Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Σκέψεις πάνω στην οικοδόμηση μιας στρατηγικής της Εξέγερσης



Αναδημοσίευση από το blog   http://antisystemic.wordpress.com/

Η εξέγερση που έρχεται;

Όλοι μιλούν για την εξέγερση. Από τα σημειώματα της σύνταξης στις εφημερίδες των κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μέχρι τις μπροσούρες που εκδίδουν οι αναρχικές συλλογικότητες. Από τις δηλώσεις των αρχηγών των  εφήμερων αντιμνημονιακών κομμάτων που ενόψει εκλογών ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, μέχρι τα συνθήματα στους τοίχους και τις συζητήσεις των θαμώνων στα καφέ των Εξαρχείων. Οι διαδηλωτές που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τα ΜΑΤ στην πλατεία Συντάγματος στις 12-02-12 (όχι τίποτα μπαρουτοκαπνισμένοι «συγκρουσιακοί», αλλά άνεργοι, ημιαπασχολούμενοι, χαμηλόμισθοι και συνταξιούχοι που έχουν βρεθεί σε απόγνωση) προειδοποιούσαν τους πραιτοριανούς ότι δεν θα μπορέσουν να κρυφτούν πουθενά, «όταν ο λαός πάρει τα όπλα».[i]
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ακόμη και ο «ευυπόληπτος» πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα διαλαλεί δεξιά και αριστερά ότι το κόμμα του ενσαρκώνει μια πρόταση εξουσίας για εναλλακτική, «Αριστερή» διακυβέρνηση, ζητούσε επιτακτικά από τον λαό να ξεσηκωθεί για να ανατρέψει την ΠΑΣΟΚική χούντα.[ii] Γίνεται αντιληπτό ότι όταν μια έννοια χρησιμοποιείται από τόσο διαφορετικά υποκείμενα κι εγγράφεται σε τόσο ετερογενή ιδεολογικά πλαίσια, χρειάζεται επί της ουσίας να επαναδιατυπωθεί για να ανακτήσει το ανατρεπτικό, χειραφετικά φορτισμένο περιεχόμενο της.
Αναμφισβήτητα, υπάρχει μια θετική και μια αρνητική διάσταση στην ανάδειξη της εξέγερσης ως ηγεμονικής αντιπολιτευτικής έννοιας στον δημόσιο πολιτικό λόγο της εποχής του Μνημονίου. Το θετικό στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι, έστω κι έμμεσα, αναγνωρίζεται στον λαό το δικαίωμα της συλλογικής αυτοάμυνας απέναντι σε μια πολιτική και οικονομική ελίτ που κυβερνά με μοναδικό πρόγραμμα διακυβέρνησης την τάχιστη σαλαμοποίηση όσων δεν ανήκουν στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Η νομιμότητα της μαζικής αποστασίας ενάντια σε μια τυραννική εξουσία εισέρχεται έτσι από την πίσω πόρτα στον επίσημο πολιτικό λόγο και η ανυπακοή στους θεσμούς αποκτά τον εύλογο χαρακτήρα μιας ορθολογικής επιλογής με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Οι ιδεολόγοι του συστήματος είναι υποχρεωμένοι πλέον να δίνουν μια μάχη οπισθοφυλακής. Δεν είναι σε θέση να αρνηθούν ολοσχερώς την νομιμότητα της συλλογικής διεκδίκησης, αλλά επιχειρούν να διαμορφώσουν το ανώδυνο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή θα πρέπει να εκδηλώνεται, το πλαίσιο της «ειρηνικής διαμαρτυρίας». Προσπαθούν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι υφίσταται ακόμη η δυνατότητα έγερσης αιτημάτων στο πλαίσιο μιας εγκάρδιας συνεννόησης με τις ελίτ του συστήματος, ακριβώς για να διασώσουν το ίδιο το σύστημα και να αποτρέψουν την δημιουργία ενός ισχυρού αμεσοδημοκρατικού κινήματος με αντισυστημικό πολιτικό υπόβαθρο που μπορεί να ριζώσει στο φαντασιακό των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας. Απαλλοτριώνουν την ορολογία της εξέγερσης από τον φυσικό πολιτικοκοινωνικό της χώρο, για να την επαναπροτείνουν στα τηλεοπτικά κανάλια ως πασιφιστική διαμαρτυρία των «αγανακτισμένων», ως ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών ή ως ψήφο υπέρ της εκφυλισμένης, φιλο-ΕΕ «Αριστεράς» του Κουβέλη και του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αρνητική όψη του φαινομένου είναι ότι στις συνειδήσεις των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων, η «Εξέγερση» όλο και περισσότερο γίνεται μέρος του λαϊκού φολκλόρ, ένα μυθολογικό κατασκεύασμα που λειτουργεί στο πιο αφηρημένο επίπεδο ως μηχανισμός ψυχολογικής απώθησης της αναγκαιότητας για μαζική συσπείρωση και κινητοποίηση, μέσω της καταπραϋντικής επιρροής που ασκεί στο συλλογικό ασυνείδητο η ελπίδα ότι μια μέρα θα επέλθει η κάθαρση και οι ένοχοι θα πληρώσουν όταν επιτέλους ξεσπάσει η «Οργή του Λαού». Η πίστη σε μια τέτοια δοξασία είναι κατά βάση ανορθολογική διότι ενέχει το στοιχείο του αναπόφευκτου, μιας κοινωνικής έκρηξης που θα συμβεί νομοτελειακά ως φυσική αντίδραση των μη-προνομιούχων στην βίαιη φτωχοποίηση και υποβάθμιση του βιοτικού τους επίπεδου από τις ελίτ που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Όμως, αν η «Εξέγερση» πρόκειται ούτως ή άλλως να ξεσπάσει σε κάποια ακαθόριστη, μελλοντική στιγμή και να σαρώσει στο πέρασμα της το σάπιο σύστημα και μαζί και αυτούς που το διαφεντεύουν, τότε ποιος ο λόγος για να αναλάβει κάποιος από εμάς συνειδητή πολιτική δράση, να εμπλακεί σε συλλογικές κινηματικές διαδικασίες και να προετοιμάσει την έλευση ενός μαζικού κινήματος που θα ανατρέψει τις δομές κυριαρχίας του συστήματος; Από αυτή την άποψη, πιο φρόνιμο θα ήταν να περιμένουμε την στιγμή εκείνη της κοσμικής Αποκάλυψης, που ο λαός θα πάρει επιτέλους την εκδίκηση του. Δεν είναι τυχαίο ότι το μοτίβο της επικείμενης κοινωνικής έκρηξης επαναλαμβάνεται διαρκώς στα συμπεράσματα των μελετών που εκδίδουν οι συστημικές δεξαμενές σκέψεις και τα διεθνή ΜΜΕ (που συνιστούν τον προπαγανδιστικό βραχίονα της υπερεθνικής ελίτ) για την κοινωνική  και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα.[iii] Ούτε είναι τυχαίο ότι τα ελληνικά καθεστωτικά μέσα αναπαράγουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και με τρόπο σχεδόν τελετουργικό τις προειδοποιήσεις για το ενδεχόμενο πρόκλησης κοινωνικής αναταραχής, σαν ξόρκι που θα εξορίσει την πιθανότητα εκδήλωσης μιας πραγματικής λαϊκής εξέγερσης στην σφαίρα των συμβολικών αναπαραστάσεων. Με το να αναγνωρίζουν δημοσίως την καταστροφική δύναμη του πλήθους, επιχειρούν να κολακέψουν το θυμικό των μαζών, να τις καθησυχάσουν έμμεσα ότι ο δίκαιος θυμός τους εκφοβίζει τις κυρίαρχες ελίτ και περιλαμβάνεται στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη λήψη των αποφάσεων που διαμορφώνουν την οικονομική πολιτική.

«On sengage, et puit on voit»:[iv] Φετιχοποίηση της εξέγερσης

Ωστόσο, η απογοητευτικότερη και πιο επιβλαβής για το απελευθερωτικό κίνημα πτυχή της παραπάνω εξέλιξης, έχει να κάνει με την μετατροπή του εξεγερσιακού φολκλόρ σε άτυπο πολιτικό πρόταγμα για τις περισσότερες αναρχικές ομάδες και συλλογικότητες. Η ριζοσπαστική κριτική της ετερόνομης, ιεραρχικά διαρθρωμένης κοινωνίας δεν συνδυάζεται στον πολιτικό λόγο του σύγχρονου αναρχικού χώρου με μια επεξεργασμένη πρόταση ή έστω μια γενική ιδέα για την μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θα μπορούσε να θεσμοθετήσει δομές και διαδικασίες αυτοθέσμισης της κοινωνίας σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, απουσιάζει από τον σύγχρονο αναρχικό πολιτικό λόγο το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα που θα κληθεί να φέρει σε πέρας η κοινωνική επανάσταση. Ούτε υπάρχει ανάμεσα στις μεταμοντέρνες ομάδες των «αντιεξουσιαστών» στοιχειώδης συμφωνία αναφορικά με ζητήματα ζωτικής σημασίας για την πολιτική κουλτούρα και την ιδεολογική ταυτότητα κάθε συγκροτημένου πολιτικού κινήματος. Για παράδειγμα, μάταια θα αναζητήσει κανείς στη σύγχρονη αναρχική φιλολογία έναν κοινά αποδεκτό ορισμό του τι συνιστά μια αναρχική κομμούνα ή για το πώς θα μοιάζει και θα λειτουργεί η ελεύθερη κομμούνα ως βασική οργανωτική μονάδα της αναρχικής κοινωνίας του μέλλοντος. Στο βαθμό που οι σύγχρονοι αναρχικοί ασχολούνται καν με τέτοια ζητήματα, την ίδια έλλειψη συνάφειας μπορεί κανείς να παρατηρήσει στους κόλπους του αντιεξουσιαστικού χώρου σχετικά με τις τακτικές και την στρατηγική που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να πετύχουμε την συγκρότηση ενός ενιαίου – αλλά αποκεντρωμένου – ελευθεριακού κινήματος, με αυτόνομες τοπικές συνιστώσες, αλλά ικανό να δράσει συντονισμένα στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο για να ανατρέψει τον, αρνητικό για τις δυνάμεις της αυτονομίας, ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Μάλιστα, η έλλειψη προγραμματικής ενότητας και η πανσπερμία απόψεων και αντιλήψεων χωρίς εκατέρωθεν «λόγον διδόναι», εκλαμβάνεται από τους αναρχικούς ως ιδεατή οργανωτική και ιδεολογική συνθήκη η οποία αποτρέπει την ανάδυση ιεραρχιών και δομών συγκέντρωσης δύναμης μέσα τον αναρχικό χώρο. Μοιραία λοιπόν οι συλλογικότητες που κατατάσσονται στο μεταμοντέρνο αναρχικό κίνημα αυτοπεριορίζονται στη δημιουργία αποσπασματικών εγχειρημάτων βασισμένων στην αυτοδιαχείριση που προορίζονται να αποτελέσουν κέντρα πολύμορφης κοινωνικής αντίστασης στις συστημικές δομές κυριαρχίας, χωρίς όμως ποτέ να είναι σε θέση να τις αμφισβητήσουν στην ολότητα τους και να πετύχουν την καθολική κατάργηση τους. Σε αυτή την ευρέως διαδεδομένη πρακτική της δημιουργίας μεμονωμένων εστιών «αντίστασης», αντανακλάται ο εγγενής ρεφορμιστικός χαρακτήρας του σύγχρονου, λάιφ-στάιλ αναρχισμού.[v]
Σε αυτό το πλαίσιο, η μοναδική διασύνδεση που έχει απομείνει ανάμεσα στον μεταμοντέρνο αναρχισμό και το κλασικό, αντισυστημικό αναρχικό κίνημα του παρελθόντος είναι η ομολογία πίστεως σε μια εξέγερση των μαζών ως μια αποκαλυπτική στιγμή της Κοινωνικής Πάλης κατά την οποία το Νέο θα γκρεμίσει το Παλαιό, τα προβλήματα της μετάβασης στον κομμουνισμό θα επιλυθούν ως δια μαγείας διαμέσου της αυθόρμητης πρωτοβουλίας του πλήθους και οι υπολανθάνουσες τάσεις για γενικευμένη αυτοδιεύθυνση θα υπερνικήσουν τα τεχνητά εμπόδια που έχει ορθώσει μπροστά τους η ετερόνομη κοινωνία. Εκκινώντας από μια παρόμοια αφετηρία, ορισμένοι μεταμοντέρνοι προφήτες του εξεγερσιακού αναρχισμού επιχαίρουν για την ανάδυση του «μη-υποκειμένου» της προλεταριακής χειραφέτησης και προτάσσουν την ασυμμετρία των κοινωνικών σχέσεων και τον νομαδισμό ως το κατ’ εξοχήν περιεχόμενο της επανάστασης του 21ου αιώνα.[vi] Στο «Η Εξέγερση που Έρχεται», οι συντάκτες της Αόρατης Επιτροπής δεν έχουν τίποτα καλύτερο να συνεισφέρουν στον προβληματισμό γύρω από το οικονομικό υπόβαθρο στο οποίο θα στηριχτεί η  αυτεξούσια μελλοντική κοινωνία, από το να υποδείξουν την λεηλασία των καπιταλιστικών κέντρων διανομής ως πρωτόλεια μέθοδο αυτοσυντήρησης της αυτοοργανωμένης κοινωνίας. Έπειτα, περιορίζονται στο να παρατηρήσουν κοινότυπα ότι, «Η λεηλασία των καταστημάτων, όπως έγινε στην Αργεντινή, έχει τα όρια της, αφού, όσο τεράστιοι κι αν είναι οι ναοί της κατανάλωσης, δεν είναι ανεξάντλητες αποθήκες τροφίμων. Η απόκτηση της ικανότητας προσπορισμού των στοιχειωδών μέσων διαβίωσης σε διαρκή βάση, προϋποθέτει, συνεπώς, την οικειοποίηση των μέσων παραγωγής τους».[vii] Ουδεμία άποψη εκφέρουν αναφορικά με το πώς αυτό το κολοσσιαίο επαναστατικό έργο της απαλλοτρίωσης των παραγωγικών μέσων μπορεί να υλοποιηθεί με τρόπο που θα εξασφαλίζει την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης ανάμεσα στους πολίτες. Τέλος, μεταμοντέρνοι ατομικιστές όπως ο Φεράλ Φαούν, ταυτίζουν την εξέγερση με την έλευση μιας χαοτικής κατάστασης και την εκμηδένιση κάθε εξουσίας, μέσα από την κατάλυση της ίδιας της παγιωμένης κοινωνικής συνύπαρξης η οποία εκκολάπτει εξορισμού σχέσεις δύναμης και εξουσίας.[viii]
Αναμφίβολα, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι παραπάνω θέσεις συνιστούν παραλλαγές του Σορελιανού μύθου, μόνο που στην περίπτωση μας η ανορθολογική πεποίθηση στις μαγικές ιδιότητες της Γενικής Απεργίας, αντικαθίστανται από την πίστη στις μαγικές ιδιότητες της Εξέγερσης.[ix] Πρόκειται επίσης για το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτικής θεολογίας, αφού το κοινό γνώρισμα όλων των παραπάνω ουτοπικών (με την κακή έννοια) προσεγγίσεων είναι ότι καμία από αυτές δεν χαρτογραφεί μια μέθοδο μέσω της οποίας μπορούμε να πλησιάσουμε τον τελικό μας στόχο, δεν αποπειράται να σκιαγραφήσει τις κοινωνικές ομάδες που δυνητικά μπορούν να απαρτίσουν το απελευθερωτικό υποκείμενο, δεν προτείνει ένα σχέδιο δράσης για την μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία, ούτε εκφράζει μια καταληπτή άποψη για τα συλλογικά όργανα και τις δομές μιας κοινωνίας οργανωμένης σε ελευθεριακά πρότυπα. Φαίνεται οι υποστηρικτές τους ξεχνούν αυτό που ο Μαλατέστα είχε ήδη συνειδητοποιήσει σχεδόν έναν αιώνα πριν. Όπως έγραψε το 1930 στην αναρχική εφημερίδα «Vogliamo», «Πέρασαν εκείνες οι ημέρες που ο κόσμος πίστευε ότι μια εξέγερση θα ήταν αρκετή για όλα, ότι η νίκη επί του στρατού και της αστυνομίας και το γκρέμισμα των δυνάμεων του κατεστημένου θα ήταν αρκετά για να φέρουν σε πέρας όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή το πιο ουσιαστικό μέρος [της επανάστασης]. Υπήρχε ο ισχυρισμός ότι αν αμέσως μετά τον ξεσηκωμό προμηθεύαμε τους πάντες με αρκετό φαγητό, επαρκή στέγαση και όμορφα ρούχα, αυτό θα έφτανε για να εδραιώσουμε την επανάσταση σε ακλόνητα θεμέλια και θα μπορούσαμε μετά να προχωρήσουμε στην πραγμάτωση ολοένα υψηλότερων ιδανικών. Κανείς δεν έκανε τον κόπο να ελέγξει αν τα αγαθά θα έφταναν για όλους και αν τα αγαθά που ήδη υπήρχαν, βρισκόντουσαν στα μέρη όπου ο κόσμος τα χρειαζόταν περισσότερο. Η εικόνα των καταστημάτων που ξεχείλιζαν με προϊόντα άσκησε απατηλή επιρροή πάνω στα πεινασμένα και ρακένδυτα πλήθη».[x]
Η συνδυασμένη επίδραση όλων αυτών των ανορθολογικών ιδεολογικών ρευμάτων είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αποδιοργάνωση του ελευθεριακού κινήματος και την υπονόμευση της πολιτικής συνειδητοποίησης του ως φορέα ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Έτσι, σε μια εποχή όπου οι κυρίαρχοι θεσμοί του συστήματος της ετερονομίας βρίσκονται σε βαθιά κρίση και τείνουν να απονομιμοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό στις συνειδήσεις των φτωχότερων στρωμάτων, το πρόταγμα για την αυτόνομη οργάνωση της κοινωνίας χωρίς την ύπαρξη Κράτους, χρήματος και αγοράς δεν έχει κατορθώσει να διευρύνει την απήχηση του μεταξύ των κοινωνικών ομάδων που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Χωρίς συνεκτική θεωρία και κινηματικές δομές, χωρίς στρατηγική και – το κυριότερο – χωρίς μια υποτυπώδη αντίληψη αναφορικά με τις θεσμικές διευθετήσεις που θα καταστήσουν την κοινωνική αυτοδιεύθυνση σε μαζική κλίμακα μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για τους καταπιεσμένους, το αναρχικό κίνημα έχει βρεθεί σε μια θέση όπου αναγκάζεται να υιοθετήσει προκαπιταλιστικές μορφές παρέμβασης και δράσης προκειμένου να κάνει την παρουσία του αισθητή ως υπαρκτή πολιτική δύναμη. Τα βραχύβια εξεγερσιακά ξεσπάσματα των τελευταίων τριών ετών στον ελληνικό χώρο μοιάζουν περισσότερο με τις χαοτικές και ανοργάνωτες αγροτικές εξεγέρσεις του Μεσαίωνα, οι οποίες κάποιες φορές μπορεί να επέβαλλαν βαρύ φόρο αίματος στις τάξεις των αριστοκρατών και των φεουδαρχών γαιοκτημόνων, ωστόσο κατέληγαν σχεδόν πάντα να διατυπώνουν ένα οπισθοδρομικό αίτημα για την ανακήρυξη ενός «Τσάρου των φτωχών», ενός δίκαιου, πατρικού ηγεμόνα που θα φρόντιζε για τις τύχες των υπηκόων του. Οι εξεγέρσεις αυτές, όπως ήταν η Γαλλική Jacquerie του 1358 ή η εξέγερση των Ρώσων αγροτών υπό τον Πούγκατσεφ το 1774, απελευθέρωσαν ασυγκράτητες καταστροφικές δυνάμεις κι έδωσαν δυναμική διέξοδο στο ταξικό μίσος που οι αγροτικοί πληθυσμοί είχαν συσσωρεύσει επί χρόνια ενάντια στους επικυριάρχους τους. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις τερματίστηκαν με τη στρατιωτική συντριβή των άτακτων αγροτικών στρατών, την γενικευμένη σφαγή των πληθυσμών της υπαίθρου και τελικά την παλινόρθωση της ισχύος της τάξης των φεουδαρχών αρχόντων.
Ακόμη πιο δόκιμη από αυτή την άποψη θα ήταν η σύγκριση με τις παλλαϊκές εξεγέρσεις σε Αίγυπτο και Τυνησία, οι οποίες παρά την κινητοποίηση ενός μεγάλου μέρους των λαϊκών στρωμάτων και την δυναμική συμμετοχή τους στον αγώνα κατά της δικτατορικής εξουσίας, δεν κατάφεραν να παραγάγουν αυθόρμητα κάποιο αντισυστημικό πρόταγμα για την αναδιοργάνωση των κοινωνιών στις δύο αυτές χώρες σε ελευθεριακά πρότυπα. Το στοιχείο αυτοοργάνωσης και στις δύο εξεγέρσεις δεν επεκτάθηκε πέρα από την θέσμιση μορφών αλληλοβοήθειας και συλλογικής αλληλεγγύης, το αντικείμενο των οποίων ωστόσο ήταν η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την συνέχιση και την επιβίωση της ίδιας της εξέγερσης κόντρα στην συστημική καταστολή. Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ στην Αίγυπτο βασίστηκε για την επιτυχή έκβαση της σε ένα ευρύ δίκτυο αυτοσχέδιων δομών αλληλοβοήθειας που αναπτύχθηκε στον χώρο της πλατείας αναλαμβάνοντας την τροφοδοσία με συλλογικά γεύματα καθώς και την παροχή καταλύματος, ιατρικής περίθαλψης για τους διαδηλωτές.[xi] Όμως, οι μορφές αυτές αυτοοργάνωσης αφορούσαν την ίδια τη συνέχιση του αγώνα και όχι το περιεχόμενο του, δηλαδή το πρόταγμα που θα αντικαθιστούσε την κατεστημένη εξουσία έπειτα από την ανατροπή του καθεστώτος. Αλλά και στην Τυνησία όπου ολόκληρες κωμοπόλεις στην ενδοχώρα της Τυνησιακής επικράτειας βρέθηκαν για μεγάλο διάστημα υπό τον έλεγχο των επαναστατικών λαϊκών συνελεύσεων κι επιτροπών όταν οι τοπικές αρχές τράπηκαν σε φυγή κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, υπήρχε η αίσθηση μέσα στους κόλπους των εξεγερμένων ότι η εξουσία των επιτροπών ήταν μια προσωρινή κατάσταση, με διάρκεια ζωής μέχρι την ανατροπή του τυράννου και την εκλογή μιας πραγματικά «δημοκρατικής» κεντρικής κυβέρνησης.[xii]
Ας μην παρερμηνεύσει ο αναγνώστης την θέση που εκφράζει αυτό το κείμενο. Δεν απορρίπτουμε τις απελευθερωτικές δυνατότητες των εξεγέρσεων, ούτε είμαστε αντίθετοι προς την αυθόρμητη δράση των ετεροκαθοριζόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό που θεωρούμε πως αποδεικνύει το παράδειγμα των Αραβικών εξεγέρσεων είναι ότι η αυτοοργάνωση μπορεί πολύ εύκολα να αποτελέσει ένα κινηματικό μέσο για την προώθηση μιας ρεφορμιστικής πολιτικής ατζέντας, παρεκτός αν το υποκείμενο που την πραγματοποιεί είναι μπολιασμένο με ένα πολιτικό πρόταγμα που αντιλαμβάνεται την άμεση δημοκρατία ως πολίτευμα με θεσμούς, δομές και διαδικασίες, ασύμβατο με την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Από αυτή την άποψη, οι ελλείψεις και τα ελαττώματα του σύγχρονου αναρχικού χώρου όπως τα περιγράψαμε νωρίτερα και η ακλόνητη πίστη στις μονομερείς δημιουργικές προοπτικές μιας εξεγερσιακής κατάστασης, καθιστούν την ίδια την προοπτική μιας γνήσιας λαϊκής εξέγερσης με ελευθεριακά χαρακτηριστικά εντελώς απόμακρη ακόμη και μέσα στις πιο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες οικονομικής κρίσης του συστήματος, μιας και δεν αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα για συστηματική πολιτική δουλειά (ριζοσπαστική «διαφώτιση» όπως γράφει ο Σαμ Ντόλγκοφ για τη δράση των αναρχικών της Ισπανίας πριν την επανάσταση του 1936)[xiii] με σκοπό την προπαρασκευή της. Το αναρχικό κίνημα δεν διαθέτει στις μέρες μας τρόπους δράσης μέσω των οποίων θα επισπεύσουν την εκδήλωση μιας εξέγερσης με αντισυστημικό περιεχόμενο. Ούτε έχουν αναπτύξει κινηματικές δομές και συλλογικά όργανα αυτοκυβέρνησης που θα λειτουργήσουν ως χώρος μαζικοποίησης του ακρατικού προτάγματος της αυτονομίας και ως σημείο συνάντησης με εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που πλήττονται βάναυσα από την διαδικασία βίαιης αναδιάρθρωσης του συστημικού θεσμικού πλαισίου.
Με αυτούς του όρους, η διάχυτη απογοήτευση και οργή ενάντια στην ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση δύναμης στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεν πρόκειται να μετουσιωθεί στο επιτακτικό αίτημα για την κατάλυση του ίδιου του συστήματος όσο δεν διαφαίνεται ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο η δυνατότητα αναδιοργάνωσης της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας σε άλλη βάση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» στην ΕΣΣΔ μπορεί να κατέρρευσε επειδή υπέκυψε στις εσωτερικές αντιφάσεις του, αλλά μεγάλο ρόλο σε αυτή την διαδικασία σταδιακής αποσύνθεσης και ιδεολογικής απονομιμοποίησης του κομμουνιστικού συστήματος έπαιξε και η ύπαρξη του αντίπαλου δέους της καπιταλιστικής Δύσης, με το εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης που αυτή ενσάρκωνε. Με την ίδια λογική, χρειαζόμαστε ένα εναλλακτικό φαντασιακό για να πετύχουμε την ανατροπή του υπαρκτού καπιταλισμού, ένα πρόταγμα που θα κινητοποιήσει τις «κριτική μάζα» των καταπιεσμένων γύρω από το ιδανικό της ακρατικής οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Όπως γράφει ο Φωτόπουλος, «Αλλά νομίζω ότι είναι εξ ίσου σημαντικό να προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μια εναλλακτική κοινωνία [……] θα μπορούσε να επιλύσει τα βασικά κοινωνικό-οικονομικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει αναπόφευκτα κάθε κοινωνία, σήμερα, σε συνθήκες σπάνεως των παραγωγικών πόρων και όχι σε μια φανταστική κατάσταση μετα-σπάνεως. Μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσε να βοηθήσει τους υποστηρικτές του δημοκρατικού προτάγματος όχι μόνο να σχηματίσουν μια πιο συγκεκριμένη άποψη για την κοινωνία που οραματίζονται, αλλά και να αντιμετωπίσουν τις κατηγορίες περί «ουτοπισμού»που διατυπώνονται εναντίον τους».[xiv] Χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, το ελευθεριακό κίνημα δεν θα είναι ποτέ σε θέση να εκμεταλλευτεί την προσωρινή διαταραχή της ομαλότητας που επιφέρει μια εξέγερση, την αναστολή της λειτουργίας των θεσμισμένων εξουσιών για να μπορέσει να προωθήσει την υπόθεση μιας αναρχικής, αντικρατικής και αντισυστημικής επανάστασης. Δεν θα πρέπει να φετιχοποιούμε την εξέγερση. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η εξέγερση θα είναι αυτό που εμείς θα την κάνουμε. Η εδραίωση της στρατιωτικής χούντας στην Αίγυπτο και η εγκαθίδρυση στην Τυνησία μιας αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» με τη συνακόλουθη κατάληψη της εξουσίας από τους μετριοπαθείς ισλαμιστές, συνηγορούν υπέρ της παραπάνω υπόθεσης.

Πράξεις αντεκδίκησης και λαϊκής δικαιοσύνης

Η φιλοσοφική ηγεμονία του μεταμοντερνισμού με την αντιαυταρχική κριτική του στις «Μεγάλες Αφηγήσεις» και στα κάθε είδους οικουμενικά απελευθερωτικά προτάγματα, έθεσε στο περιθώριο τα παραδοσιακά προτάγματα καθολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και κατ’ επέκταση τον ισχυρισμό ότι η δομή της ετερόνομης κοινωνίας μπορεί να αλλάξει χάρη στη συνειδητή δράση στρατευμένων πολιτικοκοινωνικών υποκειμένων. Έτσι, ο μεταμοντέρνος σκοταδισμός ολοκλήρωσε καθώς φαίνεται την αποστολή του και γύρισε το απελευθερωτικό κίνημα επτακόσια χρόνια πίσω στην εποχή της βαρβαρότητας, πριν ακόμη και από την εποχή του Διαφωτισμού όταν κι έλαβε χώρα μια συστηματική προσπάθεια η φτώχεια και η δυστυχία ορισμένων κοινωνικών ομάδων να εξηγηθούν ορθολογικά ως προϊόντα του κοινωνικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούσαν και όχι ως σύμπτωμα της «φυσικής» κατάστασης των πραγμάτων ή της κοινωνικής ιεραρχίας ρόλων και λειτουργιών που είχε προκύψει με την ευλογία του «Θεού» και των επί της γης «αντιπροσώπων» του, της εκκλησίας.[xv] Η ορθολογική ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, η κατανόηση της πραγματικότητας των ιεραρχικών δομών και των σχέσεων δύναμης που αναπτύσσονται ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, οι επιπτώσεις που αυτές οι αλληλεπιδράσεις έχουν στην κοινωνική υπόσταση και ανάπτυξη του καθενός από εμάς, συνιστούσε την σημαντικότερη διανοητική κατάκτηση της εποχής του Διαφωτισμού. Η επικράτηση του μεταμοντερνισμού και η ανάδειξη του σε κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει στους καταπιεσμένους από μια βαθιά απόγνωση και απελπισία αφού απορρίπτει την ίδια την δυνατότητα ανάπτυξης μιας γενικής θεωρίας της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Απελπισία που οδηγεί είτε στην τρέλα, ή σε στιγμιαίες εκτονώσεις καρναβαλικής βίας, κατά τη διάρκεια των οποίων τα μέλη των κυρίαρχων ελίτ και όσοι είχαν την τύχη να γεννηθούν πλούσιοι τιμωρούνται παραδειγματικά με ένα μαυρισμένο μάτι και οι ναοί της κατανάλωσης καταστρέφονται ολοσχερώς από αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στα αγαθά τους. Ύστερα, οι απόκληροι αποτραβιούνται στο περιθώριο κουρασμένοι με την ικανοποίηση που δίνει μια εφήμερη πράξη αντεκδίκησης, ενώ οι νεο-μπουρζουάδες ανασυντάσσονται έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι από εδώ και μπρος θα είναι αναγκασμένοι να εξαγνίζουν την κυριαρχία τους μέσα από αυτές τις περιοδικές εξάρσεις λαϊκής αντιβίας. Μπορούν μάλιστα να επαίρονται ότι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» χαρίζει στον λαό την ελευθερία να διαμαρτύρεται προτάσσοντας την ανάγκη της προστασίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», και συνεπώς της αποφυγή θανατηφόρας κατασταλτικής βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας, ακόμη και μέσα σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής αναταραχής. Ο Χομπσμπάουμ μας υπενθυμίζει ότι, «Η Αγγλία του 18ου αιώνα ήταν έθνος διαβόητο για τις ταραχές του, με ένα μηχανισμό για την τήρηση της δημόσιας τάξης εξίσου διαβόητο για την ατέλεια του. Όχι μόνο οι μικρότερες πόλεις, όπως το Λίβερπουλ και το Νιούκαστλ, αλλά και μεγάλα κομμάτια του ίδιου του Λονδίνου μπορεί να ήταν στα χέρια της εξεγερμένης φτωχολογιάς επί πολλές ημέρες συνεχώς. Αφού δεν διακυβευόταν τίποτα σε αυτές τις ταραχές., πέρα από κάποια περιουσιακά στοιχεία που μια πλούσια χώρα μπορούσε κάλλιστα να τα αντικαταστήσει, οι ανώτερες τάξεις έμεναν ατάραχες, ως και ικανοποιημένες. Οι ουίγοι ευγενείς υπερηφανεύονταν για αυτή την κατάσταση ελευθερίας που στερούσε από τους επίδοξους τυράννους τα στρατεύματα με τα οποία θα κατέστελλαν τους υπηκόους τους και την αστυνομία με την οποία θα τους καταδίωκαν. Μόνο μετά την Γαλλική Επανάσταση αναπτύχθηκε η όρεξη να πολλαπλασιάσουν τους στρατώνες μέσα στην πόλη, και μόνο μετά τους ριζοσπάστες και τους χαρτιστές του πρώτου μισού του 19ου αιώνα οι αρετές μιας αστυνομικής δύναμης βάρυναν περισσότερο από αυτές της Αγγλικής ελευθερίας».[xvi] Οι ελίτ γνώριζαν πολύ καλά, όπως γνωρίζουν και τώρα, ότι οι εξεγερμένοι δεν διέθεταν ένα πολιτικό σχέδιο δράσης, ένα πρόταγμα που να απειλεί τα δικά τους θεσμοποιημένα προνόμια και συμφέροντα.
Οι επαγγελματίες δημαγωγοί των συστημικών ΜΜΕ σπεύδουν να καταλογίσουν ευθύνες για την βία σε οργανωμένες μειοψηφίες που δρουν στη βάση κάποιου σκοτεινού ανατρεπτικού σχεδίου. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Είναι η απουσία μιας χειροπιαστής επαναστατικής προοπτικής εκφρασμένης από ένα αντισυστημικό προγραμματικό κίνημα που ενθαρρύνει την διάχυση της βίας σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό, την διασπορά της λαϊκής οργής σε πολλές μικρές πράξεις αντεκδίκησης που εκδηλώνονται σε ανύποπτο χώρο και χρόνο ενάντια στα μέλη της τυραννικής πολιτικής ελίτ, ή σε ανθρώπους οι οποίοι ενσαρκώνουν την αρχετυπική μορφή του εκμεταλλευτή που ωφελείται από την απόπειρα συστημικής αναδιάρθρωσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.[xvii] Πράγματι, ο Μαλατέστα αυτήν την αυταπόδεικτη αλήθεια είχε κατά νου όταν έγραφε ότι, «Διαμαρτυρήθηκα εντόνως ενάντια στην κατηγορία ότι υποδαυλίζω το μίσος. Εξήγησα ότι στην προπαγάνδα μου πάντα προσπάθησα να καταδείξω ότι τα κακώς κείμενα της κοινωνίας δεν εξαρτώνται από την κακία του ενός ή του άλλου αφεντικού, του ενός ή του άλλου κυβερνήτη, αλλά μάλλον από την ύπαρξη αφεντικών και κυβερνώντων ως θεσμών. Ως εκ τούτου, η συνταγή δεν βρίσκεται στην αλλαγή του κάθε κυβερνήτη ξεχωριστά, αλλά είναι ανάγκη να καταργήσουμε την ίδια την αρχή με βάση την οποία οι άνθρωποι κυριαρχούν πάνω σε άλλους ανθρώπους».[xviii]
Όχι βέβαια ότι οι αυθόρμητες ενέργειες λαϊκής αποδοκιμασίας και αντεκδίκησης είναι με κάποιον τρόπο πολιτικά αντιπαραγωγικές ή ηθικά επιλήψιμες. Η λαϊκή αυτοδικία ενάντια στους εκπροσώπους των ελίτ, ενάντια στους μπάτσους και τα τοπικά παραρτήματα των κομματικών οργανώσεων του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι πέρα ως πέρα δικαιολογημένη και φανερώνει υπόρρητα την αυξανόμενη συνειδητοποίηση που αποκτά ο μέσος προλετάριος αναφορικά με τις πηγές από τις οποίες εκπορεύονται τα τρομερά δεινά του. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί με ποια λογική τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας, κρυμμένα πίσω από μάσκες φουλ-φέις και την υπηρεσιακή ανωνυμία τους, μπορούν να κακοποιούν αδιακρίτως διαδηλωτές-εργαζόμενους που δίκαια αντιδρούν στις συνθήκες κοινωνικού νεκροταφείου που ετοιμάζουν γι’ αυτούς οι ελίτ, κι έπειτα απαιτούν να γίνουν ξανά δεκτοί στον κοινωνικό οργανισμό ως μεμονωμένα άτομα, να τους επιτραπεί να ζουν ήσυχοι και ασφαλείς στον ιδιωτικό τους βίο, να μετέχουν στα ανεπίσημα δίκτυα, τις συλλογικές εκδηλώσεις και τις εθιμοτυπικές σχέσεις που, όπως έλεγε ο Προυντόν, απαρτίζουν το «κοινωνικό (σε αντίθεση με το πολιτικό) σύνταγμα» κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Σίγουρα η επίκληση της άνωθεν προσταγής δεν μπορεί να απαλλάξει τους πραιτοριανούς από το μερίδιο ατομικής ευθύνης που αναλογεί στον καθένα ξεχωριστά, ειδάλλως θα ήμασταν υποχρεωμένοι να διαγράψουμε τις ευθύνες του κάθε ναζιστή κρατικού αξιωματούχου, εκτός ίσως από του ιδίου του Αδόλφου Χίτλερ που ως γνωστόν βρισκόταν στην κορυφή της ναζιστικής ιεραρχίας. Ούτε ο βιοπορισμός προσφέρεται ως επαρκής εξήγηση για κάποιον που επιλέγει να κερδίσει το ψωμί του τραμπουκίζοντας τους συνανθρώπους του, λειτουργώντας σαν νόμιμος μπράβος του κεφαλαίου και σαν έσχατος εγγυητής της σταθερότητας του συστήματος. Τι διαφορά έχει σε αυτή την περίπτωση ο μπάτσος από τον μαφιόζο εγκληματία, τον έμπορο ναρκωτικών ή τον έμπορο λευκής σαρκός; Όλοι αυτοί το ψωμί τους προσπαθούν να βγάλουν, οι ενέργειες τους όμως στρέφονται ευθέως κατά του κοινωνικού συνόλου και ως εχθροί της κοινωνίας αντιμετωπίζονται.
Με δεδομένα τα παραπάνω, μπορεί κανείς να πει ότι ο ξυλοδαρμός σε ανύποπτο χρόνο του ειδικού φρουρού μετά το περιστατικό της αυτοκτονίας του Δ. Χριστούλα, είναι πράγματι «μια καλή αρχή».[xix] Στο ίδιο πνεύμα μιλώντας, αναρωτιέται κανείς γιατί θα πρέπει να γίνονται ανεκτές από τους κοινωνικούς αγωνιστές οι δημόσιες συγκεντρώσεις κι εκδηλώσεις των κομμάτων της εξουσίας. Δεν μιλάμε εδώ για στοχοποίηση του μέσου εξαπατημένου ψηφοφόρου, αλλά για το τέλος της ανοχής απέναντι στα σκληροπυρηνικά στοιχεία των οργανωμένων κομματικών συμμοριών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Τα άτομα, τις οργανώσεις, τις κομματικές νεολαίες, τα φοιτητικά και συνδικαλιστικά στελέχη που αναλαμβάνουν πρόθυμα να εκτελέσουν το έργο της πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής στήριξης της Χούντας. Κι αυτό όχι γιατί παραμένουν δογματικά προσκολλημένοι σε μια παρωχημένη ιδεολογία που ενσαρκώνεται από το δίπολο του δικομματισμού, αλλά εξαιτίας ενός ακατάσχετου αριβισμού και μιας απόλυτα συνειδητής επιλογής ότι η πρόσδεση της προσωπικής τύχης τους στις πολιτικές τύχες του κόμματος εξουσίας, μπορεί να αποφέρει πολλαπλά ατομικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη και να οδηγήσει σε κοινωνική ανέλιξη με τις πλάτες του πανταχού παρόντος κομματικού μηχανισμού. Γιατί λοιπόν θα πρέπει η κοινωνία να επιδεικνύει καλοπροαίρετη ανοχή απέναντι σε αυτούς τους σφουγγοκωλάριους της εξουσίας; Δεν πρόκειται για μέλη εξαρτημένων ομάδων στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, ή για αλλοτριωμένα υποκείμενα που η εσωτερίκευση των αξιών του κυρίαρχου ετερόνομου φαντασιακού μετέτρεψε σε άβουλα υποχείρια του συστήματος. Με αυτούς του ανθρώπους δεν μπορούμε να συζητήσουμε και δια της μεθόδου του δημοκρατικού ορθολογισμού να τους πείσουμε για το ορθό των θέσεων μας. Αντίθετα, πρόκειται για άτομα που εν πλήρει γνώσει τους έχουν ενστερνιστεί τον κοινωνικό κανιβαλισμό ως μοναδικό μέσον απόκτησης πλούτου, δύναμης και εξουσίας, αδιαφορώντας για την μοίρα που οι εξουσιαστικές συμμορίες τις οποίες υπηρετούν επιφυλάσσουν για τους συνανθρώπους τους. Μιλάμε επομένως για κοινωνικά παράσιτα, για μικρόβια που λυμαίνονται τον οργανισμό της κοινωνίας. Και όπως συμβαίνει στη σφαίρα της βιολογίας, τα μικρόβια τα αποβάλεις από τον οργανισμό σου ή τα καταστέλλεις με κάθε διαθέσιμο μέσο. Επουδενί δεν διαπραγματεύεσαι την ειρηνική συνύπαρξη μαζί τους.
Η γλώσσα αυτή μπορεί σε κάποιους να ακούγεται σκληρή για ένα πρόταγμα που διατείνεται ότι διαπνέεται από τις δημοκρατικές αξίες της ελεύθερης συνδιαλλαγής και τις αρχές του Ορθού Λόγου. Ωστόσο, ιστορικά το πρόταγμα του ελευθεριακού σοσιαλισμού έχει να επιδείξει παρόμοιες αντιλήψεις και συμπεριφορές στο πλαίσιο της μακράς παράδοσης του αντιφασισμού. Οι δυναμικές μορφές δράσης του αντιφασισμού, οι αντιδιαδηλώσεις και το άγριο κυνηγητό των νεοναζί στους δρόμους, αναπτύχθηκαν στην βάση της πεποίθησης ότι η αντίθεση ανάμεσα στο πολιτικά προτάγματα και τα αξιακά σύστηματα του φασισμού και του ελευθεριακού κομμουνισμού είναι απόλυτη, υπαρξιακή. Η νίκη του ενός κινήματος, προϋποθέτει την ολοκληρωτική συντριβή του άλλου. Κατ’ επέκταση, καμία συνδιαλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει με τους οπαδούς του φασισμού και καμία ανοχή στον πολιτικό λόγο και τη φυσική παρουσία τους. Ωστόσο, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον εκφασισμό του συστήματος εν γένει, την προς τα δεξιά καθολική μετατόπιση του κοινοβουλευτικού πολιτικού φάσματος. Ο φασισμός ως ιστορικό φαινόμενο υπήρξε η ενσάρκωση της άμυνας των κυρίαρχων εθνοκεντρικών ελίτ της εποχής απέναντι στην εντατικοποίηση της Κοινωνικής Πάλης «από τα κάτω» και την απειλή που αντιπροσώπευε για τα προνόμια τους ο επαναστατικός αναβρασμός από τον οποίο εμφορούνταν τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της κοινωνίας. Τώρα που η ανάγκη για εκ νέου θωράκιση των ταξικών συμφερόντων των προνομιούχων στρωμάτων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική εξαιτίας της αναδιάρθρωσης των δομών του ετερόνομου θεσμικού πλαισίου και της λαϊκής αντίστασης που αυτή επισύρει, ένα μεγάλο μέρος από τις κεντρικές αντιλήψεις, αξίες και πρακτικές του φασισμού επανέρχονται στο προσκήνιο, μολονότι παραλλαγμένες και καμουφλαρισμένες μέσα στο ιδεολογικό περίβλημα της «δημοκρατικής νομιμότητας». Φυσικά, όπως έχω υποστηρίξει και σε παλαιότερα κείμενα, υπάρχει μια σχέση αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους πάνω στις οποίες στηρίζεται η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και την σημερινή μετεξέλιξη της σε μια μορφή παγκόσμιου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, μιας παγκόσμιας κοινοβουλευτικής χούντας. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται απλώς για μια ποσοτική διαβάθμιση ανάμεσα σε δύο εξίσου ετερόνομα συστήματα πολιτικής οργάνωσης, τα οποία μέσω των θεσμικών ρυθμίσεων τους κωδικοποιούν κοινωνικές σχέσεις υποταγής που βασίζονται εξίσου στην ανισομέρεια όλων των μορφών δύναμης.
Αυτό που έχει σημασία για την ανάλυση του παρόντος κειμένου είναι να γίνει κατανοητό από τον αναγνώστη ότι η ακροδεξιά στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ξεκινά από τα κόμματα της υποτιθέμενης κεντροαριστεράς (π.χ. Νέοι Εργατικοί στην Μεγάλη Βρετανία, ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, κλπ.) που έχουν πλέον μεταλλαχτεί σε φορείς μιας ακραιφνούς σοσιαλφασιστικής ιδεολογίας και κυβερνητικής πρακτικής.[xx] Σε αυτό το περιβάλλον, ο παραδοσιακός αντιφασιστικός αγώνας όπως διεξαγόταν μέχρι τώρα φαντάζει πράγματι ανεπαρκής και παρωχημένος (αλλά επουδενί «γραφικός» όπως έγραψε πρόσφατα στην αντί-εκλογική μπροσούρα της η συνέλευση αναρχικών για την  Κοινωνική Αυτοδιεύθυνση)[xxi] , όχι γιατί εξέλειπαν τα νεοναζιστικά καρκινώματα του πολιτικού περιθωρίου, αλλά γιατί οι εξουσιαστικές νοοτροπίες και αντιλήψεις που καλλιεργεί η φασιστική ιδεολογία έχουν μπολιάσει ολόκληρο το κοινοβουλευτικό φάσμα και ο φασισμός είναι ήδη καθεστώς υπο την μορφή του νεοφιλελεύθερου «δημοκρατικού» ολοκληρωτισμού.[xxii] Με άλλα λόγια, στις μέρες μας ο έμπρακτος αντιφασισμός είναι υπόθεση καθολικής ανατροπής του συστήματος και όχι υπόθεση μερικών «μυημένων» που θα κινητοποιηθούν για να αποκρούσουν τους ακροδεξιούς τραμπούκους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυναμικές μορφές δράσης εναντίον των νεοναζί θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αντίθετα, σημαίνει ότι θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, να μαζικοποιηθούν και να διαχυθούν απέναντι σε όλες τις πολιτικές οντότητες που συνθέτουν το πλέγμα δυνάμεων και συμφερόντων που στηρίζουν τον νέο «δημοκρατικό» ολοκληρωτισμό του συστήματος.[xxiii]
Σε αυτούς που επιμένουν να εγείρουν ζητήματα πολιτικής και ηθικής «νομιμοποίησης» της λαϊκής αντιβίας, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι η βία δεν είναι ούτε φετίχ, ούτε αυτοσκοπός. Η επανάσταση θα είναι τόσο βίαιη, όσο χρειαστεί ούτως ώστε να συντρίψει την αντίσταση που θα προβάλλουν οι ελίτ και οι ανώτερες κοινωνικές ομάδες στην κατάργηση των θεσμοποιημένων προνομίων τους. Εξάλλου, σε μια ετερόνομη κοινωνική ολότητα, όπου η βία είναι δομικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων που εμπεριέχεται στην ταξική διαστρωμάτωση του συστήματος και ασκείται αποκλειστικά σε βάρος των υποτελών στρωμάτων της κοινωνίας, η λαϊκή αντιβία είναι εξορισμού δικαιολογημένη και συνιστά πάντα νόμιμη άμυνα στην θεσμοποιημένη βία του συστήματος. Αν διαπράξουν οι ελίτ ταξική αυτοκτονία, τότε η επανάσταση σίγουρα θα είναι ειρηνική.

Γενικές παρατηρήσεις για το Μέτωπο με τους κρατιστές

Η παρούσα υποενότητα προορίζεται να αποτελέσει μια κριτική επισκόπηση όσων προτάσεων υποστηρίζουν την συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου ανάμεσα στους ελευθεριακούς και τους οπαδούς του κρατικιστικού σοσιαλισμού – και ειδικότερα το ΚΚΕ – ως την ενδεδειγμένη στρατηγική που οφείλουν να ακολουθήσουν οι αντισυστημικές δυνάμεις προκειμένου να πετύχουν μια έξοδο από την κρίση με φιλολαϊκούς όρους και ταυτόχρονα να φέρουν πιο κοντά το όραμα μιας αντισυστημικής αλλαγής της κοινωνίας. Πιστεύουμε ότι η αντίληψη περί αναγκαιότητας συγκρότησης ενός μετώπου των αντισυστημικών δυνάμεων της Αριστεράς, έχει τις ρίζες της: α) σε μια καθαρά εργαλειακή κατανόηση της κρατικής εξουσίας, β) σε μια αίσθηση κινηματικής αδυναμίας ενόψει του κατεπείγοντος που απορρέει από το κρίσιμο σταυροδρόμι της Κοινωνικής Πάλης στο οποίο βρισκόμαστε και γ) σε μια επιδερμική ερμηνεία των ιστορικών παραγόντων που οδήγησαν σε αυταρχική εκτροπή πολλές από τις λαϊκές επαναστάσεις του παρελθόντος.
Σε ότι αφορά το πρώτο σημείο, η ενωτική προσέγγιση που προτάσσει την προγραμματική συνεργασία με τους κρατιστές και οραματίζεται μια διαδικασία ελεγχόμενης αποκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης υπο την επίβλεψη ενός «φιλολαϊκού» κράτους που θα βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της αντισυστημικής Αριστεράς, παραβλέπει ολοκληρωτικά δεκαετίες αναρχικής κινηματικής εμπειρίας αλλά και θεωρητικής κριτικής ενάντια στην φύση και την λειτουργία του θεσμού της κρατικής εξουσίας και στο πώς αυτή είναι εξορισμού ασύμβατη με οποιαδήποτε απόπειρα ανάπτυξης πραγματικά ελεύθερων, συλλογικών θεσμών αυτοθέσμισης της κοινωνίας από τα κάτω. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί το Κράτος να εκλαμβάνεται ως ένα ουδέτερο εργαλείο που αν καταληφθεί από «φίλιες δυνάμεις» θα μπορέσει να χρησιμεύσει ως μοχλός πίεσης για την λήψη μέτρων από τα πάνω που θα συμβάλλουν όχι μόνο στην υπόθεση της ανατροπής των κυρίαρχων θεσμών του συστήματος, αλλά και στον μετασχηματισμό της κοινωνίας προς μια ελευθεριακή κατεύθυνση. Ούτε μπορεί κανείς να πιστεύει σοβαρά ότι το Κράτος θα αποποιηθεί σταδιακά τις εξουσίες του προκειμένου να τις παραχωρήσει ευγενικά σε αυτόνομες από τα κάτω συνελεύσεις που θα αναλάβουν να διευθύνουν πλήρως την πολιτική και παραγωγική διαδικασία μιας αυτόνομης κοινωνικής ολότητας. Πράγματι, εδώ έχουμε την γνώμη ότι ο όρος «αντισυστημικός» περισσότερο συσκοτίζει τις πραγματικές έννοιες και ανασύρει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας κομβικής σημασίας ζητήματα (περί αναγκαιότητας του Κράτους, κλπ.) που ωστόσο το ελευθεριακό / αναρχικό κίνημα τα έχει επιλύσει εδώ και καιρό. Δεν εννοούμε με αυτό ότι η δράση των κρατιστών σοσιαλιστών μέσα στο πλαίσιο της Κοινωνικής Πάλης – ακόμη και σταλινικών όπως είναι το ορθόδοξο ΚΚΕ, ή τα ΚΚΕμλ – μλ ΚΚΕ που υποστηρίζουν ένα είδος τριτοκοσμικού επαναστατικού σταλινισμού – δεν μπορούν να έχουν αντισυστημικά κίνητρα και περιεχόμενο. Αυτό που εννοούμε είναι ότι είναι διαφορετική η αντισυστημική θεώρηση και ο τελικός σκοπός στον οποίο αποβλέπουν οι αντισυστημικοί κρατιστές σοσιαλιστές και εντελώς διαφορετική η αντίληψη των ελευθεριακών αντισυστημικών δυνάμεων ως προς τις αλλαγές τις οποίες επιθυμούν να φέρουν στην κοινωνία. Μπορεί να υπάρχει ταύτιση ως προς τον στρατηγικό στόχο της κατάλυσης του συστήματος, αλλά από αυτό το σημείο κι έπειτα οι στόχοι όχι μόνο αποκλίνουν αλλά έρχονται σε ευθεία σύγκρουση. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εξηγήσουμε και την παρατήρηση του αλαζόνα μαρξιστή ιστορικού Χομπσμπάουμ ο οποίος διατείνεται ότι είναι χρήσιμο να έχεις τους αναρχικούς μαζί σου την ημέρα της επανάστασης, αλλά την επόμενη μέρα είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσουν προβλήματα.[xxiv] Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ελευθεριακοί κοινωνικοί αγωνιστές δεν θα πρέπει να συνάπτουν τακτικές συμμαχίες και να δρουν από κοινού με τους κρατιστές σοσιαλιστές στο μέτωπο της οργάνωσης απεργιών ή των επιμέρους συνδικαλιστικών αγώνων μέσα στο πλαίσιο των υφιστάμενων θεσμών. Σημαίνει όμως ότι οι αναρχικοί / ελευθεριακοί θα πρέπει να καταβάλλουν προσπάθειες για να διατηρήσουν την διακριτή πολιτική ταυτότητα τους και τις βασικές αρχές του προτάγματος τους στο ακέραιο, χωρίς να εκτίθενται στον κίνδυνο να απορροφηθούν τρόπον τινά από τους κρατιστές, αποδεχόμενοι στο πλαίσιο του κοινού αγώνα την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας κάποιας έστω υβριδικής μορφής κρατικής εξουσίας που θα καταστήσει εφικτή δια των παρεμβάσεων της την μετάβαση σε μια ακρατική, ελευθεριακή κοινωνία.
Το δεύτερο σημείο είναι αλληλένδετο με το πρώτο και, όπως είπαμε, απορρέει από μια αίσθηση πολιτικής αδυναμίας του ελευθεριακού κινήματος μπροστά στην καταιγιστική επίθεση των ελίτ. Το «Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία» που έχει διατυπώσει την πιο εμπεριστατωμένη πρόταση μέσα από τον ελευθεριακό χώρο για την ανάγκη της δημιουργίας ενός μετωπικού πολιτικού σχήματος που θα περιλαμβάνει και τους κρατιστές, επικαλείται την κρισιμότητα των περιστάσεων και την καταστροφή που απειλεί το λαϊκό κίνημα αν αυτό δεν κατορθώσει να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του προκειμένου να αποκρούσει την εκστρατεία κοινωνικού πολέμου που έχουν εξαπολύσει εναντίον του οι ελίτ της αγοράς.[xxv] Ο κίνδυνος είναι σίγουρα υπαρκτός, ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ίδια η ριζοσπαστική θεωρητική ανάλυση της ΠΔ βασίζεται στην έννοια της πολυδιάστατης κρίσης του συστήματος η οποία εξαιτίας της δυναμικής που ευνοεί την συνεχή συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη. Πράγμα που σημαίνει ότι από την σκοπιά της ΠΔ η σημερινή συστημική κρίση δεν αποτελεί «εξαιρετική περίσταση», αλλά φυσικό και αναμενόμενο επακόλουθο της ίδιας της τάσης που χαρακτηρίζει την λειτουργία του συστήματος της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς για περισσότερη συσσώρευση δύναμης στα ανώτερα επίπεδα της κοινωνικής πυραμίδας. Κάτι που σημαίνει ότι η τάση αυτή προϋπήρχε της κρίσης και θα συνεχίσει να υπάρχει και στο μέλλον, πιθανότατα παίρνοντας ακόμη χειρότερες μορφές.
Σε αυτή την περίπτωση, οι βασικές αντικρατικές, αντισυστημικές αρχές του προτάγματος της ΠΔ οφείλουν να παραμείνουν αναλλοίωτες και δεν υπόκεινται στην ανάγκη αναθεώρησης τους με γνώμονα μια κατάσταση ταξικής «έκτακτης ανάγκης». Για παράδειγμα, ο Φωτόπουλος είχε ήδη διαγνώσει εδώ και χρόνια την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τα υπερεθνικά οικονομικά κέντρα και την πλήρη κονιορτοποίηση της παραγωγικής δομής της χώρας, χωρίς ωστόσο να μιλήσει ποτέ για την αναγκαιότητα αποκατάστασης μιας κρατικής μηχανής που θα συνεργάζεται με τις δημοτικές συνελεύσεις πολιτών σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης και ριζικού μετασχηματισμού των δομών της ελληνικής οικονομίας, όπως προτείνει στην κατά τα άλλα ιδιαιτέρως σημαντική μελέτη που εξέδωσε για την κρίση.[xxvi] Εξάλλου, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ίδια η έννοια του «κατεπείγοντος» κρύβει παγίδες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για μια διαδικασία ιδεολογικής έκπτωσης από τις αρχές ενός καθαρά ελευθεριακού προτάγματος. Το παράδειγμα του οικοφασισμού που επικαλείται τον κίνδυνο μιας οριστικής και αμετάκλητης καταστροφής του περιβάλλοντος για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα της ανόδου ενός «πράσινου Χίτλερ» στην εξουσία, είναι ενδεικτικό και άκρως διδακτικό.[xxvii] Με μια παρόμοια λογική, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δεν γίνεται να περιμένουμε την δευτέρα παρουσία όταν θα καταφέρουμε να φτιάξουμε το ακηδεμόνευτο κίνημα «από τα κάτω». Πρέπει να αποκλίνουμε, έστω προσωρινά, από τις θεμελιακές αρχές της αναρχικής κοσμοθεωρίας και στρατηγικής και να αποδεχτούμε την κυριαρχία ενός φιλολαϊκού κράτους ως το «μικρότερο κακό», που στις υφιστάμενες συνθήκες συνιστά την μοναδική λύση ενάντια στην επίθεση των ελίτ και την μόνη «ρεαλιστική» πιθανότητα αποτροπής μιας ιστορικής καταστροφής για τα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι o στόχος του ελευθεριακού αντισυστημικού κινήματος δεν μπορεί να είναι να αυτοδιαχειριζόμαστε την φτώχεια μας. Με άλλα λόγια, η οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και η αποτίναξη των δεσμών εξάρτησης από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι αναγκαία συνθήκη για την κοινωνική απελευθέρωση. Δεν υπάρχει τίποτα το εθνικιστικό σε αυτή την άποψη, αφού η επανάσταση δεν θα γίνει ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Η ρήξη με τους κυρίαρχους θεσμούς της ετερονομίας και η εγκαθίδρυση μιας αποκεντρωμένης, αυτόνομης και αυτοδύναμης μορφής κοινωνικής οργάνωσης μπορεί να γίνει μόνο μέσω της δράσης σε τοπικό επίπεδο και θα προέλθει από την συνομοσπονδιοποίηση των απελευθερωμένων δήμων σε ελεύθερες, τοπικές, περιφερειακές, εθνικές και, τελικά, αυτόνομες διεθνικές ενώσεις. Ακόμη και οι Ισπανοί αναρχικοί οργανώθηκαν με βάση μια χωροταξική και γεωγραφική έννοια του «έθνους» ως ενός ενιαίου κοινωνικού και οικονομικού χώρου, μέχρις ότου η δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής συνομοσπονδίας των παραγωγών να γινόταν εφικτή. Ωστόσο, η αποκατάσταση του κρατικού παράγοντα και η ανάμιξη του στην ανασυγκρότηση της παραγωγής είναι πλήρως ασύμβατη με αυτή την απελευθερωτική διαδικασία. Ο Φωτόπουλος γράφει ότι την έρευνα για την κατάρτιση ενός προγράμματος κατανομής επενδύσεων για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να αναλάβουν κρατικά ερευνητικά κέντρα που είναι σε θέση να διαμορφώσουν μια σφαιρική άποψη για τις αναπτυξιακές (όχι με την τεχνοκρατική έννοια) δυνατότητες της κάθε τοπικής, δημοτικής οικονομίας. Γράφει επίσης ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών μπορεί να λειτουργήσει ως πρόπλασμα για την ανάπτυξη σε δεύτερο χρόνο ενός δικτύου δημοτικών τραπεζών ελεγχόμενου απευθείας από τις δημοτικές συνελεύσεις.[xxviii]  Αν η αυτή η ημι-κρατικιστική στροφή οφείλεται στην άποψη ότι το Κράτος χρειάζεται για να «επιβλέψει» αποτελεσματικά και σφαιρικά τη διαδικασία της οικονομικής ανασυγκρότησης μιας χώρας της ημιπεριφέρειας, προκειμένου να επιτευχθεί μια ποιοτική οικονομική ανάπτυξη με έμφαση στην τοπική αυτοδυναμία των δήμων αλλά και στην απασχόληση, στην οικολογική ισορροπία και στην μέγιστη κάλυψη των τοπικών αναγκών, θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε ότι υπάρχουν οργανωτικά σχήματα με βάση την εργατική αυτοδιεύθυνση που είναι σε θέση να αποδώσουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα σε ότι αφορά την ανάπτυξη και την κάλυψη των αναγκών με ταυτόχρονη όμως διατήρηση της αυτονομίας των πολιτών ως παραγωγών και ως καταναλωτών. Όπως αναφέρεται στην ανθολογία του Ντόλγκοφ με θέμα την κολλεκτιβοποίηση στην Ισπανία, σε μια σπάνια ομολογία της αποτυχίας του μοντέλου του υπαρκτού σοσιαλισμού ένας σοσιαλιστής αξιωματούχος της κυβέρνησης της Αλγερίας παρατήρησε ότι, «Βάση της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης (των καθυστερημένων χωρών) πρέπει να είναι κατά την γνώμη μου η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Οι χώρες αυτές θα πρέπει να θεωρηθούν σαν ένα σύνολο κοινοτήτων όπου κάθε κοινότητα θα είναι όχι μόνο μια διοικητική αλλά και οικονομική μονάδα, η οποία θα πραγματοποιεί το δικό της πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης».[xxix] Με άλλα λόγια, είναι μύθος ότι η κρατική διαχείριση της αναπτυξιακής διαδικασίας αποτελεί την «ρεαλιστική» επιλογή σε συνθήκες οικονομικής υπανάπτυξης και κρίσης. Κάτι που πιστοποιείται και από τις θεαματικές βελτιώσεις και τις εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις που πραγματοποίησαν οι αυτοδιαχειριζόμενες ισπανικές κολλεκτίβες σε όλους τους κλάδους της παραγωγής που είχαν υπό τον έλεγχο τους (μεταφορές, βιομηχανία, κλπ.).
Επιπλέον, τον ρόλο της συγκέντρωσης όλων των δεδομένων και της συλλογής των πληροφοριών με βάση τις οποίες θα καταρτιστεί το πλάνο της κατά τόπους οικονομικής ανασυγκρότησης σε ελευθεριακά πρότυπα, μπορούν να επιτελέσουν όργανα λαϊκής αυτοδιεύθυνσης και εργατικής αυτοδιαχείρισης που υπάρχουν αυτούσια τόσο στο πρόταγμα της ίδιας της ΠΔ, όσο και σε μορφές εργατικής αυτοδιαχείρισης που εφαρμόστηκαν κατά το παρελθόν (π.χ. κατά την Ισπανική Επανάσταση). Από την άλλη, αν το Κράτος στο πλαίσιο της πρότασης της ΠΔ, δεν προορίζεται να επιτελέσει κάποιον κεντρικό ρόλο στην διαδικασία ανασύστασης της παραγωγικής δομής, αν δηλαδή δεν κατέχει κάποιο μονοπώλιο γνώσεων γύρω από τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων και τις προϋποθέσεις για την ικανοποίηση τους, κι αν δεν διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα για την μονομερή επιβολή της θέλησης του, τότε είναι ηλίου φαεινότερο ότι ουσιαστικά έχει πάψει να υφίσταται ο λόγος ύπαρξης του, έχει πάψει ουσιαστικά να υφίσταται ως πολιτική δομή και δεν απομένει τίποτε άλλο από την τυπική κατάργηση του από το αμεσοδημοκρατικό αντισυστημικό κίνημα.
Τέλος, σε ότι αφορά το τρίτο σημείο, η άτακτη οπισθοχώρηση προς έναν συγκεκαλυμμένο κρατισμό ως μοναδική ρεαλιστική προοπτική για την λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στην επίθεση των ελίτ, προδίδει μια έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις δημιουργικές δυνατότητες και την ικανότητα των καταπιεσμένων ομάδων της κοινωνίας να αυτοοργανωθούν στο πλαίσιο αυτόνομων συλλογικοτήτων και να αναλάβουν δράση ως στρατευμένα πολιτικά υποκείμενα με στόχο την ανατροπή του συστήματος. Η αντίληψη αυτή, θυμίζει λίγο την συγκατάβαση με την οποία οι εξουσιαστές σοσιαλιστές (από τον Πλεχάνοφ, μέχρι τον δήθεν «φιλο-αναρχικό» Χομπσμπάουμ) αντιμετώπιζαν ανέκαθεν κάθε αναρχική απόπειρα για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας «από τα κάτω» ως ουτοπική και ατελέσφορη, γιατί παρέβλεπε την αναγκαιότητα της «πολιτικής» οργάνωσης της εργατικής τάξης μέσα από ένα πολιτικό κόμμα – πρωτοπορία που θα προσπαθούσε να καταλάβει την κρατική εξουσία «για λογαριασμό» του προλεταριάτου. Με άλλα λόγια, οι ηρωικές προσπάθειες των αναρχικών  / ελευθεριακών ήσαν αξιέπαινες, αλλά καταδικασμένες σε αποτυχία. Για τους κρατιστές, ο επαναστατικός ρεαλισμός επιτάσσει την επεξεργασία ενός σχεδίου διαχείρισης της κρατικής εξουσίας ως εργαλείου επαναστατικής ανατροπής του συστήματος. Επειδή οι αναρχικοί δεν διαθέτουν παρόμοιο σχέδιο, αλλά αντίθετα επιμένουν να αρνούνται την νομιμότητα κάθε συγκεντρωτικής εξουσίας και να ζητούν επιτακτικά την διάλυση της κεντρικής κυβέρνησης και την «από τα κάτω» οργάνωση του μαζικού κινήματος, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ερωτοτροπούν επιπόλαια με την επαναστατική ιδέα και γι’ αυτό δεν μπορούν να θεωρηθούν πραγματικοί αντισυστημικοί αγωνιστές. Είναι το προλεταριακό Κράτος που θα αποτελέσει την πραγματική επαναστατική δύναμη και όχι οι πάσης φύσεως πολιτικοί σχηματισμοί της βάσης.
Αν και ριζοσπάστης ελευθεριακός, ο Φωτόπουλος πλησιάζει επικίνδυνα κοντά σε αυτή την αντίληψη όταν γράφει ότι ο λόγος που οι περισσότερες από τις επαναστάσεις του παρελθόντος κατέληξαν στην παλινόρθωση ιεραρχικών κι ετερόνομων μορφών κοινωνικής οργάνωσης ήταν ότι κατά κανόνα στην επαναστατική διαδικασία μόνο μια μικρή μειοψηφία αναπτύσσει αντισυστημική πολιτική συνείδηση, σε αντίθεση με την μεγάλη μάζα του πληθυσμού που παραμένει προσκολλημένη σε ετερόνομες αντιλήψεις και συμπεριφορές.[xxx] Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων μας αναγκάζει να δεχτούμε την άποψη ότι η εκάστοτε εξουσιαστική επαναστατική ελίτ είναι ο κατεξοχήν ιστορικός φορέας της αντισυστημικής συνείδησης, ότι η άποψη της κομματικής πρωτοπορίας είναι εξορισμού ορθή από την σκοπιά της αυτονομίας, σε αντιδιαστολή με τον εγγενή ρεφορμισμό, την αναποφασιστικότητα και τον έμφυτο συντηρητισμό του πλήθους. Πράγμα που σε τελική ανάλυση δικαιώνει την ανάγκη για την επιβολή μιας επαναστατικής κυβέρνησης των «φωτισμένων» επί της αδαούς, ετερόνομης μάζας.
Μια προσεκτικότερη ματιά στην ιστορία των επαναστάσεων θα μας πείσει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν πάρουμε ως παράδειγμα την Γαλλική Επανάσταση, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι η πιο συνειδητοποιημένη μερίδα του επαναστατικού κινήματος δεν αποτελούταν από την πολιτική παράταξη των αστών Ιακωβίνων οι οποίοι στάθηκαν οι αρχιτέκτονες και διαχειριστές του επαναστατικού δικτατορικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, αλλά από τους «αβράκωτους» και τους «λυσσασμένους» του Παρισινού όχλου που εκφράζονταν δημόσια στις λαϊκές συνελεύσεις των διαμερισμάτων της πόλης και για μεγάλο χρονικό διάστημα κράτησαν την Εθνοσυνέλευση σε καθεστώς παρατεταμένης ομηρίας, με σκοπό να αποσπάσουν εκβιαστικά εγγυήσεις για την λήψη φιλολαϊκών αποφάσεων από τους «αντιπροσώπους του έθνους».[xxxi] Παρομοίως, θα συνιστούσε κατάφωρη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων να ισχυριστεί κάποιος ότι οι μόνο οι μπολσεβίκοι ενσάρκωναν την επαναστατική πολιτική εμπροσθοφυλακή της Ρωσικής Επανάστασης, ενώ τα εκατομμύρια των εξεγερμένων Ρώσων εργατών, αγροτών και στρατιωτών δεν ήταν παρά η πρώτη ύλη, μια κρίσιμη μάζα στα επιδέξια χέρια των κρατιστών τακτικιστών της επανάστασης. Ως προς αυτό το ζήτημα, ούτε μέσα στις τάξεις της κομματικής πρωτοπορίας υπήρχε κάποιος βαθμός ομοφωνίας, όπως φανερώνει η άνοδος του – ως έναν βαθμό – αντικρατικού κινήματος της εργατικής αντιπολίτευσης υπό την άτυπη καθοδήγηση των Σλιάπνικοφ και Κολλοντάι, το οποίο το Εθνικό Συνέδριο των Μπολσεβίκων του 1921 καταδίκασε σαν φραξιονιστικό. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορούν και οι μαζικές απεργίες που οργάνωσαν οι βιομηχανικοί εργάτες της Αγίας Πετρούπολης ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα εγκαθίδρυσης της κομματικής δικτατορίας των μπολσεβίκων στα εργοστασιακά συμβούλια, η ένδοξη εξέγερση της Κρονστάνδης και η επική αντίσταση των αυτόνομων Ουκρανών αγροτών που επί τρία χρόνια αντιστάθηκαν στην επέλαση της εξουσίας του μπολσεβίκικου Κράτους στα εδάφη τους.[xxxii] Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, δεν είχαμε απαραιτήτως μια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα ομοιογενές και συνειδητοποιημένο αναρχικό κίνημα από την μία, και σε οπαδούς της κρατικής εξουσίας από την άλλη (όπως π.χ. στην επαναστατική Ισπανία του 1936), αλλά μια εκρηκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε εκείνες τις συλλογικές δυνάμεις που εξέφραζαν την ιστορική παράδοση της αυτονομίας υπερασπιζόμενες την επαναστατική εξουσία των αμεσοδημοκρατικών λαϊκών οργάνων ενάντια στην εξελισσόμενη απόπειρα διάβρωσης της δύναμης τους από το Κράτος, και τις δυνάμεις των σκληροπυρηνικών κρατιστών οι οποίοι εκλάμβαναν την επανάσταση ως κρατικό μονοπώλιο που διεκδικούσε για λογαριασμό του την πιο απόλυτη και δικτατορική εξουσία. Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία που οι εξεγερμένοι δεν αυτοπροσδιορίζονταν ρητά ως αναρχικοί. Η άμεση δημοκρατία μπορεί να μην είναι πάντοτε αναρχική, αλλά ο αναρχισμός είναι και θα είναι εξορισμού αμεσοδημοκρατικός.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι το βασικό πρόβλημα που οδήγησε στην αυταρχική εκτροπή δεν ήταν η υστέρηση των μαζών σε θέματα συνειδητοποίησης, αλλά η ύπαρξη και η δράση μέσα στις τάξεις των επαναστατών, πολιτικών υποκειμένων που επηρεασμένα από κατάλοιπα της ετερόνομης κουλτούρας, προέτασσαν την ενδυνάμωση του Κράτους ως μοναδική βιώσιμη στρατηγική που μπορούσε να οδηγήσει σε μια τελική νίκη της επανάστασης.[xxxiii] Όπως το 1917, έτσι και σήμερα το αναρχικό κοινωνικό παράδειγμα ή το κοινωνικό παράδειγμα της περιεκτικής δημοκρατίας δεν έχουν κατακτήσει ηγεμονική θέση στην κοινωνία. Ωστόσο, το επαναστατικό πρόγραμμα της περιεκτικής δημοκρατίας διαθέτει τα θεσμικά εχέγγυα που θα κατοχυρώσουν το διάχυτο συλλογικό αίτημα που εκφράζει εξορισμού κάθε εξεγερσιακός αναβρασμός, αυτό της εξεύρεσης των μέσων και των θεσμών διαμέσου των οποίων θα επιτευχθεί η κατάργηση των ιεραρχικών δομών και θα γίνει πραγματικότητα ο αυτοκαθορισμός της κοινωνίας. Οι ιεραρχικά δομημένες οργανώσεις των κρατιστών σοσιαλιστών είναι αποτελεσματικές στο να διεξάγουν πολιτικές εκστρατείες και να διαδίδουν την δική τους εκδοχή για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Το μεγάλο στοίχημα για τις ελευθεριακές συλλογικότητες που βασίζονται αποκλειστικά στην εθελοντική συμμετοχή και προσφορά εργασίας από τα μέλη τους, είναι αν στο μέσο της μεγαλύτερης μεταπολεμικής κρίσης που συνταράσσει το σύστημα, θα μπορέσουν να αναβαθμίσουν τον βαθμό στράτευσης τους και την αφοσίωση τους στην ελευθεριακή υπόθεση, προκειμένου να ξεπεράσουν στην αποτελεσματική διάχυση των ιδεών τους, τους εξουσιαστές σοσιαλιστές της Αριστερού κατεστημένου.

Γιατί το ΚΚΕ δεν είναι σύμμαχος μας

Κατά την άποψη μας, ο εναγκαλισμός με τους κρατιστές δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια καταστροφική εγκατάλειψη της προοπτικής για τη δημιουργία ενός αντισυστημικού πολιτικού κινήματος «από τα κάτω», που θα αγωνιστεί για την αποκέντρωση και την ισοκατανομή όλων των μορφών δύναμης μέσα από την συγκρότηση της Συνομοσπονδίας των ελεύθερα συνασπισμένων δήμων. Ισοδυναμεί με έμμεση ομολογία αποτυχίας κάθε ελευθεριακής μεθόδου Κοινωνικής Πάλης, η οποία μπροστά στην κρισιμότητα των περιστάσεων, πρέπει να εγκαταλειφθεί άμεσα και να θυσιαστεί για χάρη μιας «επαναστατικής ρεαλπολιτίκ» ενδυνάμωσης του Κράτους. Ούτε μπορεί κανείς συνεπής ελευθεριακός να εναποθέσει τις ελπίδες του για την προώθηση της υπόθεσης της ελευθεριακής επανάστασης στην μελλοντική έκβαση της Κοινωνικής Πάλης και στους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στους σταλινικούς και τους οπαδούς μιας ακρατικής συνομοσπονδίας, την στιγμή που το ίδιο το σχέδιο δράσης μέσω του Μετώπου, όπως αυτό που διατυπώνεται στην πρόταση του Δικτύου ΠΔ, δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ότι οι κρατιστές δεν θα έχουν πρόσβαση σε όλα εκείνα τα μέσα που χρειάζονται – με πρώτο απ’ όλα τον έλεγχο του κατασταλτικού μηχανισμού του Κράτους – για να επιβάλλουν δια της βίας τη θέληση τους σε όσους διαφωνούν. Από αυτή την άποψη, μικρή σημασία έχει αν η πρόταση για την συγκρότηση μετώπου αναφέρει ρητά ότι στο μέλλον ο λαός θα αποφασίσει μέσα από «πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες» γύρω από το ποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης τον εκφράζει καλύτερα.[xxxiv] Κι αυτό γιατί ενώ η περιεκτική δημοκρατία ή ο αναρχοσυνδικαλισμός προϋποθέτουν την ελεύθερη αποδοχή τους από τους πολίτες και την ενεργό συμμετοχή τους στις διαδικασίες της αυτοκυβέρνησης προκειμένου να καταστούν λειτουργικές ως μορφές οργάνωσης της κοινωνίας και να αναπαραχθούν, ο κρατικιστικός σοσιαλισμός με τις συγκεντρωτικές ιεραρχικές δομές του και τις διευρυμένες εξουσίες που εκχωρεί στην κομματική ελίτ, μικρή ανάγκη έχει να αποζητήσει την ενεργό στήριξη των «μαζών», ή να αναρωτηθεί αν πράγματι την έχει για να προχωρήσει στο έργο του. Πόσο μάλλον όταν η εσωκομματική πολιτική κουλτούρα του «επαναστατικού κόμματος νέου τύπου» δεν επιδέχεται την έκφραση διαφωνιών ή επιφυλάξεων περί της κομματικής γραμμής και εκλαμβάνει παρόμοια περιστατικά ως δυνάμει διαλυτικά φαινόμενα, που αντιμετωπίζονται πάντοτε με συνοπτικές διαγραφές μελών, με τον εξοβελισμό του αντιφρονούντα από τον «υγιή» κορμό του κόμματος και με πρακτικές δημόσιας ιδεολογικής διαπόμπευσης του.[xxxv] Ας φανταστεί ο αναγνώστης την μεταχείριση που επιφυλάσσει το ιερατείο της επανάστασης σε όσους αγωνιστές – ή  ακόμη και στον απλό λαό – βρίσκονται εκτός των γραμμών του ΚΚ και αντιτίθενται παντοιοτρόπως στις αντιλήψεις της σταλινικής ορθοδοξίας.
Οι γραφειοκράτες δεν διστάζουν να εκτοξεύουν ενάντια στους αναρχικούς την κατηγορία του «προβοκάτορα», ακόμη και στις σημερινές δυσμενείς για το αντισυστημικό κίνημα συνθήκες, που φαινομενικά θα ευνοούσαν μια τάση για την μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση και ενότητα ανάμεσα στις δυνάμεις της αντισυστημικής Αριστεράς. Εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί ποια θα ήταν η κατάληξη των ελευθεριακών και των αναρχικών που θα αντιστρατεύονταν έμπρακτα την πολιτική μιας κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου, μέσα σε συνθήκες όπου η εξουσία ουσιαστικά θα βρισκόταν στα χέρια του ΚΚΕ. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ο χαρακτηρισμός του «προβοκάτορα» είναι σκόπιμα σχεδιασμένος ώστε να απονοηματοδοτεί πολιτικά τη δράση των αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων, να ακυρώνει τα πολιτικά κίνητρα τους και την υπόσταση τους ως ριζοσπαστικών κοινωνικών υποκειμένων. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια καθολική άρνηση αναγνώρισης της ύπαρξης εναλλακτικών αντισυστημικών δυνάμεων έξω από το θεσμικό πλαίσιο του ΚΚ και μιας γραμμής ιδεολογικού επαναπροσδιορισμού τους ως δυνάμεων εχθρικά διακείμενων στην υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης.  Με αυτόν τον τρόπο, το ΚΚΕ όχι μόνο απαλλάσσεται από την υποχρέωση να προβληματιστεί γύρω από την πιθανότητα ύπαρξης ενός εναλλακτικού δρόμου προς την κοινωνική επανάσταση και να έλθει σε συνδιαλλαγή με στόχο την εξεύρεση κάποιου είδους modus vivendi με τις ελευθεριακές οργανώσεις και συλλογικότητες, αλλά στρέφεται ευθέως εναντίον τους μετατρέποντας το πολιτικό πρόβλημα της συνύπαρξης μαζί τους σε έναν κοινό αντισυστημικό χώρο, σε ζήτημα αστυνομικής καταστολής των «παρακρατικών» και των ανεξέλεγκτων «λούμπεν» στοιχείων.
Η στάση αυτή της κομματικής ελίτ του ΚΚ ούτε τυχαία είναι, ούτε οφείλεται σε κάποια μυστική πολιτική συμφωνία που αυτή έχει συνάψει με τους ηγέτες της άρχουσας τάξης. Αν οι κκ. Παπαρήγα, Μπογιόπουλος, Μαϊλης, κλπ. επιθυμούσαν την οριστική αποσύνθεση του σοσιαλιστικού κινήματος, δεν θα είχαν παρά να εκτρέψουν το ΚΚΕ προς αβλαβείς ευρωκομμουνιστικές και καθαρά ρεφορμιστικές κατευθύνσεις. Αν πάλι επιθυμούσαν μερίδιο από τα κέρδη της εξουσίας, δεν είχαν παρά να καταθέσουν πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης στον καπιταλισμό και να προσχωρήσουν με κάθε επισημότητα στην σοσιαλφασιστική πτέρυγα της πολιτικής ελίτ, ή σε κάποιο από τα κόμματα-δορυφόρους της (π.χ. ΔΗΜΑΡ). Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, η κατάπτυστη στάση του ΠΑΜΕ στις 20 Οκτώβρη 2011 δεν μπορεί επαρκώς να εξηγηθεί από τον ευρύτατα διαδεδομένο στον χώρο μύθο ότι το ΚΚΕ «υπερασπίστηκε την Βουλή». Αν παραδεχτούμε τούτον τον ισχυρισμό θα πρέπει επίσης να δεχτούμε ότι αν δεν ήταν οι ερυθροφρουροί του ΠΑΜΕ, το οργισμένο πλήθος θα είχε με πάσα βεβαιότητα κατορθώσει να εισβάλλει στο κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια, θα ήταν σαν να υποστηρίζαμε ότι αντιμέτωπο με μια πραγματική απειλή επαναστατικής κατάλυσης του πολιτεύματος, το σύστημα επιστράτευσε την έσχατη εφεδρεία του, τον οργανωμένο κομματικό στρατό των σταλινικών. Υπάρχει όμως κανείς που να πιστεύει ακράδαντα ότι εκείνη η Γενική Απεργία επιφύλασσε για τους εξεγερμένους κάτι διαφορετικό από τις προηγούμενες; Υπάρχει κάποιος λόγος να θεωρούμε ότι αν απουσίαζε το ΠΑΜΕ, οι διαδηλωτές θα είχαν υπερκεράσει την αντίσταση του αστυνομικού στρατού κατοχής και θα είχαν ισοπεδώσει το κοινοβούλιο; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με τρόπο κατηγορηματικό σε αυτή την υποθετική ερώτηση. Ωστόσο, ο μόνος παράγοντας που θα ήταν δυνατό να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης υπέρ των διαδηλωτών, ήταν μια ενδεχόμενη αυθόρμητη σύμπλευση τμημάτων της βάσης του ΠΑΜΕ με τους υπόλοιπους διαδηλωτές, ακόμη και με εκείνο το δυναμικό κομμάτι των εξεγερμένων που εμπλεκόταν σε σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής. Μάλιστα, είναι νομίζω βάσιμο να υποθέσει κανείς ότι η ίδια η παρουσία του ΚΚΕ στο Σύνταγμα την δεύτερη ημέρα της απεργίας και η συμβολική περικύκλωση της Βουλής επιβλήθηκε στην καθοδήγηση παρά τη θέληση της, από τις αυξανόμενες πιέσεις και την αναταραχή που επικρατούσε στο επίπεδο της βάσης του κόμματος, η οποία είδε επανειλημμένα από μακριά πλήθη διαδηλωτών της εργατικής τάξης να έρχονται σε μάχη σώμα με σώμα με τους δολοφόνους του κράτους, τη στιγμή που το ΚΚ αποσυρόταν ήσυχα, ήσυχα πότε στην Πειραιώς και πότε στη Συγγρού κάθε φορά που οι ταξικές αντιθέσεις απέπνεαν μυρωδιά από μπαρούτι. Εύλογα μπορεί κάποιοι κομμουνιστές ακτιβιστές να αναρωτήθηκαν τι δουλειά έχει «η πρωτοπορία της εργατικής τάξης» να περιφέρεται στην Λεωφόρο Συγγρού, την ώρα που η ίδια η εργατική τάξη μάτωνε μπροστά από τα σκαλοπάτια του κοινοβουλίου.
Έτσι, η καθοδήγηση αποφάσισε την περικύκλωση της Βουλής για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, για να δώσει την εντύπωση ότι το ΚΚ παραμένει στην εμπροσθοφυλακή του λαϊκού κινήματος, ότι αναλαμβάνει εκ νέου την ηγεσία των αγώνων «από τα κάτω» κι έτσι να εξουδετερώσει και να απονευρώσει τις διαλυτικές επιρροές που υπονόμευαν την συνοχή στην βάση του. Δεύτερον, να αναλάβει τον έλεγχο και την αστυνόμευση των γεγονότων, διασφαλίζοντας δια της μαζικής παρουσίας σύσσωμου του κομματικού στρατού του ότι δεν θα συντελεστούν εξεγερσιακά γεγονότα που θα ενέτειναν τις φυγόκεντρες δυνάμεις εντός του κομματικού μηχανισμού, βάζοντας πολλά μέλη του ΚΚΕ στον πειρασμό να μετέχουν αυτόνομα στις κινητοποιήσεις, ανεξαρτήτως οδηγιών «από τα πάνω» και κόντρα στην επίσημη κομματική γραμμή. Ο καθένας δε καταλαβαίνει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να αποκατασταθεί η εσωκομματική πειθαρχία στον μέγιστο βαθμό, ήταν να υιοθετηθεί μια επιθετική στάση αστυνόμευσης και να συρθούν οι διαδηλωτές του ΠΑΜΕ σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τους υπόλοιπους διαδηλωτές, γεγονός που θα έβαζε σε κίνηση τα φοβικά, αντί-κομμουνιστικά σύνδρομα που εδώ και χρόνια καλλιεργεί στα μέλη του ο μηχανισμός πολιτικής προπαγάνδας του κόμματος.

Η εξέγερση θα είναι αυτό που εμείς θα την κάνουμε

Η Ισπανική επανάσταση αναμφίβολα είχε τις ελλείψεις, τις απογοητεύσεις και τα λάθη της. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι στην επαναστατημένη Ισπανία του ’36 καταγράφτηκαν τα πιο σημαντικά επιτεύγματα στην ιστορία του κινήματος του ελευθεριακού σοσιαλισμού και για πρώτη φορά εφαρμόστηκαν σε μαζική κοινωνική κλίμακα μορφές αυτοδιεύθυνσης στην πολιτική, την οικονομία, το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, κλπ. Επιπλέον, οι κατακτήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, σε μια κατάσταση όπου το αναρχικό κίνημα ήταν αναγκασμένο να αναβάλει επ’ αόριστον την εμβάθυνση της κοινωνικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει στις 19 Ιανουαρίου του ’36, προκειμένου να διαφυλαχτεί η ενότητα του αντιφασιστικού μετώπου και να αποκρουστούν οι φασιστικές ορδές του Φράνκο που απειλούσαν να ισοπεδώσουν κάθε ψήγμα αυτονομίας των λαϊκών στρωμάτων.[xxxvi] Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η αναρχική επανάσταση στην Ισπανία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ημιτελής, τα κατορθώματα των Ισπανών εργατών μέσα στις αντίξοες συνθήκες ενός διμέτωπου πολέμου που ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν, τόσο εναντίον των φασιστών, όσο και ενάντια στις δυνάμεις «του νόμου και της τάξης» μέσα στο δημοκρατικό στρατόπεδο, είναι γι’ αυτό τον λόγο ακόμη πιο θαυμαστά και αποδεικνύουν την τρομερή ανθεκτικότητα και τις γερές βάσεις που είχε το αναρχικό κίνημα στην Ισπανία. Γι’ αυτόν τον λόγο, θεωρούμε ότι σαν πρότυπο μας θα πρέπει να έχουμε την πολύμορφη δράση του Ισπανικού αναρχικού κινήματος την περίοδο του μεσοπολέμου.
Ο Ντόλγκοφ αναφέρει ότι οι Ισπανοί αναρχοκομμουνιστές είχαν εξαπολύσει πλειάδα από αποτυχημένες απόπειρες για μια γενικευμένη εξέγερση της εργατικής τάξης μέσα σε διάστημα 25 ετών, από το 1911 μέχρι το 1936, όταν και ξέσπασε ο τυφώνας της ελευθεριακής επανάστασης, με τελευταίες τις εξεγέρσεις στα μεταλλεία του Άνω Λιομπρεγκάτ, της Κορντόνα και στα χωριά της Λεβάντε το 1932, και την αιματοβαμμένη εξέγερση στις Αστούριες το 1934. Αυτή η ακατάπαυστη εξεγερσιακή δραστηριότητα, δεν εμπόδισε τους αναρχικούς από το να διοργανώνουν παράνομα συνέδρια σε εθνικό επίπεδο για να επεξεργαστούν με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο το θεσμικό περίγραμμα της απελευθερωτικής κοινωνίας σε ότι αφορούσε την παραγωγή, την διανομή και την κατανάλωση, αλλά και όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής σε μια αναρχική κοινωνία.[xxxvii]  Δεν τους εμπόδισε από το να εισχωρήσουν στους τόπους δουλειάς και να ιδρύσουν μαζικά ταξικά συνδικάτα με αναρχικό προσανατολισμό. Δεν τους απέτρεψε απ’ το να εξορμήσουν στην ύπαιθρο και να θέσουν τις βάσεις για αναρχικές αγροτικές κομμούνες στηριγμένες στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς. Δημιούργησαν πολιτιστικά κέντρα, χώρους μέσω των οποίων οι εργάτες απέκτησαν πρόσβαση στις αναρχικές ιδέες και μπόρεσαν να διαπαιδαγωγηθούν σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αξίες του αναρχισμού. Η άμεση δράση είχε το νόημα μιας διευρυμένης συλλογικής άσκησης για την δοκιμή των μεθόδων και των πρακτικών της αυτοκυβέρνησης των εργατών και ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας της απέρρεε από τις παραμέτρους του αναρχικού προτάγματος τις οποίες έβαζε σε προσωρινή εφαρμογή. Όταν τα χωριά της Ισπανικής υπαίθρου ξεσηκώνονταν και η μαύρη σημαία υψωνόταν στο δημαρχείο, οι κοινωνικοί αγωνιστές είχαν πλήρη επίγνωση των μέτρων που έπρεπε να υλοποιήσουν και τα οποία προσδιόριζαν το πρόγραμμα της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης. Ξεκινούσαν με την πυρπόληση των δημοτικών αρχείων και των τίτλων ιδιοκτησίας της γης και από εκεί όλα μπορούσαν να πάρουν τον δρόμο τους. Οι εξεγέρσεις των αναρχικών στην Ισπανία δεν προηγήθηκαν της ύπαρξης ενός μαζικού ελευθεριακού κινήματος, αλλά αποτελούσαν έμπρακτη εκδήλωση στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης ενός ισχυρού αντισυστημικού, αναρχικού κινήματος που αναζητούσε τον ζωτικό χώρο για να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί ελεύθερα κόντρα στις εκμεταλλευτικές δομές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.
Φυσικά, επουδενί δεν προτείνουμε την μηχανιστική μεταφύτευση του κινηματικού μοντέλου του Ισπανικού αναρχισμού του ’36, στην Ελλάδα του 2012. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα πρέπει να στηριχτεί η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ένα μαζικό ελευθεριακό κίνημα και στα αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας παραμένουν αναλλοίωτες. Από αυτή την άποψη, η εκδήλωση που διοργανώθηκε στις 2 και 3/03 με θέμα συζήτησης το πώς μπορεί καλύτερα να οργανωθεί το αναρχικό κίνημα ήταν σίγουρα ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, η οργάνωση για την οργάνωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό και από μόνη της δεν έχει κάποια εγγενή χειραφετική αξία, ούτε μπορεί να μας πάει ένα βήμα παραπέρα από το σημείο που βρίσκεται ο «χώρος» σήμερα. Εξάλλου, η ίδια η μορφή οργάνωσης που θα υιοθετήσει το κίνημα εξαρτάται άμεσα από την μορφή και το περιεχόμενο του πολιτικού προτάγματος το οποίο θα ρυθμίζει τις βασικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές προϋποθέσεις μιας αναρχικής κοινωνίας χωρίς Κράτος, χρήμα και αγορά. Έτσι, πιο σκόπιμη θα ήταν κατά τη δική μας άποψη η σύγκλιση ενός πανελλαδικού αναρχικού συνεδρίου, διακηρυγμένος σκοπός του οποίου θα ήταν η διερεύνηση μιας πιθανής συμφωνίας ανάμεσα στις υπάρχουσες ελευθεριακές οργανώσεις, ομάδες και συλλογικότητες αναφορικά με το πρόγραμμα και τους θεσμούς που από κοινού θα συνθέσουν την οργανωτική δομή της αυτεξούσιας κοινωνίας. Ως βάση της συζήτησης θα μπορούσαν να παρθούν τα ελευθεριακά προτάγματα που υπάρχουν ήδη καθώς και οι εμπειρίες που έχει αποκομίσει η κάθε οργάνωση και συλλογικότητα ξεχωριστά από τα διάφορα πειράματα εναλλακτικής οικονομίας που βρίσκονται σε εξέλιξη αυτή την στιγμή στον ελληνικό χώρο. Επιπλέον, ένα ικανό χρονικό διάστημα θα έπρεπε να οριστεί πριν από τη διεξαγωγή του συνεδρίου, ώστε η κάθε ομάδα που θα δηλώσει συμμετοχή να έχει το περιθώριο να επεξεργαστεί εσωτερικά τα θέματα μέσα από συλλογικές διαδικασίες, να διεξαγάγει εκτενείς συζητήσεις και να διαμορφώσει διυποκειμενική άποψη γύρω από αυτά τα ζητήματα κομβικής σημασίας.
Σίγουρα, δεν έχουμε την αυταπάτη ότι το πρόβλημα της επεξεργασίας και διαμόρφωσης ενός σύγχρονου ελευθεριακού προτάγματος θα επιλυθεί οριστικά και αμετάκλητα μέσα από ένα συνέδριο, ωστόσο ο αναρχικός χώρος οφείλει να αποσαφηνίσει σε κάποιο βαθμό αυτά τα ζητήματα στο εσωτερικό του προτού μπορέσει να οργανώσει την εξόρμηση του στην κοινωνία που αυτή τη στιγμή στενάζει και δοκιμάζεται κάτω από την μπότα της αδίστακτης κοινοβουλευτικής χούντας που μας κυβερνά. Πρώτα εμείς οι ίδιοι που λέμε ότι πιστεύουμε στην κοινωνική αυτοδιεύθυνση, θα πρέπει να αρχίσουμε να την αντιμετωπίζουμε ως ρεαλιστική και άμεση προοπτική που παρέχει την μοναδική διέξοδο από το κολαστήριο του υπαρκτού καπιταλισμού κι έτσι να αναζητήσουμε τις φόρμες, τις δομές και τα θεσμικά όργανα μέσα από τα οποία αυτή μπορεί να γίνει πράξη σε μαζική κλίμακα. Δεν υπάρχει τίποτα το ελιτίστικο σε αυτήν την πρόταση, αρκεί το οργανωτικό προσχέδιο που θα προκύψει από τις εργασίες του συνεδρίου να μην περιέχει διευθετήσεις που δημιουργούν τυπικές ή άτυπες δομές συγκέντρωσης δύναμης στο εσωτερικό του κινήματος εκχωρώντας θεσμική εξουσία σε οργανωμένες μειοψηφίες και να κατοχυρώνεται με τρόπο καταστατικό το δικαίωμα ελεύθερης προσχώρησης ή αποχώρησης οποιουδήποτε συλλογικού σώματος, φορέα, οργάνωσης ή σωματείου επιλέξει να συμμαχήσει με την αναρχική συνομοσπονδία των απελευθερωμένων δήμων.
Σχετικά με την πολιτική γενική απεργία διαρκείας (που αποτελεί την μόνιμη επωδό στις περισσότερες απεργιακές και μη, αναρχικές μπροσούρες), θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες και με δεδομένη την ανυπαρξία μιας συγκροτημένης αναρχικής πτέρυγας μέσα στο ευρύτερο συνδικαλιστικό κίνημα και της απουσίας αναρχικών αγωνιστών από τους χώρους εργασίας με την μορφή μιας οργανωμένης δύναμης, το επαναστατικό όνειρο της «τελευταίας μεγάλης απεργίας» που θα γονατίσει το σύστημα και θα επιφέρει την συντέλεια του καπιταλισμού είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Από την άλλη, η διατύπωση ενός προτάγματος κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης σε μαζική κοινωνική κλίμακα συνιστά την αναγκαία συνθήκη για να συντελεστεί η αναγκαία αλλαγή στις υποκειμενικές συνθήκες που θα καταστήσει δυνατή την σταδιακή διείσδυση των κοινωνικών αγωνιστών στα ρεφορμιστικά συνδικάτα, θα τους επιτρέψει να υπονομεύσουν την συναίνεση στο εσωτερικό τους, ακόμη και να αποσπάσουν κάποια μέλη από τον ζουρλομανδύα του ρεφορμισμού.
Φυσικά ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός διαθέτει πλειάδα από μηχανισμούς για την αποτελεσματική αστυνόμευση των ιδεών που διακινούνται μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και τη λήψη κατασταλτικών μέτρων σε βάρος των πιο μαχητικών ταξικών στοιχείων, πάντοτε σε αγαστή συνεργασία και με τη συνδρομή της εκάστοτε εργοδοσίας. Πράγμα που σημαίνει ότι η επαρκής συνθήκη ενός μαζικού κινήματος αυτοοργάνωσης που θα παραμερίσει τους κομματικούς εγκάθετους της χούντας στις ηγεσίες των επίσημων συνδικάτων είναι εξίσου δύσκολο να συμβεί. Αντ’ αυτού, πιστεύουμε ότι οι αναρχικοί / ελευθεριακοί θα πρέπει να προσανατολίσουν τη δράση τους προς τον στόχο της ταξικής οργάνωσης και κινητοποίησης του ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων ανέργων[xxxviii] και ημιαπασχολούμενων, μέσω της σύστασης ενός δικτύου μαζικών συνδικάτων ανέργων με πολιτικό υπόβαθρο και χαρακτήρα. Η δεδομένη αδυναμία του συστήματος, υπο το βάρος της συστημικής αναδιάρθρωσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, να απορροφήσει και να προσφέρει σταθερές και ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης σε ένα τεράστιο τμήμα του εργατικού δυναμικού, καθιστά την τεράστια μάζα των ανέργων μια εν δυνάμει αντισυστημική δύναμη που δεν δύναται να εξαγοραστεί ή να αφομοιωθεί από το σύστημα.[xxxix] Με αυτόν τον τρόπο, η αδυναμία παρέμβασης του αναρχικού κινήματος στο εσωτερικό του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή η αδυναμία παρεμβολής στη σχέση που ορίζει σε κάθε στάδιο εξέλιξης του συστήματος την ίδια τη σύνθεση του κεφαλαίου, αντισταθμίζεται από την ικανότητα του να παρέμβει εξωτερικά στην λειτουργία του συστήματος μέσω της άμεσης δράσης. Το μπλοκάρισμα των δικτύων μεταφοράς εργατικής δύναμης (συγκοινωνίες, αυτοκινητόδρομοι), το συστηματικό σαμποτάζ και οι απαλλοτριώσεις στα κέντρα διανομής των καπιταλιστικών αγαθών και η παρακώλυση της ομαλής εμπορικής δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του συστήματος είναι μέθοδοι άμεσης δράσης που μπορούν να επενεργήσουν άμεσα και αρνητικά στις οικονομικές αποδόσεις του συστήματος. Επιπλέον, τα συνδικάτα των ανέργων θα μπορούσαν να οργανωθούν κατά ειδικότητα και με βάση το αντικείμενο της εργασίας των μελών τους, ώστε με αυτόν τον τρόπο να αποτελέσουν την δεξαμενή άντλησης εργατικού δυναμικού για την στελέχωση των αυτοδιαχειριζόμενων δημοτικών επιχειρήσεων, των μελλοντικών δημοτικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, κλπ. Τέλος, μια συνομοσπονδία αναρχικών συνδικάτων ανέργων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρός μοχλός πίεσης που θα επιδρά «απ’ έξω» πάνω στον απαξιωμένο επίσημο συνδικαλισμό της υποταγής και της αστυνόμευσης του εργατικού κινήματος, προκαλώντας ρήγματα στο εσωτερικό τους και οξύνοντας την αντίθεση μεταξύ συνδικαλιστικής βάσης και ηγεσίας. Ο υδροκεφαλισμός του ελληνικού κράτους συνιστά πλεονέκτημα για μια στρατηγική της εξέγερσης. Θα αρκούσε η επικέντρωση των δυνάμεων μας και της δράσης μας στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου είναι συγκεντρωμένος ο μεγάλος όγκος της εμπορικής δραστηριότητας καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής, προκειμένου να προκαλέσουμε μια γενικευμένη αποσταθεροποίηση στη λειτουργία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος.
Σε ότι αφορά την έξοδο της χώρας από τον βασικό θεσμό της ετερονομίας που διασφαλίζει την κυριαρχία της υπερεθνικής ελίτ στον ευρωπαϊκό χώρο, την ΕΕ, αυτή θα πρέπει να είναι άμεση και μονομερής, ωστόσο θα πρέπει συντελεστεί με όρους μαζικού κινήματος, όχι με την έννοια της εκλογής μιας κυβέρνησης που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή κι ύστερα να διαχειριστεί τις δυσμενείς συνέπειες της εξόδου, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας της οικονομίας και των λαϊκών στρωμάτων. Είναι ενδεικτικό του βαθμού στον οποίο οι εγχώριες ελίτ και οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες έχουν συνδέσει την αναπαραγωγή της ταξικής υπεροχής τους στο εσωτερικό με την υπαγωγή της ελληνικής κοινωνίας στις δομές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το γεγονός ότι κανένα από τα αστικά κόμματα, ούτε καν οι ναζί της Χρυσής Αυγής που υποτίθεται ότι δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους αναφορικά με ζητήματα «εθνικής ανεξαρτησίας», δεν αποτολμά να αμφισβητήσει την ΕΕ και να απαιτήσει την απεξάρτηση της χώρας από αυτό το καπιταλιστικό υπερεθνικό μπλοκ. Μολαταύτα, η έξοδος από την ΕΕ δεν μπορεί παρά να επέλθει ως άμεση συνέπεια της ευρύτερης αντισυστημικής και αντικρατικής Κοινωνικής Πάλης του ανταγωνιστικού κινήματος, που μέσα στην καθολικότητα της περιλαμβάνει και το επιτακτικό αίτημα για ρήξη με τους υπερεθνικούς δεσμούς που εκτρέφουν την υποτέλεια στο πολιτικό επίπεδο, και την εξάρτηση στο οικονομικό. Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τα Κράτη που την απαρτίζουν, αλλά ένα Κράτος μπορεί κάλλιστα να διατηρήσει αλώβητη την εξουσία του ακόμη κι αν πάψει να ανήκει στην ΕΕ.
Το σύνθημα λέει ότι «ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερώτηση». Εμείς λέμε ότι η επόμενη εξέγερση θα πρέπει να αποτελεί μια ξεκάθαρη απάντηση, μια κατάφαση με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο της αναγκαιότητας για ανατροπή των βασικών θεσμών της ετερονομίας και για μια μορφή οργάνωσης της κοινωνίας σε ελευθεριακά πρότυπα. Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι αναρχικοί μπορούν ή θα έπρεπε να προκαλέσουν την εξέγερση με προκαθορισμένο ραντεβού σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Σίγουρα όμως πιστεύουμε ότι πρέπει να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αυτόνομου λαϊκού κινήματος, που με την συγκρουσιακή δράση και την αντισυστημική πολιτική γραμμή του θα βοηθήσει στην οργάνωση της ταξικής αυτοάμυνας των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας και θα οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις σε σημείο εκρηκτικό, επιταχύνοντας με αυτόν τον τρόπο τις διεργασίες που μπορούν να οδηγήσουν σε καθολική ρήξη της κοινωνίας με τους θεσμούς και τις αξίες της ετερονομίας.
Η ανάπτυξη προτάγματος θα δώσει σημείο αναφοράς στις εξεγερσιακές διαδικασίες κι ένα σχέδιο δράσης σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα θύματα της παγκοσμιοποίησης κι έχουν κάθε συμφέρον να αποτινάξουν την επικυριαρχία που ασκούν οι ελίτ πάνω στις ζωές και στα όρια της ανάπτυξης τους ως κοινωνικές ομάδες αλλά και μεμονωμένα άτομα. Το ελευθεριακό πρόταγμα μπορεί να συγκεντρώσει γύρω του όλες τις δυνάμεις της λαϊκής χειραφέτησης και να προσδώσει βάθος σε μια εξέγερση, καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο πολύ πιο ανθεκτική απέναντι στην συστημική καταστολή κι εμβαθύνοντας το περιεχόμενο της δημιουργώντας παρακαταθήκες για το μέλλον, με την μορφή μόνιμων και βιώσιμων θεσμών αυτοκυβέρνησης του κινήματος. Όπως έγραψε ο Κροπότκιν σχετικά με την προλεταριακή εξέγερση που κατέληξε στην ανακήρυξη της Παρισινής Κομμούνας:
«Αν το θέμα ήταν απλώς το πώς θα μπορούσαμε καλύτερα να αναπτύξουμε μια θεωρία, θα έπρεπε να πούμε ότι οι θεωρίες, ως τέτοιες, δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Αλλά όσο μια νέα ιδέα δεν βρίσκει μια ξεκάθαρη και λεπτομερή μορφή με την οποία να διατυπώνεται, μια μορφή που θα βγαίνει με φυσικό τρόπο μέσα από τα πράγματα όπως αυτά υπάρχουν στην πραγματικότητα, τότε δεν πρόκειται να αιχμαλωτίσει τα μυαλά των ανθρώπων , ούτε θα μπορέσει να τους εμπνεύσει ώστε να εισέλθουν σε έναν αποφασιστικό αγώνα. Οι άνθρωποι δεν ρίχνονται στο άγνωστο χωρίς μια θετική και καθαρά διαμορφωμένη ιδέα που θα τους χρησιμεύσει, ούτως ειπείν, σαν εφαλτήριο όταν αυτοί βρίσκονται ακόμη στο ξεκίνημα».[xl]

[i] Η φράση ακούγεται σε ένα από τα βίντεο με τις συγκρούσεις της 12-02-12, τα οποία αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα,  http://sxoliastesxwrissynora.wordpress.com/2012/03/14/%ce%b5%ce%be%ce%b5%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%83%ce%b712-%cf%86%ce%bb%ce%b5%ce%b2%ce%ac%cf%81%ce%b7-2012%ce%bf-%ce%b4%ce%b5%ce%ba%ce%ad%ce%bc%ce%b2%cf%81%ce%b7%cf%82-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%bd%cf%84/.
[ii] «Γενικευμένη, ειρηνική εξέγερση» θέλει ο Τσίπρας, http://www.diogenis-press.gr/2011/05/%C2%ABgenikevmeni-iriniki-exegersi%C2%BB-theli-o-tsipras/.
[iii] Για παράδειγμα, το παρακάτω άρθρο που δημοσιεύτηκε από την Deutsche Welle σχετικά με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα με τίτλο, Experts fear spread of social unrest as financial crisis continues, http://www.dw.de/dw/article/23/0,,5547861,00.html.
[iv] «Ορμάμε κι ύστερα βλέπουμε». Σύνθημα που φώναζαν οι μάζες κατά την Γαλλική Επανάσταση του 1789.
[v] Είναι ευρέως γνωστό ότι η ένταξη των ηγεμονικών ρευμάτων του μεταμοντέρνου αναρχισμού στην κατηγορία της «λάιφ-στάιλ» δραστηριότητας έγινε από τον αναρχικό πολιτικό φιλόσοφο Μάραιη Μπούκτσιν στην σημαντική μελέτη του με τίτλο “Social Anarchism or Lifestyle Anarchism: An Unbridgeable Chasm”, (http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/bookchin/soclife.html). Η ασυμβατότητα αυτή που είχε διαγνώσει ο Μπούκτσιν ανάμεσα στο κλασικό αναρχικό πρόταγμα με το μεστό, αντισυστημικό περιεχόμενο και στις ανώδυνες, επιδερμικές προσεγγίσεις των μεταμοντέρνων αναρχικών «γκουρού» τον οδήγησε τελικά να αποκοπεί πλήρως από τον σύγχρονο αναρχικό χώρο και να ορίσει το δικό του πολιτικό πρόταγμα με όρους κοινωνικής οικολογίας. Από την πλευρά μας, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι ήταν λάθος του Μπούκτσιν να αφήσει αυτούς τους λάιφ-στάιλ τσαρλατάνους να μονοπωλούν το καλό όνομα του αναρχισμού και να μιλούν αποκλειστικά ως σύγχρονοι εκπρόσωποι αυτής της υπερήφανης επαναστατικής παράδοσης. Πράγματι, η αποκατάσταση της προταγματικής διάστασης του αναρχισμού και η συγκρότηση ενός ισχυρού, αντισυστημικού ελευθεριακού κινήματος αποτελεί κατά την άποψη μας, ύψιστο καθήκον για κάθε ελευθεριακό αγωνιστή της εποχής μας.
[vi] Blaumachen, Η ανάδυση του (μη-) υποκειμένου,  http://rioter.info/2012/02/19/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B4%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B7-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%B2laumachen-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%86%CE%AF/. Για τον νομαδισμό ως περιεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης του μέλλοντος δες την μπροσούρα B. Astarian, Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση (Blaumachen & Rioters, 2011).
[vii] Αόρατη Επιτροπή, Η Εξέγερση που Έρχεται (Ελεύθερος Τύπος, 2010), σελ.103.
[ix] «Τα επαναστατικά συνδικάτα συζητούν για την Σοσιαλιστική δράση με τον ίδιο τρόπο που οι στρατιωτικοί συγγραφείς συζητούν για τον πόλεμο. Περιορίζουν το σύνολο του Σοσιαλισμού στην γενική απεργία. Ερμηνεύουν όλους τους πιθανούς συνδυασμούς δράσεων με γνώμονα την κλιμάκωση τους σε αυτήν την καταστροφική στιγμή. Βλέπουν κάθε απεργία σαν μια προκαταρκτική άσκηση, μια προεργασία, μια προετοιμασία για την μεγάλη τελική αναταραχή [….] Αυτά τα αποτελέσματα δεν θα μπορούσαν να έχουν παραχθεί με κάποιο βέβαιο τρόπο χρησιμοποιώντας απλή γλώσσα. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα σώμα από εικόνες, οι οποίες μέσω της διαίσθησης και μόνο, και προτού προβούμε σε εμπεριστατωμένες αναλύσεις, θα είναι ικανές να εγείρουν ως ένα αδιαίρετο σύνολο την μεγάλη μάζα των συναισθημάτων που αντιστοιχούν στις διαφορετικές εκφάνσεις του πολέμου που έχει εξαπολύσει ο Σοσιαλισμός ενάντια στην μοντέρνα κοινωνία. Οι Συνδικαλιστές επιλύουν στην εντέλεια αυτό το πρόβλημα, επικεντρώνοντας το συνολικό περιεχόμενο του Σοσιαλισμού στο δράμα της γενικής απεργίας». Στο G. Sorel, Reflections on Violence (Peter Smith, 1941), σελ.127, 131. Φυσικά, η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Σορελιανή έννοια της Γενικής Απεργίας του τότε και την ανορθολογική έννοια της Εξέγερσης του σήμερα, είναι ότι ο Σορέλ πρότεινε την ανάδειξη της μυθικής διάστασης της Γενικής Απεργίας σαν όχημα διατήρησης της αντισυστημικής μαχητικότητας ενός ανταγωνιστικού κινήματος της εργατικής τάξης που προϋπήρχε και κινδύνευε να περιέλθει στον έλεγχο του κοινοβουλευτικού σοσιαλιστικού ρεφορμισμού. Αντίθετα, στις μέρες μας η αφηρημένη έννοια της Εξέγερσης χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ανάγκης για τη δημιουργία μαζικού ανταγωνιστικού κινήματος και γι’ αυτό αποτελεί εμπόδιο στον σχηματισμό «από τα κάτω» ενός αντισυστημικού πόλου που θα λειτουργήσει ως πολιτικό αντίβαρο στην παντοκρατορία του συστήματος.
[x] E. Malatesta, The Anarchists in the Present Time, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/malatesta/pres.html.
[xi] Fire in Cairo: an Egyptian anarchist talks about the January 25th revolt, http://libcom.org/library/fighting-dictators-old-new-egyptian-anarchist-talks-about-january-25th-revolt.
[xii] The Committees to Safeguard the Revolution-the example of Bizerte, http://www.anarkismo.net/article/19358.
[xiii] «Εβδομηνταπέντε χρόνια αγώνων και εντατικής αναρχικής διαφωτιστικής δουλειάς προετοίμασαν τους ισπανούς βιομηχανικούς και αγροτικούς εργάτες για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της κοινωνικής επανάστασης». S. Dolgoff, Αναρχικές Κολλεκτίβες (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1982), σελ. 64.
[xiv] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008), σελ. 370.
[xv] Το 1753 δημοσιεύτηκε στην Γαλλία μια εχθρική βιβλιοκριτική ενάντια σε ανθρωπολογική μελέτη που δημοσίευσε ο ουτοπικός σοσιαλιστής Μορέλυ στην οποία ισχυριζόταν ότι οι κομμουνιστικές τάσεις είναι έμφυτες στην ανθρώπινη φύση. Έγραφε ο σκοταδιστής αρθρογράφος της αντιδραστικής «La Bibliotheque Impartiale»: «Γνωρίζουμε αρκετά καλά ότι υπάρχει μια απόσταση που χωρίζει τις πιο ευγενείς εικασίες αυτού του τύπου [περί κομμουνισμού στην ανθρώπινη φύση] και της πιθανότητες πραγματοποίησης τους. Γιατί στην θεωρία κάποιος μπορεί να κατασκευάζει φανταστικούς ανθρώπους που προσχωρούν υπάκουα σε κάθε κοινωνική ρύθμιση και με τον ίδιο ζήλο υποστηρίζουν τις απόψεις του νομοθέτη. Αλλά μόλις κάποιος αποπειραθεί να εφαρμόσει αυτά τα πράγματα στην πράξη, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους όπως αυτοί είναι πραγματικά, δηλαδή υποτακτικοί, τεμπέληδες, ή αλλιώς κυριευμένοι από κάποιο βίαιο πάθος». Στο G. Plechanoff, Anarchism and Socialism (C. H. Kerr & Company, 1925), σελ.22.
[xvi] E. Hobsbawm, Επαναστάτες (Θεμέλιο, 2008), σελ.248-9.
[xvii] Σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να ερμηνεύσουμε το αυθόρμητο πετροβόλημα από τους διαδηλωτές κάθε λογής γραβατωμένου, «επίσημου» προσκεκλημένου που προσπαθούσε να εισέλθει στην φετινή διεθνή έκθεση Θες/νικης, ενώ λίγα τετράγωνα πιο πέρα μαίνονταν οι μάχες ανάμεσα στους μπάτσους και τους εξαγριωμένους διαδηλωτές.
[xviii] E. Malatesta, About my Trial: Class Struggle or Class Hatred?, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/malatesta/trial.html.
[xix] Παραφράζουμε εδώ το γνωστό ανέκδοτο που αναφέρεται στο Η Εξέγερση που Έρχεται: «Τι είναι 100 οικονομολόγοι του ΔΝΤ στον πάτο της θάλασσας; Μια καλή αρχή».
[xx] Τ. Φωτόπουλος, Από τον σοσιαλφιλελευθερισμό στον σοσιαλφασισμό, http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2009/12_19.html.
[xxii] Κι ας σπάνε το κεφάλι τους οι «αξιοσέβαστοι» πολιτικοί αναλυτές των συστημικών εφημερίδων και τηλεοπτικών καναλιών για να ανακαλύψουν τους λόγους που θα εξηγήσουν την δήθεν «αιφνιδιαστική» εκλογική άνοδο των κομμάτων της ρατσιστικής ακροδεξιάς σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
[xxiii] Ήδη ένα πρώτο ενδεικτικό κρούσμα της μετατροπής φιλοχουντικών κοινωνικών δυνάμεων σε παραστρατιωτικά σώματα επιφορτισμένα από τον κομματικό μηχανισμό με την δια τη βίας υλοποίηση των μέτρων της συστημικής αναδιάρθρωσης σε όλους τους τομείς, είχαμε στο ΤΕΙ Θες/νικης, όπου μια οπλισμένη συμμορία από ΔΑΠίτες κατέλαβε το ΤΕΙ και «περιφρούρησε» την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη του νεοπαγούς Συμβουλίου Διοίκησης του ιδρύματος (http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1396720). Η επιθετική αυτή στάση των μηχανισμών της συστημικής χούντας, δείχνει τον λόγο για τον οποίο οι μορφές δράσης που προσιδιάζουν στον αντιφασιστικό ακτιβισμό πρόκειται να ηγεμονεύσουν στο μέλλον ως κυρίαρχη μορφή ταξικής άμυνας του προλεταριάτου και διεξαγωγής της κοινωνικής πάλης.
[xxiv] «Είναι αλήθεια ότι οι αναρχικοί είναι τόσο απίθανο να κάνουν πετυχημένες επαναστάσεις στο μέλλον όσο ήταν και στο παρελθόν. Για να χρησιμοποιήσω μια φράση που είπε ο Μπακούνιν για την αγροτιά: μπορεί να είναι ανεκτίμητοι την πρώτη μέρα μιας επανάσταστης, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο πως τη δεύτερη μέρα θα είναι εμπόδιο». E. Hobsbawm, Επαναστάτες, σελ. 103.
[xxv] Ελληνικό Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία,‘Εκκληση για Ένα Λαϊκό Μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης, http://www.periektikidimokratia.org/anakoinoseis/2012-02-19/metopo-koinonikis-ethnikis-apeleftherosis#_1.
[xxvi] Για την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την εντεινόμενη εξάρτηση και τελικά προς την χρεοκοπία βλέπε τα έργα, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: Η Ελληνική Περίπτωση (http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbooksexartimeni/grbooksexartimeni.htm) και το άρθρο, Economic Restructuring and the Debt Problem: the Greek Case (http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/english/brvarious/restruct_irae_92.htm). Για την τρέχουσα κρίση βλέπε το έργο, Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ (Γόρδιος, 2010).
[xxvii] J. Biehl, “Ecology” and the Modernization of Fascism in the German Ultra-Right, http://www.spunk.org/texts/places/germany/sp001630/janet.html.
[xxviii] «Την έρευνα, επομένως, για τις συγκεκριμένες μονάδες, στις οποίες θα έπρεπε να στραφούν οι τοπικές επενδύσεις, καθώς και για τη γεωγραφική κατανομή τους (δηλ. τις δυνατότητες κάθε τοπικής οικονομίας να αναλάβει την υλοποίηση τους) θα μπορούσαν να αναλάβουν τα σήμερα φυτοζωούντα ερευνητικά κέντρα (ΚΕΠΕ, ΕΚΚΕ, κλπ.) σε συνεργασία με τα προτεινόμενα τοπικά ερευνητικά κέντρα του δικτύου των τοπικών τραπεζών». Και πιο κάτω, «Με αυτή την έννοια οι τοπικές τράπεζες, οι οποίες σε αυτό το στάδιο θα ήταν παραρτήματα των εθνικοποιημένων τραπεζών, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τις μελλοντικές Δημοτικές Τράπεζες που θα ελέγχουν οι τοπικές συνελεύσεις». Στο Τ. Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ (Γόρδιος, 2010), σελ. 391-2.
[xxix] Στο S. Dolgoff, σελ.75.
[xxx] «[Η μεταβατική στρατηγική της ΠΔ] έρχεται σε αντίθεση με τη στρατηγική του κρατικιστικού σοσιαλισμού η οποία καταλήγει στη δημιουργία μιας ξεκάθαρα αντισυστημικής συνειδητοποίησης μόνο στην πρωτοπορία…». Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008), σελ. 482.
[xxxi] W. Doyle, The Oxford History of the French Revolution (Oxford University Press, 1990).
[xxxii] Δεν θα συζητηθούν εδώ τα γεγονότα της Ισπανίας τα οποία είναι ευρέως γνωστά και αποτυπώνουν ανάγλυφα την θεμελιώδη ασυμβατότητα και το ιστορικό μοτίβο σύγκρουσης ανάμεσα στις ταξικές δυνάμεις της αυτονομίας που στην δεδομένη ιστορική συγκυρία εξέφρασαν οι αναρχικοί, με τις δυνάμεις της ετερόνομης αντίδρασης που περισσότερο από κάθε άλλη φορά και με τρόπο αδιάντροπο, ενσάρκωσαν οι κομμουνιστές. Έξω από το αναλυτικό πλαίσιο του κειμένου έχουμε αφήσει σκόπιμα άλλη μια μεγάλη ελευθεριακή επανάσταση, αυτή του Ουγγρικού λαού ενάντια στον σοβιετικό ιμπεριαλισμό το 1956. Η τεράστια σημασία και τα τρομακτικά κατορθώματα των δύο αυτών επαναστάσεων χρήζουν ξεχωριστής και μακροσκελούς ανάλυσης.
[xxxiii] Βλέπε για παράδειγμα ιστορικές αναλύσεις που ερμηνεύουν την «επαναστατική» τυραννία των μπολσεβίκων ως οργανική προέκταση μιας μακράς παράδοσης κυβερνητικού δεσποτισμού που κάνει την δυναμική επανεμφάνιση του σε κάθε επεισόδιο της Ρωσικής ιστορίας, από τον «Μεγάλο» Πέτρο, μέχρι τον «πατερούλη» Στάλιν.
[xxxiv] «Γι’ αυτό και στο στάδιο αυτό του εθνικο-κοινωνικού απελευθερωτικού αγώνα δεν θέτουμε θέμα της μελλοντικής μορφής που θα πάρει η απελευθερωμένη ελληνική κοινωνία, την οποία θα πρέπει να επιλέξει ο ίδιος ο Ελληνικός λαός, μέσα από απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες, αφού προηγουμένως έχει επιτύχει την εθνικο-κοινωνική απελευθέρωση του, μέσα από την κατάκτηση της λαϊκής εξουσίας». Τ. Φωτόπουλος, Η οικονομική καταστροφή που επιβάλλουν οι ξένες και ντόπιες ελίτ, η πολυδιάστατη κρίση και η Άμεση Δημοκρατία, Τεύχος 23 Χειμώνας – Άνοιξη 2012, σελ.100.
[xxxv] Πιο πρόσφατο παράδειγμα η δημόσια αποκήρυξη του πρώην στελέχους της ΚΝΕ Αλέκου Χαλβατζή.
[xxxvi] S. Dolgoff, σελ. 114-129.
[xxxvii] «Λίγα λόγια για την εντατική ενασχόληση των Ισπανών αναρχικών με την αντιεξουσιαστική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Είχε ονομασθεί ‘έμμονη ιδέα’ και μάλιστα όχι αδικαιολόγητα. Για παράδειγμα, το Συνέδριο της Σαραγόσας το Μάη του 1936, καθόρισε με κάθε λεπτομέρεια την οργάνωση και τη δομή του αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού και τα αναγκαία πρώτα βήματα προς την πλήρη πραγματοποίηση της νέας κοινωνίας. […] Με δύο λόγια, συζητήθηκαν όλα τα προβλήματα, περιλαμβανομένων και των σχέσεων με μη αντιεξουσιαστικά άτομα και ομάδες, του εγκλήματος, του παραπτώματος, της ισότητας των δύο φίλων, τα δικαιώματα του ατόμου, κλπ.». S. Dolgoff, σελ. 85.
[xxxviii] Σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ που ως γνωστό είναι πολύ μικρότερα από τα πραγματικά νούμερα της αδήλωτης ανεργίας.
[xxxix] Τ. Φωτόπουλος, Αντι-συστημική εξέγερση στην Ελλάδα, http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is18-19/issue_18-19_takis_eksegersi_stin_ellada.htm.
[xl] P. Kropotkin, The Commune of Paris, http://dwardmac.pitzer.edu/anarchist_archives/kropotkin/pcommune.html

το βρήκαμε εδώ: Enfantdelarage

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου