Tο κείμενο δημοσιεύεται στο 10ο τεύχος του περιοδικού «Υπόγειο με Θέα» της Αυτόνομης Ριζοσπαστικής Ενότητας ΑΣΟΕΕ. Αναζητείστε το στο κυλικείο της ΑΣΟΕΕ και σε κινηματικούς χώρους.
Ένας από τους χαρακτηρισμούς που μπορούμε να αποδώσουμε στην κοινωνία όπως αυτή έχει εξελιχθεί μέχρι σήμερα, είναι «κοινωνία της μισθωτής εργασίας». Στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, όμως, αυτός ο χαρακτηρισμός τίθεται πια προς αμφισβήτηση, καθώς αυτός ο τύπος κοινωνίας αρχίζει να εκλείπει. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που αποτελεί στις μέρες μας είδος προς εξαφάνιση είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία αυτή καθ’ εαυτή: ποσοτικά προσδιορίσιμη, ανεξάρτητη από το πρόσωπο που την εξασκεί και ικανή για αγορά και πώληση στην «αγορά εργασίας». Με μια φράση δηλαδή, η εξαργυρώσιμη εργασία ή η εργασία-εμπόρευμα.
Όλοι μας ερχόμαστε σε επαφή και πραγματώνουμε την εργασία από μία συγκεκριμένη σκοπιά: ως μια κοινωνική σχέση που σε εισάγει στην παραγωγική διαδικασία. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε, όμως, στο σημείο αυτό, ότι οι εργασιακές-κοινωνικές αυτές σχέσεις τις περισσότερες φορές θυμίζουν κάτι από σχέσεις εξαρτημάτων της ίδιας υπερ-μηχανής, παρά ανθρώπινες σχέσεις. Ακόμη και στον απόγειο της, στα τέλη του 18ου αιώνα, και παρά τις εξιδανικεύσεις της η κοινωνία της μισθωτής εργασίας δεν κατάφερε να εδραιώσει ποτέ την εργασία ως πηγή ολοκλήρωσης και «κοινωνικής συνοχής» για τους ανθρώπους.
Αυτή η αντίληψη περί εργασίας βέβαια, βρήκε νομιμοποίηση και κανονικοποιήθηκε μέσα από την εκπαίδευση. Όταν ένα αγαθό όπως η παιδεία βρέθηκε να κοστολογείται και να είναι πιστοποιούμενο, κατανοούμε πως η χρήση του αντίστοιχα γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένες αντικειμενικές και λειτουργικές απαιτήσεις του συστήματος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Καλλιεργείται, έτσι, σιγά σιγά ένα είδος ιδεολογίας όσον αφορά τη μισθωτή εργασία, που επιτάσσει τον οποιονδήποτε να είναι κάτοχος μιας θέσης και να μην ενδιαφέρεται για το περιεχόμενο της εργασίας που επιτελεί. Το ιδεολογικό μήνυμα δηλαδή όλων αυτών των χρόνων δεν ήταν άλλο από το «τι σημασία έχει η εργασία, το θέμα είναι να πέφτει ο μισθός στο τέλος κάθε μήνα! Δουλειά να ‘ναι κι ότι να ‘ναι!». Μέσα σε αυτή την κοινωνία λοιπόν ο καθένας μας δεν είχε παρά την ψευδαίσθηση της επιλογής της εργασίας του, εξειδικευόταν μάλιστα και με παραπάνω πτυχία, τόσο ώστε να επιτελεί το έργο του αρτιότερα, όσο και για να αυξήσει σταδιακά τις απολαβές του πιστεύοντας πάντα πως η εργασία του ήταν αυτή που θα του άνοιγε τις πύλες προς μία «καταναλωτική κοινωνία».
Μέσα όμως στο παραλήρημα αυτής της ιδεολογίας δε γίνεται καν λόγος για κοινωνική συνοχή. Ο κάθε εργαζόμενος δεν ήταν μέλος της κοινωνίας, αλλά μέλος της τάξης στην οποία ανήκε. Ο κοινωνικός ιστός μάλιστα δέχεται επιπλέον πλήγματα από τους κεφαλαιούχους, οι οποίοι σκαρφίζονται τις εξατομικευμένες συμβάσεις εργασίας, την κατάργηση της μονιμότητας, τη μαζική κατάργηση θέσεων που σαν αποτέλεσμα έχουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια για όλους. Ο κάθε εργαζόμενος αισθάνεται αναλώσιμος μπροστά στην απειλή της ανεργίας που πλησιάζει κι έτσι βλέπουμε πια και το ιδεολογικό μήνυμα της εποχής –όσον αφορά πάντοτε τη μισθωτή εργασία- να αλλάζει. Πλέον δεν έχει σημασία πόσα παίρνεις, αρκεί να μην είσαι άνεργος. Η εργασία ανάγεται με αυτό τον τρόπο σε προνόμιο για λίγους, ενώ η ανεργία ισοδυναμεί με το απόλυτο χάος, αφού όποιος χάνει τη δουλειά του, χάνει τα πάντα! Σε αυτά τα «ιδεολογικά» πλαίσια λοιπόν θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε υποχώρηση, εξευτελισμό, υποταγή, ανταγωνισμό κι εν τέλει προδοσία, χάρη μιας θέσης εργασίας γιατί όπως λέγεται «δεν υπάρχουν πλέον δουλειές σήμερα» και ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Απίθανη αντιστροφή: δεν είναι ο εργαζόμενος που προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, αλλά η κοινωνία που προσφέρει σε όλους μας τη «δυνατότητα» της εργασίας. Είναι η ίδια κοινωνία που εκπλήσσεται και δυσανασχετεί όταν όσοι έχουν το προνόμιο μιας δουλειάς υψώνουν απαιτήσεις – οι αχάριστοι! – ή φτάνουν στο σημείο να απορρίπτουν πλήρως τις εργασιακές τους συνθήκες, οι οποίες εντατικοποιούνται διαρκώς, ενώ οι μισθοί συμπιέζονται.
Η πολυπόθητη κοινωνία των ίσων ευκαιριών, μέσα στην οποία καθένας θα εύρισκε τη θέση του και θα μπορούσε να θέσει στόχους, να είναι χρήσιμος και να «χαίρει ασφαλείας» -η κοινωνία της μισθωτής εργασίας- ήταν πάντα ένα άπιαστο όνειρο που πλέον είναι νεκρό. Είναι σαφές όμως πως πρέπει όλοι να συνεχίσουν να επιθυμούν διακαώς αυτό που οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να διαθέσουν παρά μόνο σε λίγους, ώστε ο ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων στο χώρο της αγοράς εργασίας να ναρκοθετεί διαρκώς τις όποιες απαιτήσεις εκείνων των λίγων «προνομιούχων» που έχουν την τιμή να βρίσκονται στην υπηρεσία της επιχείρησης.
Τι χρειάζεται όμως να γίνει τώρα; Ένας συνδυασμός αλλαγής νοοτροπιών και πολιτικής μεθόδευσης. Το ένα θα ήταν αδύναμο χωρίς το άλλο, καθώς είναι τόσο θέμα πολιτισμού, όσο και θέμα πολιτικής. Χρειάζεται να αλλάξουν οι νοοτροπίες ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην οικονομία και την κοινωνία να αλλάξουν. Αλλά και για να αλλάξουν οι νοοτροπίες, απαιτείται μια σταδιακή πολιτική μεθόδευση η οποία θα εκφραστεί μέσα από τις διάφορες συλλογικότητες οι οποίες θα αναδεικνύουν την ανάγκη να απορρίψουμε την οικονομίστικη λογική (σύγκρισης κόστους-οφέλους) που μας θέλει να παραμένουμε εξαρτήματα της υπερ-μηχανής επ’ αόριστον και την ανάγκη να αγωνιστούμε συλλογικά για μία καλύτερη ζωή ελευθερίας και αλληλεγγύης.
1 Misères du présent, richesses du possible / Πληγές του παρόντος, δυνάμει πλούτος – André Gorz , μεταφραση Μάνος Κορνελάκης
Ένας από τους χαρακτηρισμούς που μπορούμε να αποδώσουμε στην κοινωνία όπως αυτή έχει εξελιχθεί μέχρι σήμερα, είναι «κοινωνία της μισθωτής εργασίας». Στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, όμως, αυτός ο χαρακτηρισμός τίθεται πια προς αμφισβήτηση, καθώς αυτός ο τύπος κοινωνίας αρχίζει να εκλείπει. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που αποτελεί στις μέρες μας είδος προς εξαφάνιση είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία αυτή καθ’ εαυτή: ποσοτικά προσδιορίσιμη, ανεξάρτητη από το πρόσωπο που την εξασκεί και ικανή για αγορά και πώληση στην «αγορά εργασίας». Με μια φράση δηλαδή, η εξαργυρώσιμη εργασία ή η εργασία-εμπόρευμα.
Όλοι μας ερχόμαστε σε επαφή και πραγματώνουμε την εργασία από μία συγκεκριμένη σκοπιά: ως μια κοινωνική σχέση που σε εισάγει στην παραγωγική διαδικασία. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε, όμως, στο σημείο αυτό, ότι οι εργασιακές-κοινωνικές αυτές σχέσεις τις περισσότερες φορές θυμίζουν κάτι από σχέσεις εξαρτημάτων της ίδιας υπερ-μηχανής, παρά ανθρώπινες σχέσεις. Ακόμη και στον απόγειο της, στα τέλη του 18ου αιώνα, και παρά τις εξιδανικεύσεις της η κοινωνία της μισθωτής εργασίας δεν κατάφερε να εδραιώσει ποτέ την εργασία ως πηγή ολοκλήρωσης και «κοινωνικής συνοχής» για τους ανθρώπους.
Αυτή η αντίληψη περί εργασίας βέβαια, βρήκε νομιμοποίηση και κανονικοποιήθηκε μέσα από την εκπαίδευση. Όταν ένα αγαθό όπως η παιδεία βρέθηκε να κοστολογείται και να είναι πιστοποιούμενο, κατανοούμε πως η χρήση του αντίστοιχα γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένες αντικειμενικές και λειτουργικές απαιτήσεις του συστήματος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Καλλιεργείται, έτσι, σιγά σιγά ένα είδος ιδεολογίας όσον αφορά τη μισθωτή εργασία, που επιτάσσει τον οποιονδήποτε να είναι κάτοχος μιας θέσης και να μην ενδιαφέρεται για το περιεχόμενο της εργασίας που επιτελεί. Το ιδεολογικό μήνυμα δηλαδή όλων αυτών των χρόνων δεν ήταν άλλο από το «τι σημασία έχει η εργασία, το θέμα είναι να πέφτει ο μισθός στο τέλος κάθε μήνα! Δουλειά να ‘ναι κι ότι να ‘ναι!». Μέσα σε αυτή την κοινωνία λοιπόν ο καθένας μας δεν είχε παρά την ψευδαίσθηση της επιλογής της εργασίας του, εξειδικευόταν μάλιστα και με παραπάνω πτυχία, τόσο ώστε να επιτελεί το έργο του αρτιότερα, όσο και για να αυξήσει σταδιακά τις απολαβές του πιστεύοντας πάντα πως η εργασία του ήταν αυτή που θα του άνοιγε τις πύλες προς μία «καταναλωτική κοινωνία».
Μέσα όμως στο παραλήρημα αυτής της ιδεολογίας δε γίνεται καν λόγος για κοινωνική συνοχή. Ο κάθε εργαζόμενος δεν ήταν μέλος της κοινωνίας, αλλά μέλος της τάξης στην οποία ανήκε. Ο κοινωνικός ιστός μάλιστα δέχεται επιπλέον πλήγματα από τους κεφαλαιούχους, οι οποίοι σκαρφίζονται τις εξατομικευμένες συμβάσεις εργασίας, την κατάργηση της μονιμότητας, τη μαζική κατάργηση θέσεων που σαν αποτέλεσμα έχουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια για όλους. Ο κάθε εργαζόμενος αισθάνεται αναλώσιμος μπροστά στην απειλή της ανεργίας που πλησιάζει κι έτσι βλέπουμε πια και το ιδεολογικό μήνυμα της εποχής –όσον αφορά πάντοτε τη μισθωτή εργασία- να αλλάζει. Πλέον δεν έχει σημασία πόσα παίρνεις, αρκεί να μην είσαι άνεργος. Η εργασία ανάγεται με αυτό τον τρόπο σε προνόμιο για λίγους, ενώ η ανεργία ισοδυναμεί με το απόλυτο χάος, αφού όποιος χάνει τη δουλειά του, χάνει τα πάντα! Σε αυτά τα «ιδεολογικά» πλαίσια λοιπόν θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε υποχώρηση, εξευτελισμό, υποταγή, ανταγωνισμό κι εν τέλει προδοσία, χάρη μιας θέσης εργασίας γιατί όπως λέγεται «δεν υπάρχουν πλέον δουλειές σήμερα» και ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Απίθανη αντιστροφή: δεν είναι ο εργαζόμενος που προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, αλλά η κοινωνία που προσφέρει σε όλους μας τη «δυνατότητα» της εργασίας. Είναι η ίδια κοινωνία που εκπλήσσεται και δυσανασχετεί όταν όσοι έχουν το προνόμιο μιας δουλειάς υψώνουν απαιτήσεις – οι αχάριστοι! – ή φτάνουν στο σημείο να απορρίπτουν πλήρως τις εργασιακές τους συνθήκες, οι οποίες εντατικοποιούνται διαρκώς, ενώ οι μισθοί συμπιέζονται.
Η πολυπόθητη κοινωνία των ίσων ευκαιριών, μέσα στην οποία καθένας θα εύρισκε τη θέση του και θα μπορούσε να θέσει στόχους, να είναι χρήσιμος και να «χαίρει ασφαλείας» -η κοινωνία της μισθωτής εργασίας- ήταν πάντα ένα άπιαστο όνειρο που πλέον είναι νεκρό. Είναι σαφές όμως πως πρέπει όλοι να συνεχίσουν να επιθυμούν διακαώς αυτό που οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να διαθέσουν παρά μόνο σε λίγους, ώστε ο ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων στο χώρο της αγοράς εργασίας να ναρκοθετεί διαρκώς τις όποιες απαιτήσεις εκείνων των λίγων «προνομιούχων» που έχουν την τιμή να βρίσκονται στην υπηρεσία της επιχείρησης.
Τι χρειάζεται όμως να γίνει τώρα; Ένας συνδυασμός αλλαγής νοοτροπιών και πολιτικής μεθόδευσης. Το ένα θα ήταν αδύναμο χωρίς το άλλο, καθώς είναι τόσο θέμα πολιτισμού, όσο και θέμα πολιτικής. Χρειάζεται να αλλάξουν οι νοοτροπίες ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην οικονομία και την κοινωνία να αλλάξουν. Αλλά και για να αλλάξουν οι νοοτροπίες, απαιτείται μια σταδιακή πολιτική μεθόδευση η οποία θα εκφραστεί μέσα από τις διάφορες συλλογικότητες οι οποίες θα αναδεικνύουν την ανάγκη να απορρίψουμε την οικονομίστικη λογική (σύγκρισης κόστους-οφέλους) που μας θέλει να παραμένουμε εξαρτήματα της υπερ-μηχανής επ’ αόριστον και την ανάγκη να αγωνιστούμε συλλογικά για μία καλύτερη ζωή ελευθερίας και αλληλεγγύης.
1 Misères du présent, richesses du possible / Πληγές του παρόντος, δυνάμει πλούτος – André Gorz , μεταφραση Μάνος Κορνελάκης
Γωγώ, Αντωνία
το βρήκαμε εδώ: Eagainst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου