Της Αλεξάνδρας Περιστεράκη
Το παρόν κείμενο δημοσιοποιείται με αφορμή μια εκδήλωση που προγραμματίστηκε για σήμερα 27 Σεπτεμβρίου 2017 στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (ΚΑΜ) στα Χανιά.
- Η εκδήλωση έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αντιπροσωπεύει άριστα στο σήμερα, σε τοπικό επίπεδο και σε πραγματική συνθήκη, την επίμονη – και συνήθως επιτυχημένη – στρατηγική της κυριαρχίας, να αποκλείει τον Καταπιεσμένο από τις διαδικασίες που τον αφορούν. Η πολιτική ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται στο concept του Καταπιεσμένου1, όπως αναπτύσσεται στο έργο των Paolo Freire (Κριτική Παιδαγωγική και Αγωγή του Καταπιεσμένου) και Augusto Boal (Θέατρο του Καταπιεσμένου), καθώς και στην Αισθητική του Καταπιεσμένου – σημαντική συνεισφορά για το τι σημαίνει τέχνη και πολιτισμός στην κοινωνία – όπως περιγράφεται στο Θέατρο του Καταπιεσμένου2.
- Καταρχάς, η συλλογικότητα Rosa Nera που βρίσκεται στο κατειλημμένο κτίριο της πρώην 5ης Μεραρχίας εδώ και δεκατρία χρόνια, έχει αποκλειστεί από τον «δημόσιο διάλογο για το δημόσιο χώρο» στο Λόφο Καστέλι. Στην εκδήλωση του ΚΑΜ θα βρεθεί ένα panel επιστημόνων που προειδοποιεί ότι «θα παραχωρήσει το λόγο σε άτομα και ομάδες για 5’ μετά από τις εισηγήσεις τους». Έτσι, καταρχάς – αλλά και καταρχήν – η χωροταξική διευθέτηση εντός του ΚΑΜ δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης για το ποιος έχει το κύρος να μιλά για το δημόσιο χώρο στο Λόφο Καστέλι – και ποιος όχι.
Αλλά ας δούμε πώς φτάσαμε ως εδώ: ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι εάν δεν είχε υπερασπιστεί το χώρο της η κατάληψη από τον περασμένο Απρίλη ενάντια στην επιχειρούμενη ξενοδοχοποίηση, όλοι ανεξαιρέτως οι σημερινοί επίσημοι καλεσμένοι στο ΚΑΜ (Δήμος, Περιφέρεια, φορείς, επιφανείς επιστήμονες, πολιτικοί, Σύλλογοι και λοιποί), θα ανακάλυπταν έντρομοι σε λίγους μήνες ότι «το ωραιότερο μπαλκόνι της πόλης» έγινε αυλή ενός Boutique Hotel.
Αλλά μια και ενημερώθηκαν «και αυτοί» για τις προθέσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης, ήρθε η ώρα τους να αναλάβουν τα ινία μιας «σοβαρής συζήτησης».
Ας ξεκαθαριστεί η τοποθέτηση του άρθρου: η βία που υφίσταται ο Καταπιεσμένος είναι – εκτός από την άμεση βία που γνωρίζουμε όλοι – και έμμεση βία: η αγνόησή του (αποκλεισμός ή και εξαφάνιση από τη συζήτηση). Η θεώρηση ότι «είναι ανώριμος» (αμόρφωτος, άσχετος, ανέγκυρος, άπειρος κλπ… όσα αρχίζουν με «α» + κάτι σημαντικό) «τεκμηριώνεται» με πολλούς τρόπους. Ο συστηματικός εξοστρακισμός του από οτιδήποτε μόλις αυτό «γίνεται σοβαρό» και η εξαφάνισή του από τις διαδικασίες δημόσιου διαλόγου – είτε άμεσα επειδή δεν γνωρίζει ότι θα συζητηθεί κάτι που τον αφορά είτε έμμεσα, περιπλέκοντας τόσο πολύ τη γλώσσα με επιστημονικούς όρους
επιφέρει ένα αποτέλεσμα: όποιος δεν έχει να επικαλεστεί μια «σεβαστή βιβλιογραφία» δεν έχει ούτε τον τρόπο ούτε τις αναφορές να υψώνει αντίλογο «με κύρος» στον Καταπιεστή. Το παιγνιδάκι του μορφωτικού ρατσισμού που χειραγωγεί τον Καταπιεσμένο σε βαθμό να πείθεται ο ίδιος για την ανεπάρκειά του είναι πολύ ύπουλο: από τη μια «η αμορφωσιά» μπερδεύεται με την απουσία πτυχίων με ο,τι συνεπάγεται για το ακαδημαϊκό μοντέλο που θεωρείται – και σε εξωθεσμικό πλαίσιο – το μόνο έγκυρο μοντέλο συνδιαλλαγής και τεκμηρίωσης, από την άλλη η φαινομενική ελευθερία έκφρασης που «παραχωρείται» κατά καιρούς στους Καταπιεσμένους (στους εργαζόμενους, στους μετανάστες, στους ψυχασθενείς, τους συνταξιούχους, τους φυλακισμένους, εξαρτημένους, φοιτητές και κατά καιρούς λοιπούς διεκδικούντες), βρίσκει όριο στη «νομιμότητα» και στο «Υπάρχον» με αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση να εισακούγεται η αγωνία του Καταπιεσμένου στην κυνική απάντηση της Κυριαρχίας ότι «θα το λάβουμε υπόψη». Με τον αποκλεισμό-εξαφάνιση του Καταπιεσμένου, αφαιρείται η πραγματική δυνατότητα αυτοδιαχείρισής του: αυτό που του μένει είναι εντός πλαισίου, εντός ορίων, μικρές «επισκευαστικές κινήσεις» που δεν αποδομούν επί της ουσίας το οικοδόμημα της Καταπίεσης, αγγίζοντας μερικώς τα συμπτώματα (κάτι σαν το πενταμελές στο Λύκειο που φυσικά δεν έχει λόγο στο περιεχόμενο σπουδών), αλλά όχι τα αίτια που τα δημιουργούν ή τα αναπαράγουν (η ανάθεση των Καταπιεσμένων στους Καταπιεστές, των αποφάσεων για τη δική τους ζωή).
- Η περίπτωση της κατάληψης στα Χανιά έχει λοιπόν το εξής ενδιαφέρον: από τη μια είναι η αποκλειστική αφετηρία για αυτό που συμβαίνει σήμερα – ακόμα και η χθεσινή «επίκαιρη ερώτηση» του βουλευτή Χανίων στη Βουλή με θέμα «Παράνομη Σύμβαση στο Πολυτεχνείο Κρήτης» προς τον Υπουργό Παιδείας3, βασίζεται στην έρευνα που δημοσιοποίησε η Rosa Nera τον Ιούλιο4 (και χρησιμοποιήθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών5), από την άλλη οι πρόθυμοι υποψήφιοι διαχειριστές του Λόφου Καστέλι προτείνουν μια επαναδιαμόρφωση του δημόσιου χώρου που δεν την περιλαμβάνει.
Ναι, ο Λόφος Καστέλι είναι ιστορικός χώρος. Τι εννοούμε ωστόσο «ιστορία»; Έπειτα, η αποπλαισίωση που συντελείται με την κουβέντα περί «κτιρίων», η αποκοπή δηλαδή από την ίδια την κοινωνία και τις ανάγκες της, πόσο συμμαχεί εντέλει με τον Καταπιεστή; Όταν «καλείται η κοινωνία» – κατά τους οργανωτές της σημερινής εκδήλωσης – τι εννοούν «κοινωνία»; Μια κουβέντα «για το δημόσιο χώρο» που ανοίγει ενώ δεν έχει τεθεί το ζήτημα της τουριστικοποίησης της παλιάς πόλης, της διαβίωσης των κατοίκων της, των εργαζομένων της, της στέγασης, της εμπορευματοποίησης των ανοιχτών χώρων, αλλά και πιο γενικά θέματα που σχετίζονται με τον «εξευγενισμό» μιας πόλης (gentrification), πόσο «έγκυρη» μπορεί να είναι; Πόσο έγκυρη είναι μια τέτοια προοπτική «συντονισμού δυνάμεων», χωρίς την παρουσία εργαζομένων, μεταναστών, συλλογικοτήτων, φοιτητών, ανέργων κλπ. σε ισότιμη βάση (και όχι με πεντάλεπτα «ευγενικής παραχώρησης»), χωρίς την παρουσία μελών της ίδιας της κατάληψης που στεγάζει στο Λόφο εδώ και δεκατρία χρόνια τα κινήματα της πόλης και αποτελεί κεντρικότατο σημείο αναφοράς σε αντιφασιστικούς, εργασιακούς, οικολογικούς κλπ. αγώνες της πόλης;
Για άλλη μια φορά, έχουμε ασκήσεις επί χάρτου. Στο γνωστό μοντέλο μιας «επιτροπής» που στόχο έχει να παίρνει αποφάσεις με βάση τους δικούς της στόχους – και να τις νομιμοποιεί με επίκληση «των κινημάτων» και «της κοινωνίας» που τάχα μου συμβάλλουν – δίνεται ένας «χτύπος στον ώμο» στον Καταπιεσμένο και αποφασίζεται ερήμην του ότι «τώρα που έχει σοβαρέψει η υπόθεση του Λόφου Καστέλι, εμείς αναλαμβάνουμε».
Τα περί ανομίας στην αντίσταση είναι οξύμωρα. Τους νόμους ως γνωστόν τους φτιάχνουν οι κυριαρχίες. Αυτό που προβάλλεται στην υπεράσπιση του «νόμιμου» – ο νόμος ως «ηθικός μπούσουλας» – είναι πιο καλλιεργημένο ως κουλτούρα στους χώρους αντίστασης: εκεί δεν υπάρχει παιδική εργασία ή βιασμός, λειτουργούν κανόνες ισχυρότεροι από το εάν κάτι «είναι νόμιμο ή όχι».
- Η αντίσταση εξάλλου, πώς να είναι «νόμιμη» όταν ο Καταπιεστής κατασκευάζει τους νόμους; Από τη στιγμή που χωρά στα σχέδια του Καταπιεστή παύει να αποτελεί αντίσταση. Ούτως ή άλλως ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η αντίσταση δεν μπορεί να μπει στο φάσμα του Νόμου, καθώς οι νομοθέτες και οι εφαρμογοί τους υπερασπίζονται πάντα το δίκαιο των καταπιεστών. Η ιδιαίτερη συνθήκη επομένως η Rosa Nera να μην είναι «νόμιμος χώρος» προάγει από μόνη της τη δυνατότητα-αναγκαιότητα της αυτοθέσμισης και της αυτοδιαχείρισης.
- Η Rosa Nera πρέπει να μείνει και για έναν άλλο λόγο: είναι η μόνη φορά στην ιστορία του Λόφου, που σε ένα διοικητικό κτίριο γράφεται συλλογική ιστορία. Η μόνη φορά που αυτό το κτίριο δεν είναι κέντρο εξουσίας. Κι αυτό σήμερα – μαζί με την πλέον πολύχρονη ιστορία της κατάληψης και της συλλογικότητας Rosa Nera – αποτελεί δική της παρακαταθήκη. Απόσπασμα απο κείμενο το οποίο πλήρες βρίσκεται στο πρόσφατο βιβλίο :
- "Συναντήσεις στην αυλή της Rosa Nera"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου