Αφιερωμένο στην Ελλάδα που ξεπουλάει
Καθόμουν σήμερα στην παραλία, στα Μαγεμένα, λίγο μετά την ανατολή κι αγνάτευα όλη την πανέμορφη δυτική ακτογραμμή του νησιού μας. Από τον Μάναγρο και την Σιδηρούντα, μέχρι τον κάβο των Μεστών. Κι από πάνω απλωνόταν ήρεμη και γοητευτική ολόκληρη η ορεινή ραχοκοκαλιά αυτού του εξαιρετικού τόπου. Από το Πελινναίο το δίκορφο και το Όρος, μέχρι τις χαμηλότερες κορφές των αλλεπάλληλων λόφων της νότιας μεριάς. Συμπλήρωναν την μαγική εικόνα.
Αγνάντευα την πατρίδα μας σήμερα το χάραμα και το μάτι μου δεν μπορούσε να την χορτάσει. Πώς να την αντέξει ο σύγχρονος άνθρωπος τόσην ομορφιά, σκεφτόμουν. Ιδίως όταν από τα μικράτα του η κοινωνία και τα σχολειά τού έχουν παραφουσκώσει τον εγκέφαλο με φούμαρα και ευτελή ιδανικά.
Θυμήθηκα το συγκινητικό γράμμα που απέστειλε η Γερμανίδα δημοσιογράφος –μου διαφεύγει το όνομά της- το οποίο ανέγνωσε ο Γιώργος ο Χαλάτσης μεγαλοφώνως στο καφενείο της Σιδηρούντας πριν δυο Κυριακές, κατά τη διάρκεια της λαϊκής συνέλευσης για το θέμα των Βιομηχανικών ΑΠΕ. Έγραφε λοιπόν η κυρία, που έρχεται μονίμως διακοπές επί είκοσι χρόνια στην Βολισσό, ότι δεν έχει δει πιον όμορφο τόπο στα μάτια της από το νησί μας, από την δυτική του μεριά για την ακρίβεια και από τα βουνά και τις ακρογιαλιές του, κι έκλεινε την επιστολή της με μια απίστευτη έκκληση: «Προστατέψτε τον τόπο σας, παρακαλώ».
Κι ενώ οι ξένοι άνθρωποι μας παρακαλούν να κρατήσουμε την ψυχή μας αμόλυντη, κάποιοι από μας, αμετανόητοι, συνεχίζουν να μην βλέπουν καν την ομορφιά. Ίσως δεν είναι ικανοί, γι αυτό βλέπουν μόνο ξερά βουνά και βράχια, κι αυτό είναι δυστυχία μέγιστη. Συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια και την ψυχή τους μπρος στο μεγαλείο αυτού του τόπου. Συνεχίζουν να πρεσβεύουν σχέδια αλαζονικά για έργα μη αναστρέψιμης καταστροφής, λες και μετά από αυτούς το νησί θα σβήσει. Λες και δεν υπάρξουν επόμενοι κάτοικοι πάνω του, λες και η ομορφιά του τόπου δημιουργήθηκε χτες, για να την εκποιήσουν οι ίδιοι, να την εκπορνεύσουν με σκοπό το χρήμα και μια κάποια «ανάπτυξη». Κι ύστερα τέλος.
Και το παράλογο είναι πως αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι τεκνοποιούν. Φέρνουν στον κόσμο και στον τόπο μας παιδιά, που θα μεγαλώσουν αλλά θα έχουν στερηθεί το δικαίωμα να αγναντέψουν τούτη δω την ομορφιά αυτού του υπέροχου τόπου. Θα τους το έχουν στερήσει οι ίδιοι οι γονείς τους αυτό το δικαίωμα στο κάλλος και στη φύση την ανέγγιχτη.
Διότι, φίλες και φίλοι συμπατριώτες, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν έχουμε το δικαίωμα να τα αγγίξουμε. Δεν νομιμοποιούμαστε για κανέναν απολύτως λόγο να απλώσουμε βέβηλο χέρι πάνω τους. Διότι είμαστε πολύ μικροί, πολύ προσωρινοί, τιποτένιοι για την ακρίβεια, εμπρός στο μεγαλείο και την αιώνια παρουσία τους.
Τα βουνά μας φίλες και φίλοι, όπως και τις ακρογιαλιές μας δεν έχουμε δικαίωμα να τα ξεπουλήσουμε και να τα καταστρέψουμε για οποιουδήποτε ύψους χρηματικό όφελος, πόσω μάλλον για ψυχία που προτείνει ο αποικιοκράτης Ισπανός της πολυεθνικής.
Εκεί λοιπόν στα Μαγεμένα, πρωί Ιουλίου του ’12, με το πρώτο φως της μέρας, μη μπορώντας να χορτάσει η ψυχή μου Χίο, ένιωσα άξαφνα παράξενα. Ένιωσα τόσο τυχερός που ζω σ’ αυτή την ιστορική περίοδο και μπόρεσα να μεταλάβω έστω και τόση από την ομορφιά του νησιού, και τόσο άτυχος συνάμα, που μου έλαχε να ανήκω σε μια γενιά που, κατά πως δείχνουν τα πράγματα, δεν μπόρεσε ακόμη να φανεί αντάξια αυτού του απαράμιλλου κάλους που της έλαχε να την περιβάλλει.
Στο νου μου έγινε αμέσως ένα μοντάζ και μπήκαν στις βουνοκορφές οι απαίσιοι γιγαντιαίοι πυλώνες με τις φτερωτές, τα καλώδια και τις λάμπες τους, πληγώθηκαν αμέσως τα βουνά με εκσκαφές και τσιμέντα, είδα τον υπέροχο τόπο μας βιασμένο από ξένους «επενδυτές» αποικιοκράτες, τους οποίους αφήσαμε να προβούν στο ανόσιο έργο τους, άλλοι με την αδιαφορία μας κι άλλοι με την στρεβλή μας άποψη περί ανάπτυξης και ιδανικών της ζωής.
Σε λίγο άρχισε μια μπουλντόζα να δουλεύει εκεί, στο λιμανάκι των Λημνιών, για τα έργα της μικρής μαρίνας που έχουν ξεκινήσει, και το μουγκρητό της με τρόμαξε. Συνήλθα κάπως από τις σκέψεις μου, μα αντί να προσγειωθεί ο νους μου στην πραγματικότητα, έκανε αμέσως τον παραλληλισμό με τις άλλες μπουλντόζες, τις πολλές και τις τεράστιες, του «επενδυτή», που θα κάνουν απόβαση μαζί με γερανούς, με νταλίκες ατελείωτες και θα αρχίσουν να πληγώνουν το κορμί αυτού του μοναδικού τόπου για να φέρουν, λέει, ανάπτυξη.
Σηκώθηκα κι έφυγα λυπημένος από την παραλία σήμερα. Έριξα όμως μια ακόμα ματιά σε όλη την ακτογραμμή, πήρα μια βαθιά ανάσα και χάιδεψα με το βλέμμα μου όλους τους σιωπηλούς ορεινούς όγκους. Σαν μελλοθάνατα μου φάνηκαν τ’ αγέρωχα βουνά μας, που εκλιπαρούσαν έλεος από μένα τον τιποτένιο, τον περιστασιακό άνθρωπο της μιας αναπνοής, τον Χιώτη που γεννήθηκε, έζησε και θα πεθάνει από κάτω τους, όπως χιλιάδες πριν από αυτόν και χιλιάδες κατόπιν. Από μένα τον μικρό άνθρωπο, που δεν θα μπορέσω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου να χορτάσω την ομορφιά του, ζήτησε βοήθεια και ενδιαφέρον ο τόπος μας σήμερα το πρωί.
Κι είπα να σας το αναφέρω μήπως και με συνδράμετε. Διότι τους έδωσα υπόσχεση πως θα κάνω ό,τι μπορεί η ταπεινή μου ύπαρξη για να μην καταστραφούν όσο ζω. Βοήθεια γύρεψαν αυτά, τη συνδρομή σας ζητάω κι εγώ. Ας προστατέψουμε τον τόπο μας, παρακαλώ.
πηγή: Γιάννης Μακριδάκης
Καθόμουν σήμερα στην παραλία, στα Μαγεμένα, λίγο μετά την ανατολή κι αγνάτευα όλη την πανέμορφη δυτική ακτογραμμή του νησιού μας. Από τον Μάναγρο και την Σιδηρούντα, μέχρι τον κάβο των Μεστών. Κι από πάνω απλωνόταν ήρεμη και γοητευτική ολόκληρη η ορεινή ραχοκοκαλιά αυτού του εξαιρετικού τόπου. Από το Πελινναίο το δίκορφο και το Όρος, μέχρι τις χαμηλότερες κορφές των αλλεπάλληλων λόφων της νότιας μεριάς. Συμπλήρωναν την μαγική εικόνα.
Αγνάντευα την πατρίδα μας σήμερα το χάραμα και το μάτι μου δεν μπορούσε να την χορτάσει. Πώς να την αντέξει ο σύγχρονος άνθρωπος τόσην ομορφιά, σκεφτόμουν. Ιδίως όταν από τα μικράτα του η κοινωνία και τα σχολειά τού έχουν παραφουσκώσει τον εγκέφαλο με φούμαρα και ευτελή ιδανικά.
Θυμήθηκα το συγκινητικό γράμμα που απέστειλε η Γερμανίδα δημοσιογράφος –μου διαφεύγει το όνομά της- το οποίο ανέγνωσε ο Γιώργος ο Χαλάτσης μεγαλοφώνως στο καφενείο της Σιδηρούντας πριν δυο Κυριακές, κατά τη διάρκεια της λαϊκής συνέλευσης για το θέμα των Βιομηχανικών ΑΠΕ. Έγραφε λοιπόν η κυρία, που έρχεται μονίμως διακοπές επί είκοσι χρόνια στην Βολισσό, ότι δεν έχει δει πιον όμορφο τόπο στα μάτια της από το νησί μας, από την δυτική του μεριά για την ακρίβεια και από τα βουνά και τις ακρογιαλιές του, κι έκλεινε την επιστολή της με μια απίστευτη έκκληση: «Προστατέψτε τον τόπο σας, παρακαλώ».
Κι ενώ οι ξένοι άνθρωποι μας παρακαλούν να κρατήσουμε την ψυχή μας αμόλυντη, κάποιοι από μας, αμετανόητοι, συνεχίζουν να μην βλέπουν καν την ομορφιά. Ίσως δεν είναι ικανοί, γι αυτό βλέπουν μόνο ξερά βουνά και βράχια, κι αυτό είναι δυστυχία μέγιστη. Συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια και την ψυχή τους μπρος στο μεγαλείο αυτού του τόπου. Συνεχίζουν να πρεσβεύουν σχέδια αλαζονικά για έργα μη αναστρέψιμης καταστροφής, λες και μετά από αυτούς το νησί θα σβήσει. Λες και δεν υπάρξουν επόμενοι κάτοικοι πάνω του, λες και η ομορφιά του τόπου δημιουργήθηκε χτες, για να την εκποιήσουν οι ίδιοι, να την εκπορνεύσουν με σκοπό το χρήμα και μια κάποια «ανάπτυξη». Κι ύστερα τέλος.
Και το παράλογο είναι πως αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι τεκνοποιούν. Φέρνουν στον κόσμο και στον τόπο μας παιδιά, που θα μεγαλώσουν αλλά θα έχουν στερηθεί το δικαίωμα να αγναντέψουν τούτη δω την ομορφιά αυτού του υπέροχου τόπου. Θα τους το έχουν στερήσει οι ίδιοι οι γονείς τους αυτό το δικαίωμα στο κάλλος και στη φύση την ανέγγιχτη.
Διότι, φίλες και φίλοι συμπατριώτες, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν έχουμε το δικαίωμα να τα αγγίξουμε. Δεν νομιμοποιούμαστε για κανέναν απολύτως λόγο να απλώσουμε βέβηλο χέρι πάνω τους. Διότι είμαστε πολύ μικροί, πολύ προσωρινοί, τιποτένιοι για την ακρίβεια, εμπρός στο μεγαλείο και την αιώνια παρουσία τους.
Τα βουνά μας φίλες και φίλοι, όπως και τις ακρογιαλιές μας δεν έχουμε δικαίωμα να τα ξεπουλήσουμε και να τα καταστρέψουμε για οποιουδήποτε ύψους χρηματικό όφελος, πόσω μάλλον για ψυχία που προτείνει ο αποικιοκράτης Ισπανός της πολυεθνικής.
Εκεί λοιπόν στα Μαγεμένα, πρωί Ιουλίου του ’12, με το πρώτο φως της μέρας, μη μπορώντας να χορτάσει η ψυχή μου Χίο, ένιωσα άξαφνα παράξενα. Ένιωσα τόσο τυχερός που ζω σ’ αυτή την ιστορική περίοδο και μπόρεσα να μεταλάβω έστω και τόση από την ομορφιά του νησιού, και τόσο άτυχος συνάμα, που μου έλαχε να ανήκω σε μια γενιά που, κατά πως δείχνουν τα πράγματα, δεν μπόρεσε ακόμη να φανεί αντάξια αυτού του απαράμιλλου κάλους που της έλαχε να την περιβάλλει.
Στο νου μου έγινε αμέσως ένα μοντάζ και μπήκαν στις βουνοκορφές οι απαίσιοι γιγαντιαίοι πυλώνες με τις φτερωτές, τα καλώδια και τις λάμπες τους, πληγώθηκαν αμέσως τα βουνά με εκσκαφές και τσιμέντα, είδα τον υπέροχο τόπο μας βιασμένο από ξένους «επενδυτές» αποικιοκράτες, τους οποίους αφήσαμε να προβούν στο ανόσιο έργο τους, άλλοι με την αδιαφορία μας κι άλλοι με την στρεβλή μας άποψη περί ανάπτυξης και ιδανικών της ζωής.
Σε λίγο άρχισε μια μπουλντόζα να δουλεύει εκεί, στο λιμανάκι των Λημνιών, για τα έργα της μικρής μαρίνας που έχουν ξεκινήσει, και το μουγκρητό της με τρόμαξε. Συνήλθα κάπως από τις σκέψεις μου, μα αντί να προσγειωθεί ο νους μου στην πραγματικότητα, έκανε αμέσως τον παραλληλισμό με τις άλλες μπουλντόζες, τις πολλές και τις τεράστιες, του «επενδυτή», που θα κάνουν απόβαση μαζί με γερανούς, με νταλίκες ατελείωτες και θα αρχίσουν να πληγώνουν το κορμί αυτού του μοναδικού τόπου για να φέρουν, λέει, ανάπτυξη.
Σηκώθηκα κι έφυγα λυπημένος από την παραλία σήμερα. Έριξα όμως μια ακόμα ματιά σε όλη την ακτογραμμή, πήρα μια βαθιά ανάσα και χάιδεψα με το βλέμμα μου όλους τους σιωπηλούς ορεινούς όγκους. Σαν μελλοθάνατα μου φάνηκαν τ’ αγέρωχα βουνά μας, που εκλιπαρούσαν έλεος από μένα τον τιποτένιο, τον περιστασιακό άνθρωπο της μιας αναπνοής, τον Χιώτη που γεννήθηκε, έζησε και θα πεθάνει από κάτω τους, όπως χιλιάδες πριν από αυτόν και χιλιάδες κατόπιν. Από μένα τον μικρό άνθρωπο, που δεν θα μπορέσω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου να χορτάσω την ομορφιά του, ζήτησε βοήθεια και ενδιαφέρον ο τόπος μας σήμερα το πρωί.
Κι είπα να σας το αναφέρω μήπως και με συνδράμετε. Διότι τους έδωσα υπόσχεση πως θα κάνω ό,τι μπορεί η ταπεινή μου ύπαρξη για να μην καταστραφούν όσο ζω. Βοήθεια γύρεψαν αυτά, τη συνδρομή σας ζητάω κι εγώ. Ας προστατέψουμε τον τόπο μας, παρακαλώ.
πηγή: Γιάννης Μακριδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου