Κάποτε ήταν μια οικογένεια αλεπούδων που ζούσε στο δάσος. Κάθε νύχτα
βγαίνανε οι γονείς και κυνηγούσαν ή ψάχνανε για τροφή. Παίρνανε μαζί
τους και τα παιδιά για να τους μαθαίνουν πώς να κυνηγούν ποντικούς,
λαγούς και έντομα και πως να βρίσκουν μούρα και άλλους καρπούς. Ήτανε
πολύ δύσκολη αλλά και πολύ συναρπαστική η ζωή τους. Ιδίως τα καλοκαίρια,
που οι νύχτες ήτανε μικρές, δεν τους έφτανε το σκοτάδι για να χορτάσουν
την πείνα τους και τις έβρισκε πολύ συχνά το χάραμα να τρέχουν στη
φωλιά τους τρομαγμένες.
Ώσπου, ένα ξημέρωμα, ο αλεπούδος γύρισε στη φωλιά βαστώντας μια μεγάλη όρνιθα στο στόμα του. Την άφησε κάτω, μπροστά στα πόδια της αλεπούς και των παιδιών τους που ξερογλύφονταν και τους είπε με ύφος σοβαρό. Σήμερα συνάντησα έναν παλιό μου φίλο που είχα να τον δω πολλά χρόνια και μου είπε πράματα και θάματα. Κι άρχισε να τους εξηγεί τα καθέκαστα.
“Θα πάμε κι εμείς, όπως πήγε κι αυτός, και θα βρούμε τον άνθρωπο που έχει τα κλουβιά. Θα μας βάλει μέσα, θα έχουμε ζεστό σπιτάκι δικό μας, θα δουλεύουμε κάθε μέρα οχτώ ώρες, δε θα κάνουμε σπουδαία πράματα, μόνο θα πρέπει να είμαστε εκεί, στο κλουβί, έξω από το σπιτάκι μας, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, ακόμα και να κοιμόμαστε, να περνάνε οι τουρίστες, να μας βγάζουνε φωτογραφία για να πληρώνεται ο αφέντης και να μας δίνει κάθε μέρα από μια κότα στον καθένα μας και να ‘μαστε βασιλιάδες, τι λετε; Σήμερα έφερα προκαταβολή την πρώτη κότα από τον αφέντη που μου σύστησε ο φίλος μου, εκείνος που είχα χρόνια να δω κι αναρωτιόμουνα τι απέγινε. Μια χαρά τη βγάζει. Κάθεται όλη μέρα μες στο κλουβί και τον ταϊζει ο αφέντης. Να δείτε μια κοιλάρα που χει κάνει! Τούμπανο! Καλοπέραση βλέπετε. Όχι σαν εμάς που τρέχουμε από δω κι από κει όλη νύχτα και μας βρίσκει το ξημέρωμα πεινασμένους. Κι έχουμε καταντήσει πετσί και κόκαλο”
Η αλεπού τα άκουγε όλα αυτά με προσοχή. Ωραία ακούγονται όσα λες, του είπε. Αλλά τι θα κάνουμε όλη μέρα μες στο κλουβί; Δεν θα βαριόμαστε;
Μην ανησυχείς καθόλου, την καθησύχασε ο αλεπούδος. Ο φίλος μου μου είπε ότι περνάει πολύ ωραία. Τις οχτώ ώρες που δουλεύει, δεν κάνει τίποτα σπουδαίο, μόνο κάθεται και χαζεύει τους ανθρώπους που περνάνε. ύστερα, όταν κλείνει το μαγαζί, κάθεται και χαζεύει γύρω γύρω τα άλλα ζώα, τα πουλιά, τις όρνιθες. Πάει κάθε βράδυ ο αφέντης και του ρίχνει μια όρνιθα ζωντανή μέσα στο κλουβί κι αυτός την κυνηγάει γύρω γύρω και κάνει πως δεν μπορεί να την πιάσει, αυτή φτεροκοπάει και κακαρίζει, κι αφού περάσει την ώρα του διασκεδάζοντας έτσι, την τρώει και πάει για ύπνο. Ξέρεις τι είναι να κοιμάσαι όλη νύχτα σε ζεστό παχνί και να μην αγωνίζεσαι για να βρεις έναν αρουραίο να ξεγελάσεις την κοιλιά σου; Εγώ προτείνω ανεπιφύλακτα να πάμε, είπε στο τέλος. Έχω βαρεθεί αυτή τη ζωή πια. Κουράστηκα, πώς το λένε.
Τα αλεπουδάκια ήταν μικρά και δεν πήραν μέρος στην κουβέντα. Η αλεπού, με μισή καρδιά, τα πήρε αγκαλιά, μάζεψε και τα υπάρχοντά της από τη φωλιά και μια και δυο πήγανε να ζήσουνε όλοι μαζί ευτυχισμένοι και χορτάτοι στο κλουβί. Η κατάσταση εκεί ήτανε ακριβώς όπως την περιέγραψε ο αλεπούδος. Τρώγανε, πίνανε, κοιμόντουσαν και γενικώς περνούσανε ζωή και κότα. Τα αλεπουδάκια παίζανε ανέμελα όλη μέρα μαζί με των άλλων οικογενειών τα παιδιά, που ζούσανε στο ίδιο κλουβί κι αυτές αλλά είχανε ξέχωρα σπιτάκια μεταξύ τους. Μια χαρά.
Σαν μεγαλώσανε τα αλεπουδάκια και γεράσανε η αλεπού κι ο αλεπούδος, ζευγαρώσανε με τα παιδιά των άλλων οικογενειών και γεννήσανε μικρά. Μάλιστα κατά το ζευγάρωμα και κατά τη γέννα, μάθανε ότι ο αφέντης έβγαλε πολλά λεφτά διότι είχε στήσει πίσω από τις καλαμιές καμουφλαρισμένες διόπτρες και έβαζε λεφτάδες τουρίστες, με συνείδηση οικολογική, από αυτούς που προσέχανε πάντα τη συμπεριφορά τους στη φύση, δεν λερώνανε και δεν αφήνανε σημάδια κατά το πέρασμά τους, να παρακολουθούν σιωπηροί με ιερό σεβασμό το θαύμα της αναπαραγωγής. Και βέβαια η μερίδα το βράδυ σε όλη την οικογένεια ήτανε διπλή και τρίδιπλη. Και η χαρά μεγάλη.
Μέχρι και η αλεπού που είχε γίνει γιαγιά πια, έφτασε στο σημείο να πει στον άντρα της ότι έκανε πολύ καλά τότε, που τους πήρε από τη φωλιά στο δάσος και αλλάξανε τη ζωή τους κι ότι αν δεν τον είχε ακούσει και επέμενε στους φόβους της εκείνη, τώρα ποιος ξέρει αν θα ζούσανε και αν θα ήτανε τόσο ευτυχισμένοι, χορτάτοι και με εγγόνια να τρέχουνε μες στο σπιτικό τους. Μάλλον από κάνα βόλι κυνηγού θα είχανε πάει ή από κάνα φυτοφάρμακο. Ενώ τώρα, ασφαλείς, ζεστοί, χορτασμένοι, περνάνε ευτυχισμένα γεράματα κοντά στους απογόνους τους, που έχουνε κι αυτοί τη ζωή τους εξασφαλισμένη. Άγχος κανένα.
Μια μέρα όμως η κόρη της αλεπούς καθώς και ένα άλεπουδάκι από τη γειτονική οικογένεια, αρρωστήσανε βαριά. Πρηστήκανε οι κοιλιές τους και είχανε πόνους σφάχτες. Ο αφέντης φώναξε εκείνον τον γνωστό άνθρωπο με το βαλιτσάκι και τα ακουστικά που ερχότανε συχνά και τους τσιμπούσε με κάτι βελόνες. Κάτι πήρε το αυτί τους για μια αρρώστια που τη λέγανε καρκίνο και πως μάλλον οφείλεται από τις όρνιθες που τους ταϊζει ο αφέντης, αφού είναι φτιαγμένες σε κλουβιά και τρώνε φυράματα για να παχαίνουνε γρήγορα. Αυτά τα συζητούσε ο αφέντης με τον γιατρό λίγο πριν βάλει αυτός την ένεση και πέσει για ύπνο αιώνιο η άρρωστη κόρη και το αλεπουδάκι των γειτόνων. Μαύρη θλίψη και μεγάλη περίσκεψη έπεσε στο κλουβί. Μαύρα μαντάτα ήρθανε. Οι γέρικες αλεπούδες είπανε πως τα χει η ζωή αυτά και πως οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Οι πιο νέες προβληματίστηκαν αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν αφού, έτσι είναι η ζωή. Δεν είναι αλλιώς.
Έτσι, συνέχισαν να διάγουν όλοι μαζί τον βίο τους, να δουλεύουν, να τρώνε, να πίνουν και κάθε τόσο να φεύγει και μια από γεράματα ή καμιά πιο νεαρή από τις κακές αρρώστιες.
Ένα αλεπουδάκι όμως σερνικό, καθώς μεγάλωνε, του άρεσε όσην ώρα δούλευε να κάθεται να ακούει τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που κουβεντιάζανε κάτω από τη σκιά του πλάτανου και λέγανε πράματα εντυπωσιακά, για μιαν άλλη ζωή, σε ένα δάσος, σε μια φωλιά, για κυνήγια, για φεγγάρια και για νύχτες θεοσκότεινες, για λαγούς και αρουραίους, για μέλια και μούρα, για της αυγής τα χρώματα. Τα άκουγε όλα αυτά με τα μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη το αλεπουδάκι το σερνικό και δεν ήξερε τι να υποθέσει. Πήγε κοντά και τις ρώτησε. Και έμαθε πως κάποτε, δυο γενιές πριν, οι πρόγονοί του ζούσανε ελεύθεροι στο δάσος. Ένας παπούς μάλιστα του είπε και πως θυμάται ακόμα να πάει στη φωλιά, και πως πολύ θα ήθελε, προτού πεθάνει να ξαναπάει σ’ εκείνο το μέρος.
Ο μικρός άλλο που δεν ήθελε. Εδώ και πολύν καιρό δεν τον χωρούσε το κλουβί. Παρόλο που κάνανε όλα μαζί τα παιδιά μάθημα κάθε μέρα, παρόλο που μαθαίνανε χρήσιμα πράγματα για τη δουλειά τους, πώς να φέρονται άμα βλέπουν να έρχονται μικρά παιδιά για να τα κάνουν να τσιρίξουν και να μαζευτεί κόσμος έξω από το κλουβί, να κοιτάει με τις ώρες και να είναι ο αφέντης ευχαριστημένος, κάνανε δηλαδή μαθήματα ανταγωνισμού με τα άλλα ζώα των άλλων κλουβιών, για να είναι πάντα πρώτοι και καλύτεροι και να έχουν τις πιο μεγάλες μερίδες φαγητού, παρόλα τα μαθήματα και τα παιχνίδια λοιπόν, το μικρό σερνικό αλεπούδι δεν ήτανε καθόλου χαρούμενο κι ευχαριστημένο. Ένιωθε πως κάτι δεν πάει καλά σε όλο αυτό πράγμα που του είπανε πως είναι η ζωή του. Σαν άκουσε λοιπόν τους παλιούς και πιο πολύ τον γέροντα που ήθελε να πάει να πεθάνει στην παλιά του τη φωλιά, άλλο που δεν ήθελε. Κανόνισε μια νύχτα και έκοψε με τα δόντια του κάτω κάτω το συρματόπλεγμα, πήρε τον γέροντα και φύγανε για το δάσος.
Την άλλη μέρα το πρωί στο κλουβί σήμανε συναγερμός. Ο αφέντης έφερε εργάτες με σίδερα και φωτιές και έφτιαξε πολύ πιο γερά τα κλουβιά. Φώναζε κιόλας. Όποιος θέλει να φύγει, να πάει να μείνει μόνος του, μακριά από όλους, να το πει τώρα. Εδώ είμαστε μια οικογένεια όλοι μαζί ενωμένοι. Έχετε τροφή, έχετε ασφάλεια, έχετε τα πάντα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από το κλουβί. Όλοι και όλες είχανε μουλώξει στις γωνιές και σκεφτόντανε. Οι γέροι κουνούσανε τα κεφάλια τους παραδομένοι και οι νέοι με φόβο για το άγνωστο που θα πλανιόταν γύρω τους αν λέγανε πως θα θελαν να φύγουν. Μείνανε όλες οι αλεπούδες μέσα τελικά και η ζωή πήγε παρακάτω ήσυχα και καλά. Ο παππούς και ο μικρός σερνικός που είχανε αποδράσει, δεν ξαναγύρισαν. Ο ένας πέθανε μόλις έφτασε κι αντίκρισε την παλιά του φωλιά, κι ο άλλος αποφάσισε να μείνει εκεί και να ξαναπιάσει την αλεπουδίσια ζωή από την αρχή, με ό,τι πρόλαβε να του διδάξει στον δρόμο ο γέροντας. Θα έβρισκε, σκέφτηκε, σιγά σιγά και κανέναν ακόμα γέροντα που θα είχε ξεμείνει στο δάσος και θα μάθαινε κι άλλα από αυτόν. Καλύτερα να κυνηγάω τις νύχτες και να είμαι ελεύθερος, σκέφτηκε μόλις αντίκρισε την ελευθερία, παρά να θρέφω κοιλιές και να χάνω τη ζωή μου μέσα στο κλουβί. Κι άρχισε να ζει σαν αλεπού περασμένων καιρών ο τρελός.
Περάσανε τα χρόνια και στο κλουβί έπεσε μια μέρα άσχημη είδηση. Περνάμε κρίση μεγάλη, είπε στην πρωινή επίσκεψή του ο αφέντης. Από σήμερα θα κοπεί η τροφή αναλογικά σε όλους. Βλέπετε και μόνοι σας ότι δεν έχουμε πολλούς επισκέπτες και έχουνε πέσει οι εισπράξεις. Η φάρμα μας κινδυνεύει και έχουμε υποχρέωση όλοι μαζί να κάνουμε θυσίες για να την σώσουμε. Μόνο όλοι μαζί, ενωμένοι, θα μπορέσουμε να βγούμε μια μέρα από αυτήν την κρίση και να ξαναδούνε τα παιδιά μας καλές εποχές. Αυτά τους είπε πάνω κάτω κι άρχισε τις περικοπές στην τροφή. Κάποιοι γέροντες πεθάνανε και κάποιοι νέοι άρχισαν να πεινούν τόσο πολύ που δεν έλειψαν και οι αυτοκτονίες. Έκοβαν σύρματα από το πλέγμα και τα τρώγανε κι άλλοι χτυπούσαν με δύναμη το κεφάλι τους στον τοίχο και στον κορμό του μεγάλου πλάτανου, για να πεθάνουνε και να γλυτώσουνε από την ανέχεια. Όσοι αντέχανε, δεν ξέρανε τι να κάνουνε και κάνανε μόνο υπομονή, δουλεύοντας όλο και λιγότερο, αφού οι επισκέπτες ήταν περιορισμένοι, τρώγοντας όλο και λιγότερο. Κάποιοι νέοι επίσης άρχισαν να οργανώνονται και να ψάχνουν τρόπους να ζήσουν κάπως διαφορετικά αλλά δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν. Μόνο που μοίραζαν το φαϊ σε όλους πιο δίκαια, μόνο αυτό μπορούσαν να πετύχουν, μια αλληλεγγύη εντός του κλουβιού, για να πεινάει όσο γίνεται λιγότερο ο καθένας.
Μια νύχτα έφτασε έξω από το κλουβί εκείνος ο σερνικός που είχε δραπετεύσει σαν ήταν παιδί κι άρχισε να μιλάει με τους συνομιλήκους του, που μαζευτήκανε γεμάτοι ελπίδα και περιέργεια στα κάγκελα, για να τον δουν, έπειτα από τόσον καιρό. Εκείνος άρχισε τότε να τους λέει, γεμάτος ενθουσιασμό, για την ζωή που είχε ανακαλύψει, για αλεπούδες και αλεπούδους ελεύθερους που γνώρισε και τον μάθανε να ζει και να επιβιώνει, για κυνήγια λαγών και αρουραίων, για καρπούς, για φρούτα, για μποστάνια, για μπαξέδες, για κοτέτσι, για την ζωή που είναι κάτι άλλο, εντελώς ξένο αυτό που τους μάθανε οι γονείς τους μες στο κλουβί, για την πραγματική γνώση που είναι συναρπαστική και άπειρη και που δεν τη διδάχθηκαν καθόλου στο σχολείο του κλουβιού, που είχε στόχο να τους κάνει μόνο καλούς επαγγελματίες, για την ζωή που είναι μία και μοναδική και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ζούνε εκείνοι εκεί μέσα.
Κάποιοι είπανε ότι ο παλιόφιλός τους δυστυχώς τρελάθηκε και φύγανε από τα κάγκελα κουνώντας με θλίψη τα κεφάλια, δίχως να κάτσουν να τον ακούσουν ως το τέλος. Κάποιοι κατανοούσαν τα όσα έλεγε αλλά άρχισαν να λένε ότι φοβούνται να φύγουν από το κλουβί, ότι δεν ξέρανε τίποτε άλλο να κάνουν, ότι δεν είχαν πού να πάνε, αφού οι παππούδες τους είχαν γεννηθεί μες στο κλουβί και δεν είχαν φωλιά στο δάσος για να τη βρουν τώρα εκείνοι όταν επιστρέψουν. Κάποιοι είπανε πως έχουνε μια φωλιά κάπου στο δάσος αλλά δεν την ξέρουν και πως δεν ξέρουν τι να κάνουν άμα βγουν στη ζωή, φοβούνται πως δε θα μπορέσουν να ζήσουν μακριά από την κοινωνία τους, απομονωμένες στο δάσος. Κάποιες τέλος, πολύ λίγες, πήρανε τη μεγάλη απόφαση να κάνουνε κι αυτές τη μεγάλη απόδραση και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Ούτως ή άλλως κι εδώ που ζούμε, η κατάσταση εχει καταντήσει απελπιστική, λέγανε. Παρά να αυτοκτονήσω για να γλυτώσω, καλύτερα να βγω στο δάσος και στον κίνδυνο, είπε ένας που καθότανε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα κι είχε ακούσει προσεκτικά τον επισκέπτη από τον έξω κόσμο.
Αυτό που ζούμε και που μάθαμε τόσα χρόνια δεν είναι ζωή, είπε άξαφνα μια μικρή καπάτσα αλεπουδίτσα τσιριχτά και όλοι γυρίσανε και την κοιτάξανε με έκπληξη. Δεν ακούτε, δεν βλέπετε, δεν νιώθετε; Η ζωή είναι αλλού, όχι εδώ μέσα, είπε με πάθος κι έδωσε έναν πήδο ψηλό και πέρασε πάνω από τα σύρματα. Βγήκε έξω και φύγανε μαζί με τον πρώτο δραπέτη. Όποιος θέλει ας ακολουθήσει, φωνάξανε καθώς χανόντουσαν. Θα ξανάρθουμε σε δυο νύχτες να πάρουμε όποιον έχει λάβει την απόφασή του. Και χάθηκαν μες στο σκοτάδι.
Οι αλεπούδες, οι νεαρές κυρίως, διότι οι πιο γέρικες δεν είχανε κουράγιο ούτε να το σκεφτούνε πως θα ξαναγυρίσουνε στο δάσος, άρχισαν να το σκέφτονται σοβαρά. Οι πιο πολλές αποφάσισαν να συμβιβαστούν με τη ζωή που είχαν μάθει, να ακούσουν για μια ακόμα φορά τους γονείς τους που τους λέγανε πόσο επικίνδυνα και φτωχά είναι να ζεις μόνος σου έξω, μακριά από την κοινωνία, και πως η κρίση θα περάσει και θα ευτυχίσουνε και πάλι στο κλουβί όπως παλιά, θα κάνουνε τα παιδιά και τα εγγόνια τους με ασφάλεια και θα ‘χουν τροφή και μέλλον εξασφαλισμένο. Κάποιες όμως είπανε ως εδώ. Θα πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας και θα ζήσουμε σαν αλεπούδες και όχι σαν κλόουν του αφέντη. Ας μας λείπει το σιχαμερό φαϊ που μας δίνει και μας σκοτώνει μέρα με τη μέρα.
Και πήρανε φόρα την επόμενη νύχτα, δώσανε ένα μεγάλο σάλτο και περάσανε το σύρμα από πάνω. Αφήσανε δια παντός πίσω τους το κλουβί και την κοινωνία του. Χαθήκανε μες στα σκοτάδια.
Μετά από λίγες ώρες ξημέρωσε και πάλι στο δάσος. Ξημέρωσε και στο κλουβί.
πηγή: Γιάννης Μακριδάκης
Ώσπου, ένα ξημέρωμα, ο αλεπούδος γύρισε στη φωλιά βαστώντας μια μεγάλη όρνιθα στο στόμα του. Την άφησε κάτω, μπροστά στα πόδια της αλεπούς και των παιδιών τους που ξερογλύφονταν και τους είπε με ύφος σοβαρό. Σήμερα συνάντησα έναν παλιό μου φίλο που είχα να τον δω πολλά χρόνια και μου είπε πράματα και θάματα. Κι άρχισε να τους εξηγεί τα καθέκαστα.
“Θα πάμε κι εμείς, όπως πήγε κι αυτός, και θα βρούμε τον άνθρωπο που έχει τα κλουβιά. Θα μας βάλει μέσα, θα έχουμε ζεστό σπιτάκι δικό μας, θα δουλεύουμε κάθε μέρα οχτώ ώρες, δε θα κάνουμε σπουδαία πράματα, μόνο θα πρέπει να είμαστε εκεί, στο κλουβί, έξω από το σπιτάκι μας, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, ακόμα και να κοιμόμαστε, να περνάνε οι τουρίστες, να μας βγάζουνε φωτογραφία για να πληρώνεται ο αφέντης και να μας δίνει κάθε μέρα από μια κότα στον καθένα μας και να ‘μαστε βασιλιάδες, τι λετε; Σήμερα έφερα προκαταβολή την πρώτη κότα από τον αφέντη που μου σύστησε ο φίλος μου, εκείνος που είχα χρόνια να δω κι αναρωτιόμουνα τι απέγινε. Μια χαρά τη βγάζει. Κάθεται όλη μέρα μες στο κλουβί και τον ταϊζει ο αφέντης. Να δείτε μια κοιλάρα που χει κάνει! Τούμπανο! Καλοπέραση βλέπετε. Όχι σαν εμάς που τρέχουμε από δω κι από κει όλη νύχτα και μας βρίσκει το ξημέρωμα πεινασμένους. Κι έχουμε καταντήσει πετσί και κόκαλο”
Η αλεπού τα άκουγε όλα αυτά με προσοχή. Ωραία ακούγονται όσα λες, του είπε. Αλλά τι θα κάνουμε όλη μέρα μες στο κλουβί; Δεν θα βαριόμαστε;
Μην ανησυχείς καθόλου, την καθησύχασε ο αλεπούδος. Ο φίλος μου μου είπε ότι περνάει πολύ ωραία. Τις οχτώ ώρες που δουλεύει, δεν κάνει τίποτα σπουδαίο, μόνο κάθεται και χαζεύει τους ανθρώπους που περνάνε. ύστερα, όταν κλείνει το μαγαζί, κάθεται και χαζεύει γύρω γύρω τα άλλα ζώα, τα πουλιά, τις όρνιθες. Πάει κάθε βράδυ ο αφέντης και του ρίχνει μια όρνιθα ζωντανή μέσα στο κλουβί κι αυτός την κυνηγάει γύρω γύρω και κάνει πως δεν μπορεί να την πιάσει, αυτή φτεροκοπάει και κακαρίζει, κι αφού περάσει την ώρα του διασκεδάζοντας έτσι, την τρώει και πάει για ύπνο. Ξέρεις τι είναι να κοιμάσαι όλη νύχτα σε ζεστό παχνί και να μην αγωνίζεσαι για να βρεις έναν αρουραίο να ξεγελάσεις την κοιλιά σου; Εγώ προτείνω ανεπιφύλακτα να πάμε, είπε στο τέλος. Έχω βαρεθεί αυτή τη ζωή πια. Κουράστηκα, πώς το λένε.
Τα αλεπουδάκια ήταν μικρά και δεν πήραν μέρος στην κουβέντα. Η αλεπού, με μισή καρδιά, τα πήρε αγκαλιά, μάζεψε και τα υπάρχοντά της από τη φωλιά και μια και δυο πήγανε να ζήσουνε όλοι μαζί ευτυχισμένοι και χορτάτοι στο κλουβί. Η κατάσταση εκεί ήτανε ακριβώς όπως την περιέγραψε ο αλεπούδος. Τρώγανε, πίνανε, κοιμόντουσαν και γενικώς περνούσανε ζωή και κότα. Τα αλεπουδάκια παίζανε ανέμελα όλη μέρα μαζί με των άλλων οικογενειών τα παιδιά, που ζούσανε στο ίδιο κλουβί κι αυτές αλλά είχανε ξέχωρα σπιτάκια μεταξύ τους. Μια χαρά.
Σαν μεγαλώσανε τα αλεπουδάκια και γεράσανε η αλεπού κι ο αλεπούδος, ζευγαρώσανε με τα παιδιά των άλλων οικογενειών και γεννήσανε μικρά. Μάλιστα κατά το ζευγάρωμα και κατά τη γέννα, μάθανε ότι ο αφέντης έβγαλε πολλά λεφτά διότι είχε στήσει πίσω από τις καλαμιές καμουφλαρισμένες διόπτρες και έβαζε λεφτάδες τουρίστες, με συνείδηση οικολογική, από αυτούς που προσέχανε πάντα τη συμπεριφορά τους στη φύση, δεν λερώνανε και δεν αφήνανε σημάδια κατά το πέρασμά τους, να παρακολουθούν σιωπηροί με ιερό σεβασμό το θαύμα της αναπαραγωγής. Και βέβαια η μερίδα το βράδυ σε όλη την οικογένεια ήτανε διπλή και τρίδιπλη. Και η χαρά μεγάλη.
Μέχρι και η αλεπού που είχε γίνει γιαγιά πια, έφτασε στο σημείο να πει στον άντρα της ότι έκανε πολύ καλά τότε, που τους πήρε από τη φωλιά στο δάσος και αλλάξανε τη ζωή τους κι ότι αν δεν τον είχε ακούσει και επέμενε στους φόβους της εκείνη, τώρα ποιος ξέρει αν θα ζούσανε και αν θα ήτανε τόσο ευτυχισμένοι, χορτάτοι και με εγγόνια να τρέχουνε μες στο σπιτικό τους. Μάλλον από κάνα βόλι κυνηγού θα είχανε πάει ή από κάνα φυτοφάρμακο. Ενώ τώρα, ασφαλείς, ζεστοί, χορτασμένοι, περνάνε ευτυχισμένα γεράματα κοντά στους απογόνους τους, που έχουνε κι αυτοί τη ζωή τους εξασφαλισμένη. Άγχος κανένα.
Μια μέρα όμως η κόρη της αλεπούς καθώς και ένα άλεπουδάκι από τη γειτονική οικογένεια, αρρωστήσανε βαριά. Πρηστήκανε οι κοιλιές τους και είχανε πόνους σφάχτες. Ο αφέντης φώναξε εκείνον τον γνωστό άνθρωπο με το βαλιτσάκι και τα ακουστικά που ερχότανε συχνά και τους τσιμπούσε με κάτι βελόνες. Κάτι πήρε το αυτί τους για μια αρρώστια που τη λέγανε καρκίνο και πως μάλλον οφείλεται από τις όρνιθες που τους ταϊζει ο αφέντης, αφού είναι φτιαγμένες σε κλουβιά και τρώνε φυράματα για να παχαίνουνε γρήγορα. Αυτά τα συζητούσε ο αφέντης με τον γιατρό λίγο πριν βάλει αυτός την ένεση και πέσει για ύπνο αιώνιο η άρρωστη κόρη και το αλεπουδάκι των γειτόνων. Μαύρη θλίψη και μεγάλη περίσκεψη έπεσε στο κλουβί. Μαύρα μαντάτα ήρθανε. Οι γέρικες αλεπούδες είπανε πως τα χει η ζωή αυτά και πως οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Οι πιο νέες προβληματίστηκαν αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν αφού, έτσι είναι η ζωή. Δεν είναι αλλιώς.
Έτσι, συνέχισαν να διάγουν όλοι μαζί τον βίο τους, να δουλεύουν, να τρώνε, να πίνουν και κάθε τόσο να φεύγει και μια από γεράματα ή καμιά πιο νεαρή από τις κακές αρρώστιες.
Ένα αλεπουδάκι όμως σερνικό, καθώς μεγάλωνε, του άρεσε όσην ώρα δούλευε να κάθεται να ακούει τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που κουβεντιάζανε κάτω από τη σκιά του πλάτανου και λέγανε πράματα εντυπωσιακά, για μιαν άλλη ζωή, σε ένα δάσος, σε μια φωλιά, για κυνήγια, για φεγγάρια και για νύχτες θεοσκότεινες, για λαγούς και αρουραίους, για μέλια και μούρα, για της αυγής τα χρώματα. Τα άκουγε όλα αυτά με τα μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη το αλεπουδάκι το σερνικό και δεν ήξερε τι να υποθέσει. Πήγε κοντά και τις ρώτησε. Και έμαθε πως κάποτε, δυο γενιές πριν, οι πρόγονοί του ζούσανε ελεύθεροι στο δάσος. Ένας παπούς μάλιστα του είπε και πως θυμάται ακόμα να πάει στη φωλιά, και πως πολύ θα ήθελε, προτού πεθάνει να ξαναπάει σ’ εκείνο το μέρος.
Ο μικρός άλλο που δεν ήθελε. Εδώ και πολύν καιρό δεν τον χωρούσε το κλουβί. Παρόλο που κάνανε όλα μαζί τα παιδιά μάθημα κάθε μέρα, παρόλο που μαθαίνανε χρήσιμα πράγματα για τη δουλειά τους, πώς να φέρονται άμα βλέπουν να έρχονται μικρά παιδιά για να τα κάνουν να τσιρίξουν και να μαζευτεί κόσμος έξω από το κλουβί, να κοιτάει με τις ώρες και να είναι ο αφέντης ευχαριστημένος, κάνανε δηλαδή μαθήματα ανταγωνισμού με τα άλλα ζώα των άλλων κλουβιών, για να είναι πάντα πρώτοι και καλύτεροι και να έχουν τις πιο μεγάλες μερίδες φαγητού, παρόλα τα μαθήματα και τα παιχνίδια λοιπόν, το μικρό σερνικό αλεπούδι δεν ήτανε καθόλου χαρούμενο κι ευχαριστημένο. Ένιωθε πως κάτι δεν πάει καλά σε όλο αυτό πράγμα που του είπανε πως είναι η ζωή του. Σαν άκουσε λοιπόν τους παλιούς και πιο πολύ τον γέροντα που ήθελε να πάει να πεθάνει στην παλιά του τη φωλιά, άλλο που δεν ήθελε. Κανόνισε μια νύχτα και έκοψε με τα δόντια του κάτω κάτω το συρματόπλεγμα, πήρε τον γέροντα και φύγανε για το δάσος.
Την άλλη μέρα το πρωί στο κλουβί σήμανε συναγερμός. Ο αφέντης έφερε εργάτες με σίδερα και φωτιές και έφτιαξε πολύ πιο γερά τα κλουβιά. Φώναζε κιόλας. Όποιος θέλει να φύγει, να πάει να μείνει μόνος του, μακριά από όλους, να το πει τώρα. Εδώ είμαστε μια οικογένεια όλοι μαζί ενωμένοι. Έχετε τροφή, έχετε ασφάλεια, έχετε τα πάντα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από το κλουβί. Όλοι και όλες είχανε μουλώξει στις γωνιές και σκεφτόντανε. Οι γέροι κουνούσανε τα κεφάλια τους παραδομένοι και οι νέοι με φόβο για το άγνωστο που θα πλανιόταν γύρω τους αν λέγανε πως θα θελαν να φύγουν. Μείνανε όλες οι αλεπούδες μέσα τελικά και η ζωή πήγε παρακάτω ήσυχα και καλά. Ο παππούς και ο μικρός σερνικός που είχανε αποδράσει, δεν ξαναγύρισαν. Ο ένας πέθανε μόλις έφτασε κι αντίκρισε την παλιά του φωλιά, κι ο άλλος αποφάσισε να μείνει εκεί και να ξαναπιάσει την αλεπουδίσια ζωή από την αρχή, με ό,τι πρόλαβε να του διδάξει στον δρόμο ο γέροντας. Θα έβρισκε, σκέφτηκε, σιγά σιγά και κανέναν ακόμα γέροντα που θα είχε ξεμείνει στο δάσος και θα μάθαινε κι άλλα από αυτόν. Καλύτερα να κυνηγάω τις νύχτες και να είμαι ελεύθερος, σκέφτηκε μόλις αντίκρισε την ελευθερία, παρά να θρέφω κοιλιές και να χάνω τη ζωή μου μέσα στο κλουβί. Κι άρχισε να ζει σαν αλεπού περασμένων καιρών ο τρελός.
Περάσανε τα χρόνια και στο κλουβί έπεσε μια μέρα άσχημη είδηση. Περνάμε κρίση μεγάλη, είπε στην πρωινή επίσκεψή του ο αφέντης. Από σήμερα θα κοπεί η τροφή αναλογικά σε όλους. Βλέπετε και μόνοι σας ότι δεν έχουμε πολλούς επισκέπτες και έχουνε πέσει οι εισπράξεις. Η φάρμα μας κινδυνεύει και έχουμε υποχρέωση όλοι μαζί να κάνουμε θυσίες για να την σώσουμε. Μόνο όλοι μαζί, ενωμένοι, θα μπορέσουμε να βγούμε μια μέρα από αυτήν την κρίση και να ξαναδούνε τα παιδιά μας καλές εποχές. Αυτά τους είπε πάνω κάτω κι άρχισε τις περικοπές στην τροφή. Κάποιοι γέροντες πεθάνανε και κάποιοι νέοι άρχισαν να πεινούν τόσο πολύ που δεν έλειψαν και οι αυτοκτονίες. Έκοβαν σύρματα από το πλέγμα και τα τρώγανε κι άλλοι χτυπούσαν με δύναμη το κεφάλι τους στον τοίχο και στον κορμό του μεγάλου πλάτανου, για να πεθάνουνε και να γλυτώσουνε από την ανέχεια. Όσοι αντέχανε, δεν ξέρανε τι να κάνουνε και κάνανε μόνο υπομονή, δουλεύοντας όλο και λιγότερο, αφού οι επισκέπτες ήταν περιορισμένοι, τρώγοντας όλο και λιγότερο. Κάποιοι νέοι επίσης άρχισαν να οργανώνονται και να ψάχνουν τρόπους να ζήσουν κάπως διαφορετικά αλλά δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν. Μόνο που μοίραζαν το φαϊ σε όλους πιο δίκαια, μόνο αυτό μπορούσαν να πετύχουν, μια αλληλεγγύη εντός του κλουβιού, για να πεινάει όσο γίνεται λιγότερο ο καθένας.
Μια νύχτα έφτασε έξω από το κλουβί εκείνος ο σερνικός που είχε δραπετεύσει σαν ήταν παιδί κι άρχισε να μιλάει με τους συνομιλήκους του, που μαζευτήκανε γεμάτοι ελπίδα και περιέργεια στα κάγκελα, για να τον δουν, έπειτα από τόσον καιρό. Εκείνος άρχισε τότε να τους λέει, γεμάτος ενθουσιασμό, για την ζωή που είχε ανακαλύψει, για αλεπούδες και αλεπούδους ελεύθερους που γνώρισε και τον μάθανε να ζει και να επιβιώνει, για κυνήγια λαγών και αρουραίων, για καρπούς, για φρούτα, για μποστάνια, για μπαξέδες, για κοτέτσι, για την ζωή που είναι κάτι άλλο, εντελώς ξένο αυτό που τους μάθανε οι γονείς τους μες στο κλουβί, για την πραγματική γνώση που είναι συναρπαστική και άπειρη και που δεν τη διδάχθηκαν καθόλου στο σχολείο του κλουβιού, που είχε στόχο να τους κάνει μόνο καλούς επαγγελματίες, για την ζωή που είναι μία και μοναδική και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ζούνε εκείνοι εκεί μέσα.
Κάποιοι είπανε ότι ο παλιόφιλός τους δυστυχώς τρελάθηκε και φύγανε από τα κάγκελα κουνώντας με θλίψη τα κεφάλια, δίχως να κάτσουν να τον ακούσουν ως το τέλος. Κάποιοι κατανοούσαν τα όσα έλεγε αλλά άρχισαν να λένε ότι φοβούνται να φύγουν από το κλουβί, ότι δεν ξέρανε τίποτε άλλο να κάνουν, ότι δεν είχαν πού να πάνε, αφού οι παππούδες τους είχαν γεννηθεί μες στο κλουβί και δεν είχαν φωλιά στο δάσος για να τη βρουν τώρα εκείνοι όταν επιστρέψουν. Κάποιοι είπανε πως έχουνε μια φωλιά κάπου στο δάσος αλλά δεν την ξέρουν και πως δεν ξέρουν τι να κάνουν άμα βγουν στη ζωή, φοβούνται πως δε θα μπορέσουν να ζήσουν μακριά από την κοινωνία τους, απομονωμένες στο δάσος. Κάποιες τέλος, πολύ λίγες, πήρανε τη μεγάλη απόφαση να κάνουνε κι αυτές τη μεγάλη απόδραση και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Ούτως ή άλλως κι εδώ που ζούμε, η κατάσταση εχει καταντήσει απελπιστική, λέγανε. Παρά να αυτοκτονήσω για να γλυτώσω, καλύτερα να βγω στο δάσος και στον κίνδυνο, είπε ένας που καθότανε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα κι είχε ακούσει προσεκτικά τον επισκέπτη από τον έξω κόσμο.
Αυτό που ζούμε και που μάθαμε τόσα χρόνια δεν είναι ζωή, είπε άξαφνα μια μικρή καπάτσα αλεπουδίτσα τσιριχτά και όλοι γυρίσανε και την κοιτάξανε με έκπληξη. Δεν ακούτε, δεν βλέπετε, δεν νιώθετε; Η ζωή είναι αλλού, όχι εδώ μέσα, είπε με πάθος κι έδωσε έναν πήδο ψηλό και πέρασε πάνω από τα σύρματα. Βγήκε έξω και φύγανε μαζί με τον πρώτο δραπέτη. Όποιος θέλει ας ακολουθήσει, φωνάξανε καθώς χανόντουσαν. Θα ξανάρθουμε σε δυο νύχτες να πάρουμε όποιον έχει λάβει την απόφασή του. Και χάθηκαν μες στο σκοτάδι.
Οι αλεπούδες, οι νεαρές κυρίως, διότι οι πιο γέρικες δεν είχανε κουράγιο ούτε να το σκεφτούνε πως θα ξαναγυρίσουνε στο δάσος, άρχισαν να το σκέφτονται σοβαρά. Οι πιο πολλές αποφάσισαν να συμβιβαστούν με τη ζωή που είχαν μάθει, να ακούσουν για μια ακόμα φορά τους γονείς τους που τους λέγανε πόσο επικίνδυνα και φτωχά είναι να ζεις μόνος σου έξω, μακριά από την κοινωνία, και πως η κρίση θα περάσει και θα ευτυχίσουνε και πάλι στο κλουβί όπως παλιά, θα κάνουνε τα παιδιά και τα εγγόνια τους με ασφάλεια και θα ‘χουν τροφή και μέλλον εξασφαλισμένο. Κάποιες όμως είπανε ως εδώ. Θα πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας και θα ζήσουμε σαν αλεπούδες και όχι σαν κλόουν του αφέντη. Ας μας λείπει το σιχαμερό φαϊ που μας δίνει και μας σκοτώνει μέρα με τη μέρα.
Και πήρανε φόρα την επόμενη νύχτα, δώσανε ένα μεγάλο σάλτο και περάσανε το σύρμα από πάνω. Αφήσανε δια παντός πίσω τους το κλουβί και την κοινωνία του. Χαθήκανε μες στα σκοτάδια.
Μετά από λίγες ώρες ξημέρωσε και πάλι στο δάσος. Ξημέρωσε και στο κλουβί.
πηγή: Γιάννης Μακριδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου