Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Κατάσταση εξαίρεσης και αποδόμηση του συστήματος

Ι. Η κατάσταση εξαίρεσης.
Για τον προσδιορισμό της από το 2008 συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και για την κοινωνικο-πολιτική σημασία της επικρατεί σύγχυση, συνήθως σκόπιμη. Την χαρακτήρισαν «περιοδική», «χρονία», «δομική» και «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Θα επικεντρώσω στη σχέση της κρίσης με το τελευταίο.
Στις 01/11/2012 το Ελεγκτικού Συνεδρίου έκρινε ότι τα προτεινόμενα για ψήφιση από τη βουλή μέτρα περικοπής μισθών και συντάξεων είναι αντισυνταγματικά. Μετά τρεις ημέρες, σε πρωινή εκπομπή, ο Χατζησωκράτης (της ΔΗΜ.ΑΡ.) υποστήριξε ότι, επειδή το κράτος βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, μπορούμε να υπερβούμε και να αγνοήσουμε το σύνταγμα. Την ίδια θέση επήραν και τα κυβερνητικά κόμματα στη Βουλή, στις 06/11/2012, αν και στο μεταξύ την ίδια γνωμάτευση περί αντισυνταγματικότητας των μέτρων έκανε και ο Άριος Πάγος και η κυβέρνηση λειτουργεί πλέον με διατάγματα. Τα λεγόμενα «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου». Δηλαδή, επιβάλλεται καθεστώς εξαίρεσης ως αναγκαία συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Αυτά τα δύο, η κρίση και η κατάσταση εξαίρεσης εμφανίζονται σε στενή σχέση, πράγμα που είχε επαναληφθεί στο παρελθόν. Πρόκειται για αιτιακή εξάρτηση μεταξύ τους ή για δύο πλευρές, οικονομική και πολιτική, του ίδιου φαινομένου;


Αρχικά διαδόθηκε η άποψη ότι η κρίση είναι περιοδική (ΚΚΕ κ.ά.) αλλά αποδείχθηκε άστοχη, γιατί είναι αδύνατον να προσδιοριστεί το τέλος της κρίσης. Τη θέση της επήρε, ιδιαίτερα στους διανοούμενους -G. Agamben (2007). Φ. Τερζάκης (2005)- η άποψη ότι συνιστά καθεστώς έκτακτης ανάγκης.  Το πλεονέκτημα της άποψης αυτής ως προς τις οικονομικές αναλύσεις είναι ότι δεν περιορίζει την κρίση στο χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά τη διευρύνει και στις επιπτώσεις που έχει και στο θεσμικό επίπεδο, χαρακτηρίζοντάς την ως κατάσταση εξαίρεσης του αστικού κράτους.
Το ερώτημα, εάν η κρίση είναι πρωτίστως καθεστώς εξαίρεσης, παρουσιάζει πολλές όψεις, ανάλογα με το πώς εννοούμε την κρίση, περιοδική ή χρονία, και ανάλογα με το πού την τοποθετούμε, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού ή στις υπόλοιπες ηπείρους. Το θέμα είναι πολύ εκτεταμένο..
Το πρόβλημα που προκύπτει από την άποψη αυτή είναι το εξής: Χαρακτηρίζοντας την κρατική πολιτική για την κρίση ως κατάσταση εξαίρεσης εξυπακούεται ότι η κρίση είναι παροδική και, συνεπώς, οι αρχές δικαίου και ελευθερίας της νεωτερικότητας παραμένουν άθικτες, οπότε υπάρχει η προοπτική να αποκατασταθούν. Κάτω από το πρίσμα αυτό αποσιωπάται η εκδοχή ότι πρόκειται για αποδόμηση του συστήματος. Ας εξετάσουμε το ιστορικό της κατάστασης εξαίρεσης ξεκινώντας από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η σύνδεση της κατάστασης εξαίρεσης  με την το δικαίωμα αυταρχίας της εξουσίας σε ορισμένες συνθήκες που αυτή το κρίνει αναγκαίο ορίστηκε από τον Γερμανό Carl Schmitt (1922), κατά την περίοδο που κλονιζόταν η δημοκρατία της Βαϊμάρης. Υποστηρίζει ότι εφόσον το κράτος διαθέτει τη δυνατότητα να αξιώνει από όσους ανήκουν στο δικό του λαό την «ετοιμότητα» να θανατωθούν και να προκαλέσουν το θάνατο σε όσους βρίσκονται στην πλευρά του εχθρού, τότε, όταν κινδυνεύσει η κρατική ενότητα, έχει επίσης τη δυνατότητα να ορίσει τον εσωτερικό εχθρό και να καταφύγει στη βία των όπλων, δηλαδή εκτός του συντάγματος και του δικαίου. Συνεπώς, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνδέεται με την αναστολή ολόκληρης της υφιστάμενης τάξης. Το κράτος αναστέλλει την ισχύ του δικαίου βάσει του δικαιώματος της αυτοσυντήρησης (Αγγελίδης 2012:67-69) και αντικαθιστά τους νόμους με προεδρικά διατάγματα. Στη Γερμανία, κατά την περίοδο εξαίρεσης 1930-32 κυβέρνησε χωρίς πλειοψηφία το κόμμα του Μπρίνινγκ με αναγκαστικά διατάγματα: 5 το 1930, 44 το 1931 και 66 το 1932, ενώ η ψήφιση νόμων αντίστροφα μειωνόταν: 98 το 1930, 34 το 1931 και 5 το 1932 (Χατζηιωσήφ 2012:34).
Υποστηρίχθηκε ότι, αν η σημερινή κρίση συνιστά κατάσταση εξαίρεσης, τότε υπάρχει αναλογία με τα συμβάντα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, άρα και αυτή θα ξεπεραστεί, όπως και εκείνη ξεπεράστηκε μετά το τέλος του Χίτλερ.. Όμως δεν πρόκειται για ιστορική συνέχεια, γιατί υπάρχουν σοβαρές διαφορές:
α) Τα γεγονότα της Βαϊμάρης συνδέονται με περιοδική οικονομική κρίση, εκείνη του 1929, ενώ σήμερα έχουμε χρονία κρίση που, κατά τους αναλυτές, αρχίζει από το 1971.
β) Στην εποχή εκείνη η εξέλιξη των γεγονότων προσδιοριζόταν από την πολιτική, ενώ σήμερα προσδιορίζονται από την οικονομία, γιατί έχει μεσολαβήσει η παγκοσμιοποίηση και οι πολιτικοί είναι υπάλληλοι των Αγορών.
γ) Στη Βαϊμάρη, απειλή για την ύπαρξη του κράτους εθεωρείτο ο εσωτερικός εχθρός, ενώ σήμερα θεωρείται αόριστα η οικονομική κρίση. Δεν εποσημαίνεται κάποια συγκεκριμένη ομάδα από την οποία να κινδυνεύει η ύπαρξη του κράτους.
δ) Κατά τη δεκαετία του ’30 ο καπιταλισμός αντιμετώπισε την κρίση του 1929 με τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους με διάφορες μορφές: πρόγραμμα Κeynes, φασισμός, συντεχνιακό κράτος του Μουσολίνι κ.ά. Αντίθετα, σήμερα κατεδαφίζει το κονωνικό κράτος, την πρόνοια, την υγεία, την παιδεία  (Πινοσέτ, Θάτσερ, Ρήγκαν).
Είναι γνωστό ότι η κατάσταση εξαίρεσης οδηγεί συνήθως σε δικτατορία (Ιταλία 1922, Γερμανία 1933, Ελλάδα 1936). Ο G. Agamben  (2007:14) τη θεωρεί «κατώφλι της απροσδιοριστίας ανάμεσα στη δημοκρατία και στην απολυταρχία». Διαπιστώνει ότι δημιουργεί διάσταση ανάμεσα στο δίκαιο και στη ζωή και ότι, μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, εξακολουθεί να λειτουργεί διαμέσου του φασισμού (ibid. 148). Ο διαχωρισμός του δικαίου από τη ζωή συνιστά τη «βιοπολιτική», όπως αποκαλείται η πολιτική της κατάστασης εξαίρεσης, η οποία ενώνει το δίκαιο με τη βία (ibid. 150) και μπορεί να αποφασίζει ποιές ομάδες ή  κοινωνικά στρώματα είναι βιώσιμες και ποιες είναι αναλώσιμες, όπως θα δούμε πιο κάτω. Τελικά, G. Agamben (ibid. 149), αποδέχεται ότι «από την πραγματική κατάσταση εξαίρεσης στην οποία ζούμε δεν είναι δυνατή η επιστροφή σ’ ένα καθεστώς δικαίου» παρά μόνο όταν καταστεί δυνατόν να τεθεί το ζήτημα για μια ενδεχόμενη χρήση του δικαίου…μετά την κατάσταση εξαίρεσης”. Παρά τη σημαντική συμβολή της, η παραπάνω ανάλυση παρουσιάζει ορισμένα αδύνατα σημεία που εμποδίζουν τη διαμόρφωση μιας ολιστικής εικόνας, ικανής να οδηγήσει σε κοινωνική πρακτική.
α) Αποσιωπάται η συστημική διάσταση. Η ανάλυση περιορίζεται στο νομικο-πολιτικό πεδίο, χωρίς να αναφέρονται οι εξαρτήσεις από το οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο.
β) Αποσιωπάται επίσης η ιστορική διάσταση. Ενώ αποδέχεται ότι η κατάσταση εξαίρεσης ξεκίνησε από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, θεωρεί ότι το ζήτημα του δικαίου θα τεθεί όταν η κατάσταση αυτή θα ξεπεραστεί. Αφήνει, όμως το ξεπέρασμά της απροσδιόριστο. Από ποιούς, γιατί και με ποιο τρόπο;
γ) Αποσιωπούνται οι όροι που προσδιορίζουν τη διαμόρφωση του δικαίου, δηλαδή οι σχέσεις δύναμης και οι δομές ανισότητας (π.χ. στις αυταρχικές κοινωνίες νόμος του δικαίου είναι ο λόγος του ηγεμόνα).
Γενικότερα, ο G. Agamben διερευνά την έννοια του δικαίου ερήμην των κοινωνικών προσδιορισμών, αν και δέχεται ότι δεν υπάρχει δίκαιο στη φύση. Τη διερευνά με αναφορά μόνο στο Λόγο. Αλλά σε ποιον Λόγο; Με την οπτική αυτή κινδυνεύει να μείνει δέσμιος στον κυρίαρχο Λόγο, δηλαδή στις κατηγορίες της κουλτούρας η οποία παράγει την κατάσταση εξαίρεσης –πρέπει να σημειωθεί ότι οι μετατροπές του Λόγου, σαν αυτήν που εξυπονοεί ο G. Agamben, συνοδεύονται με βία και ρήξεις, συνεπώς διαδραματίζονται διαμέσου δομών και σχέσεων δύναμης.
Η Α. Αθανασίου (2012) κάνει ένα ακόμα βήμα διευρύνοντας την παγκόσμια κρίση γενικότερα στις κοινωνικο-πολιτικές διαστάσεις της και διάφορες εκδηλώσεις της, που τις περιγράφει, ξεκινώντας από  το  ζήτημα  της  συναίνεσης.  Όπως  ξέρουμε,  στη  βιομηχανική κοινωνία  η συναίνεση έχει αντικαταστήσει την πίστη στο θεό και στο θρόνο. Σύμφωνα με τον M. Foucault, στην κοινωνία αυτή το άτομο συναινεί στην εξουσία όχι κάτω από την πίεση της φυσικής βίας αλλά διαμέσου της εσωτερικής πειθαρχίας και της ψυχολογικής πίεσης. Μέσα από την παιδεία και την αυστηρή κοινωνικοποίηση –που είναι χαλαρές στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες (Erikson 1975)- υιοθετεί και σωματοποιεί τον κυρίαρχο λόγο και τον αναπαράγει σαν δικό του, εσωτερικό λογο. Χάρη στη συναίνεση, ο απλός πολίτης βλέπει την κοινωνική πραγματικότητα άκριτα, σαν φυσική και ιδανική χωρίς κανένα δικαίωμα αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να υποτάσσει το ηθικό και το πολιτικό στο οικονομικό, να υποθηκεύει την αξιοπρέπειά του στους νόμους της αγοράς και  να μετρά όλες τις αξίες με βάση τις αρχές του ήσσονος έργου και του βέλτιστου χρηματικού κέρδους.
Στην περίοδο της σημερινής κρίσης η συναίνεση φθάνει στα ακραία όρια. Κάνει τον πολίτη να υποτάσσει το σώμα στην αυτοθυσία, να αποδέχεται τη λιτότητα, που είναι άρνηση της ζωής, σαν λύση για τη ζωή, να παραδέχεται ότι είναι συνυπεύθυνος γι’ αυτήν και να την βιώνει καρτερικά αναμένοντας τη δεύτερη παρουσία της «ανάπτυξης». Ή ακόμα, να θεωρεί την κρίση και ευκαιρία αόριστου κέρδους.
Οι νέες αρχές του κυρίαρχου λόγου τον οποίο εσωτερικεύει η συναίνεση, εκτός από τις παλαιές αξίες πατρίδα-οικογένεια-θρησκεία, είναι ο βιολογισμός, η έξαρση των κοινωνικών διακρίσεων (ρατσισμός, ανδροκρατία) και η ανοχή στη βία.                                                      Το καθεστώς εξαίρεσης παρουσιάζει την κρίση στη συναίνεση επίσης σαν φυσικό γεγονός, συγκαλύπτοντας τις κοινωνικές αιτίες που την προκάλεσαν και, κατά συνέπεια, αποκλείοντας τη δυνατότητα αναίρεσής της με κοινωνικά μέτρα. Επικαλούμενο τις παλαιές αξίες αναζητά τη λύτρωση στο «νηστεία και προσευχή». Με άλλα λόγια, στη λιτότητα των φτωχών και στην επίκληση προς το υπερβατικό: «με τη βοήθεια του Θεού», «να βάλουμε πλάτες», «οι Έλληνες μπορούν». Κάθε αντίρρηση σ’ αυτά, καθώς και στην πολιτική της λιτότητας, ονομάζεται λαϊκισμός και είναι απαγορεύσιμη.
Ο βιολογισμός, που έχει και αυτός μακριά θητεία, παρουσιάζει εξίσου μεγάλη διάδοση αποσκοπώντας να αποσιωποιηθούν οι κοινωνικές αιτίες. Σε προέκταση των παλαιότερων μορφών του -κοινωνικός δαρβινισμός, ευγονική κ.ά.- ανανεώθηκε στις αρχές της οικονομικής ύφεσης με τη μοριακή βιολογία για να υποστηρίξει ότι οι συμπεριφορές μας και η μοίρα μας προσδιορίζονται από το  DNA. Προσφέρει ιδεολογικό έρεισμα στη βιοπολιτική και εκφέρεται με όρους φυλετικής καθαρότητας (ρατσισμού), διάσωσης του εθνικού γένους, όπως και με το παλαιότερο σλόγκαν «η Ελλάδα στο γύψο».
Ως νέα μορφή διαχείρισης του κράτους, το καθεστώς εξαίρεσης υιοθετεί τη βιοπολιτική, σύμφωνα με την ορολογία του M. Foucault. Πρόκειται για τη μετάλλλαξη σε απολυταρχία, για την με το πρόσχημα της «ανασφάλειας» του έθνους πολιτική κάλυψη της βιοεξουσίας, όπως μας εξήγησε ο Σταύρος, η οποία επιβάλλει έλεγχο στην κοινωνική αναπαραγωγή. Πιο συγκεκριμένα, η βιοεξουσία κατέχει το προνόμιο να εγκαταλείπει στο θάνατο όσους δεν είναι βιώσιμοι ––αυτό το κάνει με τη διακοπή των επιδομάτων στους ανέργους, των φαρμάκων στους ασθενείς και ηλικιωμένους, τη φορολογία στους πολύτεκνους κ.ά. Στο σημείο αυτό, όμως, η Αθανασίου (2012:70) παρατηρεί ότι το προνόμιο αυτό το εφαρμόζει επίσης η ίδια η νεωτερικότητα, παρά τις επαγγελείες της για «μεγιστοποίηση της ζωής». Και επαναφέρει το επιχείρημα που διατυπώθηκε και από άλλους, ότι η αποικιοκρατία, «η απο-απανθρωποίηση και η εξόντωση των «άλλων» αποτελούν ιδρυτικά και συστατικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας» (σελ. 73). Το ίδιο επιχείρημα διατυπώνει και ο Φ. Τερζάκης (2005:86) γράφοντας ότι «ο καπιταλισμός είναι μια τερατώδης, διαστροφική και εξ ορισμού εχθρική προς τη ζωή πραγματικότητα».
Τι βαρύτητα έχει μια τέτοια πρόταση, που άλλωστε δεν είναι νέα αλλά την βρίσκουμε από τα 1835-40 να την εκθέτει ο Alexis de Tocqueville; Εάν είναι σωστή, τότε συνάγεται ότι, η παγκόσμια κρίση και η, συνδεμένη με αυτήν, βιοπολιτική δεν αποτελούν κατάσταση εξαίρεσης που, αν ξεπεραστεί, θα επιστρέψουμε στον αρμονικό κόσμο της νεωτερικότητας αλλά αποτελούν σύμπτωμα της ίδιας της νεωτερικότητας.
Για να διευκρινίσουμε περισσότερο το ζήτημα που προκύπτει, απαιτείται:
Πρώτο, να διαχωρίσουμε τον κυρίαρχο λόγο για την πραγματικότητα από την ίδια την πραγματικότητα. Kατά τον κυρίαρχο λόγο, η νεωτερικότητα έχει θεσπίσει ένα ιδανικό σύστημα δικαίου, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ (Banton 1997:52) και έχει γενικεύσει, με ψήφισμα του ΟΗΕ το 1948 την ισχύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –ας σημειωθεί ότι απουσιάζει το δικαίωμα της ίσης πρόσβασης στις πηγές (λόγω της ιδιοκτησίας) και στην πληροφορία (λόγω των απορρήτων). Στην κοινή πραγματικότητα, όμως, ομολογείται από τον ίδιο ότι «έχει αποδειχθεί η αποτυχία της παγκόσμιας κοινωνίας να αποτρέψει κατάφωρες μορφές κοινωνικής διάκρισης  σε πολλές χώρες όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων» (ibid 93). Όσο για τις ΗΠΑ παρά το εξελιγμένο νομικό της σύστημα, «επέλεξαν ξεκάθαρα την εγκληματικότητα της εξαθλίωσης ως συμπλήρωμα στη γενίκευση της εργασιακής και κοινωνικής ανασφάλειας (Wacquant 2001:201).
Δεύτερο, να μην αντικρίζουμε την κοινωνία ως ομοιογενή και αρμονική συγκαλύπτοντας τις εσωτερικές αντιθέσεις. Σε ποια χώρα δεν υπάρχει ανισότητα των κοινωνικών στρωμάτων και είναι όλοι ίσοι; Ο κυρίαρχος λόγος της νεωτερικότητας επαγγέλλει την ελευθερία-ισότητα-αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον εκδημοκρατισμό της γνώσης. Φυσικά, είναι αρκετοί εκείνοι που τα απολαμβάνουν. Αλλά ποιοι είναι αυτοί; Αρχικά, πολίτες της αστικής δημοκρατίας, με δικαίωμα ψήφου, ήταν οι άνδρες που είχαν ιδιοκτησία και ανήκαν στη λευκή φυλή. Γυναίκες, φτωχοί κ.ά. δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Στην πατρίδα της δημοκρατίας, τη Γαλλία, οι γυναίκες το απέκτησαν μόλις το 1945. Παρά τη διεύρυνση κοινωνικών δικαιωμάτων και σε άλλα στρώματα, η οποία αντισταθμίστηκε με τη διεύρυνση της αποικιοκρατίας, η κοινωνία της νεωτερικότητας παραμένει να είναι κοινωνία της ανισότητας, άρα μη ομοιογενής.
Η κοινωνία αυτή παραμένει και δυσαρμονική, από την άποψη ότι έχει ελαττωματική ομοιοστασία. Ομοιοστασία σημαίνει ότι, εάν ένα μέρος της δομής της αποκλίνει σημαντικά, τα υπόλοιπα μέρη ανασυγκοτούνται ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία του συστήματος. Οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες διέθεταν μηχανισμούς διάσωσης των μελών τους από την πείνα. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι οι γιορτές-φεστιβάλ, όπου τελείται αναδιανομή τροφής, καθώς και οι πελατειακές σχέσεις. Ας σημειωθεί ότι οι παραδοσιακές κοινωνίες ανθίστανται στην εισβολή του καπιταλιστικού «εξορθολογισμού» με την προσκόλλησή τους στις πελατειακές σχέσεις οι οποίες, αν και είναι σχέσεις ανισότητας, προασπίζουν τη ζωή των υποτελών (Guha 1997:267). Η υποστήριξη που δόθηκε από όλους μας στον εκσυγχρονισμό με ταυτόχρονη καταδίκη των σχέσεων πελατείας, δείχνει το βαθμό της εξάρτησής μας από τις κατηγορίες ης κυρίαρχης κουλτούρας. Ο οικονομικός εξορθολογισμός δεν διασώζει τους εξαθλιωμένους. Η βιομηχανική επανάσταση συνοδεύτηκε στην Αγγλία με την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού κατά 70% στο διάστημα 1750-1800, με άνοδο του επιπέδου ζωής των αστών και με μεγάλες κατακτήσεις της επιστήμης. Συνοδεύτηκε όμως και με καταπίεση, παιδική εργασία, παράγκες και εξαθλίωση μαζών, που δεν καταγράφηκαν (Childe 1957:18), όπως δεν καταγράφηκαν και οι συνθήκες ζωής των δούλων της αρχαίας Αθήνας.
‘Αλλο ένα χαρακτηριστικό του αστικού κράτους είναι ότι παραβιάζει τους νόμους τους οποίους αυτό το ίδιο θεσπίζει. Είναι κοινός τόπος ότι, σήμερα, η Χάρτα του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει μετατραπεί σε βιτρίνα. Υπερασπίζεται τα ατομικά δικαιώματα, έστω στα χαρτιά, για να προσβάλει τα συλλογικά. Κάτω από την αιγίδα και τη σιωπή του ΟΗΕ εξοντώθηκαν 800.000 άτομα στη Ρουάντα Ουρούντι και 3.000.000 στο ανατολικό Ζαϊρ. Είναι γνωστό ότι η άνοδος της νεωτερικότητας σφραγίστηκε με την αποικιοκρατία –για την οποία διαμαρτυρήθηκαν οι Montaigne (1964:257), Diderot (1966:441) και άλλοι- με τον αφανισμό 100 εκατομμυρίων μαύρων κατά τη μεταφορά τους στο Νέο Κόσμο, με εξόντωση του 95% του πληθυσμού των Ινδιάνων (Gilmore 2009:129), με την εξολόθρευση όλου του πληθυσμού της Τασμανίας, πλην ενός ατόμου που το διατήρησαν για δείγμα, κ.ά. Εκτιμάται επίσης ότι κατά τον 20ό αιώνα, που θεωρήθηκε ο πιο ειρηνικός, δολοφονήθηκαν 160 εκατομ, άνθρωποι, ενώ τους προηγούμενους 25 αιώνες δολοφονήθηκαν συνολικά μόνο 130 εκατομ. (Brie 2009:57).
Με περισσή αλαζονία η βιομηχανική κοινωνία αυτοανακηρύχτηκε ότι είναι το απόγειο του πολιτισμού, κατατάσσοντας τις άλλες κοινωνίες στη βαρβαρότητα και στην αγριότητα (L. Morgan), και ότι έχει την αποστολή να μεταδώσει τον πολιτισμό και στις άλλες. Εκείνο, όμως, που μετέδωσε ήταν το bribe (δωροδοκία), όπως ανέφερε σε Συνέδριο του 1971 ο Herskovits. Ανέβασε το επίπεδο της υλικής ζωής ορισμένων κοινωνικών τάξεων της Δύσης –κατά την M. Mead ο οικιακός μηχανικός εξοπλισμός και τα πολλά κουμπιά έκαναν πιο δυστυχισμένη την αστή νοικοκυρά. Επιπλέον, διαχώρησε τη θρησκεία από το κράτος και ανέπτυξε την επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά με αντίτιμο τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, την έκπτωση των κοινωνικών αξιών και την έξαρση της ατομοκρατίας και ψυχοπαθολογίας. Αντί της ολιστικής ιατρικής των απλών κοινωνιών ανέπτυξε τη χημική θεραπευτική και τα χειρουργεία της βιοϊατρικής, με τα οποία μείωσε τη θνησιμότητα αλλά αύξησε τις ψυχασθένειες και τη συνεχή εμφάνιση ανιάτων ασθενειών. Αντί της ολιστικής διαδικασίας στην απονομή της δικαιοσύνης των απλών κοινωνιών, κατά την οποία διερευνάται η βιογραφία των εναγομένων και της σχέσης τους, ποινικοποιείται η απομωνομένη ποινική πράξη.                                                                                                        
Μετατρέποντας τη την κυριαρχία ενός ηγεμονικού οίκου στην κυριαρχία μιας ολόκληρης τάξης η νεωτερικότητα επεξέτεινε τα προνόμια υλικής  απολαβής, γνώσης και κοινωνικού κύρους σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Αναγκάστηκε επίσης, μετά από σκληρούς αγώνες της εργατικής τάξης να δεχτεί τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους και την κοινωνική ασφάλεια, με ταυτόχρονο φυσικά περιορισμό των ελευθεριών. Έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το κοινωνικό κράτος συγκροτήθηκε σε καθεστώς εξαίρεσης (Μουσολίνι, Χίτλερ, Μεταξάς) και χρησίμεψε για τον έλεγχο των εργαζομένων (Ουτοπία). Με άλλα λόγια, δεν ήταν δώρο της εξουσίας.
Αφότου, όμως, το 1971, ξεκίνησε η χρονία κρίση και το βιομηχανικό μοντέλο έφθασε στην εξάντληση των ορίων του, πράγμα που συντελέστηκε το 2008, στράφηκε στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλειας (Χιλή, Αγγλία, Ν. Ευρώπη) και στον περιορισμό των προνομιούχων στο 1% του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, γενίκευσε το καθεστώς εξαίρεσης από τις αποικίες στις μητροπολιτικές χώρες, σε όλο τον πλανήτη. Αν αυτή η έκπτωσή της θα ανοίξει το δρόμο για την «επι γης σωτηρία» των «πτωχών τω πνεύματι και το χρήματι», για τον κοινωνικό εξισωτισμό για τον οποίο έχουν αναπτυχθεί οι τεχνικές προϋποθέσεις –υπολογιστές, θεωρία του προγραμματισμού, αυτοματισμός- θα το κρίνει η ιστορία. Εκείνο που, προς το παρόν, μπορούμε να θεωρούμε βέβαιο είναι ότι, το καθεστώς εξαίρεσης δεν είναι προσωρινό αλλά αντίθετα επεκτείνεται –από την απαγόρευση του καπνίσματος μέχρι τον αντιτρομοκρατικό νόμο και την εκποίηση της εθνικής κυριαρχίας- σε συνάρτηση με την αποδόμηση του συστήματος και ότι θα εκπέσει μαζί με το καπιταλιστικό σύστημα.

Σ.Δ.  25/11/12

το βρήκαμε εδώ: Ελευθεριακός Κόσμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου