούμενο : αποδυναμώνει τα όποια αισθήματα εξέγερσης και ταυτόχρονα γενικεύει τα ήθη υποταγής που ανοίγουν το δρόμο για κάθε είδους συμβιβασμό. Ακόμα και η σωτηρία που περιμένουν πιστεύουν ότι θα έλθει μέσα από το «λιγότερο». Η σωτηρία δεν θα έλθει ποτέ.
Η σωτηρία την οποία προσμένουν, είναι κάτι που προσμένουν απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιονδήποτε λόγο. Σε αυτή τη ζωή, δύο πράγματα μόνο σώζουν : Ο Θεός και οι τράπεζες. Την σωτηρία τους, οι ακίνητοι άνθρωποι την θέλουν επειδή υπονοεί ένα είδος συντήρησης των ήδη υπαρχουσών καταστάσεων. Πιστεύουν ότι έτσι θα κλείσουν τον κίνδυνο στο μπαούλο και η ζωή τους δεν θα είναι ποτέ πια επικίνδυνη, μεταβαλλόμενη και ασταθής όπως ακριβώς είναι τώρα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς το μόνο σταθερό και αμετάβλητο στην αιωνιότητα είναι ο θάνατος. Η εξαφάνιση και ο θάνατος είναι μόνιμες καταστάσεις. Έτσι, ευελπιστούν ότι κλείνοντας στο μπαούλο τον κίνδυνο θα τον εξαφανίσουν.
Οι «ακίνητοι» αγαπούν την κοινωνική ευταξία που τους παρέχει το πολιτικό σύστημα και η εξουσία που υπηρετούν. Η κοινωνική ευταξία, τούς κατατάσσει στην τάξη των «έχω ακόμα λίγα» και με αυτά πορεύομαι. Είναι η τάξη των προσωρινά βολεμένων. Η κοινωνική τάξη πλέον δεν ορίζεται από το πόσα χρήματα έχεις ή βγάζεις, αλλά από το πώς αντιμετωπίζεις το σύστημα. Δεν έχουν «ακόμα» περάσει στην κατάσταση του φτωχού, και έτσι δεν τους νοιάζει ο φτωχός. «Ας αφανιστούν αν χρειαστεί, εγώ με τα λίγα μου θα είμαι ασφαλής». Όσο και να φωνάζουν ενάντια στο σύστημα, ποτέ δεν το περιφρονούν. Αυτό που περιφρονούν και φοβόνται είναι η κοινωνική αταξία που μπορεί να υπάρξει αν καταρρεύσει το σύστημά τους. Αυτός είναι ο πραγματικός τους φόβος τελικά. Μία πιθανή κατάρρευση θα άλλαζε ή θα κατέστρεφε το μικρό βόλεμά τους. Είναι πάντοτε διατεθειμένοι να αποδεχθούν μία κοινωνία στην οποία απαγορεύεται η αρνητικότητα. Και το κάνουν. Όμως, ότι δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του είναι καταδικασμένο στην αβεβαιότητα και στον μιμητισμό. «Θα κάνω ότι πουν οι άλλοι, ότι αποφασίσουν οι άλλοι. Θα δράσω αν το κάνουν και οι άλλοι αφού όμως δω πρώτα αν με συμφέρει». Αυτός ο τρόπος σκέψης που είναι πολύ διαδεδομένος, κινείται μεταξύ βολέματος και φόβου. Είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτο, σε ποιο πεδίο από τα δύο πατά περισσότερο. Δεν είναι υποχρεωμένοι να «θέλουν» κάτι. Αρχικά θα προσποιηθούν ότι «θέλουν» μέχρι να δουν αν τα πράγματα βαίνουν προς το συμφέρον τους. Σε αντίθετη περίπτωση θα επικαλεστούν … φόβο. Είναι η στιγμή που ο φόβος χρησιμοποιείται ως σανίδα σωτηρίας.
Η αποχή τους από οποιαδήποτε μορφή δράσης, στοχεύει περισσότερο στο να απαλλαγούν από κάτι παρά στο να δημιουργήσουν οτιδήποτε. Έμαθαν να λειτουργούν με την πονηρή αποπομπή του εαυτού τους από την «επικίνδυνη» συλλογικότητα και όχι με την ένταξη σε αυτή. Αυτούς λοιπόν που επικαλούνται τον φόβο ως σωτήριο μέσο προκειμένου να μην συμμετέχουν σε πρακτικές που τους χαλάνε το βόλεμα, τους αποκαλώ «νεοραγιάδες». Οι πράξεις, τα επιχειρήματα αλλά και τα «αντικειμενικά» τους κριτήρια, τις περισσότερες φορές πηγάζουν μέσα από την εθελοδουλία τους. Από αυτή τη νέα μορφή ραγιαδισμού πους τους σπρώχνει στο να απαλλαγούν από οποιαδήποτε ενέργεια θα τους έφερνε τυχόν αντιμέτωπους με την διεκδίκηση της ελευθερίας τους. Πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι κάτι που τους το έχουν χαρίσει. Δεν γνωρίζουν ότι η ελευθερία ΔΕΝ χαρίζεται και γι’ αυτό δεν είναι ελεύθεροι. Η ελευθερία δεν είναι αγαθό που μπορεί να στο χαρίσει κάποιος που αποκαλείται κράτος, πρωθυπουργός, αστυνόμος, δάσκαλος, λοχαγός ή εργοδότης. Ελευθερία σημαίνει να έχεις το δικαίωμα στο να πραγματοποιήσεις το «ανέφικτο». Στις μέρες μας όμως «ανέφικτο» είναι η ίδια η ελευθερία!!
Η μη διεκδίκηση της ελευθερίας, οδηγεί στην παράδοση της αξιοπρέπειας. Αναρωτιέμαι συχνά αν ακόμα υπάρχει μέσα μας ένα μικρό ίχνος της. Πιστεύω ότι η αξιοπρέπεια και η ελευθερία είναι δύο έννοιες που συμπορεύονται. Δεν ξέρω. Δεν είμαι φιλόσοφος και δεν προσπαθώ τώρα να λύσω το ζήτημα αυτό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χάσαμε τελικά την αξιοπρέπειά μας όπως ακριβώς χάσαμε και την ελευθερία μας. Σιγά-σιγά και λίγο-λίγο μας τα αφαίρεσαν και τα δύο. Ένα κομμάτι το αφήσαμε στα καταστήματα κινητής τηλεφωνίας . Ένα άλλο στα must τριήμερα. Άλλοι στη Μύκονο και άλλοι στα χωριά τους μιας και δεν είμαστε όλοι ίδιοι αλλά κυρίως δεν είμαστε ίσοι. Είπαμε να σκύψουμε λίγο το κεφάλι και να δουλέψουμε περισσότερο προκειμένου να πείσουμε το αφεντικό να μας δώσει κανένα ψίχουλο παραπάνω, μιας και θέλουμε να αγοράσουμε ένα αυτοκινητάκι που να χωρά ολόκληρη την οικογένεια μαζί με τα μπαγκάζια της. Να κάνουμε καμιά κομπίνα παραπάνω για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε ένα Cayenne, και δεν πειράζει που έχουμε ακόμα το νύχι του μικρού μας δακτύλου τέσσερα εκατοστά μακρύ, ούτε το ότι τρώμε με τα χέρια και φτύνουμε τα κόκαλα. «Έχω άκρη, άρα είμαι ελεύθερος» είναι μία από τις ενδόμυχες σκέψεις του «νεοραγιά». Για αυτόν η αξιοπρέπεια και η ελευθερία είναι έννοιες ασύμβατες. Πάνω απ’ όλα βάζουν το συμφέρον τους. Τα υπόλοιπα έπονται.
Είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι νεοραγιάδες αφήνονται να ξελογιαστούν από τα χρήματα ή τις υποσχέσεις των ειδικών. Αρκετούς από αυτούς θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε «πωρωμένα καθάρματα του βολέματος» αλλά όχι όλους. Οι περισσότεροι είναι ένα σύνολο μισοκακόμοιρων ασυνείδητων που είναι πρόθυμοι ανά πάσα στιγμή να διαφθαρούν με λίγο εύκολο χρήμα ή με μία εύκολη υπόσχεση που νομίζουν ότι αν πραγματοποιηθεί θα αλλάξει τη ζωή τους . Αυτό που απασχολεί το νεοραγιά τούτες τις ευλογημένες μέρες είναι μόνο το πώς θα πληρώσει λιγότερους φόρους. Το αν θα μπορέσει κάποιος να τον αποδεσμεύσει από τα «δεσμά του μνημονίου». «Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» σκέφτεται η εξουσία του. «Εδώ κάναμε τόσο κόπο να σε χώσουμε στο μνημόνιο και τώρα μου ζητάς να σε αποδεσμεύσω, ηλίθιο υποκείμενο;Ψήφησέ με και θα δούμε.» Μεγάλο πράγμα η πίστη.
Οι νεοραγιάδες τελικά πήγαν όχι μία, αλλά δύο φορές και ψήφησαν. Θέλησαν να εκλέξουν κυβέρνηση προκειμένου να μην αισθάνονται ακυβέρνητοι δηλαδή ανίκανοι να εκφέρουν άποψη δική τους. Βέβαια, πρέπει να παραδεχθώ ότι είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Αποτελούν το πενήντα τοις εκατό (50%) του εκλογικού σώματος, νούμερο διόλου ευκαταφρόνητο. Έτσι μας έδωσαν να καταλάβουμε γιατί η κοινωνία είναι τελικά τόσο σιωπηλή. Τώρα πλέον έχουν την ευθύνη της πράξης τους. Θα καθίσουν υπομονετικά στην ξαπλώστρα δίπλα από το κύμα και θα κάνουν κριτική σε αυτούς που εξέλεξαν. Ξέχασαν προσωρινά ότι αυτοί που εξέλεξαν είναι οι ίδιοι που τους έφεραν σε αυτήν εδώ την κατάσταση. Θα το θυμηθούν πάλι όταν έρθουν με το καλό τα χαρτιά της εφορίας ή όταν θα μείνουν χωρίς δουλειά. Οι υπεύθυνοι για την αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου (εδώ γελάνε) είναι οι ίδιοι που κατασκεύασαν το μνημόνιο. Δεν έχει σημασία όμως γιατί αν συμβεί οτιδήποτε θα κάνουμε πάλι εκλογές. Πάλι θα ψηφήσουν επικαλούμενοι το φόβο. Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί που έδωσαν την ψήφο τους στα μνημονιακά κόμματα κάτι περιμένουν να κερδίσουν. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι ο Αντωνάκης ο Σίγμα και ο Βαγγελάκης ο Βήτα μαζί με τον απίθανο Κουβέλη και αυτόν τον ανεκδιήγητο Ψαριανό, ενδιαφέρονται για τους φτωχούς, τους άστεγους, τους ανθρώπους χωρίς φάρμακα, τα σχολεία που δεν έχουν βιβλία κλπ. Αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για την καρέκλα τους. Αυτό το ξέρουν πλέον και οι πέτρες. Άρα, ο νεοραγιάς ψηφοφόρος είναι και αυτός μία από τα ίδια αφού από τη στιγμή που υποστηρίζει κάποιον και τον ψηφίζει, συμφωνεί με τις πρακτικές του και τα πιστεύω του.
Ίσως το κείμενο να είναι λίγο επιθετικό απέναντι σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Από την άλλη όμως, πιστεύω ότι είναι καιρός να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν έγραψα δύο κείμενα για την αποχή από τις εκλογές και την ανάγκη να υπάρξει αλλαγή πολιτεύματος ή εκλογικού συστήματος έστω, δέχθηκα από σκληρή κριτική με σαφή επιχειρήματα υπέρ της ψήφου, που είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη έως χλευασμό που είναι απαράδεκτος ειδικά από όσους μου δίνουν την εντύπωση , με αυτά που γράφουν, ότι δεν έχουν ανοίξει ούτε ένα βιβλίο, ποτέ στη ζωή τους, δηλαδή από κλασικούς νεοραγιάδες. Όχι βέβαια ότι εγώ είμαι κανένας μορφωμένος. Απλώς, εγώ γνωρίζω ότι δεν είμαι μορφωμένος και πριν κάνω κριτική σε κάποιο κείμενο, φροντίζω κατ’ αρχήν να το διαβάσω ολόκληρο και έπειτα να εκφέρω γνώμη, μόνον όταν είμαι σίγουρος ότι έχω καταλάβει τι θέλει να πει ο εκάστοτε συντάκτης. Τα κείμενα εκείνα, τα έγραψα γιατί πίστευα και πιστεύω ότι με τις εκλογές δεν αλλάζει τίποτε. Ποτέ με εκλογές δεν έχει αλλάξει κάτι, πουθενά. Τελικά δυστυχώς αυτό έγινε. Ήρθαμε πάλι στο αρχικό σημείο, σε νέα «αλλαγή» αλλά χωρίς αλλαγή θεσμών. Οι νεοραγιάδες είναι το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που αποτελεί εμπόδιο για οποιαδήποτε αλλαγή θεσμών. Επικαλούνται συνεχώς τον φόβο προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε. Και εγώ φοβάμαι. Δεν φοβάμαι όμως μήπως χάσω το βόλεμά μου. Φοβάμαι μήπως αυτά που προτείνω ή αυτά που υποστηρίζω προξενήσουν κακό στους γύρω μου. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό είδος φόβου.
Τελικά, ο φόβος σώζει;
(Το παρόν κείμενο γράφτηκε πριν τις δεύτερες εκλογές αλλά για τεχνικούς λόγους δημοσιεύεται τώρα.)
πηγή: Eagainst.com
Οι «ακίνητοι» άνθρωποι αποδέχονται λανθασμένα το τέλος της πολιτικής που τους επέβαλαν υπόρρητα οι ειδικοί της πολιτικής και οι όποιοι χειραγωγοί τους. Η πολιτική για τον «ακίνητο» άνθρωπο δεν είναι η μάχη για την ελευθερία αλλά ο αγώνας για την επιστροφή στην «κοινωνία της αφθονίας» από την οποία προέρχεται, έχει κλειδώσει το φαντασιακό του και δεν μπορεί ποτέ να απαλλαγεί. Αφού λοιπόν δεν υπάρχουν πολιτικοί που να μπορούν να πετύχουν την επιστροφή, αποφασίζει να το πετύχει μόνος του ανακαλύπτοντας και ψηφίζοντας… πολιτικούς. Θέλει να παίξει ένα καινούργιο παιχνίδι που να είναι εξίσου διεγερτικό με αυτό της επανάστασης αλλά προς Θεού να μην είναι επανάσταση.
Θέλει και την αλλαγή. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν μπορεί μόνος του να δημιουργήσει αλλαγή επειδή ακριβώς πιστεύει ότι δεν μπορεί μόνος του να δημιουργήσει τίποτε.
Η αλλαγή που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι «ακίνητοι», έχει την ικανότητα να δημιουργείται από μόνη της. Είναι φτιαγμένη ώστε να αυτοδημιουργείται και να αυτοαναπαράγεται. Την διπλή αυτή δύναμή της, την αντλεί από την ανάγκη των «ακίνητων» ανθρώπων για απάλειψη της αβεβαιότητας. Η αλλαγή συνεπώς που συντελείται ως προϊόν της αβεβαιότητας, δεν είναι παρά ένα ομοίωμα μιας προηγούμενης αναγκαστικής αλλαγής. Στην πραγματικότητα, το είδος της αλλαγής που επιτυγχάνεται είναι αυτό της επιστροφής σε μία πρότερη και προσωρινή κατάσταση ευφορίας, μέχρι τη στιγμή που οι άνθρωποι πιέζονται τόσο, όσο να οδηγήσουν ξανά τα πράγματα σε μία… αλλαγή. Όλες οι αλλαγές οδηγούν πάντοτε σε μία άλλη, αναπόφευκτη «αλλαγή» και τελικά μαζί με τους εαυτούς τους, οδηγούν και εμάς στο αρχικό σημείο για μιαν επανεκκίνηση. Η συνεχής επανεκκίνηση από το ίδιο αρχικό σημείο είναι κάτι που δεν μπορούν να αποφύγουν οι «ακίνητοι» άνθρωποι αφού για τον σκοπό τους χρησιμοποιούν πάντα το ίδιο μέσο : την αποδοχή της πολιτικής των ειδικών που τους λένε ότι πρέπει να φτιάξουν «άλλη μία κοινωνία» και όχι «μία άλλη κοινωνία».
Πολλές φορές οι άνθρωποι εξαναγκάζονται(;) στην υπακοή. Ο εξαναγκασμός μέσω του φόβου, ακρωτηριάζει τη σκέψη από οποιαδήποτε μορφή αρνητικότητας, αλλά και από όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά. Ως «αρνητικά» ορίζονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που αντιβαίνουν στα «θέλω» της ηγεμονίας και των ιδιοκτητών της κοινωνίας. Δεν υπάρχει ζωή ή άλλη κοινωνία έξω από τα καλούπια που δημιουργεί η εξουσία. Προκειμένου κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιβληθεί. Πρέπει το άτομο να θέλει να το κάνει. Έτσι, χρησιμοποιείται ένα είδος «συνθετικής επέμβασης» στη σκέψη του. Η επέμβαση δεν είναι μονοδιάστατη όπως πιθανόν πολλοί να πιστεύουν. Δεν είναι μόνο τα ΜΜΕ που αναλαμβάνουν αυτόν το ρόλο. Πολλές φορές διαφωνούμε με αυτά και όμως κάνουμε ότι ακριβώς μας λένε.
Ο εξαναγκασμός οδηγεί τους ανθρώπους σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά της άρνησης των εντολών της εξουσίας. Αυτό από το οποίο υποστηρίζουν ότι εξαναγκάζονται οι άνθρωποι αυτοί, είναι ένα πλέγμα υποχρεώσεων το οποίο επικαλούνται προκειμένου να μην γίνουν αντιδραστικοί απέναντι στην εξουσία. Εργασία, οικογένεια, κοινωνικές υποχρεώσεις, δάνεια, κλπ. Όλα αυτά παράγουν φόβο, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν σε αφήνουν ποτέ να ξεφύγεις από την κατάσταση του φοβισμένου. Η κατάσταση του φοβισμένου οδηγεί στην κατάσταση του «ακίνητου», του σιωπηλού και πάντα υποταγμένου υποκειμένου. «Αν χάσω τώρα τη δουλειά μου δεν θα βρω ποτέ άλλη». «Έχω να πληρώσω το νοίκι και τα φροντιστήρια των παιδιών μου». «Χρωστάω λεφτά στην τράπεζα, δεν είμαι εγώ για διαδηλώσεις καταλήψεις και απεργίες». Οποιαδήποτε άρνηση να ακολουθήσουν τις εντολές της εξουσίας εξοβελίζεται στο όνομα της προσφοράς της εξουσίας «κάλιο λίγο και στο χέρι». Το «λίγο» όμως γίνεται συνεχώς «λιγότερο». Λιγότερα χρήματα, λιγότερη ελευθερία, λιγότερος χρόνος, λιγότερες επιλογές, όλα λειτουργούν μέσα από την αποδοχή του «λιγότερου». Η συνεχής και αδιάλειπτη αποδοχή του «λιγότερου» δημιουργεί ένα πολύ σοβαρό προηγούμενο : αποδυναμώνει τα όποια αισθήματα εξέγερσης και ταυτόχρονα γενικεύει τα ήθη υποταγής που ανοίγουν το δρόμο για κάθε είδους συμβιβασμό. Ακόμα και η σωτηρία που περιμένουν πιστεύουν ότι θα έλθει μέσα από το «λιγότερο». Η σωτηρία δεν θα έλθει ποτέ.
Η σωτηρία την οποία προσμένουν, είναι κάτι που προσμένουν απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιονδήποτε λόγο. Σε αυτή τη ζωή, δύο πράγματα μόνο σώζουν : Ο Θεός και οι τράπεζες. Την σωτηρία τους, οι ακίνητοι άνθρωποι την θέλουν επειδή υπονοεί ένα είδος συντήρησης των ήδη υπαρχουσών καταστάσεων. Πιστεύουν ότι έτσι θα κλείσουν τον κίνδυνο στο μπαούλο και η ζωή τους δεν θα είναι ποτέ πια επικίνδυνη, μεταβαλλόμενη και ασταθής όπως ακριβώς είναι τώρα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς το μόνο σταθερό και αμετάβλητο στην αιωνιότητα είναι ο θάνατος. Η εξαφάνιση και ο θάνατος είναι μόνιμες καταστάσεις. Έτσι, ευελπιστούν ότι κλείνοντας στο μπαούλο τον κίνδυνο θα τον εξαφανίσουν.
Οι «ακίνητοι» αγαπούν την κοινωνική ευταξία που τους παρέχει το πολιτικό σύστημα και η εξουσία που υπηρετούν. Η κοινωνική ευταξία, τούς κατατάσσει στην τάξη των «έχω ακόμα λίγα» και με αυτά πορεύομαι. Είναι η τάξη των προσωρινά βολεμένων. Η κοινωνική τάξη πλέον δεν ορίζεται από το πόσα χρήματα έχεις ή βγάζεις, αλλά από το πώς αντιμετωπίζεις το σύστημα. Δεν έχουν «ακόμα» περάσει στην κατάσταση του φτωχού, και έτσι δεν τους νοιάζει ο φτωχός. «Ας αφανιστούν αν χρειαστεί, εγώ με τα λίγα μου θα είμαι ασφαλής». Όσο και να φωνάζουν ενάντια στο σύστημα, ποτέ δεν το περιφρονούν. Αυτό που περιφρονούν και φοβόνται είναι η κοινωνική αταξία που μπορεί να υπάρξει αν καταρρεύσει το σύστημά τους. Αυτός είναι ο πραγματικός τους φόβος τελικά. Μία πιθανή κατάρρευση θα άλλαζε ή θα κατέστρεφε το μικρό βόλεμά τους. Είναι πάντοτε διατεθειμένοι να αποδεχθούν μία κοινωνία στην οποία απαγορεύεται η αρνητικότητα. Και το κάνουν. Όμως, ότι δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του είναι καταδικασμένο στην αβεβαιότητα και στον μιμητισμό. «Θα κάνω ότι πουν οι άλλοι, ότι αποφασίσουν οι άλλοι. Θα δράσω αν το κάνουν και οι άλλοι αφού όμως δω πρώτα αν με συμφέρει». Αυτός ο τρόπος σκέψης που είναι πολύ διαδεδομένος, κινείται μεταξύ βολέματος και φόβου. Είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτο, σε ποιο πεδίο από τα δύο πατά περισσότερο. Δεν είναι υποχρεωμένοι να «θέλουν» κάτι. Αρχικά θα προσποιηθούν ότι «θέλουν» μέχρι να δουν αν τα πράγματα βαίνουν προς το συμφέρον τους. Σε αντίθετη περίπτωση θα επικαλεστούν … φόβο. Είναι η στιγμή που ο φόβος χρησιμοποιείται ως σανίδα σωτηρίας.
Η αποχή τους από οποιαδήποτε μορφή δράσης, στοχεύει περισσότερο στο να απαλλαγούν από κάτι παρά στο να δημιουργήσουν οτιδήποτε. Έμαθαν να λειτουργούν με την πονηρή αποπομπή του εαυτού τους από την «επικίνδυνη» συλλογικότητα και όχι με την ένταξη σε αυτή. Αυτούς λοιπόν που επικαλούνται τον φόβο ως σωτήριο μέσο προκειμένου να μην συμμετέχουν σε πρακτικές που τους χαλάνε το βόλεμα, τους αποκαλώ «νεοραγιάδες». Οι πράξεις, τα επιχειρήματα αλλά και τα «αντικειμενικά» τους κριτήρια, τις περισσότερες φορές πηγάζουν μέσα από την εθελοδουλία τους. Από αυτή τη νέα μορφή ραγιαδισμού πους τους σπρώχνει στο να απαλλαγούν από οποιαδήποτε ενέργεια θα τους έφερνε τυχόν αντιμέτωπους με την διεκδίκηση της ελευθερίας τους. Πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι κάτι που τους το έχουν χαρίσει. Δεν γνωρίζουν ότι η ελευθερία ΔΕΝ χαρίζεται και γι’ αυτό δεν είναι ελεύθεροι. Η ελευθερία δεν είναι αγαθό που μπορεί να στο χαρίσει κάποιος που αποκαλείται κράτος, πρωθυπουργός, αστυνόμος, δάσκαλος, λοχαγός ή εργοδότης. Ελευθερία σημαίνει να έχεις το δικαίωμα στο να πραγματοποιήσεις το «ανέφικτο». Στις μέρες μας όμως «ανέφικτο» είναι η ίδια η ελευθερία!!
Η μη διεκδίκηση της ελευθερίας, οδηγεί στην παράδοση της αξιοπρέπειας. Αναρωτιέμαι συχνά αν ακόμα υπάρχει μέσα μας ένα μικρό ίχνος της. Πιστεύω ότι η αξιοπρέπεια και η ελευθερία είναι δύο έννοιες που συμπορεύονται. Δεν ξέρω. Δεν είμαι φιλόσοφος και δεν προσπαθώ τώρα να λύσω το ζήτημα αυτό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χάσαμε τελικά την αξιοπρέπειά μας όπως ακριβώς χάσαμε και την ελευθερία μας. Σιγά-σιγά και λίγο-λίγο μας τα αφαίρεσαν και τα δύο. Ένα κομμάτι το αφήσαμε στα καταστήματα κινητής τηλεφωνίας . Ένα άλλο στα must τριήμερα. Άλλοι στη Μύκονο και άλλοι στα χωριά τους μιας και δεν είμαστε όλοι ίδιοι αλλά κυρίως δεν είμαστε ίσοι. Είπαμε να σκύψουμε λίγο το κεφάλι και να δουλέψουμε περισσότερο προκειμένου να πείσουμε το αφεντικό να μας δώσει κανένα ψίχουλο παραπάνω, μιας και θέλουμε να αγοράσουμε ένα αυτοκινητάκι που να χωρά ολόκληρη την οικογένεια μαζί με τα μπαγκάζια της. Να κάνουμε καμιά κομπίνα παραπάνω για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε ένα Cayenne, και δεν πειράζει που έχουμε ακόμα το νύχι του μικρού μας δακτύλου τέσσερα εκατοστά μακρύ, ούτε το ότι τρώμε με τα χέρια και φτύνουμε τα κόκαλα. «Έχω άκρη, άρα είμαι ελεύθερος» είναι μία από τις ενδόμυχες σκέψεις του «νεοραγιά». Για αυτόν η αξιοπρέπεια και η ελευθερία είναι έννοιες ασύμβατες. Πάνω απ’ όλα βάζουν το συμφέρον τους. Τα υπόλοιπα έπονται.
Είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι νεοραγιάδες αφήνονται να ξελογιαστούν από τα χρήματα ή τις υποσχέσεις των ειδικών. Αρκετούς από αυτούς θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε «πωρωμένα καθάρματα του βολέματος» αλλά όχι όλους. Οι περισσότεροι είναι ένα σύνολο μισοκακόμοιρων ασυνείδητων που είναι πρόθυμοι ανά πάσα στιγμή να διαφθαρούν με λίγο εύκολο χρήμα ή με μία εύκολη υπόσχεση που νομίζουν ότι αν πραγματοποιηθεί θα αλλάξει τη ζωή τους . Αυτό που απασχολεί το νεοραγιά τούτες τις ευλογημένες μέρες είναι μόνο το πώς θα πληρώσει λιγότερους φόρους. Το αν θα μπορέσει κάποιος να τον αποδεσμεύσει από τα «δεσμά του μνημονίου». «Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» σκέφτεται η εξουσία του. «Εδώ κάναμε τόσο κόπο να σε χώσουμε στο μνημόνιο και τώρα μου ζητάς να σε αποδεσμεύσω, ηλίθιο υποκείμενο;Ψήφησέ με και θα δούμε.» Μεγάλο πράγμα η πίστη.
Οι νεοραγιάδες τελικά πήγαν όχι μία, αλλά δύο φορές και ψήφησαν. Θέλησαν να εκλέξουν κυβέρνηση προκειμένου να μην αισθάνονται ακυβέρνητοι δηλαδή ανίκανοι να εκφέρουν άποψη δική τους. Βέβαια, πρέπει να παραδεχθώ ότι είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Αποτελούν το πενήντα τοις εκατό (50%) του εκλογικού σώματος, νούμερο διόλου ευκαταφρόνητο. Έτσι μας έδωσαν να καταλάβουμε γιατί η κοινωνία είναι τελικά τόσο σιωπηλή. Τώρα πλέον έχουν την ευθύνη της πράξης τους. Θα καθίσουν υπομονετικά στην ξαπλώστρα δίπλα από το κύμα και θα κάνουν κριτική σε αυτούς που εξέλεξαν. Ξέχασαν προσωρινά ότι αυτοί που εξέλεξαν είναι οι ίδιοι που τους έφεραν σε αυτήν εδώ την κατάσταση. Θα το θυμηθούν πάλι όταν έρθουν με το καλό τα χαρτιά της εφορίας ή όταν θα μείνουν χωρίς δουλειά. Οι υπεύθυνοι για την αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου (εδώ γελάνε) είναι οι ίδιοι που κατασκεύασαν το μνημόνιο. Δεν έχει σημασία όμως γιατί αν συμβεί οτιδήποτε θα κάνουμε πάλι εκλογές. Πάλι θα ψηφήσουν επικαλούμενοι το φόβο. Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί που έδωσαν την ψήφο τους στα μνημονιακά κόμματα κάτι περιμένουν να κερδίσουν. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι ο Αντωνάκης ο Σίγμα και ο Βαγγελάκης ο Βήτα μαζί με τον απίθανο Κουβέλη και αυτόν τον ανεκδιήγητο Ψαριανό, ενδιαφέρονται για τους φτωχούς, τους άστεγους, τους ανθρώπους χωρίς φάρμακα, τα σχολεία που δεν έχουν βιβλία κλπ. Αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για την καρέκλα τους. Αυτό το ξέρουν πλέον και οι πέτρες. Άρα, ο νεοραγιάς ψηφοφόρος είναι και αυτός μία από τα ίδια αφού από τη στιγμή που υποστηρίζει κάποιον και τον ψηφίζει, συμφωνεί με τις πρακτικές του και τα πιστεύω του.
Ίσως το κείμενο να είναι λίγο επιθετικό απέναντι σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Από την άλλη όμως, πιστεύω ότι είναι καιρός να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν έγραψα δύο κείμενα για την αποχή από τις εκλογές και την ανάγκη να υπάρξει αλλαγή πολιτεύματος ή εκλογικού συστήματος έστω, δέχθηκα από σκληρή κριτική με σαφή επιχειρήματα υπέρ της ψήφου, που είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη έως χλευασμό που είναι απαράδεκτος ειδικά από όσους μου δίνουν την εντύπωση , με αυτά που γράφουν, ότι δεν έχουν ανοίξει ούτε ένα βιβλίο, ποτέ στη ζωή τους, δηλαδή από κλασικούς νεοραγιάδες. Όχι βέβαια ότι εγώ είμαι κανένας μορφωμένος. Απλώς, εγώ γνωρίζω ότι δεν είμαι μορφωμένος και πριν κάνω κριτική σε κάποιο κείμενο, φροντίζω κατ’ αρχήν να το διαβάσω ολόκληρο και έπειτα να εκφέρω γνώμη, μόνον όταν είμαι σίγουρος ότι έχω καταλάβει τι θέλει να πει ο εκάστοτε συντάκτης. Τα κείμενα εκείνα, τα έγραψα γιατί πίστευα και πιστεύω ότι με τις εκλογές δεν αλλάζει τίποτε. Ποτέ με εκλογές δεν έχει αλλάξει κάτι, πουθενά. Τελικά δυστυχώς αυτό έγινε. Ήρθαμε πάλι στο αρχικό σημείο, σε νέα «αλλαγή» αλλά χωρίς αλλαγή θεσμών. Οι νεοραγιάδες είναι το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που αποτελεί εμπόδιο για οποιαδήποτε αλλαγή θεσμών. Επικαλούνται συνεχώς τον φόβο προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε. Και εγώ φοβάμαι. Δεν φοβάμαι όμως μήπως χάσω το βόλεμά μου. Φοβάμαι μήπως αυτά που προτείνω ή αυτά που υποστηρίζω προξενήσουν κακό στους γύρω μου. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό είδος φόβου.
Τελικά, ο φόβος σώζει;
(Το παρόν κείμενο γράφτηκε πριν τις δεύτερες εκλογές αλλά για τεχνικούς λόγους δημοσιεύεται τώρα.)
πηγή: Eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου