Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ. .

Ο πατέρας μου συνήθιζε να μου λέει πως υπάρχουν δυο-τρία συγκεκριμένα πράγματα τα οποία αν κάποιος έχει ζήσει, μπορεί να πει πως έζησε. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά φούσκες.

Να έχεις βοηθήσει έναν συνάνθρωπο  που υποφέρει να απαλύνει το πόνο του. Να έχεις παρακολουθήσει μια γυναίκα να γεννάει. Να έχεις ξενυχτίσει δίπλα σε ένα αγαπημένο που πέθανε προσφέροντάς του το τελευταίο πολύτιμο αντίο. Να έχεις δώσει ένα πιάτο φαΐ σ΄ενα αδέσποτο και να νοιώσεις τη μουσούδα του να σε χαϊδεύει γεμάτο χαρά.  Να έχεις ανάψει ένα κερί , μόνος σ΄ενα ξεχασμένο εκκλησάκι νοιώθοντας ένα δέος για ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις. Να βοηθήσεις ένα παιδί στα πρώτα βήματα. Να αγκαλιά σεις ένα εγγονάκι. Να ερωτευτείς φυσικά και να ξέρεις πως μ΄αυτό το συγκεκριμένο άτομο θα γεράσεις αγκαλιά....

Ανάμεσα σ΄αυτά είναι κι άλλες χιλιάδες στιγμές που έχουν γέλιο, δάκρυ, θυμό, ευχαρίστηση,  αγάπη, λαχτάρα, όνειρα.  Στιγμές που έχουν συναισθήματα.  Στιγμές που οι αισθήσεις νοιώθουν χρήσιμες γι΄αυτό που είναι ταγμένες να κάνουν. Να ακούνε, να βλέπουν, να γεύονται, να μυρίζουν,  να αγγίζουν... άλλα πλάσματα, τη φύση, τον ήλιο, τη θάλασσα, το χορτάρι.

Ζωή είναι τελικά όλα αυτά που έχουμε ξεχάσει ή που τα θυμόμαστε περιστασιακά. Είναι όλα όσα  είναι ήδη ανάμνηση, νοιώθοντας πως δεν καταλάβαμε τι μας συνέβη γιατί βιαστήκαμε  να προχωρήσουμε πριν τα ζήσουμε αληθινά, Είναι όλα όσα τα υποχρεώνουμε να είναι απλά όνειρα ανεκπλήρωτα , καταδικασμένοι να μην χαιρόμαστε αυτό που συμβαίνει ΤΩΡΑ.

 Ζωή δεν είναι αυτή η μαζικοποιημένη παπαγαλία.  Δεν είναι μια ατέλειωτη σειρά από νόμους, διατάγματα, υποχρεώσεις προς τρίτους, δουλειά-δουλεία,  συλλογή χρήματος και αντικειμένων, μια διαρκής αγωνία πως να εξοπλιστείς καλύτερα για να αγοράζεις όσο το δυνατόν περισσότερα σκουπίδια  και πως να  βρεις τρόπους, γεμάτος φαρμάκια κι ατέλειωτες φοβίες για να μην σε βρει «το κακό» 

Χτες συνέβη αυτό κι αύριο ίσως γίνει εκείνο. Και το σήμερα ένα κομμάτι γεμάτο από την αγωνία για το τι χάσαμε και τι δεν θα μπορέσουμε να βρούμε. Κι αυτό που ήδη έχουμε? Ξέρουμε τι είναι? Ξέρουμε τι ανάγκες έχει? Το σήμερα ξέρουμε πως να το κάνουμε ευτυχισμένο? Το σημερινό μας πόνο ξέρουμε πως να τον απαλύνουμε? Όχι με λύσεις που κάποτε θα έρθουν... τώρα. Τη σημερινή μας χαρά ξέρουμε πως να την απολαύσουμε? Όχι στο μέλλον σαν νοσταλγία... τώρα.

Κι αν τελικά αύριο είναι το τέλος του κόσμου, και πρέπει εδώ και τώρα να κάνεις ένα γρήγορο απολογισμό του χρονικού διαστήματος που ονόμασες ζωή, τι θα συμπεράνεις? Με ποιους κανόνες έζησες? Ηταν δικοί σου? Τι πρόλαβες να νοιώσεις? Τι αγάπησες ή τι αγαπάς?  Φαντάζεσαι εκείνον που τη τελευταία μέρα του κόσμου θα είναι αγκαλιά με το αυτοκίνητο, το κινητό, τη πλάσμα τηλεόραση, τον υπολογιστή, τα ρούχα του, τα μπιχλιμπίδια που έχει γεμίσει το σπίτι και μια σακούλα λεφτά. Σκέφτεσαι πόσο γελοία θα είναι αυτή η συντροφιά για το φινάλε του έργου του?

Ένας άνθρωπος μόνος περιτριγυρισμένος από άχρηστα αντικείμενα, αγκαλιά μ΄ενα μάτσο ευρώ, και μια ντουζίνα καλώδια που θα προσπαθεί να κρυφτεί κάπου για να σώσει ένα άχρηστο στην ουσία τομάρι.

Τι λείπει σ΄αυτήν την εικόνα?  Ζωντανά πλάσματα που να τ΄αγαπάει και να τον αγαπούν. Άνθρωποι, σκύλοι, γάτες, πουλιά, ερπετά, ψάρια ή δεν ξέρω τι άλλο. Ζωές που να νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Ζωές που να ανταλλάσεις εμπειρίες , όνειρα ή απλά ένα χάδι. Κάτι ζωντανό που να ακουμπάει το χέρι σου και να νιώθεις πως ανασαίνει και σε κοιτάζει και το κοιτάζεις κι εσύ, πέρα από το τι λένε οι μαζικές ντουντούκες.

Ζούμε όλοι σε ένα σύστημα, μια τάξη πραγμάτων φριχτή. Ενα  μόρφωμα γεμάτο αρρώστια κι άχρηστα αντικείμενα.  Ένα τρόπο αντίληψης προσαρμοσμένο σε μια ζωή φτιαγμένη από πλαστικό που αναπνέει μηχανικά,  μια παραφουσκωμένη σαμπρέλα που ανά πάσα στιγμή και μια ελάχιστη πρόκα μπορεί να την αδειάσει και να μείνει ένα πατσαβούρι άχρηστο στη μέση του δρόμου.

Ιστορία συνωμοσίας είναι πως ΚΑΠΟΙΟΙ δεν θέλουν να ζήσουμε. Θέλουν να είμαστε ακριβώς αυτό που καταντήσαμε. Μαριονέτες.

Ιστορία ζωής είναι πως δεν υπάρχουν ΚΑΠΟΙΟΙ που να μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, εκτός κι αν εμείς οι ίδιοι το επιτρέψουμε.

Εκτός από τη ζωή που φοβόμαστε να ζήσουμε, μάθαμε να φορτώνουμε την ευθύνη γι΄αυτό το  φόβο μας σε κάτι έξω από εμάς. Εγώ θα ήμουν καλύτερα αλλά εκείνος εκεί δεν μ΄αφήνει.  Εγώ ξέρω πως είναι η ζωή ωραιότερη αλλά εκείνος εκεί στέκεται εμπόδιο.

Και το αστείο είναι πως «εκείνος εκεί» είναι απλά ένα έκτρωμα που εμείς οι ίδιοι βοηθήσαμε να γίνει  πραγματικότητα. «Εκείνος εκεί» είναι το θλιβερό κομμάτι της ύπαρξής μας που το θρέφουμε συνέχεια.

Πόσες φορές δεν έχουμε πει τα ίδια και τα ίδια. Όλοι μας τα ξέρουμε. Ο καθένας μας καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά. Καθόλου καλά. Αλλά το ασφαλές άσχημο έχει γίνει συνήθεια, βαθιά μέσα μας. Το αβέβαιο όμορφο μοιάζει τρομερά κουραστικό για να το αποκτήσουμε. Έχουμε καταντήσει τη ζωή μας τελικά μια βολική γκόμενα.  Μας μαγειρεύει, μας ντύνει, μας φροντίζει, μας κρατάει συντροφιά όπως και όποτε μας βολεύει, και τη κερατώνουμε συνεχώς με το βασίλειο ατέλειωτων ανικανοποίητων ονείρων που της κρατάμε κρυφά...

Αν αυτό σου συμβαίνει, κι αν αύριο είναι το τέλος του κόσμου, ίσως είναι καλύτερα «το αυτό» να μην το προστατέψεις σε κάποιο καταφύγιο.  Τσάμπα κόπος θα είναι.

Το τέλος του κόσμου έχει ήδη φτάσει για πολλούς. Κι όχι, δεν έχει φτάσει για τους φτωχούς που στενάζουν κάτω από τα βάρη και ζουν σε συνθήκες άγριες. Έχει φτάσει για τις ευγενείς κατηγορίες.  Ρίχτε μια ματιά στην αίθουσα ενός χρηματιστηρίου, δείτε καλύτερα τις φάτσες σ΄ενα γιουρογκρουπ π.χ.,  προσέξτε καλύτερα τις φάτσες στα τηλεοπτικά κανάλια, τις σκελετωμένες υπάρξεις στο κόσμο της μόδας, τους πλασιέ κάθε σκουπιδιού με το πανομοιότυπο ηλίθιο χαμόγελο και τις μπούρδες που αραδιάζουν, τους Μεσσίες μαριονέτες που καλούν τα πλήθη στη νέα εποχή –ελάτε να υπνωτιστούμε όλοι μαζί- τα μεγαλοστελέχη των πολυεθνικών που έχουν κολλημένο το κινητό στο αυτί ακόμα και την ώρα που χέζουν, τις χιλιάδες κούφιες υπάρξεις που επιβεβαιώνουν πως ότι λάμπει δεν είναι χρυσός μπορεί κάλλιστα να είναι και σκουπίδια που έπεσε πάνω τους ο ήλιος. Και σκεφτείτε όλα αυτά τα ανθρωποειδή ζουν?  Όχι. Κάποιος ξέχασε απλά να τα ενημερώσει πως είναι νεκρά, εδώ και πολύ καιρό. Για να μην πω πως δεν γεννήθηκαν στην ουσία ποτέ.

Είναι άδικο να διαλαλούμε πως η ζωή έχει τελειώσει για τους ανθρώπους που ζουν σε φτώχεια και στερήσεις.  Αντίθετα εκεί υπάρχει ελπίδα να βρει κανείς ανθρώπους που νοιάζονται ακόμα. Ανθρώπους που καταφέρνουν να αγαπάνε ακόμα κι αν όλα επιβάλλουν το αντίθετο. Ανθρώπους που μπορεί να έχουν λιγοστό φαΐ αλλά το τρώνε με σεβασμό και χαρά. Οικογένειες που ονειρεύονται μαζί. Παιδιά που η μάνα τους λέει ακόμα παραμύθια έστω και μέσα σ΄ενα κρύο σπίτι χωρίς θέρμανση. Παιδιά που από το υστέρημά τους φροντίζουν τους ηλικιωμένους τους, παππούδες και γιαγιάδες που δίνουν από τη πενιχρή σύνταξη για ένα δωράκι για τα εγγόνια, γείτονες που σου προσφέρουν ακόμα ζάχαρη όταν τελειώνει , παιδιά που μεγαλώνουν μαζί στην αλάνα και νονές που κουβαλάνε ακόμα τα κόκκινα παπουτσάκια και τη λαμπάδα....

Εμείς εδώ στην Ελλάδα είχαμε πάρα πολλούς «φτωχούς» ανθρώπους που ενοχλούσαν τα ζόμπι. Λυσάξανε να μας κάνουν όλους σαν τη μούρη τους κι εμείς σαν τους βλάκες παραδοθήκαμε άνευ όρων. Αφού ξέραμε να ζούμε, να γλεντάμε, να παλεύουμε τις δυσκολίες, να σηκώνουμε κεφάλι κάθε φορά που μας πάταγαν. Αφού ήταν στη φύση μας να είμαστε ανυπάκουοι μαθητές, υπερβολικοί σε όλα. Στο τρόπου που εκδηλωνόμαστε, που μιλάμε, που περιγράφουμε, που γλεντάμε, που κλαίμε. Ένα τραγούδι, μια πρόζα όλα όσα κάναμε. Φιγούρες ενός αρχαίου δράματος. Τι ζηλέψαμε και ξεπουλήσαμε όσα κουβαλάγαμε μέσα μας?

Μετά από τη συντέλεια τη δική μας που έχει συμβεί αρκετά χρόνια πριν, όλη η σοφία που έχει απομείνει σ΄αυτό το τόπο κρύβεται σε κάτι μέρη ανυποψίαστα. Σε ανθρώπους ανυποψίαστους. Χαμένους μέσα στα ψεύτικα τα φώτα. Αν κάτι μας φυλάει ακόμα σε τούτο δω το τόπο, και μπορούμε και νοιώθουμε ποιο είναι το χάλι μας και ποια η περηφάνια μας, , είναι πως όσα είχαμε ήταν υπερβολικά. Κι όσα  και να πετάξαμε , μένει μπόλικο συναίσθημα ακόμα μέσα μας, κι ας μη βρίσκουμε τρόπο πια να κάνουμε το σωστό....

Φτωχύναμε αλλά το ξέρουμε. Το πόσο φταίξαμε και το πόσο μας έπιασαν κορόΪδο κι αυτό το έχουμε πάρει χαμπάρι. Ισως γι΄αυτό εμείς για αύριο δεν φτιάχνουμε καταφύγια. Δεν θέλουμε πια να κρυφτούμε.
 
πηγή: Vasiliskos2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου