του Γιώργου Ν. Οικονόμου (Δρ Φιλοσοφίας)
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 17ης Ιουνίου 2012 επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα του προηγουμένου κειμένου μου: αδιέξοδα στα κόμματα και στο πολιτικό σύστημα, αδιέξοδα στον ελληνικού τύπου κοινοβουλευτισμό και στο κοινωνικό σώμα.[1]
1. Πράγματι, κατ’ αρχάς αυξήθηκε αθροιστικά το ποσοστό των δύο κομμάτων (ΝΔ + ΠΑΣΟΚ = 42%),που είναι υπεύθυνα για την χρεοκοπία με την επί πολλές δεκαετίες ολέθρια διακυβέρνησή τους, οπότε θα ξανασχηματίσουν κυβέρνηση. Δηλαδή το ήμισυ περίπου των ψηφοφόρων επιβράβευσε τα κόμματα που οδήγησαν στη χρεοκοπία, πράγμα που σημαίνει πως δεν θέλει σημαντικές αλλαγές ή έχει ισχυρότατο μαζοχισμό. Σταθεροποιήθηκε επίσης η αντιμνημονιακή νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή» στο σημαντικό ποσοστό που οι Νεοέλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι της χάρισαν (7%), αφού αυτή απέδειξε και εμπράκτως πως μπορεί να κακοποιεί τη γλώσσα («εγέρθητο»), να διατάζει τους δημοσιογράφους, και όχι μόνο, ως στρατιωτάκια και να δέρνει χωρίς τιμωρία μετανάστες, διαφωνούντες, βουλευτές γυναίκες της Αριστεράς ενώπιον δημοσιογράφων, πολιτικών και τηλεθεατών, οι οποίοι μάλιστα παρακολουθούσαν τον ξυλοδαρμό ατάραχοι και με καλούς τρόπους.
Τα στοιχεία αυτά συνιστούν εγγύηση για τον ταχύτερο εκβαρβαρισμό της κοινωνίας και την μετατροπή της σε συμμορίες βιαιοπραγούντων. Επίσης το άλλο αντιμνημονιακό εθνικιστικό και κατά τα λοιπά άχρωμο κόμμα «Ανεξάρτητοι Έλληνες» διετήρησε την τέταρτη θέση με 7,5%.
Όσον αφορά τον δεύτερο νικητή των εκλογών, τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη σημαντική άνοδο του ποσοστού του (26,89%), απέδειξε πως είναι ανέτοιμος και ανίκανος να συλλάβει την κρισιμότητα της συγκυρίας και τα απαιτούμενα της αναγκαίας πολιτικής, άρα και απροετοίμαστος για κυβερνητικές ευθύνες. Το κύριο μεγάλο σφάλμα του ήταν η αλαζονεία, η αμετροέπεια των στελεχών και οι συγκεχυμένες απόψεις των συνιστωσών του, που συσπείρωσαν την Κεντροδεξιά, φόβισαν πολύ κόσμο και τον έσπρωξαν στη ΝΔ. Σε συνθήκες τεράστιας αποτυχίας και πρωτοφανούς απαξίωσης του πολιτικού συστήματος μόνο με έναν τέτοιον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός ο εθνικιστής, ο θρησκειοκάπηλος, ο λαϊκιστής, ο αναξιόπιστος, ο ανίκανος, ο ολίγιστος και επικίνδυνος Α. Σαμαράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ διανύει την εφηβική του περίοδο ανάπτυξης, η οποία ως γνωστόν χαρακτηρίζεται από ορμονικές εξάρσεις και συνεπώς χρειάζεται κάποιο διάστημα ωρίμανσης. Ίσως με άλλα μετριοπαθή στελέχη, σοβαρότερο λόγο και χωρίς μετωπική σύγκρουση με την Ευρώπη και όλο τον κόσμο να ήταν πρώτο κόμμα. Η κοινωνία πάντως έδειξε πως δεν είναι έτοιμη για νέες περιπέτειες με άγνωστη έκβαση και αδιέξοδη προοπτική, που υποδηλώνονται και από σημαίες με κομμουνιστικά σφυροδρέπανα, που πλαισίωναν τον Α. Τσἰπρα, και τα οποία η ίδια η Αυγή λογόκρινε.[2]
Τα αδιέξοδα αυτά συμβαδίζουν με, και προέρχονται από, τη μεγάλη ασθενή, την κοινωνία, η οποία διχασμένη, απροσανατόλιστη, λεηλατημένη και σε κατάσταση απελπισίας παραμένει δέσμια μεσσιανικών αντιλήψεων σωτηρίας, βυθιζόμενη στη βία, στη μισαλλοδοξία, στην οικονομική μιζέρια, στην πολιτισμική αποχαύνωση και την πολιτική εξαθλίωση. Είναι σαν να μη θέλει να εξέλθει από την παρακμή και έχει αφεθεί στους δημίους της με αρκετή δόση αυτοκαταστροφής και μαζοχισμού. Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο για μία κοινωνία βαθύτατα συντηρητική, ξενοφοβική, εθνικιστική και χριστιανή ορθόδοξη στην πλειονότητά της – χαρακτηριστικά που οδηγούν ταχέως στον εκβαρβαρισμό της.
2. Τα εκλογικά αποτελέσματα δηλώνουν ευκρινώς ότι δεν έχει γίνει συνείδηση πως κανένα κόμμα ή συνεργασία κομμάτων, κανείς πολιτικός δεν έχει τις δυνάμεις, τη θέληση και τις ικανότητες να βγάλει την κοινωνία από την παρακμή στην οποία βρίσκεται. Ούτε ο Σαμαράς και η Μπακογιάννη, ούτε ο Βενιζέλος και ο Τσίπρας, ούτε κανείς άλλος είναι ικανός να λύσει τα προβλήματα της κοινωνίας. Αντιθέτως, το αδιέξοδο, η δεινή κατάσταση και η παρακμή στην οποία βρίσκεται η χώρα δηλώνονται και από το ολίγιστον των προσώπων αυτών, των αντίστοιχων κομματικών σχηματισμών τους και από το ότι η κοινωνία είναι υποχρεωμένη να επιλέξει έναν από αυτούς. Άλλωστε ένας δείκτης της πολιτικής και κοινωνικής παρακμής είναι το γεγονός πως έγιναν πρωθυπουργοί άτομα ανίκανα και ολίγιστα όπως ο Κ. Καραμανλής Β΄, ο Γ. Α. Παπανδρέου και ο Α. Σαμαράς.
Έχει δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση στην κοινωνία πως τα κόμματα μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, πως έχουν δυνάμεις και θέληση για ουσιαστική αλλαγή, πως, επί πλέον, αυτός είναι και ο μόνος δρόμος. Όμως η χρεοκοπία και η γενικευμένη παρακμή διαψεύδουν αυτή την αντίληψη και αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο: το μόνο για το οποίο τα κόμματα είναι ικανά είναι το συμφέρον το δικό τους, των ανωτέρων τάξεων και η καταστροφή της χώρας. Όποιος δεν θέλει ή δεν μπορεί να δει αυτή την αλήθεια σημαίνει πως είτε έχει άμεσο προσωπικό συμφέρον από την κομματοκρατία είτε πάσχει απο στρουθοκαμηλισμό. Όλα τα ρολόγια της χώρας δείχνουν μεσάνυκτα, αλλά η κοινωνία δεν θέλει να τα δεί.
Το έργο της «σωτηρίας» υπερβαίνει τις συνήθεις κομματικές δυνάμεις και μάλιστα νεοελληνικής κοπής με τα γνωστά εγγενή και άλυτα προβλήματα. Διότι πρέπει να αλλάξουν όλα όσα έχουν αποτύχει, και έχουν αποτύχει όλα: το κοινωνικό, το διοικητικό και το πολιτικό σύστημα, το παρασιτικό μοντέλο οικονομίας, παραγωγής και διανομής. το πελατειακό κράτος, η διαφθορά, ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, οι πανίσχυρες συντεχνίες. επίσης οι αξίες, οι συνήθειες, οι νοοτροπίες, οι σημασίες, οι συμπεριφορές, οι εθνικιστικές ιδεολογίες, οι θρησκευτικές ιδεοληψίες, οι δομές, οι θεσμοί που κατάγονται από πολύ παλιά και έχουν βαθειές ρίζες, τις οποίες τα κόμματα ποτίζουν επί δεκαετίες αντί να ξεριζώνουν. Οι καινούριες κατασκευές δεν γίνονται με ημίμετρα και δευτερεύουσες μεταρρυθμίσεις, όπως λ.χ. μείωση του αριθμού των βουλευτών και των προνομίων τους, κατάργηση της υπουργικής και βουλευτικής ασυλίας, απλή αναλογική, προεδρικό σύστημα κ.ά, που καθ’ αυτά δεν είναι άσχημα, αλλά δεν αρκούν. Ούτε το καινούργιο θα προκύψει από την κομματοκρατία, από τους κατεδαφιστές της Κεντροδεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας ούτε από μαθητευόμενους μάγους της Αριστεράς. Τελευταία απόδειξη η κυβέρνηση συνεργασίας των τριών κομμάτων, με σαράντα μέλη (!), η οποία ανέδειξε όλη την κομματική μπόχα της ΝΔ και του Α. Σαμαρά.
3. Το έργο της εξόδου από την γενικευμένη παρακμή είναι έργο τιτάνιο, αφού πρέπει να ανοικοδομηθεί μία κοινωνία εκ του μηδενός, στην κυριολεξία. Πράγματι, όλα έχουν καταρρεύσει, όλα είναι απέραντοι ερειπιώνες: οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, ηθικοί. Το έργο της ανοικοδόμησης μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί και να περαιωθεί μόνο από το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων, από την κινητοποίηση όλων των παραγωγικών τομέων, σε όλους τους χώρους, επαγγελματικούς, εργασιακούς, πανεπιστημιακούς, σχολικούς, στα χωριά, στις πόλεις, στις συνοικίες. Αλλά θα πρέπει οι δυνάμεις αυτές να δραστηριοποιηθούν, να αποκτήσουν συνείδηση, φωνή και χώρο δράσης. Αυτό όμως προϋποθέτει αποδυνάμωση των κομμάτων και απεξάρτηση από αυτά, διότι εάν η ίδια η κοινωνία θέλει να γίνει φορέας της αλλαγής, τα κόμματα καθίστανται περιττά, επιζήμια και εμπόδια.
Βεβαίως αυτά είναι απίθανο να αυτοκαταργηθούν, οπότε θα πρέπει η ίδια η κοινωνία να τα αποδυναμώσει με την ίδια της την πράξη, στην πράξη. Απαιτείται όμως προς τούτο συνείδηση της κρίσιμης κατάστασης και ταυτοχρόνως υπέρβαση του εαυτού της ως παθητικού θεατή και ακροατή, ως καταναλωτή προτάσεων και ιδεολογημάτων, ως απλού ψηφοφόρου που ρίχνει το χαρτί στην κάλπη και μετά απέρχεται οίκαδε, στον ιδιωτικό ή κομματικό χώρο. Αυτό συνιστά και τον ετεροπροσδιορισμό, την ετερονομία της κοινωνίας, στην οποία αποβλέπουν όλα τα κόμματα μηδενός εξαιρουμένου. Διότι προβάλλουν τον εαυτό τους ως τον μόνο ικανό να προτείνει «λύσεις» και να κυβερνήσει, ενώ οι άνθρωποι παρουσιάζονται ως ανίκανοι να καταλάβουν και να λύσουν τα προβλήματά τους, άρα πρέπει αυτοί να αποποιηθούν τον εαυτό τους και να τον παραχωρήσουν στα κόμματα και στους αντιπροσώπους. Το κόμμα και ο αντιπρόσωπος καταργούν τον «αντιπροσωπευόμενο» και τον πολίτη, όπως διείδε στους Νέους Χρόνους ο Ζ. Ζ. Ρουσσώ και στους νεώτερους ο Κ. Καστοριάδης και άλλοι στοχαστές.
Πράγματι, στα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν υπάρχουν πολίτες. Έχουν καταντήσει ψηφοφόροι, οπαδοί, τηλεθεατές, καταναλωτές, ακροατές πράξεων και θεατές λόγων, άτομα απομονωμένα και ανίσχυρα. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται πολίτες, αλλά γίνονται. Γίνονται με τον αυτόνομο πολιτικό αγώνα τους, με την άμεση συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Πολίτες δεν γίνονται με την παθητική συμμετοχή τους στη μεγίστη πράξη της ετερονομίας που είναι οι εκλογές του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Ο homo politicus και ο homo democraticus δεν είναι ο ψηφοφόρος, ο θεατής και ο οπαδός κόμματος. Αρχή άνδρα δείξει, έλεγαν οι Αρχαίοι – δηλαδή, το αξίωμα, η εξουσία αναδεικνύει τον πολιτικό και τον πολίτη. Αλλά και η συλλογική διαβούλευση.
Αντί δηλαδή η κοινωνία να συμπεριφέρεται ως εκλογικό σώμα κινούμενη προς την κάλπη θα πρέπει να συμπεριφερθεί ως πολιτικό σώμα, ως σώμα πολιτών και να κινητοποιηθεί προς τον δημόσιο χώρο, να επανακτήσει ή μάλλον να επαναδημιουργήσει τον δημόσιο πολιτικό χώρο, όπως έκανε τον Νοέμβριο 1973 στο Πολυτεχνείο και τον Μάιο 2011 στις πλατείες της χώρας με τις λαϊκές συνελεύσεις για άμεση δημοκρατία. Οι κοινωνικές συλλογικότητες στον αγώνα τους για μία καινούρια θέσμιση, με συνελεύσεις και γνήσια δημοψηφίσματα από τα κάτω, θα εξασφαλίσουν την ουσιαστική ενημέρωση και πληροφόρηση για τις πραγματικές συνθήκες του οικονομικού, πολιτικού-κοινωνικού βίου και τη διαφάνεια, θα αποκτήσουν πείρα, γνώση και ικανότητες.
Με αυτόν τον τρόπο συγκροτείται άλλωστε το πολιτικό υποκείμενο «λαός». Διότι ο «λαός» που επικαλούνται όλα τα κόμματα είναι μία αφηρημένη ασαφής έννοια, την οποία χρησιμοποιεί έκαστος κατά το δοκούν. Κατ’ αρχάς ο «λαός» δεν είναι κάτι αγνό και αναμάρτητο ούτε κάτι ενιαίο. Αποτελείται από στρώματα και τάξεις που έχουν αντίθετα συμφέροντα, τα οποία προσπαθούν να εξασφαλίσουν με κάθε «θεμιτό» μέσον (νόμους, δικαστική εξουσία, γνωριμίες στο κοινοβούλιο, στον κρατικό, κυβερνητικό και κομματικό μηχανισμό). Επίσης χρησιμοποιούν και αθέμιτα μέσα – κυρίως στην ελληνική πραγματικότητα (πελατειακές σχέσεις, διαφθορά, ρουσφέτια) -, όπως έχουν δείξει τα μεγάλα και μικρά σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών τα οποία επί πλέον έχουν μείνει αδιερεύνητα και ατιμώρητα. Φυσικά τα μεγάλα συμφέροντα και τα ανώτερα στρώματα έχουν περισσότερες και ευκολότερες προσβάσεις στην ολιγαρχική εξουσία, από ότι τα κατώτερα και μεσαία. Από την άλλη ο «λαός» δεν δημιουργείται στην κάλπη. Γίνεται πολιτικό υποκείμενο και πολιτική δύναμη μόνο όταν τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα αποφασίζουν να δράσουν για λογαριασμό τους – και για λογαριασμό αναγκαστικώς όλης της κοινωνίας -, και όχι όταν αφήνονται να δρουν κάποιοι άλλοι εν ονόματί τους.
Μόνο στην περίπτωση αυτή η κοινωνία μπορεί και πρέπει να διαβουλευθεί για το τι θέλει, τι όραμα έχει για το μέλλον ή εν πάση περιπτώσει τι όραμα θέλει να αποκτήσει. τι πολίτευμα, τι θεσμούς, τι αξίες, τι έχει σημασία γι’ αυτήν. Αυτά είναι τα βασικά πολιτικά ζητήματα και όχι το τί θα ψηφίσουμε. Αυτά πρέπει να ξεκαθαρισθούν, καθώς και μία σειρά άλλων ζητημάτων και εννοιών, διότι το πρόβλημα, όπως είπα, δεν είναι μόνο οικονομικό και πολιτικό αλλά κυρίως θεσμικό, πολιτισμικό και κοινωνικό. Πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων το σύστημα, να γίνουν θεσμικές, πολιτικές και συνταγματικές αλλαγές, προς ένα δημοκρατικό πολίτευμα, από την ίδια την κοινωνία, με τον αδιαμεσολάβητο αγώνα της. Ο σημερινός χρόνος είναι αρκετά σύντομος, πυκνός, πιεστικός και γρήγορος. Κάθε ημέρα που παρέρχεται χωρίς την αυτοοργάνωση, τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτόνομη δράση της κοινωνίας είναι ένα ακόμη βήμα προς την καταστροφή. Εάν τα προαπαιτούμενα που ανέφερα πριν φαίνονται αδύνατα, τότε είναι αδύνατη η «σωτηρία» και η έξοδος από την παρακμή, και άρα η μόνη δυνατή κατάσταση είναι η διαμονή στους θλιβερούς ερειπιώνες που η ίδια η κοινωνία, με την εμπιστοσύνη της στα κόμματα, στους πολιτικούς και στις ιδεολογίες, επέτρεψε να γίνουν. Οι ιστορικοί του μέλλοντος δεν θα ασχολούνται μόνο με τα αρχαιοελληνικά ερείπια, αλλά και με τους νεοελληνικούς οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς ερειπιώνες.
Το μόνο παρήγορο των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι πως η αποχή αυξήθηκε (37,5%), πράγμα που σημαίνει πως περισσότερος κόσμος αρνείται να συμμετάσχει στο θέαμα και στην κοροϊδία των εκλογών και κατά συνέπεια στη νομιμοποίηση του επικίνδυνου παιγνιδιού των κομμάτων. Διότι ξέρει πολύ καλά πως οι εκλογές ωφελούν μόνο τα κόμματα, τους βουλευτές, τους οικείους, την οικονομική ολιγαρχία και κανέναν άλλον. Πάντως αυτό το σημαντικό μέρος του πληθυσμού προς το παρόν δεν παίζει άμεσο πολιτικό ρόλο, αλλά είναι ένας εν δυνάμει δημιουργικός παράγοντας, και είναι άλλωστε ο μόνος.
[1] Bλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Τα αδιέξοδα των κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού», Πολίτες, αρ. 38, Μάιος 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου