Ανέβαινε με αργό βήμα την εξωτερική σκάλα.
Το βαρύ του περπάτημα μιλούσε κι έλεγε πως κάποια καταχνιά στριμώχτηκε μες στα πνευμόνια του.
Στριμώχτηκε και χώρεσε κάπου ανάμεσα στους καπνούς του τσιγάρου του που αργόκαιγε ξεχασμένο πάλι στο χέρι του.
Τον ρωτούσαν τι έχει, μα εκείνος αποκρινόταν πως όλα πηγαίναν κατ' ευχήν.
Δεν τα μοιράζόταν.
Όχι από καλό, μην τυχόν και βαρύνει και τους άλλους με τα δικά του βάσανα.
Όχι! Μα για να ξεχνιέται ο ίδιος και για να μην τον κοιτάζουν με οίκτο.
Για καλό δικό του τα κρατούσε μέσα του.
Σαν κάποια μέρα να θέλησε κάπου να πει τα βάσανά του.
Με λίγο κρασί οι γλώσσες λύνονται.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα πάλι αργά με το βαρύ του βήμα.
Κι έφτασε αργά-αργά στα αυτιά που τον περιμέναν.
Και άρχισε να ιστορεί.
Μα πού τα έλεγε;
Όπου κι αν τα έλεγε, είχαν να του πουν άλλες τόσες ιστορίες δικές τους.
Όταν τέλειωνε τη δική του ιστορία, δεν σταματούσαν να τη σχολιάσουν, μα προλάβαιναν κι οι άλλοι κι αρχινάγανε τις δικές τους.
Παράλληλοι μονόλογοι.
Ο πόνος δε μοιράζεται, μα εξιστορώντας πολλαπλασιάζεται.
Πού να βρει την κάθαρση κανένας;
Πήγε να εξομολογηθεί μπας και τα πει κι αυτός κάπου.
Μα δεν πήγε σε Θεούς να τα διηγηθεί.
Καθώς οδηγούσε, μιλούσε δακρυσμένος στο τιμόνι.
Έλεγε, έλεγε, έλεγε... και πόσα δεν είπε!
Και το τιμόνι αντιδρούσε στριφογυρνώντας στις στροφές.
Σα να του απάνταγε "έτσι να αποφεύγεις κι εσύ τα εμπόδια"!
Κάποια στιγμή ξύπνησε από τον ονειρώδη λήθαργό του.
Όχι, δεν πετάχτηκε ούτε φορτηγό ούτε δέντρο μπροστά.
Οδηγούσε σχεδόν μηχανικά, έτσι κι αλλιώς, την ίδια και τη ίδια διαδρομή.
Μόνο το ραδιόφωνο ξαφνικά σα να βρήκε ξαφνικά σήμα και να δυνάμωσε ξυπνώντας τον από τον ωραίον ύπνο της ψυχανάλυσης.
Αφού ξύπνησε, συνέχισε να οδηγά κανονικά.
Γύρισε σπίτι πάλι ξεκούραστος μα φορτωμένος τόσα και τόσα στις πλάτες του.
Δεν είχε πού να τα ακουμπήσει.
Οι καναπέδες, οι πολυθρόνες και τα τραπεζάκια δεν τα χώραγαν.
Ούτε η καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του. Είχε έτσι κι αλλιώς τόσα πεταμένα ρούχα πάνω.
Καθώς επέταξε και τα ρούχα της ψυχής του, ξάπλωσε γυμνός κι αντίκρυσε τα κομμάτια του.
Άναψε το πορτατίφ και έκλεισε τα μάτια.
Έβλεπε εκείνο το μικρό να τρέχει γυμνός μες στα λιβάδια, να τον τσιμπούν οι τσουκνίδες και να μη σταματά το γέλιο και το τρέξιμο.
"Τσουκνίδες είναι και τσιμπάνε" του φώναζε μια άγια φωνή, κάθε που έπαιρνε θέση να δακρύσει.
και συνέχιζε το τρέξιμο στο λιβάδι. "Δεν μπορεί κάπου θα 'ναι ο κρυμμένος θησαυρός" έλεγε και συνέχιζε να τρέχει ανέμελα μες στο λιβάδι.
Κι οι μέλισσες κι οι σφήκες ζουζουνίζανε γύρω απ' το κεφάλι του, αλλά αυτός συνέχιζε δίχως να φοβάται το κεντρί.
Τι άλλαξε και τώρα φοβάται;
Γιατί τώρα πια δε χαμογελά, μα κλαίει, αναστενάζει κι ανάβει βαριά τσιγάρα κάθε που τον τσιμπάνε οι τσουκνίδες;
Τι τρέχει και τώρα πια το χαμόγελο μόνο το θυμάται και το δάκρυ μόνο ζει;
Με κλειστά τα μάτια ξανακοίταξε το γυμνό εαυτό του.
Έσβησε μηχανικά το πορτατίφ.
Και καθώς γύριζε πλευρό έσκασε ένα χαμόγελο και ψιθύρισε:
"Η ζωή είναι με το μέρος μας"!
Και ξύπνησε χαμογελώντας.
Και κατέβηκε πεταχτά τη σκάλα...
πηγή: τοίχο - τοίχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου