με αφορμή ένα ταξίδι
Στο καφενείο του χωριού, απέναντι από την εκκλησία. Νάταν πρωί, νάταν
χαράματα, δεν θυμάμαι, δεν είχε αξία να θυμηθώ. Αποκρούω τις συνεχείς
απόπειρες του χρόνου μου να σωριαστεί σε μια μόνο στιγμή. Τότε που ένα
μήνυμα πάγωσε τις αισθήσεις μου.
Πληρώνω, περνώ απέναντι. Το γύρω μου στιβαγμένο σ' ένα σωρό, σκεπασμένο
με το ίδιο του χρόνου το σεντόνι. Αδιάφοροι οι τοίχοι, αδιάφορο το φώς
και ο αέρας, αδιάφορα τα πρόσωπα των ανθρώπων. Πρόσωπα ανέκφραστα, κενά,
που μοιάζουν νάχουν ρουφήξει το κενό. Ψάχνω κάτι, αρχίζει να μ' ενοχλεί
η αταίριαστη παρουσία μου.
Κάποτε τελειώνει και τούτη η διεκπεραίωση, ψίθυροι κενών λέξεων σβήνουν
τα φώτα, το τετριμμένο του αναπόφευκτου της ζωής. Άσχετο: τα τριάντα
πέντε χρόνια δεν καταμετρώνται σαν τετριμμένο ζωής. Βγαίνουμε έξω,
τραβάμε κατά το λόφο. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με τα αυτοκίνητα.
Παρατηρώ σέρνοντας από πίσω τους τα πόδια μου. Ακολουθώ την περπατησιά
των άλλων. Μα η σκέψη μου υπονομεύει την όποια αλήθειά τους που μπορεί
να φωλιάζει στο ανέκφραστο.
Και όταν φθάνουμε πάνω μια εξομολόγηση γοερή, ξαφνικά νοιώθω πως δεν
είμαι μόνος. Θάμα, θέλω να δώσω υπόσταση σε αυτές τις δυό μέρες. Μα και
στις άλλες μέρες, να πάω πίσω τέσσερα χρόνια. Όταν ένα χέρι σφικτά μου
είπε χαίρομαι που ήλθες στη ζωή του. Τώρα το ίδιο χέρι μ'
ακουμπά, όλα αποκτούν ξανά διαστάσεις. Κρύο χέρι, υγρό πρόσωπο. Μεγέθη,
σημεία, σκέψεις, λέξεις, δάκρυ αστείρευτο, χιλιόμετρα εκατόν σαράντα
μακρυά, χθές, προχθές, πριν τέσσερα χρόνια. Φέγγει τ' απόγευμα, η φύση
παρηγορεί, τα πουλιά θυμίζουν: αλλού είναι ο τόπος σας. Επιστροφή.
Σε δυό ώρες το σούρουπο στην Παρασίου. Στάση στην πολυκατοικία. Μα το χέρι που σφίγγω μένει παγωμένω, το πρόσωπο χλωμό χωρίς πια δάκρυ, ο αποχαιρετισμός μετέωρος. Μένω, να περπατήσω μόνος μου. Τα ξένα πρόσωπα των λίγων περαστικών αναθαρρεύουν του μέσα μου το ξένο. Ακατοίκητα μου μοιάζουν ξανά τα κτήρια. Γυρνώ πίσω. Η Παρασίου που έγινε Δεριγνύ και τώρα ξανά Παρασίου. Ασυναίσθητα σηκώνω το κεφάλι μου προς το διαμέρισμα. Μένει σκοτεινό, όπως πριν. Η ανυπαρξία δεν έφυγε. Χτυπώ το κουδούνι, ο χρόνος να κυλλήσει πρέπει, οι αγκαλιές ν' ανοίξουν πάλι, ν' ακουσθεί ο θρήνος. Καμμιά απόκριση. Γιατί;
Σε δυό ώρες το σούρουπο στην Παρασίου. Στάση στην πολυκατοικία. Μα το χέρι που σφίγγω μένει παγωμένω, το πρόσωπο χλωμό χωρίς πια δάκρυ, ο αποχαιρετισμός μετέωρος. Μένω, να περπατήσω μόνος μου. Τα ξένα πρόσωπα των λίγων περαστικών αναθαρρεύουν του μέσα μου το ξένο. Ακατοίκητα μου μοιάζουν ξανά τα κτήρια. Γυρνώ πίσω. Η Παρασίου που έγινε Δεριγνύ και τώρα ξανά Παρασίου. Ασυναίσθητα σηκώνω το κεφάλι μου προς το διαμέρισμα. Μένει σκοτεινό, όπως πριν. Η ανυπαρξία δεν έφυγε. Χτυπώ το κουδούνι, ο χρόνος να κυλλήσει πρέπει, οι αγκαλιές ν' ανοίξουν πάλι, ν' ακουσθεί ο θρήνος. Καμμιά απόκριση. Γιατί;
*****
πηγή: e-apenanti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου