του
Αντώνη
Αγγελή
Οι
απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις,
οι συγκρούσεις με την αστυνομία, οι
συμπλοκές με τα ΜΑΤ, το σπάσιμο και το
κάψιμο τραπεζών, διοικητικών κτηρίων
και καταστημάτων άρχισαν να εντείνονται
και θα κλιμακωθούν ακόμη περισσότερο
τώρα, μετά την ψήφιση του 3ου
μνημονίου και εν όψει του Δεκέμβρη. Μαζί
μ’ αυτά βέβαια θα αναπτυχθούν και πάλι
οι ρητορικές που θα καταδικάζουν τη βία
απ’ όπου κι αν προέρχεται. Οι πολιτικοί
θα παρελάσουν στα τηλεοπτικά παράθυρα,
οι στήλες των εφημερίδων και τα διάφορα
μπλογκς θα ξεχειλίσουν από άρθρα και
όλοι και όλα θα πρεσβεύουν ευθαρσώς
«καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν
προέρχεται». Το εύλογο ερώτημα όμως, το
οποίο δημιουργείται και το οποίο θα
παραμείνει αναπάντητο, είναι κι από πού
προέρχεται η βία;
Δε
νομίζω βέβαια να θεωρεί κανείς απάντηση
την ίδια την τοποθέτηση-δήλωση-καταδίκη,
που παρότι μπορεί να εκφράζει περισσότερους
ή λιγότερους από τους πολίτες, δεν παύει
να είναι εξαιρετικά αφοριστική. Κάτω
από τέτοιους αφορισμούς κρύβονται και
καλλιεργούνται τραγικές γενικεύσεις,
που αποσπούν βίαια τη λειτουργικότητα
των εννοιών, οι οποίες θα μπορούσαν να
αποτελέσουν βασικά εργαλεία προσέγγισης,
ανάλυσης, αναθεώρησης και ερμηνείας
της κοινωνικό-πολιτικής πραγματικότητας.
Η ρητορική λοιπόν, που καταδικάζει τη
βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι η
ίδια βίαιη και γίνεται ακόμα βιαιότερη,
όταν λαμβάνει τη μορφή συνθήματος και
επαναλαμβάνεται συστηματικά από τους
θιασώτες του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού
κράτους.
Ωστόσο,
θα μπορούσε εδώ κανείς να υποστηρίξει,
πως η βία των ρητορικών, των αφορισμών
και των γενικεύσεων εντάσσεται περισσότερο
μέσα σ’ ένα πλαίσιο θεωρητικής και
εννοιολογικής ερμηνείας, σε ένα πλαίσιο
φιλοσοφικού, κοινωνιολογικού και
γλωσσολογικού στοχασμού, παρά άπτονται
της κοινωνικής πραγματικότητας, της
βιούμενης-υλικής πραγματικότητας, και
πως η βία των αναρχικών, των αριστερών,
των διαδηλωτών, των φασιστών, είναι
πραγματικότητα χειροπιαστή, ενώ η βία
των ρητορικών αφηρημένη και ακαθόριστη.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα, σ’
αυτή τη σύγχυση. Πράγματι, δε μπορώ να
συγκρίνω τη μία βία με την άλλη. Αν όμως
καταλήγω στο ότι δε μπορώ να τις συγκρίνω,
αυτό δείχνει ότι έχω καταλήξει στο εν
λόγω πόρισμα έπειτα από μία προσπάθεια
σύγκρισης, έχω εντοπίσει τις διαφορές
και έχω προβεί σε μια διάκριση, σε μια
τέτοια διάκριση που μου απαγορεύει να
συνοψίσω, ή αν θέλετε καλύτερα να
μπουζουριάσω κάτω από τον όρο βία κάθε
έκφρασή της. Επίσης, για να οδηγηθώ σε
μια τέτοια διάκριση, χρειάστηκε να
στηριχτώ σε μια νοητική διεργασία, η
οποία για να λειτουργήσει χρησιμοποιεί
αφηρημένες έννοιες που καθιστούν
αντιληπτή και νοηματοδοτούν την
πραγματικότητά μου. Αυτή η αναγκαία
διάκριση, που προϋποθέτει την κρίση,
είναι που απουσιάζει από τη βίαιη,
αφοριστική, γενίκευση της
ρητορικής-συνθηματολογίας «καταδικάζω
τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Το
ζήτημα όμως δεν είναι η περισσότερο ή
λιγότερο αφηρημένη ή συγκεκριμένη
θεώρηση της βίας, αλλά το κατά πόσο το
αφηρημένο επηρεάζει το συγκεκριμένο
και επηρεάζεται απ’ αυτό. Οι κυρίαρχοι
ηγεμονικοί λόγοι και οι ρητορικές
βρίσκονται σε μια μόνιμη αλληλόδραση
με την πραγματικότητα. Κατοπτρίζουν
ιδεολογίες, διαρθρώνουν πεποιθήσεις,
αναπαράγουν αντιλήψεις, αναπαριστούν
την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά
εξίσου κατοπτρίζονται από ιδεολογίες,
διαρθρώνονται από πεποιθήσεις,
αναπαράγονται από αντιλήψεις και
αναπαρίστανται από την πραγματικότητα.
Οι λόγοι και οι ρητορικές έχουν λοιπόν
τη δύναμη να σχηματίσουν και να
σχηματιστούν από την κοινωνική
πραγματικότητα. Για παράδειγμα, πριν
λίγους μήνες, με αφορμή τις ρατσιστικές
επιθέσεις της φασιστικής συμμορίας της
Χρυσής Αυγής σε μετανάστες, ζητήθηκε
από τους βουλευτές όλων των κομμάτων
να ψηφίσουν κατά της βίας, της βίας
αδιάκριτα, της όποιας βίας. Τα αριστερά
κόμματα (εξαιρώ τη ΔΗΜ.ΑΡ., ακόμη κι αν
δεν ψήφισε, γιατί μιλώ για συνεπή
Αριστερά) δεν ψήφισαν και η αντίδραση
ήταν άμεση, «δηλαδή η αριστερά στηρίζει
τη βία;». Όχι, αντίθετα, όσοι ήταν πρόθυμοι
να ψηφίσουν στήριζαν και στηρίζουν τη
βία. Αυτήν την ψήφο καταδίκης της βίας,
σύσσωμη η αριστερά θα την έδινε, αν ήταν
ξεκάθαρο για ποια βία επρόκειτο και
συγκεκριμένα τη ρατσιστική-φασιστική
βία. Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, δεν υπήρξε
διευκρίνιση, ούτε επιχειρήθηκε ξανά το
εν λόγω ψήφισμα τροποποιημένο. Αν
πραγματικά ήθελαν την καταδίκη αυτής
της βίας, γιατί δεν προέβησαν ποτέ σε
κάτι τέτοιο; Αυτό το γιατί αλλά και όλη
η διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος,
αν δεν ήταν απλά ένα πολιτικό παιχνίδι,
ήταν η αισχρή πραγμάτωση μιας ρητορικής
και ενός λόγου που εξισώνει κάθε μορφή
αντίδρασης, ανεξαρτήτως κινήτρων και
σκοπών, κάτω από το γενικευτικό όρο βία.
Το
τραγικότερο βέβαια είναι ότι αυτή η
εξουσιαστική παραδοχή του δόγματος
«καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν
προέρχεται» δεν πάει ποτέ μόνη της.
Αντίθετα, συνοδεύεται πάντα από μια
εξαίρεση: «μόνο το κράτος έχει δικαίωμα
να ασκεί βία». Μέσα στα πλαίσια της
νομιμοποιημένης αυτής κρατικής βίας
δίνεται το περιθώριο στο κράτος,
αξιοποιώντας την αφηρημένη βιαιότητα
της αυθαιρεσίας και της αδιακρισίας,
να χαρακτηρίσει εξίσου βίαιη μια
διαδήλωση, μια απεργία, μια κατάληψη
και να προβεί στην άμεση καταστολή της.
Κάπως έτσι οι διεκδικήσεις για βασικά
δικαιώματα και για αξιοπρέπεια
εμφανίζονται να είναι παράνομες. Όχι;
Αν είναι έτσι, τότε γιατί σε κάθε
διαδήλωση, σε κάθε απεργιακό χώρο και
κάθε κατάληψη υπάρχει αστυνομική δύναμη;
Για να μη γίνουν έκτροπα; Σωστά, οι
τακτικές της αστυνομίας το έχουν
πιστοποιήσει αυτό πολλές φορές. Η
παρουσία και μόνο της αστυνομίας αποδίδει
a
priori
μια ταυτότητα στους διαδηλωτές, τους
απεργούς, τους καταληψίες. Είναι όλοι
δυνάμει ύποπτοι για διατάραξη της τάξης.
Αυτή η τάξη, όμως, που προστατεύουν,
παράγει κοινωνική ανισότητα, ταξικές
διαφορές, ανεργία, φτώχεια, εξαθλίωση,
αναξιοπρέπεια. Από τη στιγμή λοιπόν που
το κράτος ως πολυδιάστατος συστημικός
μηχανισμός διαμορφώνει τις προϋποθέσεις
βίαιων εξάρσεων και κοινωνικών εντάσεων,
καθίσταται πράγματι η εξαίρεση που
υποθάλπει, καλλιεργεί, δυναμιτίζει και
πυροδοτεί «τον κανόνα» της βίας.
Η
επαίσχυντη ασυνειδησία, όσων υποστηρίζουν
την καταδίκη κάθε βίαιης έκφρασης,
οδηγεί σε μια εξίσωση της βίας, που εκ
πρώτης μπορεί να μη φαίνεται τραγική,
αλλά ουσιαστικά είναι και τραγική και
πολύ επικίνδυνη. Στη σαθρή και υποτυπώδη
σκέψη τους δεν υπάρχει δυνατότητα
διάκρισης των εκκινήσεων και των σκοπών
μιας βίαιης δράσης. Έτσι, το σπάσιμο
μιας τράπεζας, μιας δημόσιας υπηρεσίας,
ενός μεγάλου εμπορικού καταστήματος,
η συμπλοκή με τις δυνάμεις καταστολής,
κτλ, είναι γι’ αυτούς μια ενστικτώδης
έκφραση οργής για το τίποτα. Αυτή η
τυφλότητά τους, που εκκινεί από τη
θεσμολάγνα συστημική χώνεψή τους, δεν
τους επιτρέπει να δουν πως αυτά τα
σύμβολα παράγουν και αναπαριστούν στο
χώρο μια καλά εγγεγραμμένη συστημική
βία, η οποία γεννά τις προϋποθέσεις για
την αντιβία των εξεγερμένων. Κατά
συνέπεια, με αυτή την άθλια συλλογιστική
καταλήγουν να εξισώνουν, να ταυτίζουν
τη δυναμική-βίαιη διεκδίκηση της
αξιοπρέπειας με την αναξιοπρέπεια της
ρατσιστικής-φασιστικής βίας. Με αυτόν
τον τρόπο όμως, αποδίδουν την αίγλη της
επαναστατικότητας σε φασιστικές
πρακτικές και ενισχύουν πεποιθήσεις
περί εθνικής απελευθέρωσης και άλλες
εθνικιστικές αθλιότητες. Δεν είναι
απίθανο λοιπόν στην αντίληψή τους ο
Μπακούνιν να χαιρετά φασιστικά, ο Τσε
να φορά τη σβάστικα για περιβραχιόνιο
και ο Ντουρούτι να έχει τατουάζ των ss.
Ωστόσο,
θεωρούν επίσης πως η βία γεννά τη βία.
Για την ακρίβεια, η ανάγκη τους να
καταδικάσουν αδιάκριτα κάθε βία,
προκύπτει από αυτή την παραδοχή. Εδώ
είναι που η ανοησία τους φτάνει στο
ζενίθ. Αν καταδικάζουν τη βία απ’ όπου
κι αν προέρχεται, επειδή η βία γεννά τη
βία, διαταράσσει την κοινωνική αρμονία
και καταλύει τη δημοκρατία, πώς γίνεται
να υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπάρχει
μια κάποια μορφή βίας και συγκεκριμένα
η κρατική; Πράγματι, είναι παράφρονες,
αν υποστηρίζουν πως η κρατική βία είναι
αναγκαία για τη διασφάλιση της κοινωνικής
αρμονίας και της ασφάλειας των πολιτών
και του πολιτεύματος. Αντίθετα, μου
φαίνεται πιο λογικό, πως όσο υπάρχει
κρατική-συστημική βία, η αντιβία, που
θα προασπίζει τα δικαιώματά μας και την
αξιοπρέπειά μας, θα είναι απαραίτητη.
Από την άλλη, θεωρώ πιο λογικό «να
τσακίσουμε τη βία, από κει που πραγματικά
προέρχεται», ώστε να διαλύσουμε τις
προϋποθέσεις, που αφήνουν να αναπτυχθούν
αφοριστικές, γενικευτικές, βίαιες
ρητορικές και λόγοι, να διαλύσουμε εν
τέλει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της
βίας.
πηγή: Εφημερίδα "Δράση"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου