Γράφει ο Νίκος Βασιλόπουλος
Η φωνή γυναικεία, μεταλλική, στεγνή, ηχογραφημένη
ακούστηκε στο βαγόνι του μετρό: «παρακαλώ προσέχετε τα προσωπικά σας
αντικείμενα». Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξανά η ίδια φωνή με
προφορά βγαλμένη από μαθήματα λίνγκουαφον
«pleasewatchoutyourpersonalbelongings» για να δώσει και στον αγγλόφωνο
πληθυσμό του μετρό την προειδοποίηση.
Τον τελευταίο καιρό είχε πολλαπλασιαστεί η συχνότητα
μετάδοσης του ηχογραφημένου μηνύματος και ο Α. μετρούσε την
περιοδικότητα του. Δεν ήταν ανά δυο σταθμούς όπως αρχικά νόμιζε, αλλά
μεταδιδόταν σε συγκεκριμένους. Μοναστηράκι, Ευαγγελισμός, Πανόρμου,
Πανεπιστήμιο, Ομόνοια, Μεταξουργείο, Αττική. Εκεί που έπιανε στόχο. Εκεί
που «η εγκληματικότητα είχε τριπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια», «εκεί
που οι λαθρομετανάστες είναι ανεξέλεγκτοι» όπως διάβαζε και άκουγε κάθε
μέρα στον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο. Εγκληματικότητα, παραβατικότητα,
στο μυαλό του οι πληροφορίες έπεσαν όλες μαζί, όπως όταν έδινε μάθημα
στη σχολή παλιά:
«Εγκληματικότητα ονομάζεται το σύνολο των αξιόποινων
πράξεων που αποδοκιμάζονται ειδικότερα από τους ποινικούς νόμους. Η
Εγκληματικότητα προσδιορίζεται τοπικά, χρονικά, σε μέγεθος, δομικά,
εξελικτικά. Τα στοιχεία που την προσδιορίζουν είναι συνήθως οι
αστυνομικές στατιστικές καθώς και αυτές που προκύπτουν από τα ποινικά
δικαστήρια ή και άλλους δημόσιους φορείς ή μη κυβερνητικούς
οργανισμούς.»
Ικανοποιημένος που το μυαλό του ανέσυρε ακόμα τόσο
δομημένες τις συσσωρευμένες πληροφορίες ο Α. άρχισε να σκέφτεται λίγο
περίεργα, οπτικοποιώντας τις σκέψεις του μπροστά του, σαν να βλέπει
σινεμά. Μια γιαγιά που της κλέβουν το πορτοφόλι. Ο κλέφτης παραβαίνει το
νόμο, η γιαγιά φρικάρει (μπορεί να πάθει και συγκοπή), ο κλέφτης όμως
εκεί μέσα ίσως βρει τα φράγκα για το φαγητό μιας βδομάδας, αν υποθέσουμε
οτι τρώει πάνω από δυο φορές την εβδομάδα. Κι η γιαγιά ρε φίλε όμως δεν
έχει άλλα φράγκα. «Βέβαια θα μου πεις…» απευθύνθηκε στον εαυτό του «δεν
κλέβουν όλοι για να φάνε». Του ακούστηκε τόσο κλισέ που σιχάθηκε την
ίδια του τη σκέψη. «Όχι μαλάκα! Αν κλέβανε για χαϊλίκι θα κλέβανε χοντρά
πορτοφόλια, τράπεζες, θα γίνονταν κυριλέδες, σαν εκείνη την ταινία την
Υπόθεση Τόμας Κράουν» ξανασκέφτηκε «ή σαν τη ζωή του Ωνάση και του
Βαρδινογιάννη» συμπλήρωσε ικανοποιημένος που διόρθωσε τελικά τη σκέψη
του.
Με τα ακουστικά στ’ αφτιά να τον δαιμονίζουν με
σκληρή μουσική και να κόβουν τους πολλούς ήχους από το περιβάλλον -ήταν
εκείνα τα καινούρια με τη σιλικόνη που μοιάζουν με ωτοασπίδες- ο Α.
γύρισε ενστικτωδώς και άρχισε να περιεργάζεται τον κόσμο στο βαγόνι γύρω
του. Πλησίαζε στον σταθμό Αττική. Στο άκουσμα του μηνύματος έψαξε με το
μάτι αντιδράσεις. Δεν έπεσε έξω. Μια κυρία, από αυτές που θα
χαρακτήριζε κανείς γεροντοκόρη αν ήθελε να είναι κακός, έσφιξε την
τσάντα πάνω της, ένας άλλος δήθεν χαλαρός τυπάκος με πουκάμισο και
καδένα στο λαιμό ψαχούλεψε το πορτοφόλι στην κωλότσεπη, μια πιτσιρίκα με
φλούο σορτσάκι έπιασε με τα δυο χέρια το πανάκριβο κινητό της. Ο Α.
στεκόταν στη μέση του βαγονιού όρθιος. Είχε μια τσάντα στην πλάτη και τα
ακουστικά στ’ αφτιά. Είχε εκείνο το πανάκριβο μαραφέτι στην τσέπη που
χωρούσε άπειρη μουσική -δώρο του αδερφού του, αυτός δεν θα έσκαγε εκατό
ευρώ και βάλε γι’ αυτό- και άρχισε πάλι να σκέφτεται.
«… τα προσωπικά σας αντικείμενα…» Τί είναι
αντικείμενο ξέρει, τί είναι όμως το προσωπικό αντικείμενο; Τί κάνει κάτι
προσωπικό που πρέπει να έχεις εφισταμένη την προσοχή σου πάνω του; Ο Α.
προσπαθεί να τα βάλει κάτω ένα-ένα.
Το κινητό είναι προσωπικό αντικείμενο γιατί έχει μέσα
προσωπικά δεδομένα. Επαφές, μηνύματα, φωτογραφίες. «Ναι ρε φίλε αλλά
κινητό άλλαξες πέρσι και πρόπερσι και γενικά το αλλάζεις γιατί το
θεωρείς αναλώσιμο» είπε ο Α. στον εαυτό του. Θυμήθηκε και τότε που ο
πατέρας του είχε πάρει ένα κινητό μουράτο με οθόνη αφής για να χαζεύουν
όλοι στη δουλειά και τη δεύτερη μέρα του το χάρισε γιατί δεν μπορούσε να
το χειριστεί. Άρα το κινητό δεν είναι προσωπικό αντικείμενο…
«Το πορτοφόλι είναι προσωπικό αντικείμενο. Έχει μέσα
τα λεφτά σου, τα σημαντικά χαρτιά σου, την ταυτότητα που λέει ποιος
είσαι, την πιστωτική σου, μια φωτογραφία της γκομενάς σου τσαλακωμένη σε
μια πόζα μάλλον τυπική. Είναι ξεκάθαρα προσωπικό αντικείμενο!» σκέφτηκε
πάλι. «Ε όχι ρε μαλάκα! Εσύ δεν κουβαλάς πορτοφόλι γιατί είσαι
αφηρημένος!» είπε ο εαυτός του Α. στον Α. Άσε που δεν τον βολεύουν αυτά
τα κλασικά τα δερμάτινα γιατί έχει άπειρα μικρά χαρτάκια, τα άλλα τα
μεγάλα παραείναι γυναικεία, τα υφασμάτινα παραείναι παιδικά. Θυμήθηκε
και μια κοπέλα που είχε παλιά, που του είχε χαρίσει ένα ακριβό δερμάτινο
κι αυτός το έδωσε σε έναν φίλο του με αντάλλαγμα ένα τσαντάκι ώμου από
περίπτερο στην Ομόνοια και ήταν τελος πάντων αιτία η κοπελιά να του
κρατάει μούτρα για κάνα μήνα και τελικά κάτι που το αλλάζεις ανά
περίσταση και εποχή χωρίς να έχεις συναισθηματικό κόστος, όσο να πεις
δεν το λες προσωπικό αντικείμενο.
«Τα φράγκα ρε μαλάκα, τα φράγκα! Όλα για τα ευρώ
γίνονται…» είπε ο εαυτός του Α. στον Α., θέλοντας να ρίξει τη φαεινή
ιδέα. Αμ δε! Τα λεφτά κι αν δεν είναι προσωπικό αντικείμενο. Καταρχάς
αλλάζουν χέρια συνέχεια. Πέραν κάτι παλιών νομισμάτων συλλεκτικής αξίας,
το νόμισμα είναι κάτι που δεν μπορείς να συνδεθείς μαζί του ώστε να το
θεωρήσεις προσωπικό. Μεταξύ μας, το ευρώ τα έφαγε τα ψωμιά του κι ας
παλεύουν να το σώσουν με νύχια και με δόντια οι τραπεζίτες, πόσο
προσωπικό να γίνει κι αυτό. Άσε που δεν συνδέθηκε ποτέ με ωραίες
αναμνήσεις όπως τα πενηντάρικα στα ουφάδικα ή το πρώτο πεντοχίλιαρο από
τον πατέρα σαν χαρτζιλίκι για να πιεί καφέ με την ωραία του γυμνασίου
που στραβώθηκε και είπε «ναι» όταν της πρότεινε ραντεβού. Είναι κι αυτή η
φράση του Μαρξ: «Το νόμισμα αντικατοπτρίζει ιστορικά μια κοινωνική
σχέση προσδιορισμένη στον χώρο», άρα μηδέν στο πηλίκο. Ούτε και τα λεφτά
καθεαυτά είναι προσωπικά αντικείμενα.
Έχοντας περάσει το Σύνταγμα προ πολλού χαμένος στις
σκέψεις του και συνειδητοποιώντας οτι έπρεπε να γυρίσει πίσω για να
αλλάξει γραμμή, να πάρει την «μπλε» για να κατέβει σπίτι της, ο Α.
άρχισε να ορίζει πάλι στο μυαλό του τι είναι προσωπικό αντικείμενο. «Έχω
στην τσάντα μου δυο βιβλία ιστορίας, ένα σημειωματάριο, 2 στυλό,
μαρκαδόρο, μολύβι, γόμα, κλειδιά, χαρτιά σχεδίου, έναν φορητό
υπολογιστή, κάτι καλώδια…» είπε χαμηλόφωνα ο Α. στον εαυτό του «τί είναι
προσωπικο αντικείμενο από αυτά;». Τότε του έσκασε εκείνη η σκηνή από
τον Μικρό Πρίγκηπα του Εξυπερύ και τον τύπο που μετρούσε τα αστέρια. Το
απόσπασμα του Μικρού Πρίγκηπα ανέβηκε σχεδόν στη γλώσσα του σαν το
πατερημών (στον πληθυντικό γίνεται τα πατερημά), αυτή την καταραμένη
παιδική συνήθεια που επιβάλλει ο σκοταδισμός της Εκκλησίας στα παιδιά
για να τα κάνει χριστιανούς χωρίς πίστη: «έχω ένα λουλούδι που το ποτίζω
τακτικά. Έχω τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω κάθε βδομάδα. Γιατί
καθαρίζω και το σβησμένο. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Το ότι τα
έχω όμως ωφελεί και τα ηφαίστεια μου και το λουλούδι μου. Εσύ δεν
ωφελείς σε τίποτα τα αστέρια». Ο Α. είχε τον Μικρό Πρίγκηπα στη μαύρη
λίστα των εφηβικών βιβλίων όπως και εκείνο το ανεκδιήγητο το Να ζεις, να
αγαπάς και να μαθαίνεις του Μπουσκάλια -τελικά αυτός αυτοκτόνησε ή
πέθανε από καρδιά;- που θεωρούσε αποπροσανατολιστικό για την εφηβική
σκέψη που πρέπει να είναι γεμάτη απορία και αμφισβήτηση και όχι
ρητορικές ερωτήσεις και motivationalspeaking. Όμως για εκείνη τη στιγμή
μονάχα που η σκέψη του ταυτίστηκε με την απάντηση που έδωσε ο Μικρός
Πρίγκηπας, ο Α. άρχισε να ξετυλίγει την άκρη του νήματος.
«Έχουμε πολλά αντικείμενα υλικά τα οποία συνδέουμε με
συναισθήματα. Θετικά ή αρνητικά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει οτι
ανεβάζουμε σε επίπεδο φετίχ, αυτά τα οποία δεν έχουν αυτή την ιδιότητα
και γατζωνόμαστε πάνω τους.» Μάλλον φώναζε όπως μονολογούσε στο μετρό ο
Α. γιατί μια κοπέλα τον κοίταξε παράξενα. Ήταν και προχωρημένη η ώρα.
Έφτασε στον προορισμό του, στάση Κατεχάκη. Ανέβηκε στην γέφυρα κι άρχισε
να περπατά προς το σπίτι της. «Χρυσοπληρωμένο έργο του Καλατράβα από το
υστέρημα του κοσμάκη, για τους Ολυμπιακούς της μίζας των υμέτερων…»
σκέφτηκε ο Α., με λαϊκίστικο στυλ που γούσταρε άσχημα να χρησιμοποιεί
στις κουβέντες με τους άλλους. Όχι πως ήταν ψέματα αλλά αυτό το ύφος
ποτέ δεν βοηθάει, πάντως έχει πλάκα. Ξαφνικά ένιωσε ένα τεράστιο βάρος,
σαν να σήκωνε στην πλάτη του τις αμαρτίες αυτού του κόσμου κι έκατσε σε
ένα πεζούλι. Εκεί ξανασκέφτηκε τον Μαρξ και τον περίφημο φετιχισμό του
εμπορεύματος, από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου:
«Για να βρούμε ένα ανάλογο φαινόμενο, πρέπει να το
αναζητήσουμε στη σκοτεινή περιοχή του κόσμου της θρησκείας. Εδώ τα
προϊόντα του ανθρώπινου εγκεφάλου φαίνονται σαν είναι ανεξάρτητα,
προικισμένα με δική τους ζωή, που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και
μεταξύ τους. Το ίδιο γίνεται και με τα προϊόντα του ανθρώπινου χεριού
στον κόσμο των εμπορευμάτων. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό, που κολλάει στα
προϊόντα της εργασίας μόλις αρχίσουν να παράγονται σαν εμπορεύματα και
που γι’ αυτό είναι αχώριστος από την εμπορευματική παραγωγή. Αυτός ο
φετιχικός χαρακτήρας του κόσμου των εμπορευμάτων πηγάζει από τον
ιδιόμορφο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα»
Ο Α. άρχισε πάλι να σκέφτεται το μήνυμα στο μετρό «…
τα προσωπικά σας αντικείμενα…» Τί είναι αντικείμενο ξέρει, τί είναι όμως
το προσωπικό αντικείμενο ακόμη δεν το έληξε; Τί κάνει κάτι προσωπικό
που πρέπει να έχεις εφισταμένη την προσοχή σου πάνω του; Τότε άρχισε να
μονολογεί με ένταση.
«Προσωπικό αντικείμενο είναι η οδοντόβουρτσά μου
διάολε! Ποιος να μου κλέψει την οδοντόβουρτσα; Έχω ουλίτιδα εξάλου.
Προσωπικό αντικείμενο είναι το μαξιλάρι μου γιατί έχει το σχήμα που με
βολεύει και τη σκληρότητα που γουστάρει ο σβέρκος μου τα βράδια…»
Ξαφνικά λογόκρινε τον εαυτό του κι άρχισε να μιλάει από μέσα του.
Προσωπικό αντικείμενο είναι τα γράμματα που μάζευε από γυναίκες που κατά
καιρούς τις έβαζε να του γράφουν. Προσωπικό αντικείμενο είναι τα
γράμματα που ποτέ δεν έστειλε σαν απάντηση, οι καρτ ποστάλ που ποτέ δεν
ταχυδρόμησε σε φίλους. Προσωπικό αντικείμενο είναι κάτι παλιές
φωτογραφίες της μάνας του και του αδερφού του πεταμένες δήθεν αδιάφορα
σε ένα συρτάρι, ένα παλιό τετράδιο από την πρώτη Λυκείου με στίχους από
την εποχή που άκουγε Metallica και Διάφανα Κρίνα και PinkFloyd και
θεωρούσε το Time σαν το απαύγασμα της σύγχρονης ποίησης, άργησε βλέπεις
να ανακαλύψει τον Μαγιακόφσκυ και τον Αναγνωστάκη. Προσωπικό αντικείμενο
είναι τα βιβλία του, όχι όλα, κάτι λίγα. Ένα τυχαίο που αγόρασε για 5
ευρώ, μιας Έλεν με παράξενο επώνυμο που το ξεχνούσε (κι ας το είχε
διαβάσει δεκαπέντε φορές) και μιλούσε για τον ιστορικό υλισμό και την
αθηναϊκή δημοκρατία, ένα άλλο δώρο ενός φίλου που του το χάρισε σε μια
φάση που ο Α. δεν την πάλευε με τον εαυτό του και λεγόταν Τρέλα και
Φιλοσοφία, ένα τρίτο με μια ιδιόχειρη αφιέρωση από έναν καθηγητή στο
πανεπιστήμιο, κάτι άλλες κλασικούρες του μαρξισμού που η μάνα του
θεωρούσε για πέταμα και που ο Α. θεωρούσε αναντικατάστατα. Προσωπικά
αντικείμενα επίσης ήταν κάτι άλλα πράγματα που θεωρεί ο κόσμος
σκουπίδια. Ένα εισιτήριο λεωφορείου από το 2001 με αντίτιμο 150 δραχμές ή
0.44 ευρώ, τότε δεν μας είχε κατσικωθεί το ευρώ στον σβέρκο ακόμα αλλά η
πίσω πλευρά του εισιτηρίου έλεγε όλη την αλήθεια για το μέλλον της
χώρας: «από 1/1/2002 η τιμή θα καθοριστεί στο 1 ευρώ» και κάτι άλλα
τέλος πάντων που δεν είχαν αξία για κανέναν, ούτε έπιαναν κάποια τιμή.
Επίσης δεν είχαν και νόημα να απαλοτριωθούν, να κλαπούν, να
χρησιμοποιηθούν για δόλιους σκοπούς, στην τελική δεν έπρεπε να τα
προσέχει από κανέναν και για κανέναν λόγο. Αυτά ναι, ήταν προσωπικά
αντικείμενα.
Ο Α. γαληνεμένος από το γεγονός οτι είχε ξεπεράσει
τον φόβο που του δημιουργούσε το μήνυμα στο μετρό, σίγουρος πια για την
αλήθεια που είχε κατακτήσει και που οι υπόλοιποι φοβούνταν να δουν, το
πώς θα τους έπειθε γι’ αυτό είναι άλλη κουβέντα, οτι τέλος πάντων τα
προσωπικά αντικείμενα δεν είναι για να τα προσέχεις ή αυτά που σου λένε
να προσέχεις δεν είναι προσωπικά αντικείμενα. «Ας τα λένε με τη λέξη που
τους αρμόζει στα ελληνικά διάολε! Τιμαλφή! Αυτά που φέρουν την αξία
τους» ξύπνησε ο φιλόλογος μέσα στον Α. «θυμάσαι οτι η λέξη τιμαλφή
βγαίνει από το αλφαίνω που σημαίνει περίπου κουβαλώ, φέρνω, αποδίδω και
από εκεί ονομάσαμε τον Αλφειό έτσι γιατί κουβαλούσε διάφορα πράγματα το
ρεύμα του κατηφορίζοντας;» σκέφτηκε με φιλαρέσκεια για τις γνώσεις του ο
Α. και άρχισε να υφαίνει τη σκέψη της μαζικής αντίδρασης ενάντια στο
μήνυμα του μετρό. Να αρχίσει να παίρνει τα μέτρα του κι ο κοσμάκης, να
μη φοβάται τη σκιά του, να ξέρει οτι αυτό που κουβαλάει και ίσως του
κλέψουν μπορεί αύριο να το ξαναποκτήσει. Κι οτι δεν έχει και καμιά αξία
μεγαλύτερη από αυτή που έδωσε για να το πάρει, οτι κουβαλάει την αξία
του, ανήκει στα τιμαλφή κι όχι στα προσωπικά αντικείμενα διάολε! «Κανείς
δεν θα σου κλέψει την οδοντόβουρτσα! Ποιος θα την έχωνε απερίσκεπτα στο
στόμα του;» σκέφτηκε καταλήγοντας ο Α. ικανοποιημένος. Είχε φτάσει κι
έξω από το σπίτι της. Κάτι όμως συνέχισε να τον βαραίνει ασυναίσθητα,
καμπούριασε. Η τσάντα. «Έχω στην τσάντα μου δυο βιβλία ιστορίας, ένα
σημειωματάριο, 2 στυλό, μαρκαδόρο, μολύβι, γόμα, κλειδιά, χαρτιά
σχεδίου, έναν φορητό υπολογιστή, κάτι καλώδια…» ξανασκέφτηκε ο Α. Στη
γωνία του σπιτιού της το σκουπιδιάρικο μόλις έκανε στάση να μαζέψει τον
κάδο. Με σατανικό χαμόγελο παιδιού που ανακαλύπτει τη μερέντα στο
ντουλάπι πήγε προς τον υπάλληλο καθαριότητας. «Πατριώτη, κανείς δεν θα
σου κλέψει την οδοντόβουρτσα! Να το θυμάσαι…» του φώναξε και του έτεινε
την τσάντα. Ο υπάλληλος απορρημένος και με το βλέμμα που έδειχνε
ξεκάθαρα οτι τον πήρε για τρελό έκανε να του τη δώσει πίσω. Ο Α. του
έδειξε το πίσω μέρος του απορριματοφόρου. Με κίνηση μισής ραβέρσας η
τσάντα βρέθηκε στα σκουπίδια. Ο θόρυβος της πρέσσας έκανε τον Α. να
συγκινηθεί. Τεντώθηκε σαν να ξεπιανόταν από όλο το βάρος που κουβαλούσε ο
Άτλαντας και χτύπησε το κουδούνι της…
(τεχνική υποστήριξη Jaquou Utopie)
πηγή: //ΠαραλληλοΓράφος//
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου