Η ευτυχία, λένε, έρχεται όταν δεν την περιμένουμε. Δεν έρχεται βέβαια
πάντα. Όταν όμως έρχεται, έτσι έρχεται. Όλη της αξία, άλλωστε, σ’ αυτό
συνίσταται. Ποτέ κάτι που το ονειρευτήκαμε πολύ, που ζήσαμε περιμένοντάς
το, δεν μας ικανοποιεί, όταν έρχεται, όσο ελπίζαμε όλον τον καιρό που
το καρτερούσαμε. Του λέμε: «Α, ήρθες;», με λίγη μόνο περισσότερη χαρά
απ’ όση όταν λέμε στη γυναίκα μας που γυρίζει από ταξίδι: «Α, ήρθες;».
Αληθινά: ευτυχία δεν μπορεί να ‘ναι η ολοκλήρωση, η πραγματοποίηση των όσων ποθήσαμε. Η χαρά που θα νοιώθαμε πήγε όλη στη λαχτάρα της αναμονής και στην προσπάθεια της απόχτησής τους. Ό,τι έρχεται, το δεχόμαστε σαν κάτι που μας το χρωστούσαν, σαν ένα δάνειο που μας επιστρέφεται. Ενώ η ευτυχία που έρχεται απροσδόκητη!.. Θεέ μου!..
Στην αρχή νομίζει κανένας πως ονειρεύεται, πως δεν είναι δυνατό παρά να ονειρεύεται και τρέμει από φόβο μήπως κι είναι στ’ αλήθεια όνειρο. Ψηλαφάει την ευτυχία με κινήσεις τυφλού, την κοιτάζει βαθιά και μ’ αγωνία στα μάτια μήπως και φοράει τη μάσκα της ευτυχίας μόνο, έπειτα γελάει, νοιώθει την ανάγκη να φωνάξει, έπειτα δακρύζει κι έπειτα τη σφίγγει στην αγκαλιά του με μια τεράστια, πρωτόγονη δύναμη, μήπως και του φύγει ή μην τύχει και του την πάρουν.
Και στη στάση αυτή δεν θέλει πια τίποτα, δεν σκέπτεται τίποτα. Κοιτάει τα γύρω του με την ίδια αιωνιότητα που υπάρχει στο βλέμμα ενός αγάλματος. Σχεδόν μπορείς να πεις πως εκείνη τη στιγμή δε ζει: βρίσκεται ή έξω ή πιο πάνω από τη ζωή. Η καρδιά του χτυπάει δυνατά, μα ο ήχος της είναι σαν ξένος, τα χέρια του χαϊδεύουν, αλλά σα με δική τους πρωτοβουλία. Έχει πια ξεπεράσει την ανθρώπινη αίσθηση της χαράς και την ικανότητα της συγκίνησης.
Τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος είναι τόσο γεμάτος και τόσο άδειος μαζί, όπως θα ‘ταν ο Θεός όταν στάθηκε και κοίταξε συμπληρωμένο το έργο της Δημιουργίας του. Η ψυχή, που έζησε την ανέκφραστη αυτή μέθη και που ζυγιάζεται στ’ αψηλότερο σημείο του ανεβάσματός της, δοκιμάζει όλον τον ίλιγγο κι όλο το σπαραγμό της πτώσης. Νοιώθει πολύ καλά πως, ύστερα απ’ αυτό, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ τίποτα σαν αυτό. Και μια θανάσιμη απόγνωση την πλημμυρίζει, γιατί έζησε κιόλας αυτή τη μεγάλη, αυτή τη μοναδική στιγμή, που θ’ άξιζε να την είχε στερηθεί μόνο και μόνο - πώς να τα πει κανένας αυτά χωρίς να φανούν τρέλα; - μόνο και μόνο για να υπήρχε ακόμα η δυνατότητα να τη ζήσει…
Στο πολύ όμορφο βιβλίο «Αποχρώσεις», εκδόσεις "Εστία".
Αληθινά: ευτυχία δεν μπορεί να ‘ναι η ολοκλήρωση, η πραγματοποίηση των όσων ποθήσαμε. Η χαρά που θα νοιώθαμε πήγε όλη στη λαχτάρα της αναμονής και στην προσπάθεια της απόχτησής τους. Ό,τι έρχεται, το δεχόμαστε σαν κάτι που μας το χρωστούσαν, σαν ένα δάνειο που μας επιστρέφεται. Ενώ η ευτυχία που έρχεται απροσδόκητη!.. Θεέ μου!..
Στην αρχή νομίζει κανένας πως ονειρεύεται, πως δεν είναι δυνατό παρά να ονειρεύεται και τρέμει από φόβο μήπως κι είναι στ’ αλήθεια όνειρο. Ψηλαφάει την ευτυχία με κινήσεις τυφλού, την κοιτάζει βαθιά και μ’ αγωνία στα μάτια μήπως και φοράει τη μάσκα της ευτυχίας μόνο, έπειτα γελάει, νοιώθει την ανάγκη να φωνάξει, έπειτα δακρύζει κι έπειτα τη σφίγγει στην αγκαλιά του με μια τεράστια, πρωτόγονη δύναμη, μήπως και του φύγει ή μην τύχει και του την πάρουν.
Και στη στάση αυτή δεν θέλει πια τίποτα, δεν σκέπτεται τίποτα. Κοιτάει τα γύρω του με την ίδια αιωνιότητα που υπάρχει στο βλέμμα ενός αγάλματος. Σχεδόν μπορείς να πεις πως εκείνη τη στιγμή δε ζει: βρίσκεται ή έξω ή πιο πάνω από τη ζωή. Η καρδιά του χτυπάει δυνατά, μα ο ήχος της είναι σαν ξένος, τα χέρια του χαϊδεύουν, αλλά σα με δική τους πρωτοβουλία. Έχει πια ξεπεράσει την ανθρώπινη αίσθηση της χαράς και την ικανότητα της συγκίνησης.
Τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος είναι τόσο γεμάτος και τόσο άδειος μαζί, όπως θα ‘ταν ο Θεός όταν στάθηκε και κοίταξε συμπληρωμένο το έργο της Δημιουργίας του. Η ψυχή, που έζησε την ανέκφραστη αυτή μέθη και που ζυγιάζεται στ’ αψηλότερο σημείο του ανεβάσματός της, δοκιμάζει όλον τον ίλιγγο κι όλο το σπαραγμό της πτώσης. Νοιώθει πολύ καλά πως, ύστερα απ’ αυτό, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ τίποτα σαν αυτό. Και μια θανάσιμη απόγνωση την πλημμυρίζει, γιατί έζησε κιόλας αυτή τη μεγάλη, αυτή τη μοναδική στιγμή, που θ’ άξιζε να την είχε στερηθεί μόνο και μόνο - πώς να τα πει κανένας αυτά χωρίς να φανούν τρέλα; - μόνο και μόνο για να υπήρχε ακόμα η δυνατότητα να τη ζήσει…
Στο πολύ όμορφο βιβλίο «Αποχρώσεις», εκδόσεις "Εστία".
το βρήκαμε εδώ: Αξιοπρέπεια και Αντοχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου